ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A101
(2016) 1 ΑΑΔ 454
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 239/2010)
18 Φεβρουαρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΣΣΕΠΣ,
2. ΔΙΑΜΑΝΤΩ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ ΣΑΒΒΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
2. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΠΟΛΥ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Ιωαννίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Α. Κυπρίζογλου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Δ. Ζαβαλλής, για τον Εφεσίβλητο 3.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Ανδρέας Φοινικαρίδης και η σύζυγός του Μαρούλα Φοινικαρίδου, άτεκνοι, εκτέλεσαν ταυτόχρονα την 14.9.1983 διαθήκες, όμοιου περιεχομένου (τεκμήρια 1 και 2 στην πρωτόδικη διαδικασία), στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και μεταξύ τους συμφωνία ότι «αι αντίστιχοι διαθήκαι μας δεν θα ανακληθούν είτε διαρκούσης της ζωής αμφοτέρων μας ή υπό του επιζώντος μετά τον θάνατον ενός από μας». Με βάση τις πιο πάνω διαθήκες και υπό την αίρεση τήρησης της ανωτέρω συμφωνίας, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθενός κληροδοτείτο, στην περίπτωση θανάτου, στον άλλο και στην περίπτωση θανάτου του κληρονομήσαντος η περιουσία του κληροδοτείτο στους Εφεσείοντες και στην Εφεσίβλητη 2, κατά 1/3 μερίδιο έκαστος. Ο Εφεσείων 1 και η Εφεσίβλητη 2 ήταν ανήψια της Μαρούλας Φοινικαρίδου και η Εφεσείουσα 2 βαφτιστικιά της. Ως εκτελεστής των διαθηκών (οι οποίες στη συνέχεια θα αναφέρονται ως οι πρώτες διαθήκες), διορίστηκε ο δικηγόρος κ. Πάμπος Χ. Ιωαννίδης. Ο Ανδρέας Φοινικαρίδης απεβίωσε στις 15.12.1984. Στις 7.5.2003 η Μαρούλα Φοινικαρίδου εκτέλεσε νέα διαθήκη (τεκμήριο 3 στην πρωτόδικη διαδικασία. Θα αναφέρεται στη συνέχεια ως η τελευταία διαθήκη), η οποία, μετά το θάνατό της, που επήλθε στις 31.11.2003, παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για επικύρωση. Με βάση την τελευταία αυτή διαθήκη το σύνολο της περιουσίας της αποβιώσασας κληροδοτείτο όχι μόνο στους Εφεσείοντες και στην Εφεσίβλητη 2, αλλά και στην αδελφή της τελευταίας, Εφεσίβλητης 1, ανά ¼ μερίδιο έκαστος. Με την υπό αναφορά διαθήκη διορίστηκε ως εκτελεστής της ο Εφεσίβλητος 3, δικηγόρος επίσης.
Η κατάρτιση της πιο πάνω τελευταίας διαθήκης και η συμπερίληψη σε αυτή, επιπρόσθετα, της Εφεσίβλητης 1, αποτέλεσε το έναυσμα για καταχώρηση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με ενάγοντες τους Εφεσείοντες και εναγόμενους τους Εφεσίβλητους. Οι Εφεσείοντες-ενάγοντες προέβαλαν ότι η τελευταία διαθήκη της αποβιώσασας Μαρούλας Φοινικαρίδου ήταν άκυρη και ανίσχυρη καθότι με αυτή επιζητείτο - κατά παράβαση της συμφωνίας της αποβιώσασας με τον σύζυγό της, όπως αυτή προέβαλλε μέσα από τις δύο πρώτες διαθήκες - η ανάκληση της πρώτης διαθήκης της αποβιώσασας ή/και η διάθεση της περιουσίας της κατά τρόπο διάφορο του συμφωνηθέντος και αποδιδομένου στην πρώτη διαθήκη. Προέβαλαν περαιτέρω ότι η πρώτη διαθήκη ήταν αμετάκλητη με βάση τους όρους της και τη συμφωνία μεταξύ των συζύγων για εκτέλεση αμοιβαίων, ανέκκλητων διαθηκών. Διαζευκτικά, οι Εφεσείοντες-ενάγοντες ισχυρίζοντο ότι η νέα διαθήκη ήταν άκυρη και/ή ανίσχυρη κατά την έκταση που διαφοροποιούσε τη διάθεση της περιουσίας της αποβιώσασας ως αποτέλεσμα της προσθήκης νέου κληροδόχου ή δικαιούχου, δηλαδή της Εφεσίβλητης 1. Στην αγωγή τους, έθεταν, ουσιαστικά, οι Εφεσείοντες ότι η περιουσία της αποβιώσασας θα έπρεπε να διατεθεί με βάση τους όρους και τους δικαιούχους που αναφέρονται στις πρώτες διαθήκες. Πέραν των πιο πάνω προεβλήθησαν πρωτόδικα και διαζευκτικοί ισχυρισμοί περί ακυρότητας της επίδικης, τελευταίας, διαθήκης λόγω τυπικών ελαττωμάτων, αλλά και παράνομης ψυχικής πίεσης ή έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας της αποβιώσασας. Οι διαζευκτικές αυτές βάσεις αγωγής εγκαταλείφθηκαν στην πορεία και δεν θα απασχολήσουν στη συνέχεια.
Πρωτοδίκως οι δύο πλευρές περιορίστηκαν, βασικά, στην κατάθεση ως τεκμηρίων των επίδικων διαθηκών και στην παρουσίαση παραδεκτών γεγονότων, η ουσία των οποίων και καταγράφηκε ανωτέρω.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε, απορρίπτοντας τον πυρήνα των θέσεων των Εφεσειόντων-εναγόντων, ότι η τελευταία διαθήκη της αποβιώσασας ήταν νόμιμη και πως με αυτή ανεκλήθη κάθε προηγούμενη διαθήκη της. Στην κατάληξη αυτή οδηγήθηκε επικαλούμενος το άρθρο 37 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφάλαιο 195, το οποίο διέπει τους τρόπους ανάκλησης διαθηκών. Εκρινε, τέλος, ότι οι ισχυρισμοί της πλευράς των Εφεσειόντων περί αμοιβαίων διαθηκών και οι αντίστοιχες νομικές προεκτάσεις τους είναι ανεδαφικοί και ανύπαρκτοι στο νομικό μας σύστημα.
Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης, οι οποίοι, στην ουσία τους, συμπλέκονται. Περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας σε σχέση με τις αμοιβαίες διαθήκες (mutual wills) και, κατά συνέπεια, παρέλειψε να εξετάσει και να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα αναφορικά με τις νομικές συνέπειες της συμφωνίας μεταξύ των αποβιωσάντων συζύγων και ειδικότερα τη δημιουργία εξ επαγωγής εμπιστεύματος επί της περιουσίας της αποβιώσασας μετά το θάνατο του συζύγου της. Κατά προέκταση τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβηκε σε εύρημα ότι η τελευταία διαθήκη της αποβιώσασας ήταν νόμιμη και εσφαλμένα ερμήνευσε ότι το άρθρο 37 του Κεφαλαίου 195 εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση, παραβλέποντας ότι η αποβιώσασα δεν κατείχε την περιουσία της ως πραγματικός δικαιούχος, αλλά ως εμπιστευματοδόχος για να τη χρησιμοποιήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσει αποτέλεσμα στην αμοιβαία διαθήκη.
Η ουσία της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, κινήθηκε γύρω από τη νομική διάσταση του άρθρου 37 του Κεφαλαίου 195 και του δόγματος των αμοιβαίων διαθηκών, όπως έχει αναγνωρισθεί και θεμελιωθεί μέσα από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων. Δεν αμφισβήτησε τους τρόπους ανάκλησης διαθήκης όπως αυτοί αποτυπώνονται στο πιο πάνω άρθρο 37, εισηγήθηκε όμως ότι το δικαίωμα ανάκλησης προγενέστερης διαθήκης δεν συγκρούεται με το δόγμα των αμοιβαίων διαθηκών. Εθεσε περαιτέρω πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι η αποβιώσασα Μαρούλα Φοινικαρίδου κατείχε την περιουσία της σε εμπίστευμα και προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσει αποτέλεσμα στην αμοιβαία διαθήκη, ως απόρροια της μεταξύ της και του προαποβιώσαντος συζύγου της συμφωνίας. Με υπόβαθρο τις πιο πάνω θέσεις και νομικές προσεγγίσεις, ήταν η καταληκτική εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου ότι η τελευταία διαθήκη ήταν άκυρη και ανίσχυρη καθότι με αυτή επιζητείται, κατά παράβαση της προαναφερθείσας συμφωνίας, η ανάκληση των πρώτων διαθηκών και η διάθεση της περιουσίας της αποβιώσασας κατά τρόπο διάφορο του συμφωνηθέντος.
Στην εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγισή τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων εισηγήθηκαν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής του Δικαίου της Επιείκειας και της αντίστοιχης αγγλικής νομολογίας καθότι στην υπό εκδίκαση υπόθεση ακολουθούνται οι προϋποθέσεις ανάκλησης διαθήκης, όπως αποτυπώνονται κατά τρόπο εξαντλητικό στο άρθρο 37 του Κεφαλαίου 195. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατέληξαν, εντοπίζεται ρητή νομοθετική πρόνοια, η οποία ειδικά ρυθμίζει τα επίδικα ζητήματα και υπερισχύει των όποιων αντίθετων κανόνων καλύπτει το Δίκαιο της Επιείκειας, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960.
Όπως, ορθά και με επάρκεια, ανέπτυξε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων το δόγμα των αμοιβαίων διαθηκών, ως κανόνας κοινοδικαίου, έχει αναγνωρισθεί, θεμελιωθεί και υποστηρίζεται από πλούσια νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων. Εδράζεται στη φιλοσοφία ότι ένα πρόσωπο έχει δικαίωμα να δεσμεύσει την περιουσία του με συμφωνία, ούτως ώστε η διαθήκη του να αποτελεί εμπίστευμα για την εκτέλεση αυτής της συμφωνίας. Οι όροι της ίδιας της διαθήκης συνιστούν και τη μαρτυρία τέτοιας συμφωνίας και αυτός που αποβιώνει πρώτος εκτελεί με το θάνατό του το δικό του μερίδιο της συμφωνίας. Το δεύτερο μέρος δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από μόνο του από τη συμφωνία, αλλά καθίσταται εμπιστευματοδόχος για να την εφαρμόσει με τέτοιο τρόπο ώστε να υλοποιήσει την αμοιβαία διαθήκη. Αμοιβαίες διαθήκες μπορούν να ανακληθούν είτε από κοινού, είτε από το ένα μέρος ξεχωριστά, νοουμένου όμως ότι το μέρος που προτίθεται να ανακαλέσει κοινοποιεί την εν λόγω ανάκλησή του στο άλλο μέρος. Δεν είναι όμως επιτρεπτό σε οποιοδήποτε μέρος να ανακαλέσει τη διαθήκη του εν αγνοία του άλλου, ούτε στον επιβιώσαντα να το πράξει μετά το θάνατο του άλλου. Προβάλλει ως θεμέλιο του δόγματος των αμοιβαίων διαθηκών η δημιουργία σύμβασης μεταξύ δύο διαθετών που συμφωνείται ότι δεν θα μεταβληθεί μετά το θάνατο του ενός εξ αυτών. Η υποχρέωση που επιβάλλεται επί του επιζώντα πηγάζει από το Δίκαιο της Επιείκειας και δημιουργείται ως θέμα δικαίου. Τελικός σκοπός του υπό αναφορά δόγματος και των αρχών της επιείκειας που το καλύπτουν είναι η αποφυγή εξαπάτησης του προαποβιώσαντος διαθέτη, ο οποίος απεβίωσε με την πίστη και την πεποίθηση ότι ο επιζών θα κρατήσει την υπόσχεσή του και θα τηρήσει τη συμφωνία τους (Halsbury's Laws of England, 3rd ed., vol. 39, para. 1280, 1289, Halsbury's Laws of England, 4th ed., vol. 50, para. 307, 308, 321, Dufour v. Pereira (1769) Dick 419, Gray and Others v. Perpetual Trustee Company Ltd [1928] AC 391, Birmingham and Others v. Renfrew and Others (1937) 57 CLR 666, Re Cleaver [1981] 2 All E.R. 1018 Ch. D., Proctor v. Dale [1994] Ch. 31, Goodchild v. Goodchild [1997] 3 All E.R. 63, Olins v. Walters [2008] EWCA Civ. 782).
Όπως επεξηγείται παραστατικά στο νομικό λεξικό «A Dictionary of Law», Oxford Reference, 3rd edition, p. 259:
«mutual wills Wills conferring reciprocal benefits, made by two or more persons who have agreed that the wills are not to be revoked. The court will enforce the agreement by declaring that the survivor holds the relevant property on constructive trust to give effect to the mutual will. For example, H and W by agreement make wills leaving property to each other absolutely, each providing that if the other dies first the property goes instead to X. If after H's death W makes a fresh will in favour of Y, the court will on W's death nonetheless give effect to the interest left to X under the original mutual will. The fresh will is admitted to probate, but the personal representatives of the survivor can only take the relevant property subject to a constructive trust in favour of X. The property that forms the subject matter of the trust is to be determined by construing the agreement contained in the mutual wills.»
Δεν χωρεί αμφισβήτησης - άλλωστε αυτό δεν αποτελεί σημείο τριβής - ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά των επίδικων πρώτων διαθηκών καλύπτουν τις πρόνοιες και παραπέμπουν σε ύπαρξη αμοιβαίων διαθηκών, όπως ο θεσμός έχει νομικά αναπτυχθεί μέσα από την αγγλική νομολογία. Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι το κατά πόσο αναγνωρίζονται αυτής της μορφής διαθήκες και οι νομικές τους προεκτάσεις στο δικό μας νομικό σύστημα, υπό το φως και με δεδομένη την ύπαρξη της νομοθετικής πρόβλεψης του άρθρου 37 του Κεφαλαίου 195.
Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του Ν. 14/1960 το κοινοδίκαιο (common law) και οι αρχές της επιείκειας (equity) είναι μέρος του δικαίου μας. Όπως, όμως, έχει και νομολογιακά επιβεβαιωθεί, η επίκληση του κοινοδικαίου και των αρχών της επιεικείας δεν είναι επιτρεπτή όπου ο δικός μας, κυπριακός, νόμος προβλέπει ειδική ρύθμιση επί συγκεκριμένου ζητήματος (Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση (1993) 1 ΑΑΔ 718, Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 1077).
Όπως έχει λεχθεί, το άρθρο 37 του Κεφαλαίου 195 διέπει τους τρόπους ανάκλησης διαθήκης κατά τρόπο εξαντλητικό (Καθητζιώτη ν. Μαυρονικόλα (1995) 1 ΑΑΔ 447, Ηρακλέους κα ν. Αβρααμίδη (2010) 1 ΑΑΔ 807). Μεταξύ άλλων, διαθήκη δύναται να ανακληθεί με μεταγενέστερη διαθήκη που ανακαλεί ρητά την προγενέστερη. Η ρητή αυτή πρόνοια της κυπριακής νομοθεσίας, παρέχει απλώς αποτελεσματική δυνατότητα ανάκλησης προηγούμενης διαθήκης. Δεν δημιουργεί δικαίωμα απαλλαγής από προηγηθείσα συμφωνία και δεν συνιστά ειδική ρύθμιση που συγκρούεται με το δόγμα των αμοιβαίων διαθηκών, το οποίο και εφαρμόζεται στο δίκαιό μας με βάση τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 29(1)(γ) του Ν. 14/1960. Κατά προέκταση, τυχόν σύνταξη νέας διαθήκης δεν απαλλάσσει τον διαθέτη από προηγούμενη συμφωνία την οποία είχε συνάψει με άλλο πρόσωπο στο πλαίσιο καταρτισμού αμοιβαίων διαθηκών. Συμφωνία η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και μετά το θάνατο, με δεσμευτικές συνέπειες.
Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση εις βάρος των Εφεσιβλήτων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και, συνακόλουθα, η τελευταία διαθήκη, ημερομηνίας 7.5.2003, κηρύσσεται άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.