ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια κ. Σπ. Ιωάννου για κ. Γ. Βασιλείου, για Εφεσίβλητο/Ενάγοντα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-12-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD ν. ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΥΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 53/11, 16/12/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A831

(2015) 1 ΑΑΔ 2796

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 53/11

 

16 Δεκεμβρίου, 2015

 

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ

 

INVESTYLIA  PUBLIC  COMPANY  LTD

Εφεσείουσας/Εναγόμενης

 

και

 

ΑΝΤΩΝΗ  ΠΑΥΛΟΥ

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

--------

 

κ. Λ. Λουκαϊδης, για Εφεσείουσα/Εναγόμενη

κ. Σπ. Ιωάννου για κ. Γ. Βασιλείου, για Εφεσίβλητο/Ενάγοντα

-------

 

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   H έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή 411/06, με την οποία καταδικάστηκε η εφεσείουσα/εναγομένη να επιστρέψει στον εφεσίβλητο/ενάγοντα το ποσό των Λ.Κ.3.005 (€5.134,35) δυνάμει του άρθρου 58Α(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου
Αξιών Κύπρου Νόμο του 1993 (Ν.14(1)/1993, όπως τροποποιήθηκε από τους Ν.42(1)/2000 και 9(1)/2001) που ο τελευταίος κατέβαλε για αγορά μετοχών οι οποίες τελικά δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ.

 

      Ο μόνος λόγος που προωθήθηκε για παραμερισμό της απόφασης - άλλοι έξι λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν - ήταν αυτός της κατ΄ ισχυρισμό καθυστέρησης από τον εφεσίβλητο  να απαιτήσει  την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε, ζήτημα  που πρωτοδίκως προβλήθηκε στο στάδιο των αγορεύσεων.  Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο τόσο το λόγο έφεσης όσο και την αιτιολογία του:

 

«7  Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την θέση της εφεσείουσας/εναγομένης σύμφωνα με την οποία η μακρά καθυστέρηση από μέρους του ενάγοντα/εφεσίβλητου στην υποβολή της απαίτησης του ισοδυναμούσε με απεμπόληση του δικαιώματος του (waiver) και θα 'πρεπε για τον λόγο αυτό να απορριφθεί η αγωγή.

 

Αιτιολογία

 

Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αντιμετώπισε την εν λόγω θέση:

 

Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι το Δικαστήριο θεώρησε εσφαλμένα ότι για την εφαρμογή της αρχής του waiver απαιτείται να υπήρξε επηρεασμός της υπεράσπισης από την καθυστέρηση άσκησης του δικαιώματος.

 

Πέραν τούτου, το Δικαστήριο παραγνώρισε την νομολογία στις υποθέσεις Οικονομίδης ν Alliance international Reinsurance Co Ltd κ.α., Πολ. Εφ. 192/07, ημ. 21/12/10 και Alliance International Reinsurance company Ltd v. Μάριος Σαββίδης, Πολ.'Εφ. 194/08 και 201/08. ημ. 24/3/11.

 

Υπενθυμίζεται ότι ο εφεσίβλητος αιτήθηκε τις μετοχές τον Ιανουάριο του 2000 έστειλε μεν επιστολή στις 16/8/2002 σε λάθος διεύθυνση και άλλη μέσω των δικηγόρων του στις 17/10/2005. Κίνησε αγωγή στις 7/2/2006.»

 

      Πανομοιότυπος λόγος έφεσης είχε εγερθεί από την εφεσείουσα και στην Investylia Public Company Ltd v. Τζοζεφίν Γαβριηλίδου, Πολ. Εφ. 236/10 ημερ. 10.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:A590, με μόνη διαφορά την τελευταία παράγραφο της αιτιολογίας η οποία είχε ως ακολούθως:

 

«Υπενθυμίζεται ότι η εφεσίβλητη αιτήθηκε τις μετοχές στις 23 Ιανουαρίου του 2000.  Και της παραχωρήθηκαν στις 5/4/2000. Στις 2/5/2000 μεταβιβάστηκαν στην εφεσίβλητη ακόμα 5.000 μετοχές που είχαν αρχικά παραχωρηθεί σε συγγενικό της πρόσωπο.  Έστειλε για πρώτη φορά επιστολή απαίτησης μέσω των δικηγόρων της στις 22/8/2005 για όλες τις 10.000 μετοχές.  Κίνησε αγωγή στις 14/10/2005.»

 

      Κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας περιορίστηκε να επαναλάβει τα όσα διαλαμβάνονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, ενώ ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με αναφορά και στην Louis Tourist Agency v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98, όπου αποφασίστηκε ότι η απεμπόληση δικαιώματος (waiver) μπορεί να τεκμηριωθεί από τη συμπεριφορά του δικαιούχου μόνο εφόσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητα εγκατάλειψη του δικαιώματος.

 

      Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι η τελευταία παράγραφος της αιτιολογίας του προωθηθέντος λόγου έφεσης δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου, το οποίο δεν εφεσιβάλλεται.  Το παραθέτουμε:

 

«O ενάγοντας με διπλοσυστημένη επιστολή του ημερ. 16.8.2002 (Τεκμήριο 7), ζήτησε από την  Εναγόμενη Εταιρεία την επιστροφή των χρημάτων του και τόκους, βάσει της σχετικής νομοθεσίας (Νόμος 168(1)/2002) που είχε ψηφιστεί εν τω μεταξύ.  Η εν  λόγω επιστολή παρελήφθη από την εταιρεία στις 20.8.2002 (Τεκμήριο 7(β)).  Μέσω των δικηγόρων του (Ανδρέας Κουκούνης και  Σια) ζήτησε εκ νέου, με επιστολή ημερ. 17.10.2005 (Τεκμήριο 8) την επιστροφή των χρημάτων του.  Η εν λόγω επιστολή παρελήφθη από την εναγόμενη εταιρεία στις 17.10.2005.  Συγκεκριμένα επεδόθη προσωπικά στο διευθυντή της εταιρείας Στέλιο Στυλιανού στις 17.10.2005 (Τεκμήριο 8(α)).  Η εναγόμενη εταιρεία ουδέν ποσό επέστρεψε μέχρι σήμερα στον ενάγοντα.»

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο - ως η επιπλέον αιτιολογία του λόγου έφεσης - «. το Δικαστήριο θεώρησε εσφαλμένα ότι για την εφαρμογή της αρχής του waiver απαιτείται να υπήρξε επηρεασμός της υπεράσπισης από την καθυστέρηση άσκησης του δικαιώματος» και ότι «. παραγνώρισε τη νομολογία στις υποθέσεις Οικονομίδης ν Alliance international Reinsurance Co Ltd κ.α., Πολ. Εφ. 192/07, ημ. 21/12/10 και Alliance International Reinsurance company Ltd v. Μάριος Σαββίδης, Πολ.'Εφ. 194/08 και 201/08. ημ. 24/3/11

 

 

      Όπως ήδη έχει σημειωθεί τα όσα προώθησε η εφεσείουσα στην παρούσα έφεση, τα προώθησε και στην  Investylia (ανωτέρω), από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:

 

«Η υπόθεση Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co Ltd (2010) 1 AAΔ 2053 αφορούσε και αυτή αίτημα για επιστροφή χρημάτων που καταβλήθηκαν για αγορά μετοχών, οι οποίες τελικά δεν εισήχθησαν στο ΧΑΚ, με βάση το άρθρο 58Α3(β) του Νόμου. Το Εφετείο εξέτασε την εφαρμογή της αρχής του κωλύματος (estoppel) σε περιπτώσεις όπου πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την σελ. 2060-1 της απόφασης:

 

«Το συμπέρασμα που φαίνεται να εξάγεται από τη νομολογία είναι ότι η αρχή του κωλύματος συχνότερα εφαρμόζεται όταν πρόκειται για συμβατικά δικαιώματα και σπανιότερα όταν πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο, τα οποία συνήθως επηρεάζουν μεγαλύτερο φάσμα ατόμων απ' ότι τα συμβατικά δικαιώματα. Όμως στην υπόθεση Scholey (ανωτέρω), εξετάστηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της απώλειας του δικαιώματος ακύρωσης συμφωνίας αγοράς μετοχών, που δημιουργήθηκε εξαιτίας ψευδών παραστάσεων και το οποίον πήγαζε από νομοθετική πρόνοια και αποφασίστηκε ότι η είσπραξη μερίσματος συνιστούσε ενέργεια που αποστερούσε το δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Σε άλλη παλιά αγγλική υπόθεση, τη Re Hop and Malt Exchange and Warehouse Co., Ex parte Briggs [1866] L.R. 1 Eq. 483, αποφασίστηκε ότι η απόπειρα πώλησης των μετοχών στερεί τον δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας αγοράς των μετοχών. Το δικαίωμα τερματισμού, επίσης, μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς και από τη μη άσκηση του μέσα σε εύλογο χρόνο. Βέβαια το τι συνιστά εύλογο χρόνο είναι ζήτημα γεγονότων στην κάθε υπόθεση. Ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση των ψευδών παραστάσεων ή του  λόγου για τον οποίο έχει δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας (Δέστε: Halsbury's Laws of England, Third Edition, Vo. 6, παρα. 383, σελ. 188 και 189)».

 

Στην υπόθεση εκείνη το Εφετείο θεώρησε ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα και οι ενέργειές του τον εμπόδιζαν να ασκήσει το δικαίωμα που του παρείχε ο Νόμος. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων αποδέχθηκε τις μετοχές, τις πρόσθετες μετοχές που του παραχωρήθηκαν και τα μερίσματα, ενώ, μετά την καταχώρηση της αγωγής του, προχώρησε στην ενεχυρίαση του συνόλου των επίδικων μετοχών που κατείχε, με σκοπό την εξασφάλιση δανείου. Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση κατά 19 μήνες από τη γένεση του δικαιώματος μέχρι την απόπειρα άσκησης του, θεωρήθηκαν ανεπίτρεπτη αποδοκιμασία και επιδοκιμασία των ενεργειών της εφεσίβλητης εταιρείας, με αποτέλεσμα να κωλύεται ο εφεσείων να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχεται από το Νόμο.

 

Στην υπόθεση Alliance International Reinsurance Co Ltd ν. Σαββίδη κ.ά. (2011) 1 ΑΑΔ 635 ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση. Στην υπόθεση εκείνη οι εφεσίβλητοι, μετά τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος με βάση το άρθρο 58Α3(β), αποδέχτηκαν την παραχώρηση δωρεάν μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς, καθώς και την καταβολή προμερίσματος.»

 

      Στην υπό κρίση περίπτωση η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ στις 14.6.2000 χωρίς να γίνει αυτό κατορθωτό μέσα σε τρεις μήνες, ούτε όμως και μεταγενέστερα.  Ο εφεσίβλητος ζήτησε για πρώτη φορά επιστροφή των χρημάτων του με επιστολή ημερ. 16.8.2002, η οποία δεν απαντήθηκε από την εφεσίβλητη.  Ακολούθησε δεύτερη επιστολή ημερ. 17.10.2005 η οποία επεδόθηκε προσωπικώς στο διευθυντή της Σ. Στυλιανού, η οποία και πάλι δεν απαντήθηκε. Με αποτέλεσμα την καταχώριση αγωγής στις 7.2.2006.   Υπό αυτά τα δεδομένα, όπως αποφασίστηκε και στην Πολ. Εφ. 236/10 (ανωτέρω), η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι επενδυτές στις αποφάσεις που επικαλέστηκε ο κ. Λουκαίδης. Υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην αποστολή της πρώτης επιστολής, όμως όλες οι ενέργειες του εφεσίβλητου, από την αρχή της αποστολής της πρώτης επιστολής μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής, καταδεικνύουν την αποδοκιμασία του για την παράλειψη της εφεσείουσας να του επιστρέψει τα χρήματά του. Περαιτέρω ο εφεσίβλητος ουδέν όφελος έλαβε από την εφεσείουσα καθ΄οιονδήποτε στάδιο, έτσι ώστε αυτό να λειτουργήσει αρνητικά στην απαίτησή του. Πέραν και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, δε μας διαφεύγει ότι δεν υπήρξε παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος του εφεσίβλητου.

 

      Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν ήταν τέτοια που να τεκμηριώνει εγκατάλειψη του δικαιώματός του να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εφεσείουσα για την αγορά των μετοχών, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε μόνο στο ότι δεν επηρεάστηκε η υπεράσπιση της εφεσείουσας λόγω του χρόνου καταχώρισης της αγωγής.

 

Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσα.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

 

                                                     

 

 

                                                                Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                       

 

 

                                                                Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                               

   

                                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο