ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Τ. Μιλτιάδους (κα), για τον Εφεσείοντα. Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2015-12-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ κ.α., Έφεση Αρ. 32/2012, 8/12/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2015:7

(2015) 1 ΑΑΔ 2728

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Έφεση Αρ. 32/2012)

 

8 Δεκεμβρίου 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής

-        ΚΑΙ  -

 

                       1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ,

2. ΘΕΟΦΑΝΗ ΑΝΤΡΕΑ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------

Τ. Μιλτιάδους (κα), για τον Εφεσείοντα.

Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους.

----------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Εκδόθηκε αυθημερόν  απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 9.12.2012.  Ακολουθεί τώρα με περισσότερη ανάλυση το σκεπτικό του Δικαστηρίου. 

 

            Μετά από μονομερή αίτηση του εφεσείοντος ημερ. 5.7.2012, που εισήχθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών, στην  υπ΄ αρ. Αίτηση 103/2012, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στον εφεσίβλητο 2-καθ΄ ου η αίτηση 2, από του να πωλήσει το μερίδιο του και/ή υποθηκεύσει, επιβαρύνει, μεταβιβάσει ή αποξενώσει το επ΄ ονόματι του εγγεγραμμένο ακίνητο με αριθμό εγγραφής 16543, Φ/Σχ.2-234-347, τεμάχιο 401 στο Μαρώνι στην τοποθεσία Ξάλωνα της επαρχίας Λάρνακας.  Η μονομερής αίτηση είχε εισαχθεί στο πλαίσιο της βασικής αίτησης με την οποία ο εφεσείων αξιώνει από την πρώην σύζυγο του, εφεσίβλητη 1, το ½ μερίδιο που του αναλογεί από τα δώρα των αρραβώνων και του γάμου, που δαπανήθηκαν για την ανέγερση της ημιτελούς οικοδομής, πλέον την αξία της ημιτελούς οικοδομής, πλέον την αξία των υλικών που ο ίδιος ή οι γονείς του, μέσω του, συνεισέφεραν στην εν λόγω οικοδομή, η οποία είναι εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου 2, πατέρα της πρώην συζύγου του.

Το διάταγμα εκδόθηκε επί τη ταυτόχρονη εγγυήσει εκ μέρους του εφεσείοντος στο ποσό των €15.000 και ορίστηκε επιστρεπτέο στις 13.7.2012.  Υπήρχε και δεύτερη θεραπεία στη μονομερή αίτηση του εφεσείοντος, η οποία αποσκοπούσε στην έκδοση διατάγματος ώστε ο εφεσίβλητος 2 να επιτρέψει την είσοδο στην ημιτελή επίδικη κατοικία η οποία ανεγέρθη στο ακίνητο με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, σε ιδιώτη εκτιμητή και/ή εκτιμητή ή επιμετρητή ποσοτήτων που θα διόριζε ο εφεσείων, για σκοπούς εκτίμησης της αξίας της επίδικης κατοικίας και ετοιμασίας έκθεσης.  Το επιδιωκόμενο αυτό διάταγμα δεν δόθηκε μονομερώς, αλλά ορίστηκε για ακρόαση από τον Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα που ήταν επιστρεπτέο το μονομερές εκδοθέν διάταγμα μη αποξένωσης του ακινήτου. 

 

         Καταχωρήθηκε στη συνέχεια ένσταση από τον εφεσίβλητο 2 και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση, η οποία περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις χωρίς να ζητηθεί η αντεξέταση οποιουδήποτε εκ των ενόρκως δηλούντων.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων στη μονομερή αίτηση του και τη συνοδευτική υπ΄ αυτού ένορκη δήλωση, παρέλειψε να αναφέρει ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο όπως είχε προς τούτο δηλώσει ο εφεσίβλητος 2 στη δική του  ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση.  Θεωρήθηκε πρωτοδίκως η παράλειψη αυτή ως ουσιώδους και καίριας σημασίας για την τύχη της μονομερούς αίτησης του εφεσείοντος διότι, κατά τον Πρόεδρο, το ύψος του δανείου για το οποίο είχε γίνει η υποθήκη, αν και  κατά πόσο είχε εξοφληθεί εν όλω ή εν μέρει το δάνειο πάντοτε σε συνάρτηση με την αξία του επίδικου ακινήτου, θα έκανε «μεγάλη διαφορά».  Επίσης το Δικαστήριο θεώρησε ότι στη μονομερή αίτηση δεν καταγράφονταν οι πηγές πληροφόρησης των ισχυρισμών του εφεσείοντος ως προς την πρόθεση αποξένωσης ή υποθήκευσης του επιδίκου ακινήτου.  Ο Πρόεδρος προχώρησε επομένως στην ακύρωση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος απορρίπτοντας και την έτερη αιτούμενη θεραπεία που καταγράφηκε προηγουμένως σε σχέση με τη δυνατότητα επιθεώρησης του ακινήτου από εκτιμητή, θεωρώντας ότι συμπαρασυρόταν η θεραπεία αυτή από την ακύρωση του διατάγματος μη αποξένωσης της περιουσίας. 

 

         Η έφεση στοχεύει ακριβώς στην ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με την εισήγηση ότι ο εφεσείων δεν γνώριζε ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο και επομένως δεν θα μπορούσε να το είχε αναφέρει στην ένορκη δήλωση του και εν πάση περιπτώσει η μη αποκάλυψη αυτή δεν θα μπορούσε να ήταν ουσιώδης στο σύνολο των δεδομένων και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέδειξε το γεγονός της μη αναφοράς στην υποθήκευση σε ουσιώδη παράγοντα ικανό να οδηγήσει στην ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος.  Δεν υπάρχει νομολογία, κατά τη συνήγορο, που να απαγορεύει ακίνητο που είναι επιβαρυμένο με υποθήκη από του να δεσμευθεί διά διατάγματος μη αποξένωσης. 

         Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο συμπέρασμα του ότι πουθενά ο εφεσείων στην ένορκη του δήλωση δεν ανέφερε τις πηγές πληροφόρησης του, ενώ λανθασμένα απέρριψε και τη θεραπεία που αφορούσε στην εκτίμηση του ακινήτου χωρίς να ακουστεί στην ουσία ο εφεσείων και χωρίς να συνδέεται το θέμα με τη μη αποξένωση του ακινήτου. 

 

         Πρέπει να σημειωθεί ότι η συνήγορος του εφεσείοντος αγόρευσε ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου μόνη της, εφόσον η πλευρά του εφεσίβλητου 2 επέλεξε, παρά τις προηγούμενες οδηγίες του Δικαστηρίου, να μην καταχωρήσει περίγραμμα, αλλά ούτε και να εμφανισθεί στη δικάσιμο. 

 

          Οι θέσεις που έχουν προβληθεί προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης είναι ορθές.  Με γενικότητα και αοριστία ήταν που ο εφεσίβλητος 2, αναφέρθηκε στην υποθήκευση του ακινήτου του χωρίς ο ίδιος  να δώσει οποιοδήποτε στοιχείο, ούτε ως προς την αξία του ακινήτου, ούτε ως προς το ύψος της υποθήκης, ούτε και ως προς το συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα στο οποίο είναι υποθηκευμένο το ακίνητο, παρά μόνο δόθηκε ο αριθμός της υποθήκης και ότι αυτή είναι καταχωρημένη στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας.  Πέραν τούτου δεν εισηγήθηκε με την ανάλογη διασύνδεση του θέματος ότι ο εφεσείων δεν είχε αποκαλύψει το συγκεκριμένο γεγονός της υποθήκευσης και ότι αυτό ήταν ουσιώδες σε βαθμό που να οδηγούσε σε ακύρωση του διατάγματος.  Η θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η παράλειψη αυτή ήταν ουσιώδης για τους λόγους που κατέγραψε δεν υποστηρίζει τη θέση του υπό το φως μάλιστα του γεγονότος ότι δεν προβλήθηκε οπουδήποτε στην ένσταση ότι ο εφεσείων όντως γνώριζε για την υποθήκευση του ακινήτου και δεν το είχε αποκαλύψει σκοπίμως.  Και εφόσον δεν είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου τα συγκεκριμένα στοιχεία του δανείου, της αξίας της υποθήκης και τα συναφή δεδομένα, παρέμεινε στη σφαίρα της θεωρίας η θεωρηθείσα «μεγάλη διαφορά». 

 

         Το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης υποθήκης και μόνο δεν είναι αρκετό για να καταστήσει το ζήτημα ουσιώδες.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν προέβη σε μια σφαιρική θεώρηση του θέματος όπως αυτό οριοθετείται από τη νομολογία.  Είναι δεδομένο ότι η παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το διάταγμα χωρίς να εξετάσει την ουσία.  Υπάρχουν όμως διάφορα κριτήρια που υποβοηθούν το Δικαστήριο στο έργο αυτό.  Έχουν εν πολλοίς καταγραφεί στην απόφαση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 στην οποία μνημονεύθηκαν και οι υποθέσεις Zachariades Ltd v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437, Resola (Cyprus) Ltd v. Christou (1998) 1 Α.Α.Δ. 597 και Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597.  Στην υπόθεση Brink's Mat Ltd v. Elcombe (C.A.) (1988) 1 W.L.R. 1350, το Αγγλικό Δικαστήριο διατύπωσε επτά προτάσεις ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίζει το θέμα. Παρά το γεγονός ότι ο αιτητής οφείλει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων εκείνων των στοιχείων που γνωρίζει, αλλά και εκείνων που θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα, η δε πρόθεση του κατά την προώθηση της μονομερούς αίτησης δεν είναι σχετική και ούτε εναπόκειται σ΄ αυτόν να αποφασίσει τι είναι ουσιώδες ή όχι, εν τούτοις εναπόκειται στο Δικαστήριο στο τέλος της ημέρας να κρίνει κατά πόσο το γεγονός που παραλήφθηκε είναι ουσιαστικό, κατά πόσο δεν ήταν γνωστό στον αιτητή και αν η παράλειψη έγινε χωρίς σκοπό παραπλάνησης.  Ακόμη το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια παρόλη την απόδειξη ουσιαστικής μη αποκάλυψης, να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος ή να εκδώσει νέο διάταγμα με όρους.  Αυτά ιδιαιτέρως αναφέρονται στις προτάσεις 6 και 7 που διατύπωσε ο Ralf Gibson J. στην πιο πάνω απόφαση Brink's Mat Ltd v. Elcombe

 

         Δεν έγινε η πιο πάνω άσκηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε η μη αποκάλυψη εκ μέρους του εφεσείοντος της υποθήκης να εξεταστεί υπό το φως όλων αυτών των παραγόντων.  Αναμφίβολα, το γεγονός της ύπαρξης της υποθήκης η οποία εν πάση περιπτώσει λειτουργούσε εναντίον του συμφέροντος του εφεσείοντος διότι περιόριζε στην ουσία την αξία του ακινήτου που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος της απαίτησης του, δεν αρκούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση του διατάγματος. 

 

         Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν λανθασμένη και η εκτίμηση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν καταγράφονταν οι πηγές πληροφόρησης των ισχυρισμών του εφεσείοντος ως προς την πρόθεση αποξένωσης του ακινήτου, εφόσον στις παραγράφους 26 και 27 της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε τη μονομερή αίτηση, είχαν δοθεί τα ελάχιστα τουλάχιστον εκείνα στοιχεία που δικαιολογούσαν την πιθανότητα αποξένωσης της περιουσίας.  Άλλωστε το θέμα αυτό δεν ανεδείχθη από τον εφεσίβλητο 2 σε ζήτημα που θα έπρεπε να είχε επιλυθεί από το Δικαστήριο. 

 

         Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια προβαίνοντας σε ακύρωση του διατάγματος, θεωρώντας και πάλι εσφαλμένα ότι και η αιτούμενη θεραπεία για την επιμέτρηση του ακινήτου παρέμεινε άνευ αντικειμένου. 

 

         Ως εκ τούτου η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Ακολουθώντας προηγούμενη νομολογία όπως αυτή στην υπόθεση Vasilyeva v. Φοβερού κ.ά. (2011) Α.Α.Δ. 1672, όπου και εκεί το Εφετείο επίσης είχε αποφασίσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα είχε ακυρώσει διάταγμα λόγω απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, θεωρώντας ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις με  βάση τη νομολογία και το Νόμο για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, το προσωρινό διάταγμα στην υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτό ίσχυε πριν να ακυρωθεί, καθίσταται οριστικό. 

 

         Το αιτητικό της παραγράφου Β της μονομερούς αιτήσεως παραμένει προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου να επανατεθεί από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο. 

 

         Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου 2, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                   Δ.

 

 

 

                                                   Δ.

 

 

 

                                                   Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο