ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D651
(2015) 1 ΑΑΔ 2110
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 93/2015)
5 Οκτωβρίου 2015
(Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 57 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1999 (158(Ι)/1999)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. 725375 ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ/Η ΝΑ ΕΠΑΝΕΝΤΑΧΘΕΙ ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΙ/Η ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ ΚΑΙ/Η ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΣΕ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 47/2009 ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΝΑ ΠΡΑΞΕΙ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΨΕΙ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS
-----------------------
Σ. Αγγελίδης με Γ. Ζαχαρίου (κα), για τον αιτητή.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο αιτητής διώχθηκε πειθαρχικά ως μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου με αποτέλεσμα η αρμόδια Πειθαρχική Επιτροπή να του επιβάλει ποινή απόλυσης η οποία και επικυρώθηκε από το Συμβούλιο Εφέσεων της Αστυνομίας.
Η εν λόγω διοικητική πράξη ακυρώθηκε στις 27.7.2012 από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου[1], επειδή η συμμετοχή στο Συμβούλιο Εφέσεων του Αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος σε προηγούμενο στάδιο είχε κρίνει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του ότι τα αδικήματα που αποδίδονταν στον αιτητή ήταν τόσο σοβαρά ώστε να έπρεπε να εκδικαστούν από Πειθαρχική Επιτροπή αντί από Προεδρεύοντα Αξιωματικό, στερούσε την όλη διαδικασία από τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης.
Είναι η θέση του αιτητή ότι από την ίδια εκείνη ημέρα (27.7.2012) παρουσιάστηκε στο Αρχηγείο Αστυνομίας και περιπλέον ενημέρωσε με επιστολή του δικηγόρου του τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι είναι στη διάθεση της Αστυνομίας για ανάληψη των αστυνομικών του καθηκόντων ενόψει της ακύρωσης της απόλυσής του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ούτε τα διαβήματα του δικηγόρου του που ακολούθησαν είχαν αποτέλεσμα ως προς την αποκατάσταση του αιτητή.
Η μόνη ανταπόκριση τελικά, πάντα κατά την εκδοχή του αιτητή, ήταν μια επιστολή εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας με την οποία κλήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων στις 7.11.2012 για ακρόαση της έφεσής του στα πλαίσια επανεξέτασης της υπόθεσης. Κατά την εν λόγω όμως ημερομηνία, η ακρόαση της πειθαρχικής έφεσης αναβλήθηκε, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει οριστεί ημερομηνία.
Ακολούθησε η αγωγή υπ΄αριθμό 7518/2012, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία ο αιτητής απαιτεί από τη Δημοκρατία αποζημιώσεις στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος λόγω της ακύρωσης της διοικητικής πράξης της απόλυσής του. Στην υπεράσπιση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφέρεται ότι:
«.Ο εναγόμενος δεν αρνείται να συμμορφωθεί με την απόφαση του Εφετείου ούτε παραλείπει να το πράξει, παρά μόνο ότι υπάρχει καθυστέρηση για συμμόρφωση με την εν λόγω απόφαση δια το λόγο ότι αναμένεται τροποποίηση του σχετικού νόμου ούτως ώστε να μην παρακάθεται ο Αρχηγός Αστυνομίας ως πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων, αφού αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση από το Εφετείο.
Αν ακολουθήσει επανεξέταση με τις σημερινές πρόνοιες του νόμου θα πρέπει σύμφωνα με αυτό να παρακάθεται ο Αρχηγός Αστυνομίας και αυτό δεν επιτρέπεται από την απόφαση του Εφετείου στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Επομένως δεν υπάρχει άρνηση ή παράλειψη καθότι τροχιοδρομείται [sic] η διαδικασία που θα ακολουθηθεί για σκοπούς επανεξέτασης η οποία λόγω της ανάγκης για τροποποίηση του Νόμου, ώστε να είναι σύμφωνη με το Δεδικασμένο, χρειάζεται περισσότερο χρόνο στα πλαίσια του ευλόγως εφικτού.»
Είναι όμως η θέση του αιτητή ότι η υποχρέωση για συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση ήταν άμεση και δεν συναρτάται με τη διαδικασία πειθαρχικής δίωξης. Συμμόρφωση δε, προς την απόφαση, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επάνοδο του αιτητή στη θέση του. Παρέπεμψε σχετικά ο ευπαίδευτος δικηγόρος του στα όσα καταγράφονται στο σύγγραμμα Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2η έκδοση, Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, σελ. 317, με αναφορά στο σύγγραμμα Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως, ανατύπωση 1988, Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, σελ. 280-281. Εξηγείται ότι επί ακυρώσεως της απόλυσης δημοσίου υπαλλήλου, η ακύρωση ενεργεί αναδρομικώς ανατρέχουσα στο χρόνο έκδοσης της ακυρουμένης πράξεως και επαναφέρουσα τα πράγματα στο χρονικό σημείο στο οποίο ευρίσκονταν πριν η διοίκηση επιληφθεί του θέματος. Κατά συνέπεια, ο υπάλληλος θεωρείται ως μηδέποτε παραιτηθείς. Περαιτέρω, στη σελ. 273 του ιδίου συγγράμματος σημειώνεται ότι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα θέση γίνεται μεν, θεωρητικά, αυτομάτως, αλλά στην πράξη χρειάζεται πάντοτε ενέργεια της διοίκησης για την ανάληψη των καθηκόντων του απολυθέντος και τη φυσική εγκατάστασή του στην προτέρα του θέση. Παρέπεμψε, επίσης, ο κ. Αγγελίδης, στο σύγγραμμα Δημόσιο Υπαλληλικό Δίκαιο, Αναστ. Ι. Τάχου, Έκδοση Τέταρτη Νέα, σελ. 131, όπου σημειώνεται ότι εξαφάνιση από το Συμβούλιο της Επικρατείας της απόφασης απόλυσης συνεπάγεται την επαναφορά του υπαλλήλου σε ενέργεια.
Είναι για την παράλειψη της διοίκησης να ενεργήσει ως άνω, που ο αιτητής ζητά με την παρούσα αίτηση, η οποία βασίζεται στο Άρθρο 146.5 του Συντάγματος[2] και στο άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999[3], διάταγμα τύπου mandamus που να διατάσσει τον Αρχηγό Αστυνομίας να τον καλέσει να αναλάβει εκ νέου τα αστυνομικά του καθήκοντα.
Πρόκειται δε, πάντα κατά τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή, για παράλειψη που δεν έχει την τεχνική έννοια του όρου «παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας», η οποία δύναται να προσβληθεί παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως. Παρέπεμψε, σχετικά, σε αποφάσεις του ΣτΕ σύμφωνα με τις οποίες η άρνηση της διοικήσεως να προβεί σε σχετικές ενέργειες συμμορφώσεως προς ακυρωτική απόφαση δεν συνιστά παράλειψη οφειλομένης ενέργειας και δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 30/2009, ΣτΕ 3510/2002) και σε άρθρο της Ευγενίας Πρεβεδούρου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου, όπου με αναφορά στις εν λόγω αποφάσεις και την αρχή που προκύπτει, εξηγείται ότι «.οι μεν σιωπηρές αρνήσεις θα οδηγούσαν άσκοπα σε ατέρμονες δίκες, ενώ οι παραλείψεις διενέργειας υλικών πράξεων συμμόρφωσης δεν συνιστούν παραλείψεις οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υπό την τεχνική έννοια του όρου»[4] .
Συνεπώς, εισηγήθηκε ο κ. Αγγελίδης, ο αιτητής δεν έχει άλλη θεραπεία και γι΄αυτό προσέφυγε στην παρούσα εξαιρετική δικαιοδοσία. Ήταν η θέση του ότι η απαίτησή του για την παράλειψη καταβολής των μισθών του, την οποία έχει ως άνω προωθήσει με αγωγή, δεν μπορεί να υποκαταστήσει ή να επηρεάσει το δικαίωμά του να απαιτεί αποκατάστασή του μέσα από ενεργό συμμόρφωση της διοίκησης.
Τέλος, αναφορικά με το ζήτημα της καθυστέρησης, ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε με αναφορά στην απόφαση του Στυλιανίδη, Δ., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Laertis Shipping Enterprises (1992) 1 AAΔ 686, ότι η δυνατότητα που έχει το Δικαστήριο να αρνηθεί θεραπεία λόγω της καθυστέρησης, συναρτάται με το κατά πόσο το Δικαστήριο θεωρεί πως η απόδοση της θεραπείας μετά από παρέλευση χρόνου, πιθανό να προκαλέσει ουσιώδη βλάβη ή να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα οιουδήποτε προσώπου. Εν προκειμένω, συνέχισε, δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, αλλά αντίθετα η Δημοκρατία υφίσταται ζημία από το γεγονός ότι, ενώ παραμένει υπόχρεη σε καταβολή των μισθών του αιτητή, παραλείπει να τον καλέσει σε υπηρεσία. Συνεπώς η απόδοση της θεραπείας δεν θα ήταν εις βάρος της Δημοκρατίας, αλλά το αντίθετο. Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι ο αιτητής καλόπιστα ανέμενε, κατά το διαρρεύσαντα χρόνο, την άρση της συνεχιζόμενης παράλειψης.
Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφασίσει οριστικά επί των ζητημάτων που εγείρονται. Το ζητούμενο έγκειται στο κατά πόσο στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμη, υπόθεση ώστε να κληθεί η Δημοκρατία σε απάντηση. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, επιφυλασσομένης της τελικής εκτίμησης αφού ακουστεί και η άλλη πλευρά, παρά το καινοφανές μάλλον της περίπτωσης, εφόσον δεν έχω παραπεμφθεί σε προηγούμενη νομολογία, θεωρώ ότι είναι κατάλληλη η περίπτωση και δίδεται άδεια για καταχώριση αιτήσεως προς έκδοση εντάλματος της φύσεως mandamus, ως η παράγραφος Α της αίτησης. Δίδονται οδηγίες όπως η αίτηση υποβληθεί εντός 10 ημερών και επιδοθεί στην άλλη πλευρά.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Νικόλας Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (2012) 3 ΑΑΔ 357
[2] Άρθρο 146.5: «Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις ή, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση, η απόφαση επί της έφεσης δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.»
[3] Άρθρο 57: «Έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.»
[4] Η έκταση της υποχρέωσης συμμόρφωσης της διοίκησης στο ακυρωτικό αποτέλεσμα δικαστικών αποφάσεων (ΠΜΣ, Διοικητικό Δίκαιο, 20 Μαρτίου 2014).