ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D837
(2014) 1 ΑΑΔ 2431
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση 182/14)
4 Νοεμβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΑRAL ENTERPRISES LIMITED (ΑΡ. ΕΓΓΡΑΦΗΣ 3/1837, ΤΕΜ. 1765, Φ/ΣΧ.30/04 Ε2 ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ 20, ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΣΤΙΣ 8/7/14 ΓΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ/ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙ¦ 4/3/13 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 9291/07 Ε.Δ. Λ/ΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ Δ.43 Α ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27/08/2013 ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 17/09/2013 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡΙΘΜΟ 495/2013
.........
Για αιτητές: Α. Χρ. Ευτυχίου
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια επιδιώκει να της δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari και Prohibition προκειμένου (α) να ακυρωθεί το ένταλμα ανάκτησης κατοχής που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και που αφορά το υποστατικό που βρίσκεται στην οδό Ηρώδου Αττικού 20 στον Αρχάγγελο, Λακατάμεια (το οποίο στο εξής θα καλείται ως το Υποστατικό) και (β) να μην προχωρήσει η εκτέλεση του προαναφερθέντος εντάλματος ανάκτησης κατοχής μέχρι την εκδίκαση της αίτησης.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, όπως αυτά διατυπώνονται από την αιτήτρια εταιρεία (στο εξής η Εταιρεία) στη σχετική έκθεση ως και στη συνοδευτική ένορκη δήλωση, έχουν σε συντομία ως ακολούθως:
Η Εταιρεία έχει ως διευθυντές το ζεύγος Αθηνούλα και Μιχάλη Χαραλαμπίδη και ως μετόχους τα παιδιά τους Αντρέα και Ευδοκία Χαραλαμπίδη.
Το ζεύγος Χαραλαμπίδη ήταν εναγόμενοι στην αγωγή 9291/07 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (στο εξής οι Εναγόμενοι), με ενάγοντες τους Παναγιώτη και Σοφία Λεοντίου (στο εξής οι Ενάγοντες).
Στην πιο πάνω αγωγή εκδόθηκε εναντίον των Εναγομένων, στις 4.3.13, εκ συμφώνου (α) απόφαση όπως καταβάλουν στους Ενάγοντες το ποσό των €500.000 πλέον τόκους και (β) διάταγμα όπως τους παραδώσουν το υποστατικό. Υπήρξε όμως όρος αναστολής 10 μηνών, τόσο της απόφασης όσο και του διατάγματος, σύμφωνα με τον οποίο εάν οι Εναγόμενοι μέσα στην περίοδο της αναστολής κατέβαλλαν στους Ενάγοντες το ποσό των €500.000 τότε η απόφαση θα θεωρείτο εξοφλημένη και, περαιτέρω, το διάταγμα όχι μόνο θα έπαυε να ισχύει αλλά οι Ενάγοντες θα προχωρούσαν και σε τιτλοποίηση του υποστατικού επ΄ ονόματι των Εναγομένων ή οποιουδήποτε προσώπου ήθελαν αυτοί υποδείξει.
Οι Εναγόμενοι δεν συμμορφώθηκαν στον όρο αναστολής μέσα στην περίοδο των 10 μηνών, αλλά ούτε μέχρι και σήμερα, με αποτέλεσμα οι Ενάγοντες να εξασφαλίσουν, στις 8.7.14, μετά από μονομερή αίτηση ένταλμα ανάκτησης κατοχής του υποστατικού το οποίο και επέδωσαν στη συνέχεια στους Εναγόμενους. Στις 30.9.14, όμως, τόσο οι Εναγόμενοι όσο και η Εταιρεία κατέθεσαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτηση δια κλήσεως, με την οποία ζητούσαν ακύρωση του εντάλματος με το αιτιολογικό ότι η πραγματική κάτοχος του υποστατικού ήταν η Εταιρεία προς την οποία, όπως ισχυρίστηκαν, δεν επιδόθηκε το διάταγμα όπως απαιτείται από τη Δ.43 Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Η πιο πάνω αίτηση εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 24.10.14. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι πράγματι οι ενάγοντες-Καθ' ων η Αίτηση ουδέποτε επέδωσαν την επίδικη απόφαση στην εν λόγω εταιρεία. Αυτό δεν είναι παράδοξο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι εναγόμενοι 1 και 2, που είναι ταυτόχρονα και οι διευθυντές της εταιρείας, ουδέποτε αποκάλυψαν στους ενάγοντες ότι η «πραγματική κάτοχος» του ακινήτου ήταν η εταιρεία.
Θα συμφωνήσω με τη θέση των εναγόντων-Καθ' ων η Αίτηση, ότι η πιο πάνω δήλωση αποτελεί εκ των υστέρων σκέψη για να καθυστερήσουν την παράδοση του ακινήτου και ότι η εταιρεία ουδέποτε υπήρξε πραγματική κάτοχος αυτού. Ως ανάφερα επανειλημμένα, διευθυντές της εταιρείας ήταν οι ίδιοι οι εναγόμενοι 1 και 2 -Αιτητές, οι οποίοι ήταν παρόντες κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Το εύλογο ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί αυτοί παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως τους κατόχους του ακινήτου και ουδέποτε αποκάλυψαν καθ" όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ότι η πραγματική κάτοχος ήταν η εταιρεία;
Οι Αιτητές καμία απάντηση έχουν δώσει στο πιο πάνω ερώτημα και καμία εξήγηση πρόσφεραν σε σχέση με τις αντιφατικές τους δηλώσεις.
Το μόνο θετικό στοιχείο που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προς" υποστήριξη της Αίτησης, είναι το πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών, σύμφωνα με το οποίο η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της εταιρείας ήταν η οδός Ηρώδου Αττικού 20 στον Αρχάγγελο. Παρατηρώ όμως ότι το συγκεκριμένο πιστοποιητικό εκδόθηκε το 2010, τρία περίπου χρόνια πριν την έκδοση της απόφασης και τέσσερα περίπου χρόνια πριν την έκδοση του επιδίκου εντάλματος. Παραμένει άγνωστο στο Δικαστήριο κατά πόσο η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της εταιρείας παρέμεινε και στη συνέχεια η ίδια. Πέραν τούτου όμως, το γεγονός ότι το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας ήταν στην οδό Ηρώδου Αττικού 20 στον Αρχάγγελο, από μόνο του δεν αποδεικνύει ότι η εταιρεία είχε λάβει πραγματική κατοχή (actual possession) του επιδίκου ακινήτου.
Εκ των υστέρων σκέψεις, που σκοπό έχουν την καθυστέρηση παράδοσης του ακινήτου, είναι πιστεύω και οι ισχυρισμοί ότι η εταιρεία χρειάζεται κάποιο χρόνο για «να αποσυναρμολογήσει και επανασυναρμολογήσει τον πολυάριθμο εξοπλισμό της». Αν η εταιρεία διατηρούσε εντός του ακινήτου «πολυάριθμο εξοπλισμό», θέση βέβαια την οποία απορρίπτω, είχε όλο το χρόνο να τον μετακομίσει, καθότι οι διευθυντές αυτής, εναγόμενοι 1 και 2, όχι μόνο γνώριζαν για την ύπαρξη του διατάγματος, αλλά, ως ανάφερα και ανωτέρω, ήταν παρόντες στο Δικαστήριο και συμφώνησαν στην έκδοση του.»
Οι λόγοι που επικαλείται η Εταιρεία για να της χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια είναι απόρροια των ισχυρισμών της, ότι η έκδοση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής ήταν προϊόν (α) υπέρβασης και/ή κατάχρησης δικαιοδοσίας, (β) έκδηλης πλάνης και/ή νομικού λάθους στην εφαρμογή των Δ.42 Α και Δ.43 Α των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (γ) παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης γιατί δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και (δ) ανυπαρξίας του αναγκαίου ελέγχου της νομιμότητας έκδοσης του εντάλματος ανάκτησης κατοχής. Επιπρόσθετα, διατείνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων καθότι αν δεν εκδοθούν υπάρχει άμεσος κίνδυνος εκτέλεσης του εντάλματος ανάκτησης κατοχής.
Οι πιο πάνω λόγοι αναπτύσσονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και προωθήθηκαν και δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου από τον κ. Ευτυχίου.
Διεξήλθα με προσοχή το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου και όσα δια ζώσης ανέπτυξε ο κ. Ευτυχίου. Προτού όμως ασκήσω τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο επί του θέματος θα 'ταν χρήσιμο να γίνει υπενθύμιση των βασικών αρχών που διέπουν αιτήματα της εξεταζόμενης φύσεως. Πρόκειται για αρχές που αναπτύσσονται και στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα», σελ. 122 και επόμενα, οι οποίες συνοψίζονται ως ακολούθως:
Η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari ή Prohibition - όπως και η έκδοση τέτοιων ενταλμάτων - εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. (Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 ΑΑΔ 438) η οποία, όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά έφεση, πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ασκείται θετικά. (Βλ. Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Αυγής I. Κωνσταντινίδου κ.α. (1992) 1 AAΔ 853). Ακόμα και αν ο αιτητής ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41). Κι αυτό καθότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (Αναφορικά με το Γενικό Εισαγγελέα (Αρ. 3) (1993) 1 ΑΑΔ 42 και Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 AAΔ 464), ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης (Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Lid (1992) 1 AAΔ 116). Γενικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του (πρωτόδικου) δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Α. Κωνσταντινίδης (2003) 1AAΔ 1298, Τζ. Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 AAA 692).
Έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες νομικές αρχές είναι νομίζω προφανές ότι η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αίτησης ημερ. 30.9.94, με την οποία η Εταιρεία μαζί με τους Εναγόμενους ζητούσαν ακύρωση του διατάγματος ανάκτησης κατοχής στη βάση παραβίασης των προνοιών της Δ.43 Α, θα μπορούσε να προσβληθεί με έφεση. Τούτο είναι αρκετό κατά την άποψή μου για απόρριψη της αίτησης, καθότι δεν έχω ικανοποιηθεί ότι όντως συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για την χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Ο λόγος που έχει προβληθεί συναφώς, ότι δηλαδή θα πρέπει να δοθεί χρονική δυνατότητα στην Εταιρεία να εκκενώσει και παραδώσει το υποστατικό, δεν κρίνεται ικανοποιητικός. Αναιρείται αφ΄ εαυτού λόγω του ότι το διάταγμα ανάκτησης κατοχής επεδόθη στους διευθυντές της εδώ και ένα χρόνο περίπου και έκτοτε οι μόνες ενέργειες που έγιναν δεν ήταν προς την κατεύθυνση εκκένωσης του υποστατικού, αλλά αντίθετα για εξεύρεση τρόπων να μην εκτελεστεί το διάταγμα ανάκτησης κατοχής και σχετικά είναι τα όσα παρατίθενται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο απόσπασμα που αυτούσιο παρατίθεται πιο πάνω. Περαιτέρω δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, αφενός, καθότι η Εταιρεία δεν ήταν διάδικος στην αγωγή και, αφετέρου, οι διευθυντές της (Εναγόμενοι) ουδέποτε φαίνεται πως είχαν ενημερώσει την άλλη πλευρά ή και το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι την κατοχή του υποστατικού την είχε η Εταιρεία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο επί του θέματος δεν θα ασκηθεί θετικά και ενόψει τούτου η αίτηση για τη σκοπούμενη άδεια απορρίπτεται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ