ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A790
(2014) 1 ΑΑΔ 2308
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 387/2011 )
17 Οκτωβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
CONSORTIA EUROPE LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
FREGATA HOLDINGS LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
________________________
Μ. Μάρκου, μαζί με Π. Κολατσή (κα), για τους εφεσείοντες.
Κ. Χατζηδημητρίου (κα), για τους εφεσίβλητους.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, το οποίο, κατόπιν σχετικής αδείας, είχε επιδοθεί προς αυτούς στο Ηνωμένο Βασίλειο και, δη, στην Αγγλία. Κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση, αφού έκρινε ότι η σχετική πρόνοια στη Δ.6, κ. 6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία προβλέπει για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου, δεν εφαρμόζεται, πλέον, όταν αυτό προορίζεται για επίδοση σε χώρα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. ΄Οπως εξηγεί, για την πιο πάνω εξέλιξη, ευθύνεται, γενικά, η στόχευση της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης προς ένα ενιαίο χώρο δικανικής συνεργασίας, σε διάφορους τομείς του δικαίου, έχοντας, ήδη, υιοθετήσει, συναφώς, ένα ευρύ δίκτυο Κανονισμών, αποσκοπώντας, έτσι, στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αλλά και, ειδικά, ο Κανονισμός (ΕΚ) Αρ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο οποίος έχει καθιερώσει ένα ενδοκοινοτικό σύστημα επιδόσεως δικαστικών πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Η απόφαση επί του πιο πάνω θέματος αποτελεί το κύριο αντικείμενο προς εξέταση στην παρούσα έφεση. Με τους διάφορους δε λόγους που εκτίθενται σ' αυτήν, οι οποίοι συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, ουσιαστικά, προβάλλεται η θέση ότι ουδόλως έχει επηρεαστεί, πολύ περισσότερο δεν έχει καταργηθεί η Δ.6, κ. 6, από το νομοθετικό καθεστώς το οποίο εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση σε σχέση με θέματα που αφορούν στην απονομή της Δικαιοσύνης και, δη, από τον προαναφερθέντα Κανονισμό. Τη θέση αυτή ανέπτυξε ποικιλοτρόπως, κατά την αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, ερχόμενη, έτσι, αντιμέτωπη με τις θέσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσιβλήτων, η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σε όλα της τα σημεία.
Με βάση τα κυπριακά νομικά θέσμια, η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στον εναγόμενο σηματοδοτεί την ανάληψη δικαιοδοσίας από το δικαστήριο από το οποίο αυτό έχει εκδοθεί. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, το κλητήριο ένταλμα είναι το ένδικο μέσο με το οποίο άρχεται μια αγωγή. ΄Ο,τι δε επιδίδεται σε Κύπριο πολίτη ή σε πολίτη άλλης χώρας, ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι το ίδιο το κλητήριο. Στην περίπτωση, όμως, αλλοδαπού, ο οποίος βρίσκεται σε άλλη χώρα, θα πρέπει, σύμφωνα με τη Δ.6, κ. 6, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την E. Philippou Ltd. v. Littner Hampton Ltd. (1984) 1 C.L.R. 716, να του επιδοθεί ειδοποίηση του κλητηρίου στον καθορισμένο τύπο.
Το κλητήριο ένταλμα, με την υφιστάμενη διατύπωσή του, απευθύνεται προς τον εναγόμενο, διατάσσοντάς τον να υποβάλει, ουσιαστικά, εαυτόν στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, όπου έχει αρχίσει η αγωγή, στην οποία αυτό αφορά. Ως εκ τούτου, η επίδοσή του, στον πιο πάνω τύπο, σε υπήκοο άλλης χώρας στο εξωτερικό θεωρείται ότι αποτελεί επέμβαση στην κυριαρχία της χώρας στην οποία πραγματοποιείται η επίδοση. Συνακόλουθα, αυτό συνιστά παραβίαση της οφειλόμενης διακρατικής αβρότητας σε θέματα κρατικής κυριαρχίας, όπως αυτή υφίσταται με βάση άτυπους κανόνες του διεθνούς δικαίου, (βλ. Geo. Monro, Ltd. v. American Cuanamid Corpn. [1944] 1 All E. R. 386). Με την επίδοση δε ειδοποίησης, αντί του ίδιου του κλητηρίου, αποφεύγεται, κατά ένα εύσχημο τρόπο, το πιο πάνω ενδεχόμενο.
Με τη θέση, όμως, σε ισχύ, ειδικά, του Κανονισμού 1393/2007, η πιο πάνω κατάσταση έχει, προφανώς, αλλάξει σε σχέση με την επίδοση δικαστικών πράξεων σε χώρες κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Αυτός αφορά στα «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις». Στο εισαγωγικό μέρος του, στην αιτιολογική σκέψη 1, αναφέρεται, ως εκτίμηση, ότι: -
«(1) Η ΄Ενωση επιδιώκει τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και προς τούτο θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»
Καθορίζεται, έτσι, ο σκοπός του Κανονισμού, ενώ, στην αιτιολογική σκέψη 2 του ίδιου μέρους, αναφέρεται, σε σχέση με την εφαρμογή του, ότι:-
«(2) Η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων που επιδίδονται ή κοινοποιούνται σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.»
Στη συνέχεια, στις υπόλοιπες αιτιολογικές παραγράφους, καταγράφονται οι γενικές εκτιμήσεις του ευρωπαίου νομοθέτη σε σχέση με το τι θα πρέπει να διαλαμβάνει ο Κανονισμός, ώστε να εξυπηρετείται, με τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο, ο προαναφερθείς σκοπός· τουτέστιν, η «διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης» για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και τους πολίτες αυτών, ειδικά, μετά και από τη θέσπιση, με το ΄Αρθρο 20(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), του καθεστώτος του Πολίτη της ΄Ενωσης.
Σε σχέση με το εξειδικευμένο αντικείμενο του Κανονισμού, η μόνη αναφορά που υπάρχει στις πιο πάνω παραγράφους και προσδιορίζει το είδος των εγγράφων τα οποία διαβιβάζονται, προς επίδοση, μεταξύ των κρατών μελών, είναι ότι αυτά θα πρέπει να αφορούν «δικαστικές ή εξώδικες πράξεις», σε σχέση με αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Ακολούθως, το Κεφάλαιο II αναφέρεται, ειδικά, στις δικαστικές πράξεις. Σε κανένα, όμως, σημείο των προνοιών του δεν αναφέρει ο Κανονισμός αν θα πρέπει, σε σχέση με το περιεχόμενο και τη διατύπωσή τους, να εφαρμόζονται οι δικονομικοί κανόνες των κρατών μελών. Προφανώς, αυτό θεωρείται ως δεδομένο, διαφορετικά το πρώτο μέλημα του Κανονισμού θα έπρεπε να ήταν η υιοθέτηση ενός κοινού τύπου δικαστικής πράξης, ειδικά, όταν πρόκειται για «εισαγωγικό δίκης έγγραφο». Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει προβλεφθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, το ερώτημα το οποίο ετίθετο προς απάντηση ήταν κατά πόσο η Δ.6, κ. 6, έχει καταργηθεί από τον Κανονισμό 1393/2007, προκειμένου για επίδοση αγωγής η οποία διενεργείται σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. ΄Οπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, ο Κανονισμός δεν έχει καθιερώσει ένα κοινό τύπο δικαστικής πράξης, ο οποίος να χρησιμοποιείται ο ίδιος σε όλα τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο, όμως, του ΄Αρθρου 19, προβλέπεται ότι η προς επίδοση δικαστική πράξη θα πρέπει να είναι έγγραφο εισαγωγικό της δίκης, με την έννοια, βέβαια, που η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, Δ.Ε.Ε., έχει αποδώσει στον όρο αυτό, βασικά, εξετάζοντας το θέμα σε συνάρτηση με την κατοχύρωση του δικαιώματος του εναγομένου να λάβει επαρκή γνώση της εναντίον του δικαστικής διαδικασίας, προκειμένου να μπορεί να αμυνθεί. Συγκεκριμένα, το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση C-14/2007 Ingenieubüro Michael Weiss and Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin, όπου, στη σκέψη 73, αναφέρονται, σχετικά, τα εξής:-
"73. ... a document instituting the proceedings, must be interpreted as meaning the document or documents which must be served on the defendant in due time in order to enable him to assert his rights in legal proceedings in the State of transmission. Such a document must make it possible to identify with a degree of certainty at the very least the subject-matter of the claim and the cause of action as well as the summons to appear before the court or, depending on the nature or the pending proceedings, to be aware that it is possible to appeal."
Ενώ, στην αμέσως επόμενη σκέψη, 74, της απόφασης, επισημαίνεται ότι:-
"That interpretation is consistent with the objectives of Regulation No 1348/2000[1] to improve and expedite the transmission of documents."
Στην πιο πάνω υπόθεση, το Δικαστήριο είχε εξετάσει κατά πόσο έγγραφα, τα οποία περιείχαν μαρτυρικό υλικό και είχαν επισυναφθεί στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, επειδή το επέβαλλε δικονομικός κανονισμός του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, αποτελούσαν δικαστική πράξη, ώστε να έπρεπε, για τους σκοπούς επίδοσής τους, να είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα του εναγομένου. Υπό το φως της πιο πάνω ερμηνείας, η απάντηση που δόθηκε ήταν αρνητική.
Περαιτέρω, στην υπόθεση C-325/11 Krystyna Alder and another v. Sabina Orlowska and another, το Δικαστήριο είχε να εξετάσει κατά πόσο δικαστική πράξη, η οποία απευθυνόταν σε διάδικο ο οποίος είχε τη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος, μπορούσε, υπό τις περιστάσεις που προέβλεπε δικονομικός κανονισμός της χώρας στην οποία αυτή είχε εκδοθεί, να τηρηθεί στο φάκελο της δικογραφίας και να λογισθεί ως επιδοθείσα, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 1, παράγραφο (1) του Κανονισμού. Η απάντηση, βέβαια, του Δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα το οποίο του είχε τεθεί, ήταν αρνητική. Σχετικές και ως προς το θέμα το οποίο εξετάζεται εδώ είναι οι σκέψεις 29, 34, 35 και 36 της απόφασης, στις οποίες αναφέρονται τα εξής:-
«29 Συναφώς, όσον αφορά καταρχάς το σύστημα του κανονισμού 1393/2007, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός αυτός, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 61, στοιχείο γ΄, ΕΚ, αποσκοπεί στην καθιέρωση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του σκέψη 2, ενός ενδοκοινοτικού συστήματος επιδόσεως και κοινοποιήσεως που σκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2009, C-14/08, Roda Golf & Beach Resort, Συλλογή 2009, σ. I-5439, σκέψεις 53 έως 55).»
«34 Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί, συναφώς, ότι ο κανονισμός αυτός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 2, αποσκοπεί, βεβαίως, στην καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών πράξεων μεταξύ των κρατών μελών (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, C-14/07, Weiss und Partner, Συλλογή 2008, σ. I-3367, σκέψη 46, καθώς και Roda Golf & Beach Resort, προαναφερθείσα, σκέψη 54).»
«35 Ωστόσο, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, οι σκοποί αυτοί δεν θα πρέπει να επιτυγχάνονται με την καθ' οιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών τους, τα οποία απορρέουν από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που καθιερώνουν τα άρθρα 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Weiss und Partner, προαναφερθείσα, σκέψη 47).»
«36 Υπό το πρίσμα αυτό, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 46 και 47 των προτάσεών του, διάφορες διατάξεις του κανονισμού 1393/2007 αποσκοπούν ρητώς στο να συμβιβάσουν την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της διαβιβάσεως των δικαστικών πράξεων με την απαίτηση εξασφαλίσεως προσήκουσας προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών, τούτο δε μέσω, μεταξύ άλλων, της διασφαλίσεως πραγματικής και ουσιαστικής παραλαβής των πράξεων αυτών.»
Συνεχίζοντας, περαιτέρω, η απόφαση αναφέρει, στη σκέψη 39:-
«39 Υπό το ίδιο αυτό πρίσμα, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού υποχρεώνει τον δικαστή του κράτους μέλους προελεύσεως να αναστείλει την έκδοση απόφασης, αν ο εναγόμενος ερημοδικήσει, μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε εμπροθέσμως, όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής ή ότι το έγγραφο αυτό επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον εν λόγω κανονισμό, εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.»
Είναι, βέβαια, φανερό, από την πιο πάνω νομολογία, ότι ένα έγγραφο εξετάζεται πότε αποτελεί δικαστική πράξη στα πλαίσια του Κανονισμού, και, δη, «εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη», ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το ΄Αρθρο 19 αφορά στην περίπτωση της ερημοδικίας.
΄Οπως διαπιστώθηκε και προηγουμένως, το θέμα της διατύπωσης του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου παραμένει στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών του κάθε κράτους μέλους, με ό,τι η οικεία δικαστική δικονομία προβλέπει για γενική χρήση σε αστικές υποθέσεις. Αυτό συνάγεται και από την υπόθεση Ingenieubüro Michael Weiss and Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin, ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος, ορώμενη υπό το φως των ημεδαπών Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας, σαφώς, δεν αποτελεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ούτε αποτελεί άλλη ισοδύναμη πράξη. Επομένως, δε θα μπορούσε να περάσει τον έλεγχο του δικαστή του κράτους μέλους προέλευσης, που προβλέπει το ΄Αρθρο 19, σε περίπτωση ερημοδικίας. ΄Αλλωστε, δεν ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός της υιοθέτησής της, όπως, έχει, ήδη, εξηγηθεί. Μάλιστα, στην Τηλέτυπος Α.Ε. ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1863, στη σελίδα 1865, επισημαίνεται ότι η ειδοποίηση αποτελεί, απλώς, ενημέρωση του εναγομένου «πως εκκρεμεί κάποια διαδικασία εις βάρος του στη χώρα από την οποία εκδίδεται η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος.».
Επιπρόσθετα, το περιεχόμενο της ειδοποίησης, ως έχει στον τύπο 6, δε διέπεται από τους δικογραφικούς κανόνες που προβλέπει η Δ.19. Επομένως, επαφίεται, βασικά, στον κάθε ενάγοντα τι θα περιλάβει σ' αυτήν, ως περιγραφή της απαίτησής του. Η συνέπεια θα είναι να τίθεται σε αβεβαιότητα η εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής, που θέλει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο να παρέχει στον εναγόμενο όλες τις πληροφορίες σε σχέση με την απαίτηση, οι οποίες είναι αναγκαίες προς διασφάλιση του δικαιώματός του να αμυνθεί.
Το συμπέρασμα είναι ότι, σε τέτοια περίπτωση, όπως η παρούσα, ό,τι θα πρέπει να επιδίδεται σε μη Κύπριο πολίτη, ο οποίος βρίσκεται σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, είναι το κλητήριο ένταλμα, το οποίο συνιστά το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Ο Κανονισμός, οπωσδήποτε, θέτει αυτόν τον περιορισμό με το ΄Αρθρο 19 και δε δικαιολογείται υπαναχώρηση, ακόμα και με δεδομένο το λεκτικό, στο οποίο είναι διατυπωμένο το υπό χρήση κλητήριο ένταλμα στην Κύπρο. Στο ίδιο πλαίσιο είναι και ο περιορισμός ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο θα πρέπει να είναι συνταγμένο στη γλώσσα, την οποία κατανοεί ο παραλήπτης, εναγόμενος, ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής, όπου πρόκειται να γίνει επίδοση.
Ουσιαστικά, με τη θέσπιση σε ισχύ του Κανονισμού 1393/2007, έχει εκλείψει, πλέον, η ανάγκη για τήρηση των κανόνων διακρατικής αβρότητας σε σχέση με την επίδοση κλητηρίου σε μη Κύπριο πολίτη, ο οποίος βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης· υπενθυμίζεται ότι αυτός ήταν και ο μοναδικός σκοπός υιοθέτησης της ειδοποίησης. Επισημαίνεται δε ότι, με την εμμονή στη χρήση της, ουσιαστικά, γίνεται διάκριση μεταξύ Κυπρίων πολιτών και πολιτών άλλων κρατών μελών της ΄Ενωσης, ευρισκομένων εντός των γεωγραφικών της συνόρων. Η διάκριση αυτή, βέβαια, εξακολουθεί να υφίσταται σε σχέση με πρόσωπα τα οποία δεν είναι πολίτες κράτους μέλους και ευρίσκονται εκτός των συνόρων της. Σε σχέση, όμως, με πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, δεν υφίσταται, πλέον, οποιοσδήποτε τέτοιος περιορισμός, ούτε δικαιολογείται η διατήρηση της προαναφερθείσας διάκρισης σε ισχύ. Σε σχέση με το θέμα αυτό, το ΄Αρθρο 18 της Σ.Λ.Ε.Ε., προβλέπει ότι:-
«Εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας.»
Επιπρόσθετα, το ΄Αρθρο 20(1) προβλέπει και το εξής, πολύ σημαντικό:-
«1. Θεσπίζεται ιθαγένεια της ΄Ενωσης. Πολίτης της ΄Ενωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της ΄Ενωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια.»
Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Διογένης Χριστοφόρου Λτδ ν. Giosa Victoria Mikaela, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 161/2009, 5.6.2012, με το ΄Αρθρο 1Α του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατοχυρώνεται: «η υπέρτερη ισχύς του κοινοτικού δικαίου σ' όλους τους τομείς, ...» και δεσμεύει τη Δημοκρατία από την ημερομηνία ένταξής της στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, (βλ. τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006, (Ν. 127(Ι)/2006). Στην ίδια πιο πάνω υπόθεση, αναφέρονται, πρόσθετα, και τα εξής:-
«Τα Δικαστήρια της Κύπρου έχουν συνεπώς υποχρέωση να προσαρμόζουν τους ημεδαπούς νόμους κατά τρόπο που να μην αφίστανται του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, μέρος του οποίου είναι βέβαια και η ελευθερία διακίνησης και εγκατάστασης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, χωρίς περιορισμούς ή διακρίσεις.»
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι άμεσα σχετικό το πρώτο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος. Σύμφωνα με την καθοδήγηση που παρέχεται και δεδομένων των πιο πάνω προνοιών της Σ.Λ.Ε.Ε. και του Συντάγματος, η Δ.6, κ. 6, θα πρέπει να τύχει και δεύτερης προσαρμογής, μετά από την ερμηνεία την οποία της έδωσε η E. Philippou Ltd. v. Littner Hampton Ltd., ανωτέρω, κατά τρόπο ώστε ο όρος «πολίτης της Κύπρου (Cypriot national)», να αντικατασταθεί με τον όρο «πολίτης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης». Αυτό σημαίνει πως, όταν ο εναγόμενος σε μια αγωγή φέρει την πιο πάνω ιδιότητα και διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να του επιδίδεται το «εισαγωγικό δίκης έγγραφο», δηλαδή το κλητήριο ένταλμα, όπως προβλέπεται στη Δ.5, κ. 1, και όχι ειδοποίησή του. Σε διαφορετική περίπτωση, η επίδοση θα είναι αντικανονική και, κατά συνέπεια, άκυρη.
Επομένως, για τους πιο πάνω λόγους, θα απέρριπτα τους λόγους έφεσης οι οποίοι σχετίζονται με το θέμα της επίδοσης ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος. Θεωρώντας δε ότι αυτό ήταν το πιο σημαντικό θέμα που έπρεπε να εξεταστεί, το οποίο και εξετάστηκε στα πλαίσια της έφεσης αυτής, και δεδομένης της αποδοχής της με την απόφαση της πλειοψηφίας, δεν κρίνω αναγκαίο να προβώ στην εξέταση των λόγων έφεσης που σχετίζονται με τη Δ.48, κ. 13.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] Ο Κανονισμός 1348/2000 έχει αντικατασταθεί με τον Κανονισμό 1393/2007