ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D808
(2014) 1 ΑΑΔ 2346
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αíτηση Αρ. 104/2014)
24 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA
3 KAI 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (ΚΥΡ. ΝΟΜΟΣ 2(ΙΙΙ)/2000) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 23(Ι)/2001
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 16, 17, 19, 23, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 183(1)/07, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 92(1)/96 ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2006/24/ΕΚ, ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ STEVEN JAMES MORAN ΕΚ
ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6/3/2014 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
-----------------------------------
Μιχ. Πελεκάνος, για τον Αιτητή.
Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 28/5/2014 δόθηκε άδεια στον αιτητή να καταχωρίσει αίτηση, την οποία και καταχώρισε (η παρούσα αίτηση), για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari, με απώτερο σκοπό την ακύρωση του εντάλματος έρευνας, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 6/3/2014.
Με το επίδικο ένταλμα εξουσιοδοτείτο η έρευνα της οικίας και των υποστατικών του αιτητή, που βρίσκονται στο χωριό Άγιος Τύχωνας της επαρχίας Λεμεσού, όπως και συγκεκριμένων οχημάτων του, με την αιτιολογία ότι στα εν λόγω υποστατικά και οχήματα «φυλάσσονται τεκμήρια όπως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, σκληροί δίσκοι (hard drivers), κινητά τηλέφωνα, κάρτες κινητής τηλεφωνίας, συσκευές αποθήκευσης δεδομένων (usb keys) και έγγραφα που σχετίζονται με υπόθεση που διερευνάται από τις Βρετανικές αρχές σε συνεργασία με τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που στη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιστοιχούν με αδικήματα: 1) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, 2) Απάτη και 3) Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες».
Όπως, στην απόφαση με την οποία χορηγήθηκε άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης επισημαίνεται, το αίτημα της Αστυνομίας υποβλήθηκε κατόπιν αιτήματος δικαστικής συνδρομής, που υποβλήθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα (Κυρ. Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000), όπως και του άρθρου 9 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου Αρ. 23(Ι)/2001, από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες διερευνούσαν τα πιο πάνω αδικήματα.
Το ένταλμα εκδόθηκε στη βάση του περιεχομένου πολυσέλιδης ένορκης δήλωσης του Αρχιαστυφύλακα 3498, που υπηρετεί στο ΤΑΕ Λεμεσού. Σύμφωνα με την εν λόγω ένορκη δήλωση, ο συγκεκριμένος αλλοδαπός αποτελεί μέλος οργανωμένης εγκληματικής ομάδας, της οποίας οι δραστηριότητες επεκτείνονται εκτός από την Κύπρο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία, Ιρλανδία, Ισπανία και Ιταλία. Απώτερος στόχος των ενεργειών της ομάδας είναι η εξαπάτηση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του Τελωνείου, του Ηνωμένου Βασιλείου και η κλοπή από τις εν λόγω Υπηρεσίες χρημάτων με τη χρήση πολύπλοκου συστήματος κατάλληλα σχεδιασμένου για το σκοπό αυτό. Η απάτη χρονολογείται, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, από τον Ιανουάριο του 2011 και μέχρι σήμερα έχουν κλαπεί τουλάχιστον 30 εκ. αγγλικές λίρες.
Είναι η θέση του αιτητή ότι το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και παράνομο, έχει δε εκδοθεί καθ' υπέρβαση εξουσίας, παραβιάζοντας έτσι τις πρόνοιες του άρθρου 16.2 του Συντάγματος, τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου 23(Ι)/2001. Είναι περαιτέρω η θέση του αιτητή ότι το επίδικο ένταλμα είναι άκυρο, στο βαθμό και την έκταση που εξουσιοδοτεί την Αστυνομία να κατάσχει κινητά τηλέφωνα και κάρτες κινητής τηλεφωνίας, γιατί εκδόθηκε κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου 92(Ι)/1996, όπως και του Νόμου 183(Ι)/2007 και συνεπώς, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος.
Εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση προβάλλεται σχετικά ότι, η αιτιολογία του εντάλματος είναι ικανοποιητική, προέκυψε αφότου ο πρωτόδικος δικαστής ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα του και βρίσκεται μέσα στα πλαίσια του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και της νομολογίας.
Υποβάλλεται περαιτέρω ότι, στην παρούσα περίπτωση συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της σχετικής εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, λόγω της ύπαρξης ενώπιον του επαρκούς μαρτυρίας με προσδιορισμό των αναζητούμενων τεκμηρίων, γεγονός που με βάση τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, δεν επιτρέπει την έκδοση διατάγματος Certiorari.
Επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 27 του Κεφ. 155, η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση, εισηγείται ότι έχουν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του επίδικου εντάλματος και ειδικότερα η διαπίστωση μέσω της γραπτής ένορκης δήλωσης, για την ύπαρξη εύλογης αιτίας έκδοσης του.
Αναφορικά με τον περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμο του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001, ως έχει τροποποιηθεί), η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι ότι έχουν τηρηθεί οι σχετικές πρόνοιες του, ιδιαίτερα τα όσα διαλαμβάνονται στα άρθρα 9 και 10 αυτού και ότι ουδεμία παρατυπία έλαβε χώρα κατά τη σύνταξη και έκδοση του εντάλματος της παρούσας περίπτωσης.
Αντικρούοντας τέλος τον ισχυρισμό ότι η εξουσιοδότηση που δόθηκε μέσω του εντάλματος για κατάσχεση κινητών τηλεφώνων και καρτών κινητής τηλεφωνίας, καθιστούν αυτό άκυρο, οι καθ'ων η αίτηση επισημαίνουν ότι το αίτημα δεν αφορούσε σε καμιά περίπτωση τη δικανική επεξεργασία των αναζητούμενων αντικειμένων, αλλά μόνο την παραλαβή τους με σκοπό την παράδοση τους σύμφωνα με τις διεθνείς συμβατικές υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο ισχυρισμός για παράβαση του άρθρου 16.2 του Συντάγματος και του άρθρου 27 του Κεφ. 155.
Ο αιτητής απομονώνοντας κάποιες προτάσεις της προτελευταίας παραγράφου της ένορκης δήλωσης του Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, εισηγείται ότι οι συναφείς αναφορές ότι ο αιτητής «πάντοτε έχει μαζί του ένα φορητό υπολογιστή» για τον οποίο «οι Βρετανοί ερευνητές πιστεύουν πως ζωτικής σημασίας αποδεικτικά στοιχεία είναι αποθηκευμένα σε αυτόν τον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή και ελπίζουν πως έρευνα που θα διεξαχθεί στη νέα διεύθυνση διαμονής του στην Κύπρο θα διασφαλίσει αυτά καθώς και άλλα σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία που τυχόν εντοπιστούν», (οι επισημάνσεις είναι του Δικαστηρίου), δεν στοιχειοθετούσαν την ύπαρξη αντικειμένων σχετικών με τα υπό διερεύνηση αντικείμενα στην οικία του.
Επιπρόσθετα, δεν διευκρινίζεται το είδος των στοιχείων που περιείχε ο υπολογιστής του, με αποτέλεσμα να μην τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία που θα αιτιολογούσε επαρκώς την έκδοση ενός εντάλματος έρευνας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16.2 του Συντάγματος και στο άρθρο 27 του Κεφ. 155.
Iσχυρίζεται τέλος ότι δεν προκύπτει από την ένορκη δήλωση οποιαδήποτε μαρτυρία ή γεγονός που να τον συνδέει με ποινικά αδικήματα και ότι ως βάση του αιτήματος χρησιμοποιήθηκε μόνο η άποψη και η πεποίθηση των ανακριτών του Ηνωμένου Βασιλείου, σε βαθμό που ο Επαρχιακός Δικαστής αποποιήθηκε του καθήκοντος του να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα και να αιτιολογήσει δεόντως το ένταλμα.
Το άρθρο 16.2 του Συντάγματος επιβάλλει τη δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος έρευνας, το δε άρθρο 27(β) του Κεφ. 155, με το οποίο τίθενται οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος, εναποθέτει το ζήτημα στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, όταν αυτός «ικανοποιείται» με έγγραφη δήλωση, ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία ότι, είτε διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, είτε υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε, ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή προορίζεται για τη διάπραξη του.
Στην παρούσα περίπτωση, τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή, με την ένορκη δήλωση του Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, δικαιολογούσαν συγκεκριμένες και εύλογες υποψίες σύνδεσης των αντικειμένων, αφενός με την πιθανή διάπραξη των αδικημάτων και αφετέρου με το χώρο και τα αυτοκίνητα που θα διερευνόνταν. Η αναφορά στη δήλωση για έναν φορητό υπολογιστή, που έφερε πάντοτε μαζί του ο αιτητής κατά τις διακινήσεις και συναντήσεις του με άλλα άτομα, ήταν αρκετή για να δημιουργηθεί μια εύλογη υποψία και διασύνδεση του υπολογιστή αλλά και των συναφών συσκευών αποθήκευσης ηλεκτρονικού υλικού (usb), σκληρών δίσκων (hard drives), καρτών μνήμης, κινητής τηλεφωνίας, εγγράφων κλπ, με τα υποστατικά και οχήματα του.
Παρόμοια ζητήματα εγέρθηκαν στην Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656, στην οποία ο Κωνσταντινίδης Δ. αποφάνθηκε τα ακόλουθα (σελ. 660):
"Δεν διαπιστώνω έλλειμμα ως προς την αιτιολογία ή ως προς το πραγματικό υπόβαθρο ή ως προς την ανάγκη να είναι του ίδιου του δικαστή η εύλογη υπόνοια. Κατά την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε εύλογη υπόνοια βασισμένη σε μαρτυρία η φύση της οποίας εξειδικευόταν. Πρόσωπο ανέφερε προσωπικά στην Αστυνομία ότι «στην πιο πάνω οικία, υποστατικά και οχήματα, ο Αντωνίου φυλάττει κατά διαστήματα ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α΄& Β΄, το οποίο προμηθεύει σε ύποπτα πρόσωπα που τον επισκέπτονται εκεί.» Με την περαιτέρω διευκρίνιση πως, «το πιο πάνω πρόσωπο κινείται σε ακατάλληλες ώρες και επιστρέφει στην οικία του αργά το βράδυ». Το ίδιο το ένταλμα, όπως το υπέγραψε ο δικαστής, δεν παραπέμπει στην «εύλογη υποψία» του αστυφύλακα ή της αστυνομίας. Αναφέρεται ρητά στην «ένορκη καταγγελία», όπως αυτή τέθηκε ενώπιον του, αναπόσπαστο, βεβαίως, μέρος της οποίας είναι η ύπαρξη της μαρτυρίας που αναφέρθηκε. Οπότε και η κατάληξη πως ο δικαστής ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, ασφαλώς παραπέμπει στα ίδια και ενσωματώνει τη δική του κρίση πάνω στο θέμα. Αυτή η κατάληξη υπογραμμένη από τον ίδιο το δικαστή είναι δική του και κανενός άλλου, ενσωματώνει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιον του και δεν μπορώ να συμμεριστώ τις σκέψεις του αιτητή."
Στην Παναγιώτου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094 επισημάνθηκε (σελ. 1103-1104) ότι μια δικαστική απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχει στο Εφετείο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση. Τονίσθηκαν παράλληλα τα ακόλουθα σχετικά:
"Στη σφαίρα του Διοικητικού Δικαίου η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί έναν από τους τύπους της πράξης. Στην περίπτωση που μας απασχολεί ο τύπος του εντάλματος προδιαγράφεται από το αρ. 19 του Κεφ. 155. Υπογραμμίζεται ότι το άρθρο αυτό απαιτεί "επίσης και βεβαίωση του Δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.
Εξέταση του επίδικου εντάλματος αποκαλύπτει ότι συνάδει πλήρως με τις προδιαγραφές του αρ. 19 του Κεφ. 155. Η συμπερίληψη της πιο πάνω βεβαίωσης δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος προκύπτει από τη φύση και σοβαρότητα του αδικήματος, όπως περιγράφεται στη σχετική ένορκη δήλωση.
Από το κείμενο του επίδικου εντάλματος προκύπτει σαφώς ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση του επίδικου εντάλματος. Αυτός είναι η ύπαρξη υπόνοιας για τη διάπραξη αδικήματος από την εφεσείουσα. Ακολουθεί πως η εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας δεν ευσταθεί."
Τα πιο πάνω ισχύουν και στη παρούσα περίπτωση. Το επίδικο ένταλμα, περιέχει ευθεία αναφορά στην ένορκη καταγγελία εκ της οποίας προέκυπτε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία, στα οχήματα και υποστατικά του αιτητή που βρίσκονταν σε συγκεκριμένη διεύθυνση, φυλάσσονταν τεκμήρια, εξειδικευμένης φύσης τα οποία και περιγράφονται επαρκώς από τον ίδιο το Δικαστή, με την ρητή αναφορά ότι αυτά σχετίζονταν με συγκεκριμένα αδικήματα, που προσδιορίζονται στο ένταλμα και τα οποία, όπως επίσης αναφέρεται, διερευνώνται από τις Βρετανικές αρχές σε συνεργασία με τις Κυπριακές.
Στην καταληκτική παράγραφο του εντάλματος ρητά αναφέρεται από το Δικαστή, ότι με βάση τα πιο πάνω, κατά τη κρίση του, υπάρχουν εύλογες υποψίες εναντίον του αιτητή που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και ότι έχει «ικανοποιηθεί λογικά» για την αναγκαιότητα του με βάση το περιεχόμενο του όρκου.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα είναι προφανές ότι έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις τόσο του άρθρου 16.2 του Συντάγματος, όσο και του άρθρου 27 του Κεφ. 155, το δε ένταλμα είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένο.
Ως αποτέλεσμα οι σχετικοί ισχυρισμοί απορρίπτονται.
Ο ισχυρισμός για παραβίαση του άρθρου 9 του Ν. 23(Ι)/2001 (υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη δικαιοδοσίας).
Εισηγείται περαιτέρω ο αιτητής ότι κατά τη διαδικασία έκδοσης του επίδικου εντάλματος, ο Επαρχιακός Δικαστής όφειλε, πριν εντρυφήσει στην ουσία του, να διερευνήσει κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001, ως έχει τροποποιηθεί) και ιδιαίτερα κατά πόσο τηρήθηκαν οι διατυπώσεις ανάθεσης του αιτήματος της ξένης χώρας στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και κατά πόσο είχε, με βάση την πιο πάνω πρόνοια, αρμοδίως ανατεθεί, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ή τον Αρχηγό της Αστυνομίας, στον Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, η εκτέλεση του αιτήματος συνδρομής.
Το άρθρο 9 διέπει τη διαδικασία παραλαβής μαρτυρίας από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας (Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως) για χρήση εκτός της Δημοκρατίας, κατόπιν λήψης εγγράφου αιτήματος συνδρομής, από δικαστήριο, εισαγγελική ή άλλη αρμόδια αρχή ξένης χώρας, σχετικά με δικαστική διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου ξένης χώρας ή ποινική ανάκριση που διεξάγεται στην εν λόγω χώρα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ορίζεται στο εδάφιο (2) ότι αφότου η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ικανοποιηθεί ότι έχει αρχίσει διαδικασία ή διεξάγεται ανάκριση για αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβαση των διατάξεων νόμου της εν λόγω ξένης χώρας, δύναται να αναθέσει σε εισαγγελική αρχή της Δημοκρατίας, την εκτέλεση του αιτήματος, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζεται σ' αυτό.
«Εισαγγελική αρχή», σημαίνει, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2, το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Αρχηγό Αστυνομίας, το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, μέλη της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης και οποιαδήποτε άλλη Αρχή ή άτομο που δικαιούται να προβαίνει σε ανακρίσεις και διώξεις στη Δημοκρατία και οποιαδήποτε τέτοια αρχή ξένης χώρας με αντίστοιχες αρμοδιότητες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, στην παρούσα περίπτωση, το αίτημα των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου για δικαστική συνδρομή, ημερομηνίας 13/2/2014 παραλήφθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στις 14/2/2014. Ακολούθως το αίτημα διαβιβάστηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας με τη μορφή του κατεπείγοντος και με οδηγίες όπως αυτό εκτελεστεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα (Κυρ. Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000) και του άρθρου 9 του Ν. 23(Ι)/2001.
Ακολούθως, υποβλήθηκε ιεραρχικά στον Αστυνομικό Διευθυντή της Επαρχίας Λεμεσού και μέσω του Υπευθύνου του ΤΑΕ, ανατέθηκε στον Αρχιαστυφύλακα 3498, Οντέτση, με γραπτές οδηγίες για την εκτέλεση του.
Με βάση τα πιο πάνω δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας ή αναρμοδιότητα, που θα καθιστούσε είτε πάσχουσα εκ γενετής την ανάληψη της σχετικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την εξέταση του αιτήματος, είτε παράνομη την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Επιπρόσθετα, όπως ορθά ετέθη από την δικηγόρο των καθ'ων η αίτηση, το αντικείμενο του ελέγχου μέσα στα πλαίσια του προνομιακού διατάγματος της φύσεως Certiorari, είναι μόνο η συνδρομή των προϋποθέσεων για ανάληψη και άσκηση της σχετικής εξουσίας του κατώτερου δικαστηρίου και όχι η ενδεχόμενη εσφαλμένη εκτίμηση ενός νομικού σημείου, εκτός εάν αποκαλύπτεται καταφανές νομικό σφάλμα στα πρακτικά (βλ. Χρίστου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 398).
Ο ισχυρισμός για παράβαση του Νόμου 92(Ι)/96, του Νόμου 183(Ι)/2007 και του άρθρου 17 του Συντάγματος.
Με τον τρίτο προβαλλόμενο λόγο ο αιτητής υποστηρίζει ότι το επίδικο ένταλμα στην έκταση που εξουσιοδοτεί την Αστυνομία να κατάσχει κινητά τηλέφωνα και κάρτες κινητής τηλεφωνίας για σκοπούς δικανικής επεξεργασίας, συνιστά παράνομη υποκλοπή και επέμβαση στο απόρρητο της επικοινωνίας και των προσωπικών δεδομένων του αιτητή, χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί το απαιτούμενο δικαστικό διάταγμα. Με συνέπεια, όπως λέγει, να παραβιάζεται ο περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας Νόμος του 1996 (Ν. 92(Ι)/96), ο περί Διατήρησης των Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμος του 2007 (Ν. 183(Ι)/2007), καθώς και το άρθρο 17 του Συντάγματος.
Οι καθ'ων η αίτηση απαντούν, ότι ουδέποτε τέθηκε ζήτημα ή αίτημα δικανικής επεξεργασίας των αναζητούμενων αντικειμένων και ότι το αστυνομικό διάβημα αφορούσε μόνο την έκδοση εντάλματος έρευνας, με σκοπό την παραλαβή των αντικειμένων και την παράδοση τους σύμφωνα με τις διεθνείς συμβατικές υποχρεώσεις της Δημοκρατίας. Το δε Δικαστήριο εξουσιοδότησε την έρευνα με μοναδικό σκοπό την κατάσχεση των αναζητούμενων αντικειμένων .
Στο άρθρο 10(1) του Ν. 23(Ι)/2001, στο οποίο παραπέμπει η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, ορίζεται ότι, μαρτυρία που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 9 παραδίδεται στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για να σταλεί στο Δικαστήριο ή την εισαγγελική αρχή της ξένης χώρας που υπέβαλε το αίτημα.
Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου «στο εν λόγω αιτούν Δικαστήριο ή εισαγγελική αρχή δύνανται να σταλούν, ανάλογα με τις λεπτομέρειες του αιτήματος, το πρωτότυπο ή αντίγραφο εγγράφου, ή σε περίπτωση αντικειμένου, το ίδιο το αντικείμενο ή περιγραφή ή φωτογραφία του».
Στην ένορκη δήλωση του Αρχιαστυφύλακα Οντέτση, στη σελ. 2 αναφέρεται ότι η έρευνα ζητείται «με σκοπό τον εντοπισμό, περισυλλογή και φύλαξη τεκμηρίων . στα πλαίσια της υπό διερεύνηση υπόθεσης».
Με το επίδικο ένταλμα εξουσιοδοτούνται οι αστυνομικές αρχές, όπως, μεταξύ άλλων, «ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευνα να φέρετε πράγματα που θα βρεθούν ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο».
Είναι προφανές, ότι τόσο το αίτημα όσο και το ένταλμα, περιορίζονται στην έρευνα για την ανεύρεση των αντικειμένων και εγγράφων που προσδιορίζονται σ' αυτά, συμπεριλαμβανομένων των κινητών τηλεφώνων και των καρτών κινητής τηλεφωνίας, για σκοπούς παραλαβής, φύλαξης και παράδοσης στην αρμόδια αρχή ή Δικαστήριο, κατά τα προβλεπόμενα στο Νόμο και τίποτε πέραν αυτού.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε επεξεργασία των προσωπικών και άλλων δεδομένων που ενδεχομένως να περιέχονται ή να σχετίζονται μ' αυτά και συνεπώς ο ισχυρισμός για παραβάσεις των σχετικών νομοθετικών και συνταγματικών διατάξεων είναι ανεδαφικός.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ