ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D620
(2014) 1 ΑΑΔ 1891
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 128/14
28 Αυγούστου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY MICHAIL ΕΒΑΝΟΙΤΖΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜ. 01/07/2014 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ-ΠΑΦΟΥ ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 07/02/2014 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜΟ Κ37/11
......
κα Μ. Δαμιανού με κα Χατζηχαραλάμπους
και κα Περικλέους, για αιτητή
κα Μαργώνη με κ. Ιγνατίου, για καθ΄ ου η αίτηση
..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 1.7.14 του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού - Πάφου, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της αίτησης Κ37/11 και αφορούσε ικανοποίηση αιτήματος για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας μετά που ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία και επιφυλάχθηκε απόφαση.
Η άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης χορηγήθηκε με απόφαση του αδελφού Δικαστή Παμπαλλή ημερ. 10.7.14 καθότι, όπως κρίθηκε, η ενδιάμεση αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας εκδικάστηκε και αποφασίστηκε μόνο από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να «Δημιουργείται εκ πρώτης όφεως μια αμφισβήτηση κατά πόσο το συγκεκριμένο αυτό θέμα θα έπρεπε να αποφασιστεί και από το Δικαστήριο στην τριμελή του σύνθεση καθότι η διαδικασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη, το αποτέλεσμα της θα είναι η προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας η οποία, ενδεχομένως, να επιφέρει διαφοροποίηση στην κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας της κυρίως αιτήσεως».
Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας των ευπαιδεύτων συνηγόρων των μερών - υπέρ ή εναντίον της χορήγησης του αιτούμενου εντάλματος - βρίσκεται το άρθρο 4(1) (2) και (5) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν.23/1983) και η ερμηνεία του Καν.3(δ) και (ε) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983. Συγκεκριμένα, είναι εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του αιτητή - καθ΄ ου η αίτηση στην αίτηση Κ 37/11 ο οποίος είχε εναχθεί υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή του ενοικιαστή - ότι σύμφωνα με το άρθρο 4(5) του Νόμου, η επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων αποφασίζεται από τον Πρόεδρο αφού λάβει υπόψη του τις απόψεις των δύο παρέδρων του Δικαστηρίου που έχουν απλώς συμβουλευτική γνώμη. Προκύπτει επομένως ότι η συμμετοχή των παρέδρων κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου είναι ενεργητικού χαρακτήρα και ως εκ τούτου οι πάρεδροι πρέπει να έχουν επίγνωση της μαρτυρίας που έχει δοθεί έτσι ώστε να είναι σε θέση να την αξιολογήσουν προκειμένου να συμβουλεύσουν ανάλογα τον Πρόεδρο. Στην παρούσα όμως περίπτωση εισηγήθηκαν, παρόλο που οι πάρεδροι ήσαν παρόντες κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης και έλαβαν γνώση και των αγορεύσεων των δικηγόρων των δύο πλευρών εντούτοις δεν κλήθηκαν να παραστούν στην ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης η οποία ακούστηκε και αποφασίστηκε μόνο από την Πρόεδρο. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η μαρτυρία που επέτρεψε η Πρόεδρος να προσαχθεί, χωρίς τη συμμετοχή των παρέδρων στη σχετική διαδικασία, πολύ πιθανόν να επιφέρει διαφοροποίηση στην κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας της κυρίως αίτησης και να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην υπόθεση του αιτητή, το όλο ζήτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στα προδικαστικά θέματα του Καν. 3(ε) που θα μπορούσε να τα επιληφθεί και αποφασίσει μόνο ο Πρόεδρος. Υπήρξε, επομένως, λανθασμένη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος και εκ τούτου θεμελιώνεται καλός λόγος για έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος. Παρέπεμψαν σχετικά σε νομολογία και συγγράμματα για την έννοια και τη φύση του υπό συζήτηση εντάλματος, καθώς επίσης και κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις τούτο εκδίδεται. Ειδικότερα επικαλέστηκε την υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Εurofresh Fruits & Vegetables Ltd (Aρ.2) (2002) 1A A.A.Δ. 682 η οποία αφορούσε ενδιάμεση απόφαση του Προέδρου του Εργατικού Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφου στην απουσία των παρέδρων, που όπως κρίθηκε συνιστούσε κακή σύνθεση και ως εκ τούτου εκδόθηκε ένταλμα Certiorari με το αιτιολογικό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενεργήσει καθ΄ υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας λόγω της μη συμμετοχής των παρέδρων στην επίδικη ενδιάμεση διαδικασία.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων του καθ΄ ου η αίτηση, οι οποίοι στην πολυσέλιδη αγόρευσή τους παραπέμπουν σε νομολογία και συγγράμματα που πραγματεύονται τις αρχές βάσει των οποίων χορηγείται θεραπεία της εξεταζόμενης φύσεως. Και αυτό προς τεκμηρίωση της εισήγησής τους ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου και τις πρόνοιες του Καν. 3(ε) των περί Ενοικιοστασίου Κανονισμών, η αίτηση καλώς ακούστηκε και αποφασίστηκε από την Πρόεδρο και κατά συνέπεια τίποτα το μεμπτό στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα δεν υπάρχει.
Διεξήλθα με προσοχή τα όσα γραπτώς και δια ζώσης τέθηκαν ενώπιόν μου προκειμένου να αποφασίσω κατά πόσο ο αιτητής έχει τεκμηριώσει οποιοδήποτε από τους λόγους που καθιέρωσε η νομολογία προς έκδοση διατάγματος της εξεταζόμενης φύσεως. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 122, όπου αναφέρεται πως σύμφωνα με τη νομολογία (Τhe Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129, Pastellopoulos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165, Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, In re Argyrides (1987) 1 C.L.R.30, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 467, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.4) (1990) 1 Α.Α.Δ. 682, Δημηρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 600 και La Qualite Kώστας Άσπρος Λτδ (Αρ.1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 281) οι λόγοι για τους οποίους εκδίδεται ένταλμα της φύσης Certiorari για ακύρωση απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου, είναι (α) η υπέρβαση ή η έλλειψη δικαιοδοσίας, (β) έκδηλη πλάνη Νόμου, (γ) προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, (δ) δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και (ε) παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής στηρίζει το αίτημα του για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος στην κατ΄ ισχυρισμό υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας λόγω της μη συμμετοχής των παρέδρων στην επίδικη ενδιάμεση διαδικασία, και αυτό κατ΄ επίκληση του άρθρου 4(5) του Νόμου και του Καν. 3(ε) των περί Ενοικιοστασίων Κανονισμών. Σύμφωνα με το άρθρο 4(1) και (5)[1] του Νόμου, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων απαρτίζεται από Πρόεδρο και δύο παρέδρους αλλά η επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στο Δικαστήριο αποφασίζεται από τον Πρόεδρο αφού λάβει τις απόψεις των παρέδρων οι οποίοι έχουν συμβουλευτική γνώμη. Σύμφωνα δε με τον Καν.3(ε)[2] ο Πρόεδρος κρίνει και αποφασίζει οποιοδήποτε θέμα, χωρίς τη συμμετοχή των παρέδρων, που δεν άπτονται της ουσίας της υπόθεσης καθώς επίσης «. αιτήσεως σε κάθε στάδιο κατά το οποίο η παρουσία των παρέδρων δεν είναι αναγκαία από το Νόμο». Με δεδομένες τις πρόνοιες του άρθρου 4(5) του Νόμου και του Καν. 3(ε), αλλά και της όλης δομής και φιλοσοφίας του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, καθίσταται κατά την άποψη μου σαφές ότι ο ρόλος και η αποστολή των παρέδρων περιορίζεται στην παροχή συμβουλευτικής γνώμης προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου σε θέματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης. Δηλαδή αυτά που αφορούν είτε καθορισμό ενοικίου (Μέρος ΙΙΙ του Νόμου) είτε ανάκτηση κατοχής (Μέρος ΙV του Νόμου), συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος (Αρ.4(1) του Νόμου). Η απόφαση όμως επί αιτήματος για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας δεν άπτεται της ουσίας της υπόθεσης, αλλά του τρόπου που επιλέγει ο διάδικος για προώθηση της υπόθεσής του. Επομένως, σε τέτοια ζητήματα δεν απαιτείται από το Νόμο η γνώμη και κατά συνέπεια η συμμετοχή των παρέδρων στη διαδικασία, θέμα που ξεκαθαρίζεται και από τον Καν. 3(ε) που προνοεί ότι «. ο Πρόεδρος επιλαμβάνεται της αίτησης σε κάθε στάδιο κατά το οποίο η παρουσία των παρέδρων δεν είναι αναγκαία με το Νόμο». Επί του προκειμένου, κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, ζητήθηκε από τους δικηγόρους του αιτητή να υποδείξουν την πρόνοια ή πρόνοιες του Νόμου βάσει της οποίας ή των οποίων προκύπτει υποχρέωση συμμετοχής και των παρέδρων σε ενδιάμεσες διαδικασίες ως η επίδικη, χωρίς όμως να επιτευχθεί το ζητούμενο. Η επίκληση δε της Eurofresh Fruit & Vegetables Ltd (ανωτέρω) δεν βοηθά καθότι ο ρόλος των παρέδρων στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είναι συμβουλευτικός αφού η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου σε περίπτωση διαφωνίας λαμβάνεται κατά πλειοψηφία (βλ. Καν. 10 και 11). Όπως δεν βοηθά και το επιχείρημα ότι η μη συμμετοχή των παρέδρων στην επίδικη ενδιάμεση διαδικασία θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτητή, αφού εν πάση περιπτώσει οι πάρεδροι, με την υλοποίηση του διατάγματος προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας, θα λάβουν γνώση της εν λόγω μαρτυρίας και κατά συνέπεια θα είναι σε θέση να την αξιολογήσουν και να συμβουλεύσουν ανάλογα τον Πρόεδρο.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω καταλήγω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήργησε καθ΄ υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας καθότι η συμμετοχή των παρέδρων στην επίδικη ενδιάμεση διαδικασία δεν ήταν αναγκαία με το Νόμο και ως εκ τούτου το αίτημα για έκδοση εντάλματος Certiorari είναι καταδικασμένο σε απόρριψη.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και προς όφελος του καθ΄ ου η αίτηση.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 4(1) Καθιδρύονται Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ο αριθμός των οποίων δεν θα υπερβαίνη τα τρία επί σκοπώ επιλύσεως, μεθ΄ όλης της λογικής ταχύτητος, των εις αυτά αναφερομένων διαφορών των αναφυομένων επί οιουδήποτε θέματος εγειρομένου κατά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος.
....................
(5) Την επίλυσιν οιασδήποτε διαφοράς υποβαλλομένης εις το Δικαστήριον ως προνοείται εις το εδάφιον
(1) του παρόντος άρθρου αποφασίζει ο Πρόεδρος αφού λάβη τας απόψεις των δύο μελών του Δικαστηρίου, τα οποία έχουν απλώς συμβουλευτικήν γνώμην.
[2] 3(δ) Το Δικαστήριο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και δύο παρέδρους. Οι πάρεδροι που θα συμμετέχουν σε συγκεκριμένη υπόθεση ορίζονται από τον Πρόεδρο και δίδεται σ΄ αυτούς λογική προειδοποίηση. Πάρεδρος που κωλύεται να συμμετάσχει σε συγκεκριμένη υπόθεση, πληροφορεί έγκαιρα γραπτώς τον Πρόεδρο, ο οποίος επιλαμβάνεται του θέματος και μεριμνά για την αντικατάστασή του.
(ε) Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κάθε αιτήσεως για επίλυση διαφοράς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο Πρόεδρος κρίνει και αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή των παρέδρων προδικαστικά θέμα που δεν άπτονται της ουσίας της υποθέσεως όπως, μεταξύ άλλων, θέματα που αφορούν τον ορισμό και αναβολή υποθέσεων και την έκδοση οδηγιών για την ετοιμασία εκτιμήσεως από λειτουργό εκτιμήσεων. Επίσης ο Πρόεδρος επιλαμβάνεται της αιτήσεως σε κάθε στάδιο κατά το οποίο η παρουσία των παρέδρων δεν είναι αναγκαία με το Νόμο.