ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Αλέξανδρος Ταλιαδώρος μαζί με Γ. Γεωργίου (κα), για την Αιτήτρια CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-06-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LIMITED, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 93/14, 20/6/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D414

(2014) 1 ΑΑΔ 1227

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 93/14)

 

20 Ιουνίου, 2014

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 9, 11 & 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LIMITED, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 13/5/2014 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 2425/2008.

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

SOCIETE GENERALE CYPRUS LTD

ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

ΚΑΙ

 

1.     STONE HEAVEN (VILLAGE HOUSES) LTD

2.     NIKOΛΑΟ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ

3.     ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ

4.     ΝΙΚΟΛΑΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

5.     ΘΕΟΔΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

 

ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 4/5/2011

 

ΜΕΤΑΞΥ:

SOCIETE GENERALE ΒΑΝΚ - CYPRUS LTD

(ΠΡΩΗΝ SOCIETE GENERALE CYPRUS LTD)

ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

ΚΑΙ

1.     ΝΤΙΝΟΣ ΗΑΤΖΗΡΟΥΣΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ STONE HEAVEN (VILLAGE HOUSES) LTD

2.     NIKOΛΑΟ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ

3.     ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ

4.     ΝΙΚΟΛΑΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

5.     ΘΕΟΔΟΥΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ:

 

SOCIETE GENERALE ΒΑΝΚ - CYPRUS LTD

(ΠΡΩΗΝ SOCIETE GENERALE CYPRUS LTD)

ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ (ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ)

ΚΑΙ

ΝΤΙΝΟΣ ΗΑΤΖΗΡΟΥΣΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ STONE HEAVEN (VILLAGE HOUSES) LTD

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ (ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 1)

 

Αλέξανδρος Ταλιαδώρος μαζί με Γ. Γεωργίου (κα), για την Αιτήτρια


 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:    Η Αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη τράπεζα η οποία λειτουργεί στην Κύπρο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.  Στις 15/10/2008 καταχώρησε κλητήριο ειδικά οπισθογραφημένο, αξιώνοντας από τον Καθ΄ου η Αίτηση - Εναγόμενο 1, ως πρωτοφειλέτη, ποσά τα οποία αντιπροσώπευαν χρεωστικά οφειλόμενα υπόλοιπα τρεχούμενου λογαριασμού και δανείων.  Ανάλογα ποσά αξίωνε εναντίον των υπολοίπων Εναγομένων 2 - 5 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, υπό την  ιδιότητά  τους  ως εγγυητών του Εναγόμενου 1.  

 

Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε δεόντως προς όλους τους Εναγόμενους.  Ο Καθ΄ου η Αίτηση, παρά το γεγονός ότι καταχώρησε εμφάνιση, παρέλειψε να καταχωρήσει, ως όφειλε, έκθεση υπεράσπισης, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να προχωρήσει στην καταχώρηση, την 10/1/2013, αίτησης για έκδοση απόφασης, λόγω παράλειψης του Καθ΄ου η Αίτηση να καταχωρήσει υπεράσπιση.  Στις 10/3/2014, και ενώ η προαναφερθείσα αίτηση εκκρεμούσε, η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης.  Όπως εντοπίζεται από το σχετικό πρακτικό, για τον Καθ΄ου η Αίτηση δεν υπήρχε εμφάνιση.  Με αυτά ως δεδομένα, η διαδικασία ακρόασης περατώθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε, στις 13/5/2014, την τελική του απόφαση, απορρίπτοντας την αγωγή εναντίον όλων των Εναγομένων, καθώς επίσης και την ανταπαίτηση των Εναγομένων 2 - 5, χωρίς να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Με την παρούσα Αίτηση, η Αιτήτρια αξιώνει τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσεως certiorari και mandamus, αφενός προς ακύρωση του μέρους της πιο πάνω τελικής απόφασης, με βάση το οποίο απορρίφθηκε η απαίτηση εναντίον του Καθ΄ου η Αίτηση και, αφετέρου, προς το σκοπό εξαναγκασμού του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως εξετάσει την αίτηση ημερομηνίας 10/1/2013 για την έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης εκ μέρους του Καθ΄ου η Αίτηση, και εκδώσει ανάλογη απόφαση με βάση το υπάρχον μαρτυρικό υλικό.

 

Οι λόγοι για τους οποίους η Αιτήτρια ζητά την έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων, μπορούν να συνοψιστούν στη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, απορρίπτοντας την αξίωση εναντίον του Καθ΄ου η Αίτηση στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας, ενήργησε καθ΄υπέρβαση των εξουσιών του και/ή κάτω από νομική πλάνη.  Είναι, πιο αναλυτικά, η ουσιαστική θέση της Αιτήτριας, ότι δε δικαιολογείτο η απόρριψη της ίδιας της αγωγής, δεδομένης της καταχώρησης και εκκρεμότητας της αίτησης ημερομηνίας 10/1/2013 για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας, ενεργώντας στα όρια της δικαιοδοσίας του, μπορούσε είτε να απορρίψει την πιο πάνω αίτηση για απόφαση είτε να εκδώσει απόφαση υπέρ της Αιτήτριας, κατ΄ακολουθία της αίτησης και στην έκταση που θα είχε επιτύχει να αποδείξει, με βάση το μαρτυρικό υλικό που κατατέθηκε.

 

Είναι καλά γνωστές οι αρχές που διέπουν το ζήτημα παροχής των αιτούμενων θεραπειών.  Σύνοψη τους εντοπίζεται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του αδελφού Δικαστή Ερωτοκρίτου στην Πολιτική Αίτηση 165/2013, Αναφορικά με την Αίτηση Χαρίλαος Αποστολίδης & Σία Λτδ, ημερομηνίας 13/11/2013.  Συνοπτικά, η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο, εξετάζοντας κατά πόσο θα πρέπει να χορηγηθεί τέτοια άδεια, δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου.  Ο έλεγχος στοχεύει στην εξέταση της νομιμότητας και μόνο.  Ακόμη και αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, εάν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, και ειδικά έφεση, πολύ σπάνια, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παρέχει άδεια για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος, καθότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης.  Όπως έχει αποκρυσταλλωθεί από τη Νομολογία μας στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λ        τδ κ.α., Πολ. Εφ. 2/2009, ημερ. 14/5/2012, η αρχή για αναζήτηση εξαιρετικών περιστάσεων σε περιπτώσεις ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου, δεν χαλαρώνει ούτε στις περιπτώσεις που η παρανομία σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.  Υιοθετήθηκε, σχετικά, το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535:

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα.  (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247).  Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποία επιδιώκεται το διάταγμα».  Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).  Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας, προκειμένου να καταδείξουν υπέρβαση εξουσιών του πρωτόδικου Δικαστηρίου και νομική πλάνη, στηρίχθηκαν στο δικαστικό λόγο των αποφάσεων Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 193, για έκδοση ενταλμάτων της φύσεως certiorari και mandamus και Γεωργίας Αθανασίου v.  Νίκου Τούλουπου (2005) 1 Α.Α.Δ. 31.

 

Τα ζητήματα και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις ήταν ταυτόσημα.  Συγκεκριμένα, αντικείμενο τους ήταν πρωτόδικες αποφάσεις απόρριψης αγωγής στα πλαίσια διαδικασίας μονομερούς αίτησης, δυνάμει της Δ.17 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο και στις δύο περιπτώσεις, εξετάζοντας αιτήσεις για έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης, εξέδωσε οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. 

 

Στην υπόθεση Τράπεζας Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι η ορθή διαδικασία την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η απόρριψη της μονομερούς αίτησης για απόφαση και όχι η απόρριψη της ίδιας της αγωγής, αφού δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε αίτημα για απόρριψη της αγωγής, και δυνάμει της Δ.17 δεν παρείχετο διακριτική ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την ίδια την αγωγή, αλλά μόνο τη μονομερή αίτηση για απόφαση, για τον λόγο ότι η αίτηση δεν τεκμηριώθηκε.  Κρίθηκε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόρριψη της αγωγής, εκδίδοντας απόφαση επί της ουσίας, συνιστούσε κώλυμα για την καταχώρηση νέας αγωγής, στοιχείο αντίθετο με το πνεύμα της Δ.17.  Υπό αυτές τις συνθήκες, εκδόθηκαν από το Δικαστή Γαβριηλίδη εντάλματα certiorari και mandamus, με τα οποία αφενός ακυρωνόταν η πρωτόδικη απόφαση και, αφετέρου, διατασσόταν η εκ νέου εξέταση της αίτησης για απόφαση λόγω παράλειψης εμφάνισης.

 

Η υπόθεση Αθανασίου (ανωτέρω) αφορούσε πολιτική έφεση.  Το Εφετείο, επιβεβαιώνοντας ότι η ορθή διαδικασία θα ήταν η απόρριψη της μονομερούς αίτησης για απόφαση δυνάμει της Δ.17 και όχι η απόρριψη της ίδιας της αγωγής, παραμέρισε και αντικατέστησε την πρωτόδικη απόφαση με απόφαση για απόρριψη της μονομερούς αίτησης της Εφεσείουσας για απόφαση εναντίον του Εφεσίβλητου λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφανίσεως.

 

Καταρχάς, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, αλλά και μέσα από το κείμενο της τελικής πρωτόδικης απόφασης, τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης διαφοροποιούνται από αυτά των πιο πάνω υποθέσεων.   Η θέση που προωθήθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας, σύμφωνα με την οποία η διαδικασία ακρόασης και η, κατ΄ακολουθία της, εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση δεν αφορούσε και δεν κάλυπτε τον Καθ΄ου η Αίτηση - Εναγόμενο 1, δεν υποστηρίζεται από το υλικό του φακέλου της πρωτόδικης διαδικασίας. Όπως εντοπίζεται από το πρακτικό ημερομηνίας 10/3/2014, κατά την πρώτη μέρα έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας ο Εναγόμενος 1 κλήθηκε επανειλημμένα από το Δικαστήριο, αλλά τόσο ο ίδιος, όσο και ο συνήγορος που τον εκπροσωπούσε, απουσίαζαν.  Υπό αυτές τις συνθήκες, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και άκουσε τους μάρτυρες των υπολοίπων εμπλεκομένων μερών.  Όπως, δε, σημειώνεται στη σελίδα 5 της τελικής πρωτόδικης απόφασης ημερομηνίας 13/5/2014, ο συνήγορος του Καθ΄ου η Αίτηση - Εναγόμενου 1 «Αμέσως πριν την έναρξη της ακρόασης αποσύρθηκε με δήλωσή του στο Δικαστήριο ότι ο πελάτης του δεν επιθυμούσε πλέον την εκπροσώπηση του για να μην επιβαρύνει την πιο πάνω εταιρεία με περαιτέρω έξοδα, γι΄αυτό και η υπόθεση προχώρησε ταυτόχρονα σε απόδειξη σ΄όσον αφορά τον Εναγόμενο 1».  Κάτω από αυτές τις παραμέτρους, και για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον όλων των Εναγομένων,  καθώς  επίσης  και  την  ανταπαίτηση των Εναγομένων 2 - 5.

 

Υπό το φως των πιο πάνω αναντίλεκτων γεγονότων δε διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη νομική πλάνη, ούτως ώστε να ενεργοποιούνται και οι προϋποθέσεις προσφυγής σε αναζήτηση προνομιακών ενταλμάτων.

 

Υπό την επιφύλαξη της πιο πάνω κατάληξης, έστω, δηλαδή, και αν η Αιτήτρια καταδείκνυε ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα, αναμφίβολα στην υπό κρίση περίπτωση εντοπίζεται διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο, αυτό της έφεσης,  κατ΄αναλογία με τα όσα περιβάλλουν την απόφαση Αθανασίου (ανωτέρω), στοιχείο που καθιστά αδύνατη την παραχώρηση προνομιακού εντάλματος, εκτός εάν διαπιστωθεί  ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. 

 

Εισηγήθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας ως εξαιρετικές περιστάσεις τον κίνδυνο πιθανής αδυναμίας ικανοποίησης προς όφελός τους απόφασης από τυχόν αποξένωση ακίνητης περιουσίας εγγεγραμμένης στο όνομα του Καθ΄ου η αίτηση, η οποία παραχωρήθηκε προς εξασφάλιση των επίδικων δανείων.   Το γεγονός αυτό, όμως, δεν εμπίπτει ούτε στα όρια, ούτε στο νοηματικό εύρος του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις».  Άλλωστε, όπως έχει κατ΄επανάληψη λεχθεί, η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν καθίσταται υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων και ο μεγάλος χρόνος που χρειάζεται για εκδίκαση μιας έφεσης δε συνιστά εξαιρετική περίσταση, αφού, εάν υπάρχει καλός λόγος, παραμένει ανοικτό το περιθώριο επίσπευσης της ακρόασής της (Αναφορικά με την Ευαγγελία Χρίστου, (2011) 1 Α.Α.Δ. 2085).

 

Τέλος, οι αναφορές των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από, κατ΄ισχυρισμό, εσφαλμένα ευρήματα και λανθασμένη αξιολόγηση στοιχείων μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της παρούσας, προνομιακής διαδικασίας.  Οι οποιεσδήποτε τυχόν λανθασμένες προσεγγίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορούν ζητήματα τα οποία θα κριθούν κατά την εξέταση της εναλλακτικής θεραπείας της έφεσης.

 

 

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, δεν έχει τεκμηριωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων παροχής θεραπείας της φύσεως προνομιακού εντάλματος.  Η Αίτηση, συνεπώς, δεν μπορεί να εγκριθεί και αναπόδραστα απορρίπτεται.

 

 

 

Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο