ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2014:10
(2014) 1 ΑΑΔ 1133
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Εφέσεις Αρ. 21/2013 και 22/2013)
6 Ιουνίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
(Έφεση Αρ. 21/2013)
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΕΤΡΟΥΔΗ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
(Έφεση Αρ. 22/2013)
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΕΤΡΟΥΔΗ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
Ηρ. Κυριακίδης με Αρ. Παντελή, για την Εφεσείουσα.
Δ. Καϊλής, για τον Εφεσίβλητο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του ημερομηνίας 9/8/2013, ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επέβαλε στην εφεσείουσα άμεση ποινή φυλάκισης τεσσάρων ημερών, όπως και πρόστιμο €500, αφού με προηγούμενη απόφαση του ημερομηνίας 7/8/2013 είχε κρίνει την εφεσείουσα ένοχη για παρακοή διατάγματος. Η ορθότητα των εν λόγω δύο αποφάσεων αμφισβητείται με την Έφεση 21/13.
Επίσης, στις 7/8/2013 ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας απέρριψε, με χωριστή όμως απόφαση, αίτηση της εφεσείουσας, με την οποία η τελευταία επεδίωκε αναστολή ή τροποποίηση του πρωτόδικου Διατάγματος ημερομηνίας 6/12/2006, το οποίο ρύθμιζε τα της επικοινωνίας του πρώην συζύγου της, εφεσιβλήτου, με το ανήλικο παιδί τους. Η ορθότητα της εν λόγω απόφασης αμφισβητείται με την Έφεση 22/13.
Στο αρχικό στάδιο της ακρόασης και προτού καλέσουμε τους ευπαίδευτους συνηγόρους να αγορεύσουν επί της ουσίας των εφέσεων, επισύραμε την προσοχή τους στο γεγονός ότι και στις δύο εφέσεις, στο χώρο που παρέχεται στην Ειδοποίηση Έφεσης, για σκοπούς αναφοράς στο Δικαστήριο που καταχωρούνται οι εφέσεις, αντί να γίνεται αναφορά στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, που είναι και το Δικαστήριο το οποίο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάσει τις εφέσεις, γίνεται αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Εφόσον, ενόψει των προνοιών του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία και την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, το ζήτημα που εγείρεται είναι, σύμφωνα με τη νομολογία[1], συνυφασμένο με το παραδεκτό της έφεσης και συνεπώς με την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο να εκδικάσει τις δύο εφέσεις, ζητήσαμε τις απόψεις των δύο συνηγόρων, προκειμένου το ζήτημα να αποφασιστεί προδικαστικά.
Επειδή το εγειρόμενο ζήτημα είναι κοινό, οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί.
Στη σύντομη, πλην όμως περιεκτική, αγόρευση τους, οι συνήγοροι της εφεσείουσας, αντιπαραβάλλοντας, στο βαθμό και την έκταση βέβαια που για σκοπούς εξέτασης του συγκεκριμένου ζητήματος, μας ενδιαφέρουν, τα γεγονότα των υποθέσεων Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω), τα οποία να σημειωθεί συγκρινόμενα μεταξύ τους, δεν διαφέρουν, με τα αντίστοιχα γεγονότα που περιβάλλουν τις δύο ενώπιον μας εφέσεις, τα οποία διαφέρουν από τα γεγονότα των εν λόγω τριών υποθέσεων, και παράλληλα επισημαίνοντας την ουσιαστική διαφορά που υπάρχει μεταξύ της κοινής βάσης πάνω στην οποία οι εφεσείοντες στις τρεις προηγούμενες υποθέσεις βάσισαν την επιχειρηματολογία τους, από τη μια και της βάσης επί της οποίας εδράζεται η επιχειρηματολογία της εδώ εφεσείουσας, από την άλλη, μας κάλεσαν να διαφοροποιηθούμε από τη συγκεκριμένη νομολογία.
Συγκεκριμένα, στις τρεις προηγούμενες υποθέσεις, οι σχετικές με το εγερθέν ζήτημα, θέσεις των εφεσειόντων, προωθήθηκαν αποκλειστικά, στη βάση ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να κάμουν αναφορά στις Ειδοποιήσεις Έφεσης στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, συνιστούσε απλή παρατυπία, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να θεραπευθεί. Να σημειωθεί ότι και στις τρεις αυτές περιπτώσεις η έφεση καταχωρήθηκε στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και με μονομερή πράξη και απόφαση του προσωπικού του Πρωτοκολλητείου περιλήφθηκαν στο μητρώο που τηρείται για εφέσεις ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Σε αντίθεση με τους εφεσείοντες στις υποθέσεις Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω), οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εδώ εφεσείουσας, με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 21 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 23/90, όπως και στις πρόνοιες του εδαφίου (4) του άρθρου 111 του Συντάγματος, υποστήριξαν ότι εκείνο που προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των εν λόγω προνοιών είναι πως το μόνο καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο να επιληφθεί έφεσης η οποία στρέφεται εναντίον απόφασης Πρωτοβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, είναι το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, του οποίου η δικαιοδοσία επί τούτου είναι αποκλειστική. Με δεδομένη την εν λόγω αποκλειστική αρμοδιότητα του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, το ερώτημα που εγείρεται είναι, σύμφωνα με τους συνηγόρους, «κατά πόσο υπήρξε εκ μέρους της εφεσείουσας παράβαση οιουδήποτε Δικονομικού Κανόνα κατά την καταχώρηση και προώθηση της παρούσας (των εφέσεων), λόγω της οποίας ενδεχομένως να μην ενεργοποιείται τελικώς η δικαιοδοσία αυτή του Δικαστηρίου ή να καθιστά τη διαδικασία εξ υπαρχής άκυρη».
Το πιο πάνω ερώτημα συζητήθηκε από τους συνηγόρους με αναφορά στις πρόνοιες του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τους Κανονισμούς του 2002 και 2007, όπως και στις πρόνοιες της Δ.35, θ. 3[2], οι οποίες τυγχάνουν, mutatis mutandis (βλ. Κανονισμό 10), εφαρμογής. Η εφεσείουσα συμμορφώθηκε, επεσήμαναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της, πλήρως με τις πρόνοιες του Θ. 3 της Δ.35, καταχωρώντας τις εφέσεις της, όχι στο κοινό Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο οποίο οι εφεσείοντες στις υποθέσεις Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω) είχαν καταχωρίσει τις δικές τους εφέσεις, αλλά στο Πρωτοκολλητείο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που έκδωσε τις εκκαλούμενες αποφάσεις, ως προνοείται από το Θεσμό 3 της Δ.35. Για το σκοπό αυτό μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε, επεσήμαναν οι συνήγοροι της εφεσείουσας, ο καθορισμένος από τον εν λόγω Θεσμό Τύπος, ήτοι ο Τύπος 28, στον οποίο δεν γίνεται αναφορά σε Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, αλλά σε Ανώτατο Δικαστήριο. Συνεπώς, ισχυρίστηκαν οι συνήγοροι, διαγραφή της αναφοράς σε «Ανώτατο Δικαστήριο» και αντικατάσταση της από «Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο», θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στον καθορισμένο από τους Θεσμούς Τύπο.
Τις αντίθετες βέβαια απόψεις εξέφρασε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου, ο οποίος στην ουσία μας κάλεσε να ακολουθήσουμε τις αρχές που επί του προκειμένου καθιέρωσε η νομολογία, την οποία και έχουμε παραθέσει πιο πάνω.
Είναι πρόδηλο ότι το ερώτημα, που στην ουσία είναι και το μόνο ερώτημα που εγείρεται, είναι: «Παρέχεται ή όχι ευχέρεια να διαφοροποιηθούμε, ως η εισήγηση της εφεσείουσας, από το λόγο (ratio) των αποφάσεων Θεοδώρου, Χριστοδούλου και Νεοφύτου (πιο πάνω);»
Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από τη νομολογία, έχουν πλέον νομολογιακά παγιωθεί. Παρέχεται στο δικαστήριο τέτοια δυνατότητα εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη. (Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 και Α. Panayides Constr. Ltd. v. Charalambous (2004) 1 A.A.Δ. 416).
Έχουμε μελετήσει τις εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών και έχουμε καταλήξει, παρά την ελκυστική ομολογουμένως επιχειρηματολογία των συνηγόρων της εφεσείουσας, στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι ουδέποτε έχει ενεργοποιηθεί με τα φερόμενα ως «Ειδοποίηση Εφέσεως» έγγραφα, η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε από τις ενώπιον μας δύο εφέσεις. Η δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ενεργοποιείται μόνο με την Ειδοποίηση Έφεσης στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, που είναι το ένδικο μέσο για την αναθεώρηση απόφασης ή διατάγματος Πρωτοβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση, η φερόμενη ως Ειδοποίηση Έφεσης, στην κάθε μια από τις δύο εφέσεις, δεν απευθύνεται στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο που έχει συσταθεί με το Νόμο 23/90 και έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται εφέσεων εναντίον διαταγής ή απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο όμως δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Το γεγονός ότι οι εφέσεις καταχωρήθηκαν στο Πρωτοκολλητείο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που έκδωσε και τις πρωτόδικες εκκαλούμενες αποφάσεις, όπως και το γεγονός ότι στο χρησιμοποιηθέν έντυπο Τύπος 28 που προβλέπεται από τους Θεσμούς, αναγράφεται Ανώτατο Δικαστήριο, δεν αλλάζει την κατάσταση και δεν ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, έτσι ώστε να δικαιολογείται η απόκλιση μας ή όπως έχουν εισηγηθεί οι συνήγοροι της εφεσείουσας, διαφοροποίηση μας από τη νομολογία. Επομένως ενώπιον μας δεν υπάρχουν έγκυρες εφέσεις. Κατά συνέπεια δεν έχουμε αρμοδιότητα να εξετάσουμε την ουσία τους. Θέμα τροποποίησης των εφετηρίων δεν εγείρεται, όχι γιατί δεν ζητήθηκε από την πλευρά της εφεσείουσας, αλλά γιατί η συγκεκριμένη έλλειψη έγκυρων εφέσεων δεν συνιστά παρατυπία δυνάμενη να θεραπευθεί (Νεοφύτου (πιο πάνω)).
Ως εκ των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
[1] Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 200, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1224 και Καλλισθένη Μάριου Θεοδώρου ν. Αριστοκλή Ανδρέα Νεοφύτου, Έφεση 4/2010, ημερομηνίας 15/10/2013.
[2] All appeals shall be by way of rehearing and shall be brought by written notice of appeal filed, within the appropriate period prescribed by Rule 2 of this Order, with the Registrar of the Court appealed from, together with an office copy of the Judgement or order complained of (Form 28).