ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1299
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 102/2013 και 103/2013)
14 Ιουνίου, 2013
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 102/2013)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 8400/2012 ΕΔ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 8/05/2013 ΕΔ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ 2 ΤΗΝ 30/05/2013.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 103/13)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ (N. 33/1964) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΓΕΙΡΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 3 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 8400/2012 ΕΔ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 8/05/2013 ΕΔ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ 3 ΤΗΝ 30/05/2013.
_ _ _ _ _ _
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ (EX PARTE) ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 8400/2012 ΕΔ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΑΙΤΗΤΗΣ)
_ _ _ _ _ _
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ (EX PARTE) ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΓΕΙΡΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 3 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 8400/2012 ΕΔ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΑΙΤΗΤΗΣ)
_ _ _ _ _ _
Α. Χαβιαράς, για τον Αιτητή στην 102/13.
Α. Χαβιαράς για Δ. Μιχαήλ, για τον Αιτητή στην 103/13.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Όπως είναι γνωστό, η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής η Τράπεζα) τελεί υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(1)/2013, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 22.3.2013.
Μερικούς όμως μήνες πριν τη θέσπιση του πιο πάνω Νόμου, στις 26.11.2012, η Τράπεζα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή επί γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος με αρ. 8400/2012, με την οποία αξίωνε εναντίον 12 προσώπων αποζημιώσεις μερικών δισεκατομμυρίων Eυρώ. Μεταξύ αυτών και οι ελλαδίτες Ευθύμιος Μπουλούτας και Κυριάκος Μάγειρας - εναγόμενοι 2 και 3 αντίστοιχα - οι οποίοι κατοικούν στην Αθήνα και είχαν διατελέσει κατά το παρελθόν αξιωματούχοι της Τράπεζας.
Το τί καταλογίζει η Τράπεζα στους εναγόμενους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της παρούσας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι πέντε και πλέον μήνες μετά την καταχώρηση της αγωγής, στις 8.5.13, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε μονομερή αίτηση της Τράπεζας ημερ. 29.4.13 - η οποία μέχρι τότε δεν επιχείρησε καν να επιδώσει το κλητήριο σε οποιοδήποτε από τους εναγόμενους, παρόλο που κάποιοι απ΄ αυτούς, οι εναγόμενοι 5, 6, 7 και 8 ήταν πρώην αξιωματούχοι της και κάτοικοι Λευκωσίας - και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο αφενός παγοποιούσε περιουσιακά στοιχεία τεσσάρων εναγομένων της αγωγής - των εναγομένων 1, 2, 3 και 12 - μέχρι ποσoύ 3.79 δις Ευρώ τόσο στην Κύπρο όσο και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου και, αφετέρου, διέτασσε τα εν λόγω πρόσωπα όπως μέσα στην ταχθείσα από τα διατάγματα προθεσμία προσδιορίσουν ενόρκως όλα τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων έχουν συμφέρον ανά το παγκόσμιο.
Όπως γίνεται αντιληπτό οι επηρεαζόμενοι από τα διατάγματα δεν έμειναν απαθείς. Ο,τι όμως ενδιαφέρει την παρούσα είναι η αντίδραση των Ευθύμιου Μπουλούτα και Κυριάκου Μάγειρα, οι οποίοι με δύο χωριστές, αλλά ουσιαστικά πανομοιότυπες, αιτήσεις - τις υπ΄ αρ. 102/13 και 103/13, αντίστοιχα - απευθύνθηκαν στο παρόν δικαστήριο για άδεια καταχώρησης αιτήσεων με τις οποίες θα ζητούν:
Α. Την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari και/ή prohibition για ακύρωση των ενδιάμεσων διαταγμάτων που εκδόθηκαν μονομερώς από το πρωτόδικο δικαστήριο στις 13.5.13,
Β. Την έκδοση διατάγματος certiorari για μεταφορά του φακέλου της διαδικασίας που αφορά την έκδοση των υπό αναφορά ενδιάμεσων διαταγμάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωσή τους, και
Γ. Την αναστολή της ισχύος των ενδιάμεσων διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση των αιτήσεων που θα καταχωρηθούν.
Οι υπό εξέταση, επομένως, αιτήσεις αποβλέπουν σε εξασφάλιση άδειας προκειμένου να προσβληθούν πανομοιότυπα διατάγματα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής και λαμβανομένου υπόψη ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι αιτητές για να τους χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια είναι οι ίδιοι, αποφασίστηκε - με τη σύμφωνη θέση και των συνηγόρων τους - η συνεκδίκασή τους.
Οι λόγοι που διατύπωσαν οι αιτητές στις αιτήσεις τους προκειμένου να τύχουν της αιτούμενης άδειας, περιστρέφονται ουσιαστικά γύρω από δύο άξονες. Ο πρώτος, ότι κατά τη διαδικασία έκδοσης των ενδιάμεσων διαταγμάτων εμφιλοχώρησε προφανές νομικό σφάλμα που αφορά (α) το στοιχείο του κατεπείγοντος, (β) τον εξουθενωτικό χαρακτήρα του διατάγματος για ένορκη αποκάλυψη των περιουσιακών τους στοιχείων και (γ) την έκδηλη ανεπάρκεια της προσωπικής εγγύησης ύψους €200.000 που καθόρισε το πρωτόδικο δικαστήριο ως εξασφάλιση για χορήγηση των διαταγμάτων και, ο δεύτερος, ότι με την έκδοση των διαταγμάτων επήλθε έκδηλη παρέκκλιση από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, καθώς επίσης και της κυπριακής έννομης τάξης που απαιτεί την ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Οι πιο πάνω λόγοι αναπτύχθηκαν και διά ζώσης από τον κ. Χαβιαρά, ο οποίος - επιγραμματικά - υποστήριξε ότι η εξ πάρτε έκδοση των επίδικων διαταγμάτων από το πρωτόδικο δικαστήριο έγινε χωρίς δικαιοδοσία ή καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας. Και αυτό, αφενός, γιατί το υλικό που είχε ενώπιόν του έκδηλα δεν ικανοποιούσε το στοιχείο του κατεπείγοντος και, αφετέρου, το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων χωρίς να εξασφαλιστεί η προβλεπόμενη από τη Δ.2 θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών άδεια για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος. Συναφώς, σ΄ ότι αφορά το κατεπείγον, υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τη νομολογία η τεκμηρίωση του στοιχείου αυτού αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας που παρέχει το αρ. 9 του Κεφ. 6 για χορήγηση θεραπείας στην απουσία του αντιδίκου και, ένεκα του ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της Τράπεζας έκδηλα δεν ικανοποιούσε το στοιχείο αυτό, η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων έγινε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας. Επί του προκειμένου αναγνώρισε ότι ναι μεν οι αιτητές θα εγείρουν προς εξέταση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου το θέμα της μη ικανοποίησης του στοιχείου του κατεπείγοντος, αλλά αυτό, εισηγήθηκε, δεν αποτελεί εμπόδιο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας καθότι οποτεδήποτε εγείρονται σοβαρά δικαιοδοτικά θέματα - όπως στην παρούσα περίπτωση - ικανοποιείται η νομολογιακή αρχή για τεκμηρίωση εξαιρετικών περιστάσεων για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως. Παρέπεμψε σχετικά σε απόφαση του αείμνηστου Δικαστή Γαβριηλίδη ημερ. 23.11.99 στην αίτηση υπ΄ αρ. 138/99 της Intelbank για χορήγηση παρόμοιας άδειας. Αναγνώρισε, περαιτέρω, ότι η οποιαδήποτε απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για οριστικοποίηση ή όχι των επίδικων διαταγμάτων μπορεί να προσβληθεί με έφεση, αλλά, πρόβαλε, οι εφέσεις δεν εκδικάζονται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και ενόψει της φύσεως και των συνεπειών που επέφεραν και θα επιφέρουν στους αιτητές τα επίδικα διατάγματα ενδείκνυται όπως η νομιμότητα τους ελεχθεί μέσω της διαδικασίας που ακολουθείται για τα προνομιακά εντάλματα. Τέλος, σ΄ ότι αφορά την προβληθείσα μη τήρηση των προνοιών της Δ.2 θ.2, ναι μεν αναγνώρισε ότι οι αιτητές μπορούν να καταχωρήσουν στο πρωτόδικο δικαστήριο αίτηση για παραμερισμό του κλητηρίου - διάβημα που αν επιτύχει θα επιφέρει και το τέλος των επίδικων διαταγμάτων - αλλά, τόνισε, η δυνατότητα αυτή δεν συνιστά εμπόδιο για τους αιτητές να ζητούν την υπό εξέταση άδεια καθότι η μη συμμόρφωση στις πρόνοιες της Δ.2 θ.2 αφαίρεσε από το πρωτόδικο δικαστήριο τη δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων.
Μελέτησα τις υπό κρίση δύο αιτήσεις και όσα διά ζώσης ανέπτυξε ενώπιον μου ο κ. Χαβιαράς και προτού ασκήσω τη διακριτική ευχέρεια που έχει το δικαστήριο επί του θέματος θάταν χρήσιμο να γίνει υπενθύμιση των βασικών αρχών που διέπουν αιτήματα της εξεταζόμενης φύσεως. Πρόκειται για αρχές που αναπτύσσονται και στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα», σελ. 122 και επόμενα, οι οποίες συνοψίζονται ως ακολούθως:
Η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari ή Prohibition - όπως και η έκδοση τέτοιων ενταλμάτων - εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. (Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 ΑΑΔ 438) η οποία, όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά έφεση, πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ασκείται θετικά. (Βλ. Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Αυγής Ι. Κωνσταντινίδου κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 853). Ακόμα και αν ο αιτητής ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41). Κι αυτό καθότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (Αναφορικά με το Γενικό Εισαγγελέα (Αρ. 3) (1993) 1 ΑΑΔ 42 και Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 AΑΔ 464), ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης (Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 AAΔ 116). Γενικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του (πρωτόδικου) δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Α. Κωνσταντινίδης (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζ. Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Εχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες νομικές αρχές είναι νομίζω προφανές ότι, ενόσω εκκρεμεί η ακρόαση της αίτησης της Τράπεζας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου πολύ λίγα - αν όχι καθόλου - περιθώρια υπάρχουν για χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Και αυτό για τον απλό λόγο ότι οι αιτητές έχουν κάθε δυνατότητα να εγείρουν το ζήτημα του κατεπείγοντος - όπως και οποιοδήποτε άλλο ζήτημα - κατά την ακρόαση της αίτησης, ώστε το πρωτόδικο δικαστήριο, έχοντας πλέον ενώπιόν του όλα τα στοιχεία, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ως προς την περαιτέρω τύχη των επίδικων προσωρινών διαταγμάτων. Βέβαια, δεν παραγνωρίζω ότι με βάση τις πάγιες αρχές της νομολογίας (βλ. μεταξύ άλλων, Κωνσταντινίδης (2003) 1 ΑΑΔ 1298 και Base Metal Trading Ltd v. Fastfact Developments Ltd κα (2004) 1 ΑΑΔ 1535) το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να παρέμβει και να χορηγήσει άδεια της εξεταζόμενης φύσεως, έστω και αν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα. Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν βλέπω να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και το επιχείρημα του ο κ. Χαβιαρά - με επίκληση την απόφαση στην Intelbank (ανωτέρω) - ότι οποτεδήποτε εγείρεται θέμα δικαιοδοσίας ικανοποιείται η νομολογιακή απαίτηση για τεκμηρίωση εξαιρετικών περιστάσεων δεν με βρίσκει σύμφωνο. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας, Πολ. Εφ. 2/2009, ημερ. 14.5.12, η οποία επανέλαβε την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd (ανωτέρω):-
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 247). Στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Εστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω κρίνω ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης οι αιτητές δεν έχουν τεκμηριώσει εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία - όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση - ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. Η ίδια κρίση, για τους ίδιους λόγους, ισχύει και σ΄ ότι αφορά τα παράπονα των αιτητών για την ισχυριζόμενη ανεπάρκεια της εξασφάλισης που καθόρισε το πρωτόδικο δικαστήριο για χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων καθώς επίσης και για την παραγνώριση των προνοιών της Δ.2 θ.2. Πρόκειται για παράπονα που, έκδηλα κατά την άποψή μου, δεν ευσταθούν καθότι οι αιτητές μπορούν να τα προωθήσουν με τις προβλεπόμενες από τους Κανονισμούς της Πολιτικής Δικονομίας αιτήσεις ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και στη συνέχεια, εάν δεν ικανοποιηθούν, μπορούν να ασκήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω και οι δύο αιτήσεις για παροχή άδειας καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition απορρίπτονται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΦ.