ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1133

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.  57/2010)

 

31 Μαίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

ΒΑΘΟΥΛΛΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσείουσα,

ΚΑΙ

 

ALEXANDER KRAVTCHENKO,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

Ξ. Ξενοφώντος προσωπικά και για Ε. Κλεάνθους, για την Εφεσείουσα.

Ν. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η αντιδικία των διαδίκων είχε στο επίκεντρο της το διαμέρισμα με αρ. D1 του ακινήτου CENTRE HALKON HOUSE με αρ. εγγραφής 59044, Φ./Σχ. LIV/59.1.ΙΙ, τεμάχιο 232 στην τοποθεσία Νεάπολη της επαρχίας Λεμεσού (το διαμέρισμα).

 

Η εφεσείουσα-εναγόμενη εναντίον της οποίας ο εφεσίβλητος-ενάγων ήγειρε αγωγή, υπό την προσωπική της ιδιότητα και υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της Δημήτρη Ανδρέα Δημητριάδη, ήταν συνιδιοκτήτρια μαζί με τον αποβιώσαντα σύζυγο της του επίδικου διαμερίσματος.  Στις 24.6.94, δυνάμει γραπτής συμφωνίας (τεκμήριο 1), ο εφεσίβλητος αγόρασε από την εφεσείουσα και τον αποβιώσαντα σύζυγο της το διαμέρισμα αντί συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς ανερχομένου σε Λ.Κ.35.000.-   Το πωλητήριον έγγραφο δεν κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.

 

Η ευπαίδευτη  πρωτόδικος δικαστής δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των τριών άλλων μαρτύρων του και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Έκρινε την εφεσείουσα ως εντελώς αναξιόπιστη και έδωσε λόγους για την κρίση της.  Εκτός από την κακή εντύπωση που έκαμε στο  δικαστήριο η εφεσείουσα, αυτή θεωρήθηκε ως αναξιόπιστη και για τους εξής λόγους:

 

1.     Ενώ είχε ισχυριστεί στη μαρτυρία της ότι ο Μ.Ε.1, κ. Μίλτος Γιασεμίδης, συστηματικά ενοχλούσε και απειλούσε την ίδια και τα παιδιά της, μετά το θάνατο του συζύγου της, και της ζητούσε να του μεταβιβάσει το διαμέρισμα, τέτοια θέση δεν υποβλήθηκε στον Μ.Ε.1, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε καθόλου σε σχέση με τον προαναφερόμενο ισχυρισμό της εφεσείουσας.

2.    Στο τεκμήριο 12, που είναι κατάσταση εξόδων και λογαριασμού που η εφεσείουσα ετοίμασε και έστειλε μέσω του τότε δικηγόρου της κ. Τρυφωνίδη στο δικηγόρο του εφεσίβλητου κ. Νεοκλέους, αναγράφεται:  «Υπόλοιπο συμβολαίου  £100».   Αυτό εκλήφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως παραδοχή της εφεσείουσας ότι το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς του διαμερίσματος (Λ.Κ.35.000.-) ήταν Λ.Κ.100.-   Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την εκδοχή της εφεσείουσας η οποία στο μεν δικόγραφο της υπεράσπισης της ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος είχε πληρώσει έναντι του τιμήματος αγοράς ποσό μόνον Λ.Κ.500.-, ενώ στη μαρτυρία της είχε ισχυριστεί ότι ο εφεσίβλητος πλήρωσε αρχικά Λ.Κ.500.-, στη συνέχεια περιπλέον ποσό Λ.Κ.4.500.- και επομένως παρέμενε οφειλόμενο υπόλοιπο εκ Λ.Κ.30.000.-    Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε συναφώς ότι παρά το ότι η εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι ο κ. Τρυφωνίδης την είχε διαβεβαιώσει ότι ο κ. Νεοκλέους είχε στοιχεία πληρωμών που έγιναν από τον εφεσίβλητο, και προφανώς η εφεσείουσα βασίστηκε σ΄ αυτά για να αναγράψει στο τεκμήριο 12 το ποσό των Λ.Κ.100.-, εντούτοις δεν κάλεσε τον κ. Τρυφωνίδη ως μάρτυρα υπεράσπισης ενώπιον του δικαστηρίου. Ούτε και τέτοιος ισχυρισμός περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της υπεράσπισης (ότι δηλαδή βασίστηκε στις διαβεβαιώσεις του κ. Νεοκλέους, που δόθηκαν  μέσω του κ. Τρυφωνίδη). 

3.    Ενώ η δικογραφημένη θέση της υπεράσπισης ήταν ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε παρέλαβε νόμιμα την κατοχή του διαμερίσματος, στη μαρτυρία της εφεσείουσας ενώπιον του δικαστηρίου αυτή παραδέχθηκε ότι με την πληρωμή της προκαταβολής (σύνολο Λ.Κ.5000.-), στις 24.6.94, η ίδια και ο αποβιώσας σύζυγος της παρέδωσαν στον εφεσίβλητο το κλειδί του διαμερίσματος.

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε σε συντομία τα εξής:  

 

Εκτός από την Μ.Ε.3, που ήταν διερμηνέας ρωσικής γλώσσας και ήταν τυπική μάρτυρας που δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με τη μετάφραση της γραπτής δήλωσης του εφεσίβλητου από τα ρωσικά στα ελληνικά, το δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία των άλλων τριών μαρτύρων, δηλαδή του Μ.Ε.1 Μίλτου Γιασεμίδη, ο οποίος ασχολείτο με αγοραπωλησίες ακινήτων και ήταν μεσάζων στην πώληση του διαμερίσματος, του Μ.Ε.2 Άγγελου Αγαθαγγέλου, εκτιμητή ακινήτων, ο οποίος προέβη σε εκτίμηση της αγοραίας αξίας του διαμερίσματος κατά το χρόνο τερματισμού της συμφωνίας πωλήσεως από τον εφεσίβλητο, την 1.6.2006, και του Μ.Ε.4 που ήταν ο ίδιος ο ενάγοντας-εφεσίβλητος.  Βρήκε ότι και οι τρεις μάρτυρες ήταν αξιόπιστοι και βασίστηκε στη μαρτυρία τους για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος νόμιμα τερμάτισε τη συμφωνία πωλήσεως λόγω ουσιωδών παραβάσεων της συμφωνίας από την εφεσείουσα και συγκεκριμένα ότι δικαιούτο σε ειδικές αποζημιώσεις ανερχόμενες σε ποσό €59.630.-, που συνιστά επιστροφή του ποσού των £34.900.- που ο εφεσίβλητος κατέβαλε στην εφεσείουσα έναντι του τιμήματος πωλήσεως του διαμερίσματος, και περιπλέον τα ποσά των €235.- και €3.930,20 σεντ, επίσης ως ειδικές αποζημιώσεις, για ενοίκια που αντισυμβατικά είχε εισπράξει η εφεσείουσα από το διαμέρισμα (αφού αφαιρέθηκαν κάποια ποσά που η εφεσείουσα είχε πληρώσει ως φόρους και άλλα έξοδα του διαμερίσματος), με νόμιμο τόκο.   Το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης επιδίκασε, βασιζόμενο στη μαρτυρία του εκτιμητή κ. Αγαθαγγέλου, ποσό €54.675,24 σεντ ως γενικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο.  Το ποσό αυτό προκύπτει από την διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας αξίας του διαμερίσματος που ανερχόταν σε Λ.Κ.35.000.-, δηλαδή €59.801,05 σεντ και της αξίας του διαμερίσματος κατά τον τερματισμό, που ανερχόταν σε Λ.Κ.67.000.-, δηλαδή €114.476,29 σεντ, διαφορά €54.675,24 σεντ. 

 

Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης οι οποίοι λανθασμένα αναγράφονται ως έξι εφόσον ο τρίτος και ο τέταρτος λόγοι έφεσης απαριθμούνται λανθασμένα ως τρίτος λόγος έφεσης.  Στη συνέχεια θα αναφερόμαστε στο δεύτερο «τρίτο λόγο έφεσης», ως τέταρτο λόγο και στους λόγους 4, 5 και 6 ως λόγους 5, 6 και 7, αντίστοιχα.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα ήταν αναξιόπιστη μάρτυρας.  Τέθηκε ζήτημα ότι δεν μπορούσε εκ προοιμίου να κριθεί αναξιόπιστη η εφεσείουσα με μόνο το γεγονός ότι η θέση που εξέφρασε στη μαρτυρία της περί παρενόχλησης της ιδίας και της οικογένειας της από τον Μ.Ε.1 δεν είχε τεθεί καθόλου κατά την αντεξέταση του τελευταίου.  Πράγματι η προσέγγιση στο θέμα αυτό του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και αρκεί παραπομπή στην υπόθεση Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, ως προς την ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος.  Η ουσία είναι ότι μαρτυρία η οποία προσφέρεται από διάδικο χωρίς να τεθεί στη βάσανο της αντεξέτασης του αντιδίκου του, μπορεί να παραγνωριστεί από το δικαστήριο ή να θεωρηθεί ως αμελητέας αξίας.  Και είναι με αυτή την έννοια που ο σχετικός ισχυρισμός της εφεσείουσας δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτός.    Τα άλλα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως η παραδοχή της στο τεκμήριο 12  ότι το υπόλοιπο του συμβολαίου ήταν Λ.Κ.100.- και ότι ο πρώην δικηγόρος της εφεσείουσας κ. Τρυφωνίδης δεν κλήθηκε για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της, αλλά και η αντίφαση μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της υπεράσπισης και των παραδοχών που έγιναν αργότερα από την υπεράσπιση ως προς το μη πληρωθέν υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως, θεωρούμε ότι θεμιτά λήφθηκαν υπόψη και συναξιολογήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με την αξιοπιστία της εφεσείουσας.

 

Αναφορικά με τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων του ενάγοντα και πάλι θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αξιολόγησε τη μαρτυρία τους και ορθά καθοδηγήθηκε αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας εκείνης, και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε για τον Μ.Ε.1, είτε για το Μ.Ε.4 (δεύτερος λόγος έφεσης).   Αναφορικά με τον τρόπο πληρωμής της δεύτερης δόσης, που ανερχόταν σε Λ.Κ.29.900.-, τόσο ο Μ.Ε.1 τόσο και ο Μ.Ε.4 ανέφεραν ότι το ποσό αυτό πληρώθηκε όμως, επειδή ο τότε δικηγόρος του εφεσίβλητου κ. Β. Χαράκης απεβίωσε και το γραφείο του έκλεισε οι αποδείξεις δεν μπορούσαν να ανευρεθούν.  Το πρωτόδικο δικαστήριο όμως βασίστηκε στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων, στην παραδοχή της εφεσείουσας που φαίνεται στο τεκμήριο 12 και στο τεκμήριο 19 (1-4), που είναι κατάσταση λογαριασμού στην Τράπεζα Κύπρου της εταιρείας Almenos Enterprises Ltd, που σύμφωνα με τον εφεσίβλητο ανήκε σ΄ αυτόν, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος πλήρωσε συνολικά Λ.Κ.34.900.-  Το συμπέρασμα αυτό  προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, αλλά είναι αρκούντως αιτιολογημένο.

 

Αναφορικά με το ζήτημα του νόμιμου τερματισμού της συμφωνίας πωλήσεως (τέταρτος λόγος έφεσης) θεωρούμε ότι και πάλι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για να αιτιολογήσει το συμπέρασμα του ότι ο εφεσίβλητος νόμιμα τερμάτισε τη συμφωνία πωλήσεως, ένεκα ουσιωδών παραβάσεων της από την εφεσείουσα. 

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο ύψος των γενικών αποζημιώσεων.  Ο λόγος αμφισβήτησης της ορθότητας του ποσού αυτού βασίζεται στον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ότι η καθυστέρηση στον τερματισμό οφειλόταν στον εφεσίβλητο και ότι ο εφεσίβλητος ουσιαστικά παρέβηκε την υποχρέωση του να προβεί σε εύλογες ενέργειες προς μετριασμό της ζημιάς του.  Αυτός ο λόγος, μετά από υποδείξεις του δικαστηρίου ότι δεν ήταν δικογραφημένος και δεν προβλήθηκε πρωτόδικα, αποσύρθηκε.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσον το δικαίωμα του εφεσίβλητου να τερματίσει τη συμφωνία και να διεκδικήσει αποζημιώσεις είχε εξασθενήσει, δηλαδή ουσιαστικά είχε απεμποληθεί εξαιτίας της καθυστέρησης, αλλά και άλλων ενεργειών, του εφεσίβλητου.   Ουσιαστικά ο λόγος αυτός συνίσταται σε ισχυρισμό ύπαρξης κωλύματος που παρεμποδίζει τον εφεσίβλητο να προβάλει τις νόμιμες αξιώσεις του.  Κάτι τέτοιο δεν δικογραφήθηκε αλλά ούτε και αποδείχθηκε με οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία.  Ο εφεσίβλητος και ο Μ.Ε.1 έδωσαν εξηγήσεις για την καθυστέρηση του εφεσίβλητου να προβάλει τις αξιώσεις του και να τερματίσει τη συμφωνία πωλήσεως.  Οι εξηγήσεις αυτές έγιναν δεκτές από το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά την εκτίμηση μας, και ήταν ικανοποιητικές.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στη παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε καταμερισμό ευθυνών και/ή αποζημιώσεων όσον αφορά την εναγόμενη προσωπικά και την εναγόμενη ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της.  Θεωρούμε ότι αυτός ο λόγος έφεσης, τουλάχιστον μερικώς, ευσταθεί.  Κατά την κρίση μας η αγωγή θα έπρεπε να είχε κινηθεί εναντίον δύο εναγομένων, δηλαδή του Δημήτρη Ανδρέα Δημητριάδη, δια της διαχειριστρίας της περιουσίας του Βαθούλλας Δημήτρη Δημητριάδη (εφόσον ο σύζυγος ήταν αποβιώσας κατά το χρόνο καταχώρισης της αγωγής) και δεύτερον εναντίον της ίδιας της Βαθούλλας Δημήτρη Δημητριάδη.  Ο λόγος είναι ότι οι πωλητές του  διαμερίσματος, σύμφωνα με τη σύμβαση πωλήσεως, τεκμήριο 1, ήταν τα προαναφερόμενα δύο άτομα και από τα ενώπιον μας στοιχεία φαίνεται ότι αυτοί ήταν συνιδιοκτήτες του διαμερίσματος εξ ημισίας.  Επομένως και η πρωτόδικη απόφαση θα έπρεπε να εκδιδόταν εναντίον των δύο προαναφερομένων προσώπων, κεχωρισμένως, για το ένα δεύτερο των προαναφερόμενων ποσών εναντίον ενός εκάστου των εναγομένων.

 

Σύμφωνα με τη Δ.9 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όλα τα πρόσωπα από τα οποία ζητείται θεραπεία μπορούν να συνενωθούν ως εναγόμενοι και απόφαση μπορεί να εκδοθεί εναντίον οποιουδήποτε εναγόμενου που είναι υπόλογος στον ενάγοντα, χωρίς τροποποίηση.   Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα-εναγόμενη ενάχθηκε υπό δύο ιδιότητες και θεωρούμε ότι αυτές πρέπει να διαχωριστούν και να εκδοθεί απόφαση κεχωρισμένως εναντίον της ίδιας προσωπικά και της ίδιας ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της, αφού προηγουμένως γίνει η κατάλληλη τροποποίηση. 

 

Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται έτσι ώστε:  (α) η δηλωτική απόφαση της παραγράφου Α ότι το αγοραπωλητήριο έγγραφο τερματίστηκε λόγω υπαιτιότητας της εναγομένης να αναφέρει ότι τερματίστηκε λόγω υπαιτιότητας των εναγομένων, και (β)  στις παραγράφους Β και Γ τα αναφερόμενα ποσά να μοιραστούν στα δύο και να επιδικαστούν κεχωρισμένως στους δύο εναγόμενους. 

 

Ενόψει των προαναφερομένων οι πρώτοι έξι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.  Ο έβδομος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω και τίθεται ως όρος για την έκδοση της απόφασης η καταχώριση, εκ μέρους του εφεσίβλητου, εντός 20 ημερών από σήμερα, τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος στο οποίο, ως εναγόμενοι, θα αναγράφονται τα δύο προαναφερόμενα πρόσωπα.   Ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης θεωρούμε ορθό και δίκαιο να μη δώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.  Η κάθε πλευρά να επιβαρυνθεί με τα δικά της έξοδα, όσον αφορά την έφεση.

 

 

                                                        Δ.

 

 

                                                        Δ.

 

 

                                                        Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο