ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 526
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 281/2009 )
1 Μαρτίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, ΔΔ.]
ΡΙΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείουσας/Ενάγουσας
και
ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΦΙΛΙΑΣΤΙΔΗ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
και
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΜΑΝΩΛΗ
Εφεσίβλητου/Τριτοδιάδικου
_________________
Μ. Βορκάς, για την Εφεσείουσα/Ενάγουσα.
Μ. Κυριακίδης, για τον Εφεσίβλητο/Εναγόμενο.
Kαμιά εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο/Τριτοδιάδικο.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: H έφεση αφορά οδική σύγκρουση ένα βράδυ του Ιανουαρίου του 2003 στον ορεινό δρόμο Λευκάρων-Βαβατσινιάς. Ο Γιαννάκης Φιλιαστίδης οδηγούσε αυτοκίνητο από Βαβατσινιά προς Λεύκαρα. Ο Ανδρόνικος Μανώλη οδηγούσε αυτοκίνητο από Λεύκαρα προς Βαβατσινιά. Σε ένα σημείο του δρόμου όπου υπήρχε στροφή τα αυτοκίνητα συγκρούσθησαν. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, η Ρίτα Γεωργίου, πενθερά του Μανώλη και επιβάτης στο αυτοκίνητό του, ήγειρε αγωγή κατά του Φιλιαστίδη για τραυματισμούς και επακόλουθα τους, τους οποίους ισχυρίσθηκε ότι υπέστη κατά τη σύγκρουση. Ο Φιλιαστίδης κατέστησε τριτοδιάδικο το Μανώλη. Η ακρόαση άρχισε το Νοέμβριο του 2007. Αφού ακούσθηκε η μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή, η Γεωργίου υπέβαλε αίτηση για τροποποίηση της αγωγής ώστε ο Μανώλη να καταστεί συνεναγόμενος, η οποία απερρίφθη. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος συμπλήρωσε την ακρόαση και απεφάνθη ότι δεν στοιχειοθετείτο αμέλεια του Φιλιαστίδη, μόνος υπεύθυνος όντας ο Μανώλη, απορρίπτοντας έτσι την αγωγή και βεβαίως και την απαίτηση του Φιλιαστίδη κατά του Μανώλη αφού δεν ετίθετο θέμα συνεισφοράς του Μανώλη προς τον Φιλιαστίδη. Ούτε όμως μπορούσε να εκδοθεί απόφαση υπέρ της Γεωργίου και εναντίον του Μανώλη αφού αυτοί δεν είχαν ευθεία δικονομική σχέση.
Καταλήγοντας στην απόφασή του, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε τη μαρτυρία της Γεωργίου, του γαμβρού της Μανώλη και της κόρης της Μαρίας Θεοδώρου, που ήταν επίσης επιβάτης στο αυτοκίνητο του Μανώλη, και απεδέχθη εκείνη του Φιλιαστίδη και του αστυνομικού εξεταστή της σκηνής, Σολωμού. Η αποτύπωση της σκηνής στο σχέδιο που ετοίμασε ο Σολωμού είναι κατατοπιστική. Ο δρόμος είναι πλάτους 4.50 μέτρων. Στην πλευρά της κατεύθυνσης του Μανώλη υπήρχε σωρός από χώματα λόγω οδικών έργων ο οποίος περιβάλλετο από προειδοποιητικούς φωσφορούχους κώνους και εκάλυπτε 1.30 μ. του δρόμου. Η σύγκρουση έγινε 0.60 μ. από την αριστερή άκρη του δρόμου σε σχέση με την πορεία του Φιλιαστίδη, το αυτοκίνητο του οποίου κατέληξε στο παγκέτο του 7.50 μ. πιο πέρα. Το παγκέτο εκεί έχει πλάτος 3.20 μ.
Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται από τη μαρτυρία. Ο Φιλιαστίδης είπε ότι, προχωρώντας ανηφορικά προς τη στροφή με αναμμένα τα μικρά του φώτα (άρχισε να βραδιάζει) , είδε το αυτοκίνητο του Μανώλη να κατευθύνεται πάνω του ολισθαίνοντας στον κατήφορο. Για να αποφύγει τη σύγκρουση έστριψε αριστερά προς το παγκέτο αλλά δεν απέφυγε τη σύγκρουση η οποία έγινε στο δεξιό τροχό του μέσα στη δική του πορεία. Ο Μανώλη είπε ότι είδε μπροστά του το σωρό από χώματα στο 1 μ. και οδήγησε δεξιά για να τον αποφύγει, χωρίς όμως να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα όπου υπήρχε πολύς χώρος για να περάσουν και πέραν του ενός αυτοκίνητα, οπότε συγκρούσθηκε με τον Φιλιαστίδη. Στις ίδιες γραμμές ήταν η μαρτυρία της Γεωργίου και της Θεοδώρου, με αναφορά και σε υπερβολική ταχύτητα του Φιλιαστίδη. Να συμπληρώσουμε ότι, σύμφωνα με τον Σολωμού, στην πορεία του Μανώλη υπήρχαν προειδοποιητικές πινακίδες για τα οδικά έργα και προειδοποιητικοί φωσφορούχοι κώνοι 30 μ. πριν από το σωρό από χώματα που και αυτός περιβάλλετο, όπως είπαμε, από άλλους τέτοιους κώνους.
Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος υπέδειξε τις πάμπολλες αδυναμίες της όλης μαρτυρίας για την υπόθεση της Γεωργίου και την προσπάθεια της και των συγγενών της μαρτύρων να παρουσιάσουν τα πράγματα ευνοϊκά για την ίδια, αδυναμίες που συναρτώντο και προς την πραγματική μαρτυρία και προς αντιφατικές θέσεις. Καταλήγοντας δε στην απόφασή του, υπέδειξε γιατί ο Φιλιαστίδης δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη:
«Η αντίδραση του εναγόμενου θα πρέπει να κριθεί κάτω από την αγωνία της στιγμής όταν είδε το άλλο αυτοκίνητο να εισέρχεται πίσω από τον όγκο χώματος στην πορεία του και «ξαφνικά», «μούτρα με μούτρα» και «τέλεια κοντά», τόσο κοντά ώστε «μονομιάς», «αμέσως» να επέρχεται η σύγκρουση. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις δεν μπορεί να αποδοθεί μομφή στον εναγόμενο γιατί δεν εφάρμοσε φρένα. Ούτε έχει στοιχειοθετηθεί ότι κάτι τέτοιο θα απέτρεπε, υπό περιστάσεις τέτοιας εγγύτητας, τη σύγκρουση. Ενώ η αποφευκτική ενέργεια του εναγόμενου αν και δεν απέτρεψε τη σύγκρουση είναι φανερό ότι είχε αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι απέτρεψε τα χειρότερα, αν θυμηθούμε την αναφορά της ενάγουσας ότι τα δύο οχήματα την πρώτη στιγμή βρέθηκαν «μούτρα-μούτρα». Απέτρεψε δε, τα χειρότερα όχι χωρίς δικό του κίνδυνο. Διότι, όπως είπε ο Μ.Ε.1, μετά το παγκέτο όπου ο εναγόμενος σταμάτησε υπήρχε γκρεμός χωρίς, μάλιστα, προστατευτικό κιγκλίδωμα. Έτσι μάλλον είναι ευτύχημα για τον εναγόμενο που τα περί ιλιγγιώδους ταχύτητας του ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας.»
Η Γεωργίου εφεσιβάλλει την απόφαση στο σύνολό της. Ο βασικός λόγος έφεσης αφορά ακριβώς το θέμα της ευθύνης, παραπέμποντας σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου επί της μαρτυρίας. Στην πολύ εκτεταμένη αιτιολογία του γίνονται επί μέρους εισηγήσεις που αφορούν τα ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένα. Θα μπορούσε, λέγεται, ο Φιλιαστίδης (Εφεσίβλητος) να οδηγούσε αριστερότερα, αφού τούτο επιτρέπετο από το πλάτος του δρόμου. Πρόκειται για εντελώς ανεδαφική εισήγηση. Ο Εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση να οδηγεί στο παγκέτο, ούτε δικαιούται η Εφεσείουσα να εκλαμβάνει, όπως φαίνεται να κάνει, το παγκέτο ως μέρος του δρόμου. Το εμπόδιο δεν ήταν στην πλευρά του Εφεσίβλητου αλλά στην πλευρά του Τριτοδιάδικου. Ακόμα, ο Εφεσίβλητος αντέδρασε άμεσα μόλις είδε το αυτοκίνητο του Τριτοδιάδικου από μικρή απόσταση να οδηγείται στην πλευρά του Εφεσίβλητου, και οδήγησε το αυτοκίνητό του τόσο αριστερότερα που η σύγκρουση έγινε μόλις 0.60 μ. από την άκρη του δρόμου και το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου κατέληξε καλά μέσα στο παγκέτο. Η αντίδραση του ήταν λογικότατη υπό τις περιστάσεις και ουδεμία ευθύνη θα μπορούσε να του αποδίδετο ως προς την οδήγηση ή την αντίδρασή του.
Άλλη εισήγηση είναι ότι το δικαστήριο δεν εκτίμησε δεόντως, ως προς την ευθύνη του Εφεσίβλητου λόγω υπερβολικής ταχύτητας του όπως ισχυρίζετο η Εφεσείουσα, τη μεγάλη απόσταση που το αυτοκίνητο του διάνυσε για να σταματήσει. Μας εκπλήττει η έλλειψη σοβαρότητας με την οποία γίνεται η εισήγηση αυτή. Το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου διάνυσε, για να σταματήσει, απόσταση μόλις 7.50 μ. Αν αυτό εδήλωνε κάτι, ήταν ακριβώς ότι ο Εφεσίβλητος δεν οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα αλλά μάλλον με πολύ χαμηλή ταχύτητα.
Οι υπόλοιπες εισηγήσεις της Εφεσείουσας αφορούν θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας που, όπως υποδείξαμε κατά την ακρόαση, δεν καλύπτονται από το λόγο έφεσης και εν πάση περιπτώσει ουδόλως αποκαλύπτουν λανθασμένη προσέγγιση του δικαστηρίου στη μαρτυρία που να επέτρεπε παρέμβαση μας.
Η κατάληξή μας αυτή καθιστά αναγκαίο να διαγνώσουμε και το λόγο έφεσης που αφορά την ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου επί της αιτηθείσας τροποποίησης της αγωγής για να καθίστατο ο Τριτοδιάδικος Μανώλη ως Εναγόμενος. Η κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου όμως είναι ορθοτάτη και την προσυπογράφουμε. Το δικαστήριο καθοδηγήθηκε δεόντως από τη νομολογία και δεόντως την εφάρμοσε, υποδεικνύοντας την παντελή έλλειψη εξήγησης για τη μεγάλη καθυστέρηση στην επιδίωξη της τροποποίησης και την ανάγκη για αυτή. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Κοινή εισήγηση του εναγομένου και του τριτοδιαδίκου είναι ότι η προσθήκη του τριτοδιαδίκου ως εναγομένου δεν είναι αναγκαία ώστε να αποφασιστούν όλα τα εγειρόμενα θέματα μεταξύ όλων των εμπλεκομένων. Διότι αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια της υφιστάμενης δικονομικής κατάστασης εάν βρεθεί ότι ο εναγόμενος έχει ευθύνη. Εφόσον, αν έχει οποιαδήποτε ευθύνη θα είναι εις ολόκληρο υπόλογος έναντι της ενάγουσας, ενώ και η διαφορά του με τον τριτοδιάδικο επίσης θα καθοριστεί στα πλαίσια της διαδικασίας τριτοδιαδίκου. Ειδικότερα επί του σημείου αυτού ο ευπαίδευτος δικηγόρος του τριτοδιαδίκου παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Manchester Lines Ltd v. Viamaz Coach Industry Ltd (1983) 1 C.L.R. 178, 184:
"Furthermore the Court has no jurisdiction under this rule to order third parties to be added as defendants where the cause or matter is not liable to be defeated by the nonjointer, where the third parties were not persons who ought to have been sued in the first instance and where the third parties were not persons whose presence as defendants was necessary to enable the Court effectually to adjudicate on all the questions involved. (See Miquel Sanchez and Compania S.L. v. The Result [1958] P. 174."
Η ενάγουσα αναφέρει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ότι τώρα η θέση της είναι πως και οι δύο οδηγοί φέρουν ευθύνη. Αν όμως, ο εναγόμενος έχει έστω και ελάχιστη ευθύνη, όντως η υφιστάμενη διαδικασία επαρκεί για να κριθούν πλήρως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις όλων, περιλαμβανομένου του τριτοδιάδικου, χωρίς να είναι ανάγκη να προστεθεί ως εναγόμενος. Μόνο αν ο εναγόμενος δεν έχει ευθύνη, το δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να καθορίσει τις υποχρεώσεις του τριτοδιάδικου έναντι της ενάγουσας, εφόσον δεν υφίσταται μεταξύ τους η απαιτούμενη άμεση δικονομική σχέση. Αν όμως αυτός είναι ο σκοπός της αίτησης, είναι αλλότριος. Διότι αν ο εναγόμενος δεν έχει ευθύνη, δεν μπορεί να παραμένει στη διαδικασία με σκοπό η ενάγουσα τώρα πλέον να στραφεί εναντίον ενός άλλου εναγόμενου. Η χρήση της διαδικασίας για αλλότριο σκοπό απολήγει σε κατάχρηση ή, εν πάση περιπτώσει εκθεμελιώνει την αναγκαία προϋπόθεση της καλής πίστης.
Η πρόθεση δε, να καταστεί εναγόμενος και ο άλλος οδηγός, εκδηλώθηκε πέντε χρόνια μετά το ατύχημα και τρία χρόνια μετά που η ενάγουσα επέλεξε να στραφεί εναντίον του ενός οδηγού και μόνο. Ενώ, ως άνω, η καθυστέρηση κατ΄αρχήν δεν αποκλείει, στην κατάλληλη περίπτωση, μια τροποποίηση, «όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής» και μετά την έναρξη της δίκης «η διακριτική ευχέρεια ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου (Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1 A.A.D. (E) 33, 37).
Εν προκειμένω η καθυστέρηση είναι μεγάλη και μάλιστα εντελώς αδικαιολόγητη. Η αναφορά της ενάγουσας στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ότι «η ανάγκη τροποποίησης προέκυψε μετά τη μαρτυρία του αστυνομικού» τίθεται χωρίς καμιά εξήγηση. Ο μάρτυρας αστυνομικός αναφέρθηκε στα όσα βρήκε στη σκηνή και στο ρόλο του ως εξεταστής. Πρόκειται για τα εξ αρχής και ηλικίας πλέον πέντε ετών γεγονότα τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να γνωρίζει η ενάγουσα που μάλιστα απαιτεί και το ποσό που κατέβαλε για αστυνομική έκθεση. Πώς προέκυψε η ανάγκη τώρα; Καμιά εξήγηση. Η σχηματική και μόνο αναφορά σε «νέα ανάγκη» δεν παρέχει τη δυνατότητα αξιολόγησης της θέσης της ενάγουσας για τους σκοπούς της αίτησης (βλ. Ajini ν. Εθνικής Τράπεζας (1999) 1 Α.Α.Δ. 11) ώστε χρόνια μετά, μετά που έχει ξεκινήσει η ακρόαση και έχει περατωθεί η μαρτυρία ενός ουσιαστικού μάρτυρα, καθόλου τυπικού όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ενάγουσας, να αλλάξουν εκ θεμελίων τα δικονομικά δεδομένα και να δημιουργηθεί τώρα πλέον άμεση δικονομική σχέση μεταξύ της ενάγουσας και του άλλου οδηγού.»
Αν και δεν είναι αναγκαίο να επεκταθούμε, ορθή ήταν και η άλλη βάση στην οποία η αίτηση εκρίθη ως απορριπτέα, σε συνάρτηση με την τριετή περίοδο παραγραφής του άρθρου 22 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης (Ευθύνη Έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν. 96(Ι)/2000). Παραθέτουμε και πάλι με επιδοκιμασία το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Ένας σοβαρός παράγοντας όταν ζητείται η προσθήκη εναγομένου είναι το κατά πόσο ο προτιθέμενος εναγόμενος θα μπορούσε να θέσει θέμα παραγραφής. Κατά κανόνα, δεν δίδεται άδεια για προσθήκη μετά την εκπνοή της προθεσμίας (Manchester Lines Ltd, ανωτ., P.T. KIANI KERTAS v. Interorient Navigation company Ltd (ΑΡ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 300). Η ίδια αρχή πρέπει να ισχύει και όταν τίθεται θέμα απώλειας δικαιώματος ή ουσιαστικού επηρεασμού, είτε των άμεσα εμπλεκομένων ως διαδίκων, είτε όσων έχουν νόμιμα συμφέροντα στην υπόθεση. Εν προκειμένω, ο Νόμος 96/2000, όπως και το προϊσχύσαν Κεφ. 333, θέτει το πλαίσια μιας τριμερούς αλληλεπίδρασης συμφερόντων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ήτοι του αδικοπραγήσαντα, του ζημιωθέντα και του ασφαλιστή (βλ. General Insurance Company of Cyprus v. Georghiou and another (1963) 2 C.L.R. 117). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν θεωρηθεί ότι η προσθήκη θα έχει αναδρομική ισχύ, τότε θα προκληθεί δυσμενής επηρεασμός στον ασφαλιστή, που δεν θα είναι σε θέση να επικαλεστεί τις πρόνοιες του άρθρου 22. Αν, από την άλλη, θεωρηθεί ότι η προσθήκη θα ισχύει από τώρα θα υποστεί δυσμενή επηρεασμό ο νέος εναγόμενος, εφόσον η αγωγή εναντίον του θα είναι εκτός των πλαισίων του άρθρου 22 οπότε θα αναγκαστεί να πληρώσει ο ίδιος τυχόν απόφαση εναντίον του. Τέτοιος επηρεασμός είτε στην μια είτε στην άλλη περίπτωση, δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τα έξοδα. Συνεπώς η αίτηση για προσθήκη δεν θα μπορούσε να επιτύχει και γι΄αυτό το λόγο.»
Εν όψει της κατάληξής μας ως προς την ευθύνη, δεν θα εξετάσουμε βεβαίως τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που αφορούν τις σωματικές βλάβες και τις αποζημιώσεις.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
/ΚΧ»Π