ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 296

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 158/2009)

 

13 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Λ. Λουκαϊδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημητρίου για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός απόφασης με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντα  €72.444,70 εντόκως προς 7,9% από 2.10.2001 μέχρι 20.1.2004 και προς 8.5% από 21.1.2004 μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα. Ο εφεσείων ζητά επίσης τον παραμερισμό των εκδοθέντων εναντίον του διαταγμάτων ως οι παράγραφοι Ζ, Η, Θ, Ι, Κ και Λ του παρακλητικού της Εκθεσης Απαίτησης καθώς και της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτησή του.

 

Η Hellenic Bank Public Company Limited, στο εξής «η Τράπεζα», με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξίωσε από τον εφεσείοντα χρηματικά υπόλοιπα λογαριασμών δυνάμει συμφωνιών δανείων και συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων συμποσούμενα στις ΛΚ80.737,34 πλέον τόκους. Αξίωσε επίσης την έκδοση διαταγμάτων πώλησης μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου των μετοχών που ο εφεσείων ενεχυρίασε στην Τράπεζα προς εξασφάλιση των προαναφερόμενων δανείων και πιστωτικών διευκολύνσεων που ο τελευταίος πήρε από την Τράπεζα.

 

Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι οφείλει στην Τράπεζα τα ποσά της αγωγής ή οποιοδήποτε άλλο ποσό. Στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση που καταχώρησε, αναφέρθηκε στη συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων ημερομηνίας 6.9.1999 δυνάμει της οποίας η Τράπεζα απαιτεί με την αγωγή ΛΚ9.492,63 υπόλοιπο του σχετικού λογαριασμού. Ισχυρίστηκε όμως ότι από το 1999 κατέβαλε στην Τράπεζα διάφορα ποσά έναντι του συγκεκριμένου χρέους και ότι ο εν λόγω λογαριασμός δεν έπρεπε να παρουσιάζει σε βάρος του χρεωστικό υπόλοιπο. Λέγει συναφώς ότι η Τράπεζα χωρίς δικαίωμα υπερχρέωνε τον εν λόγω λογαριασμό με τόκους και άλλες επιβαρύνσεις με αποτέλεσμα ο λογαριασμός να εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο. Αναφορικά με τα άλλα δύο κονδύλια εκ ΛΚ47.183,05 και ΛΚ24.061,66 που η Τράπεζα αξιώνει ως υπόλοιπα των λογαριασμών (201-31-149924-01 και 201-31-14924-02) δυνάμει αντίστοιχων συμφωνιών δανείου, ο εφεσείων αρνείται ότι οφείλει στην Τράπεζα τα εν λόγω υπόλοιπα ή οποιοδήποτε άλλο ποσό. Πρόβαλε ως υπεράσπιση ότι πείστηκε να πάρει από την Τράπεζα τα προαναφερόμενα δάνεια ύστερα από παραπλανητικές ανακοινώσεις και υποδείξεις της Τράπεζας ότι αγοράζοντας με τα χρήματα των δανείων μετοχές της Ελληνικής Τράπεζας θα επωφελείτο του κέρδους που θα προέκυπτε όταν η θυγατρική της εταιρεία, Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ θα εισερχόταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Ο εφεσείων λέγει ακόμη ότι προς εξασφάλιση των δανείων που πήρε από την Τράπεζα παρέδωσε στην τελευταία ως ενέχυρο τις μετοχές που αγόρασε με τα χρήματα των δανείων καθώς και άλλες μετοχές που κατείχε, εκχωρώντας στην Τράπεζα όλα τα δικαιώματα του επί των εν λόγω μετοχών με απόλυτο δικαίωμα και ανέκκλητη εξουσιοδότηση πώλησης σε οποιαδήποτε τιμή κατά την απόλυτο κρίση της Τράπεζας υπό τον όρο ότι κάθε ποσό που θα εισπραττόταν θα χρησιμοποιείτο ως πληρωμή έναντι ή προς εξόφληση οποιωνδήποτε υποχρεώσεων του προς την Τράπεζα. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι κατέστησε την Τράπεζα καταπιστευματοδόχο ή εκπρόσωπο του ώστε να ενεργεί τόσο για την προστασία των δικών του οφειλών προς την Τράπεζα όσο και των δικαιωμάτων της Τράπεζας.  Ισχυρίστηκε ακόμη ότι οι επίδικες συμφωνίες είναι παράνομες επειδή αυτές έγιναν αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση αγοράς μετοχών της Τράπεζας που ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο πράγμα που κατά τον ουσιώδη χρόνο απαγορευόταν. Λέγει ακόμη ότι κατά το χρόνο που παραχωρήθηκαν τα επίδικα δάνεια, η Τράπεζα, με παράτυπες και παράνομες πράξεις πέτυχε να στηρίξει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου σε τιμή πλασματική, ψηλότερη της πραγματικής γεγονός που τον έκανε να πιστέψει ότι θα αποκτούσε όφελος διά της άσκησης δικαιωμάτων αγοράς μετοχών, πράγμα που έπραξε, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί τελικά σε βάρος του η Τράπεζα. Περί το Μάϊο του 2006, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, αφού διαπίστωσε, κατόπιν έρευνας, τις προαναφερόμενες παρανομίες της Τράπεζας, έκδοσε σχετικό πόρισμα. Ο εφεσείων, κατ΄ επίκληση του εν λόγω πορίσματος, ισχυρίστηκε ότι οι επίδικες συμφωνίες είναι άκυρες ως προερχόμενες από παράνομες και παράτυπες πράξεις της Τράπεζας και δι΄ ανταπαιτήσεως αξίωσε ΛΚ84.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας καθώς και αναγνωριστική απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω συμφωνίες είναι άκυρες και παράνομες για όλους τους πάρα πάνω λόγους.

 

Η Τράπεζα αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για όσα αυτός καταλόγισε σε βάρος της και ζήτησε την απόρριψη της ανταπαίτησης.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο επιμελώς αξιολόγησε τη μαρτυρία και προέβη σε διαπιστώσεις βασισμένες στη μαρτυρία που θεώρησε αξιόπιστη. Για την υπόθεση της Τράπεζας κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες και για την υπόθεση του εφεσίβλητου κατέθεσε ο ίδιος και κάποιος Αλκης Πιερίδης λειτουργός στο Τμήμα Ερευνών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Παρουσιάστηκαν επίσης έγγραφα τα οποία κατέστησαν τεκμήρια.

 

Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι υπήρχε εν λειτουργία τρεχούμενος λογαριασμός που σχετιζόταν με τη συμφωνία των διαδίκων ημερ. 6.9.1999 για παροχή (στον εφεσείοντα) πιστωτικών διευκολύνσεων με όριο παρατραβήγματος μέχρι ΛΚ65.000. Στα πλαίσια της εν λόγω συμφωνίας τιμήθηκε και η προηγουμένως εκδοθείσα επιταγή (τεκμ. 14) εκ ΛΚ63.547,14. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η Τράπεζα παράνομα χρέωνε τόκους επί των χρεωστικών του υπολοίπων κρίθηκε αβάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο ευλόγως διερωτήθηκε πώς ένας μορφωμένος άνθρωπος, εννοώντας τον εφεσείοντα, μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι θα ήταν δυνατό να διατηρεί χρεωστικό υπόλοιπο σε Τράπεζα χωρίς να υπόκειται σε πληρωμή χρεωστικού τόκου ή να παραμένει χρεωμένος ο λογαριασμός στο διηνεκές χωρίς ο χρεώστης να υπέχει υποχρέωση αποπληρωμής του χρέους. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του εφεσείοντα περί παράνομης χρέωσης τόκου κλπ και τα συναφή σενάρια που παρουσίασε αποτελούσαν προϊόν υστερόβουλης σκέψης.

 

Αναφορικά με την εκδοχή του εφεσείοντα περί χειραγώγησης των τιμών των μετοχών της Τράπεζας από την ίδια την Τράπεζα ώστε αυτές να εμφανίζουν κατά τον ουσιώδη χρόνο ψηλότερη αξία από την πραγματική τους αξία, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην επί τούτου αξιόπιστη, καθώς κρίθηκε, μαρτυρία του κ. Αλκη Πιερίδη (ΜΥ1), λειτουργού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ο οποίος, ως ερευνών λειτουργός ερεύνησε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η έκδοση «Rights 2000 της Ελληνικής Τράπεζας Λτδ και η εξάσκησή τους». Ο εν λόγω μάρτυρας παρουσίασε το «Πόρισμα» (τεκμ. 20) που ετοίμασε. Σύμφωνα με το πόρισμα, διαπιστώθηκε προσπάθεια επηρεασμού της τιμής της μετοχής της Τράπεζας κατά την περίοδο που προηγήθηκε του χρόνου άσκησης των Δικαιωμάτων Αγοράς Μετοχών, ήτοι, το Σεπτέμβριο του 2000. Η τιμή άσκησης δικαιωμάτων ήταν £2.- και για να ήταν συμφέρουσα η πράξη για κάποιον που ήθελε να ασκήσει τα δικαιώματά του, η μετοχή έπρεπε να τυγχάνει διαπραγμάτευσης πιο ψηλά από τις £2.-. Η Τράπεζα προκειμένου να καταστήσει ελκυστική την άσκηση των δικαιωμάτων προσπάθησε να κρατήσει τη μετοχή σε τιμή ψηλότερη των £2.-. Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που ο μάρτυρας παρουσίασε, διαπιστώθηκε ότι η τιμή της μετοχής της Τράπεζας δεν έγινε τελικά κατορθωτό να ξεπεράσει τις £2.- και έμεινε πιο κάτω.

 

Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι όντως υπήρξε χρονική αλληλουχία μεταξύ των γεγονότων που αφορούσαν στη δανειοδότηση του εφεσείοντα και στην άσκηση των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών από τον ίδιο. Προφανώς, σύμφωνα με τη διαπίστωση, ο εφεσείων δανείστηκε από την Τράπεζα για να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματα αγοράς μετοχών. Ωστόσο, από αυτό και μόνο το γεγονός δεν εξυπακούεται ότι υπήρξε παρότρυνση του εφεσείοντα από την Τράπεζα. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του τελευταίου κρίθηκαν ανεδαφικοί λόγω της γενικότητας με την οποία προβλήθηκαν και ως εκ των υστέρων σκέψεις για την εξυπηρέτηση των δικών του σκοπιμοτήτων.

 

Οι επίδικες δύο συμφωνίες δανείου κρίθηκε ότι ήταν από κάθε άποψη νόμιμες και ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι εισέπραξε τα ποσά των ΛΚ28.200 και ΛΚ14.200 που αντιστοίχως δανείστηκε και ότι δεν πλήρωσε τίποτε έναντι των εν λόγω δανείων. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο τρόπος με τον οποίο ο εφεσείων χρησιμοποίησε τα χρήματα που δανείστηκε και οι τυχόν ζημιές που υπέστη δεν είναι επίδικα ζητήματα. Ο εφεσείων δεν αξίωσε με την ανταπαίτηση του την ακύρωση των δοσοληψιών που αφορούσαν στην αγορά κλπ μετοχών και επιστροφή των χρημάτων του. Τις μετοχές και/ή την όποια άλλη περιουσία απέκτησε χρησιμοποιώντας το ποσό των ΛΚ42.400 που δανείστηκε, κατέχει και διαχειρίζεται ο ίδιος και συνεπώς δεν μπορεί να απαλλαγεί της υποχρέωσης εξόφλησης των ποσών που δανείστηκε.

 

Για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη, προς όφελος του εφεσείοντα, σε διαφοροποιήσεις των κονδυλίων των τόκων που αξιούσε η Τράπεζα. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι η δικογραφημένη θέση της Τράπεζας περί τερματισμού των λογαριασμών του εφεσείοντα δεν αποδείχθηκε, εξέτασε κατά πόσο η Τράπεζα μπορούσε στην απουσία συμφωνιών να ανακτήσει τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών των δανείων. Το δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην παράγραφο 2 των πανομοιότυπων συμφωνιών των δανείων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές πρόνοιες των συμφωνιών δικογραφούνται επαρκώς στην Εκθεση Απαίτησης και συνεπώς η απάντηση στο ερώτημα ήταν θετική, ότι δηλαδή, λόγω παράλειψης του εφεσείοντα να πληρώσει οποιαδήποτε δόση όπως προβλεπόταν στις συμφωνίες τα υπόλοιπα των δανείων κατέστησαν άμεσα πληρωτέα και απαιτητά.

 

Ο εφεσείων παρουσίασε επιστολή ημερομηνίας 15.5.2001 (τεκμ. 21) προς την Τράπεζα με την οποία ζήτησε από την τελευταία να προχωρήσει στην πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών του με σκοπό την εξόφληση των δανείων. Επειδή η Τράπεζα δεν προχώρησε στην πώληση των εν λόγω μετοχών, όπως είχε ζητήσει με την επιστολή του και η τιμή τους από τότε μειώθηκε, η πώληση των μετοχών κατέστη πλέον ασύμφορη. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι το έγγραφο ενεχυρίασης των μετοχών δεν εναποθέτει τέτοιου είδους υποχρέωση στους ώμους της Τράπεζας ούτε και οι σχετικές πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Σχετική επί τούτου αναφορά έγινε στις Ανδρέου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) ΑΑΔ 740 όπου υιοθετείται η China & South Sea Bank Ltd v. Ian (1989) 3 All E.R. 839 (P.C.). Διαπιστώθηκε περαιτέρω ότι αυτό που ο εφεσείων δικογραφεί στην έκθεση υπεράσπισης είναι η κατ΄ ισχυρισμό αξία των μετοχών κατά το χρόνο της ενεχυρίασης ήτοι, ΛΚ84.000 ποσό το οποίο αξιώνει δι΄  ανταπαιτήσεως ως αποζημιώσεις.

 

Ο εφεσείων με 10 λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στην άδεια τροποποίησης της Εκθεσης Απαίτησης. Η Τράπεζα υπέβαλε το σχετικό αίτημα αφού είχαν ήδη καταθέσει τρεις μάρτυρες για την υπόθεσή της. Το αίτημα αφορούσε στην προσθήκη της ημερομηνίας κατά την οποία δόθηκε όριο παρατραβήγματος στον τρεχούμενο λογαριασμό με αριθμό 201-01-149924-01. Η εισήγηση του εφεσείοντα είναι ότι η αίτηση για τροποποίηση υποβλήθηκε καθυστερημένα και ότι στερήθηκε του δικαιώματος να αντεξετάσει τους μάρτυρες που ήδη κατέθεσαν. Το θέμα της τροποποίησης των δικογράφων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση των καθορισμένων από τη νομολογία κριτηρίων και των περιστατικών της υπόθεσης. Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934 λέχθηκε ότι η σύγχρονη τάση είναι τα δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες περιπτώσεις έστω και εάν η αναγκαιότητα τροποποίησης είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση η τροποποίηση δεν άλλαξε ούτε επαναπροσδιόρισε τα επίδικα θέματα, ο δε εφεσείων δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε βλάβη ή ζημιά εξαιτίας της τροποποίησης. Ο ισχυρισμός του, ότι στερήθηκε της δυνατότητας να αντεξετάσει επί της τροποποίησης τους μάρτυρες που ήδη κατέθεσαν κρίνεται ανεδαφικός. Προδήλως διατηρούσε αυτή τη δυνατότητα νοουμένου ότι θα προέβαινε στο κατάλληλο δικονομικό διάβημα. Παρά τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι η γενομένη τροποποίηση δεν φαίνεται να είχε οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην εκκαλούμενη απόφαση ένεκα της οποίας να έχει υποστεί ο εφεσείων οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας μεταξύ αυτού και της Τράπεζας περί υποχρέωσης του για πληρωμή τόκου επί χρεωστικών υπολοίπων του τρεχούμενου λογαριασμού ενώ τέτοιο γεγονός δεν δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης.

 

Η υποχρέωση του εφεσείοντα για πληρωμή τόκου επί παντός χρεωστικού υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού του απορρέει από την προαναφερόμενη γραπτή συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων ημερ. 6.9.1999 η οποία, όπως ορθά διαπιστώθηκε, αφορούσε τον εν λόγω λογαριασμό. Μεταξύ των αξιώσεων της Τράπεζας, περιλαμβάνεται στην ΄Εκθεση Απαίτησης και αξίωση για χρεωστικό υπόλοιπο και τόκους δυνάμει του υπό αναφορά λογαριασμού ο οποίος λειτούργησε στα πλαίσια της προαναφερόμενης  συμφωνίας των διαδίκων για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων στον εφεσείοντα. Αβάσιμος λοιπόν κρίνεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ότι ο λογαριασμός με αριθμό 201-01-149924-01  υπήρχε πριν από την 1.4.1998. Με βάση τις καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασε η Τράπεζα, προκύπτει ότι ο εν λόγω τρεχούμενος λογαριασμός την 1.4.1998 δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο. Στην πορεία όμως, ο εφεσείων εξέδωσε επιταγές οπότε οι διάδικοι συνήψαν τη συμφωνία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εφεσείοντα με δικαίωμα ορίου παρατραβήγματος από τον εν λόγω λογαριασμό στη βάση της οποίας, η Τράπεζα χρέωνε τον εφεσείοντα με τόκο επί του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού δυνάμει του όρου 2(α) της προαναφερόμενης συμφωνίας (τεκμ. 1) ο οποίος προνοούσε χρέωση τόκου. Προδήλως, ο τρεχούμενος λογαριασμός προϋπήρχε της συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων δυνάμει της οποίας ο εν λόγω λογαριασμός λειτούργησε στη συνέχεια πάνω σε άλλη βάση.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων λέγει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει την επιστροφή ποσών τα οποία πλήρωσε στην Τράπεζα πέραν εκείνων που η Τράπεζα ζητούσε με την αγωγή. Σχετικά με αυτό το θέμα, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν δικογραφημένοι ισχυρισμοί για χρήματα που ο εφεσείων κατέβαλε στην Τράπεζα αλλά ούτε και αποδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία οτιδήποτε σε σχέση με αυτό το θέμα. Πέραν αυτού, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι οι προβληθέντες επί τούτου ισχυρισμοί παρέμειναν γενικοί και αόριστοι χωρίς στοιχειώδη έστω θεμελίωση.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποβάλλει ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν για την υπόθεση της Τράπεζας είναι εσφαλμένες. Λέγει συναφώς ότι οι τρεις πρώτοι μάρτυρες της Τράπεζας παρουσίασαν από μια κατάσταση λογαριασμού (τεκμήρια 13, 14 και 17) με διαφορετικό η κάθε μια υπόλοιπο χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε σωστή εξήγηση από τους μάρτυρες.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόμενο στις πιο πάνω καταστάσεις εντόπισε τις διαφορές στα ποσά. Ωστόσο, καθώς διαπίστωσε, το οφειλόμενο ποσό στο σύνολό του ήταν το ίδιο. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης όπου επαρκώς αιτιολογείται το προαναφερόμενο συμπέρασμα.

 

«Η Μαρία Κουμέρα (Μ.Ε.2), υπάλληλος στην Ενάγουσα, παρουσίασε κατάσταση του λογαριασμού παρατραβήγματος 201-01-149924-01 (Τεκμήριο 14) που καλύπτει την περίοδο από 1.4.1998 όταν άνοιξε ο λογαριασμός μέχρι και την 31.10.2008 με χρεωστικό υπόλοιπο €5.821,45 περιλαμβανομένων των χρεωστικών τόκων. Υποβλήθηκε στη μάρτυρα πως η κατάσταση δεν είναι ορθή.

 

Η πιο πάνω κατάσταση λογαριασμού έχει διαφορές από άλλη κατάσταση του ιδίου λογαριασμού (Τεκμήριο 13) που παρουσίασε ο Κυριάκος Ζαβρός (Μ.Ε.1), υπάλληλος και αυτός της Ενάγουσας. Το Τεκμήριο 13 αναφέρεται στην μικρότερη περίοδο από 6.6.1999 μέχρι 31.10.2006, περίοδο που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 14. Το υπόλοιπο την 7.9.1999, «ημερομηνία αξίας» που υπάρχει και στις δύο καταστάσεις, αναφέρει ως χρεωστικό υπόλοιπο £88.649,76 στο Τεκμήριο 13 και £88.649,07 στο Τεκμήριο 14. Εκτοτε οι καταχωρήσεις, είτε ως πίστωση είτε ως χρέωση, είναι οι ίδιες και στις δύο καταστάσεις. Ωστόσο, στις 18.9.2006, που είναι η τελευταία «ημερομηνία αξίας» που υπάρχει και στις δυο καταστάσεις, το χρεωστικό υπόλοιπο είναι £6.477,76 και με τους τόκους £7.023,71 στο Τεκμήριο 13 ενώ είναι £7.154,78 και με τους τόκους £7.736,58 στο Τεκμήριο 14. Η διαφορά προκύπτει από τους τόκους όπως φαίνεται στις σχετικές στήλες όμως δεν οφείλεται στο επιτόκιο που φαίνεται να είναι το ίδιο και στις δύο καταστάσεις αλλά ενδεχομένως στον τρόπο υπολογισμού των τόκων.»

 

 

Οι παραπάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη αλλά και με την κοινή λογική. Θα ήταν νομίζουμε αδιανόητο να παρέχει η Τράπεζα πιστωτικές διευκολύνσεις σε πελάτες χωρίς οι τελευταίοι να υπόκεινται στην πληρωμή τόκου όπως περίπου ο εφεσείων ισχυρίζεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε την ύπαρξη παρανομίας ή και απάτης που ασκήθηκαν σε βάρος του από την Τράπεζα κατά τη σύναψη των συμφωνιών για τα δάνεια που πήρε από την Τράπεζα για την εξάσκηση των Rights 2000.  Ο εφεσείων επικαλέσθηκε το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ο ερευνών λειτουργός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κ. Αλκης Πιερίδης (ΜΥ1)  σύμφωνα με το οποίο διαπιστώθηκε προσπάθεια επηρεασμού της τιμής της μετοχής της Τράπεζας από την ίδια την Τράπεζα κατά την περίοδο που προηγήθηκε του χρόνου άσκησης των Rights 2000, ήτοι το Σεπτέμβριο 2000, όπου η τιμή άσκησης των δικαιωμάτων ήταν ΛΚ2.- και για να ήταν συμφέρουσα η πράξη για κάποιο που ήθελε να ασκήσει τα δικαιώματα του, η μετοχή έπρεπε να τυγχάνει διαπραγμάτευσης πιο ψηλά από τις ΛΚ2.-. Σύμφωνα με το πόρισμα, η Τράπεζα για να καταστήσει ελκυστική την άσκηση των δικαιωμάτων προσπάθησε να κρατήσει τη μετοχή σε τιμή πιο πάνω από τις ΛΚ2.-.

 

Το Πόρισμα (τεκμ. 20) που συνέταξε ο ερευνών λειτουργός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν αποτελεί πόρισμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 37(5) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 ο ερευνών λειτουργός αφού ολοκληρώσει την έρευνα του, συντάσσει το πόρισμά του και το υποβάλλει στην Επιτροπή μαζί με όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα. Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 39 του πιο πάνω νόμου η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί εγγράφως την πρόθεσή της προς διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο κλπ. Στην υπό κρίση υπόθεση ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι τηρήθηκαν οι υπό του νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις αναφορικά με την όποια διαχείριση του πορίσματος  ή τη διαδικασία που ενδεχομένως τηρήθηκε προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η Τράπεζα προέβη σε παραστάσεις όπως ο νόμος προβλέπει ή αν υπήρξε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού από μόνο του δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε αξία και οπωσδήποτε δεν μπορούσε να αποδοθεί στο περιεχόμενό του οποιαδήποτε βαρύτητα. Πέραν των πιο πάνω προέκυψε από τη μαρτυρία ότι η τιμή της μετοχής της Τράπεζας δεν είχε ξεπεράσει κατά τον ουσιώδη χρόνο τις ΛΚ2.- και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι η τιμή ήταν πλασματική ώστε να είχε ξεγελαστεί ο εφεσείων. Προδήλως αν ο ίδιος ήταν πιο προσεκτικός και αν κατέβαλλε περισσότερη επιμέλεια ενδεχομένως θα μπορούσε να αποφύγει να εκτεθεί στον κίνδυνο που κατ΄ ισχυρισμό εκτέθηκε, επιδιώκοντας το κέρδος που θα αποκόμιζε από τις αξίες στις οποίες επένδυσε τα χρήματα των δανείων που πήρε από την Τράπεζα.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την εισήγησή του ότι οι επίδικες συμφωνίες έπρεπε απαραιτήτως να τερματιστούν για να δικαιούται η Τράπεζα να απαιτήσει το λαβείν της. Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι συμφωνίες δανείων προνοούσαν ότι τα ποσά των δανείων θα ήταν πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση ή διά τεσσάρων τριμηνιαίων δόσεων. Με βάση τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε πληρωθεί καμία δόση και συνεπώς τα δάνεια κατέστησαν δυνάμει των σχετικών συμβάσεων αμέσως πληρωτέα και απαιτητά. Οι σχετικές πρόνοιες των συμβάσεων δικογραφήθηκαν επαρκώς στην Εκθεση Απαίτησης. Εν πάση περιπτώσει, η Τράπεζα με επιστολή της ημερ. 17.6.2005 κάλεσε τον εφεσείοντα όπως εξοφλήσει κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο και τόκους καθιστώντας έτσι απαιτητό κάθε οφειλόμενο ποσό. Σχετικά με τη συμβατική ισχύ ανάλογων προνοιών και των εξ αυτών απορρεόντων έννομων αποτελεσμάτων βλ. Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) ΑΑΔ 1465.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, ο εφεσείων εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Τράπεζα δεν είχε υποχρέωση για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσής του και στην ενώπιόν μας προφορική αγόρευση, ο συνήγορος του εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε ότι η ενεχυρίαση μετοχών συνιστά εκχώρηση και ως έννοια, το ενέχυρο εμπίπτει στην ευρύτερη έννοια της παρακαταθήκης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 105 του  περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, οι εφεσίβλητοι είχαν τις ίδιες υποχρεώσεις που έχει ένας θεματοφύλακας. Επομένως, οι εφεσίβλητοι οι οποίοι, σύμφωνα με την μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, μόνο εκείνοι μπορούσαν να αποφασίσουν την πώληση των μετοχών, όφειλαν, όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, να ενεργήσουν με σύνεση και επιμέλεια πωλώντας τις μετοχές και εισπράττοντας το λαβείν τους από τον εφεσείοντα, όταν αυτός τους κάλεσε να το πράξουν.

 

Σε σχέση με αυτές τις θέσεις του εφεσείοντα θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

 

Κατ΄ αρχάς, τα στοιχεία που εμπεριέχονται σε μια τέτοια τοποθέτηση δεν ήσαν αρκούντως δικογραφημένα. Πέραν του ότι ο βασικός ισχυρισμός του εφεσείοντα στην Εκθεση Υπεράσπισής του ήταν ότι, λόγω μη διενέργειας κάποιων πιστώσεων από τη μια και λόγω διενέργειας υπερχρεώσεων από την άλλη, παρουσιάζεται χρέος, ενώ ουδέν ποσό όφειλε, ισχυρίζεται επίσης, προφανώς διαζευκτικά, ότι «επανειλημμένα και συστηματικά» κάλεσε τους εφεσίβλητους όπως πωλήσουν και/ή διαθέσουν μετοχές του και οιονδήποτε ποσό εισπράξουν, λογισθεί έναντι των υποχρεώσεων του, πλην όμως οι εφεσίβλητοι ουδέν έπραξαν. Επρόκειτο για ένα γενικό και αόριστο ισχυρισμό, χωρίς αναφορά στη συγκεκριμένη επιστολή του εφεσείοντα, και χωρίς εξειδίκευση ως προς τη φύση της υποχρέωσης της Τράπεζας την οποία της καταλογίζει. Όπως δε ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, εκείνο το οποίο δικογραφήθηκε, ήταν η κατ΄ ισχυρισμό αξία των μετοχών κατά το χρόνο ενεχυρίασης τους και όχι όταν, κατά τον εφεσείοντα, θα έπρεπε να πωληθούν οι μετοχές. (σελ. 17 εκκαλούμενης απόφασης).

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, ο ίδιος ο εφεσείων, καταθέτοντας ενόρκως ισχυρίστηκε ότι στις 15.5.2001 που απέστειλε στην Τράπεζα την επιστολή - Τεκμήριο 21, ζητώντας την πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών του, η αξία των μετοχών ήταν περίπου £55.000 και ότι αν οι εφεσίβλητοι πωλούσαν τις μετοχές κατά τη δεδομένη στιγμή, θα εξοφλείτο ολόκληρο το χρέος του προς τους εφεσίβλητους. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, γεγονός το οποίο κατέστησε αναγκαία την απόδειξή τους από τον εφεσείοντα ο οποίος είχε το σχετικό βάρος απόδειξης. Όμως, ο εφεσείων απέτυχε να θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε τεκμηρίωση για τους ισχυρισμούς του ως προς την τιμή που θα απέφερε ενδεχόμενη πώληση των μετοχών του και ως προς το κατά πόσο το προϊόν πώλησης θα ήταν ικανό να εξοφλήσει το χρέος του, όπως αυτό διαμορφωνόταν τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Παρέμειναν έτσι οι ισχυρισμοί του αίολοι ενώ, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, προέβηκε στο γενικό συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας.

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ελλείπει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο με βάση αποδεδειγμένα γεγονότα στα οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να βασισθεί, έτσι ώστε να αποφανθεί κατά πόσο, παρά τις πρόνοιες των όρων της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, το γεγονός ότι ο εφεσείων κάλεσε με επιστολή του τους εφεσίβλητους όπως πωλήσουν τις ενεχυριασμένες μετοχές του κατά μια συγκεκριμένη ημερομηνία, θα ήταν ικανό να εναποθέσει ανάλογη υποχρέωση στους εφεσίβλητους, διαφοροποιώντας την υπό εξέταση περίπτωση από άλλη αντίθετη επί του προκειμένου νομολογία (Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδ. Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Β ΑΑΔ 1131, Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Β ΑΑΔ 1238 κ.ά.)

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης γίνεται δεκτός.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα διαπίστωσε ότι δεν ζήτησε με την ανταπαίτηση του την ακύρωση των συμφωνιών δανείων. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επίδικες συμφωνίες ήταν καθ΄ όλα έγκυρες και ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να απαλλαγεί της υποχρέωσης του για εξόφληση των χρημάτων που δανείστηκε δυνάμει των εν λόγω συμφωνιών.

 

Καθόσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η άσκηση των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ήταν αλληλένδετα συνδεδεμένη με την παραχώρηση των δανείων, το δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι ο τρόπος με τον οποίο ο εφεσείων χρησιμοποίησε τα ποσά των δανείων και οι τυχόν ζημιές που έχει υποστεί δεν ήταν επίδικα ζητήματα και συνεπώς ορθά απέρριψε την ανταπαίτηση. Ο δέκατος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                                                  Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                                  Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

                                                                  Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

ΣΦ.         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο