ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 133
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση αρ. 115/2012).
18 Ιανουαρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. IGOR ZHIGACHOV, 2. VLADIMIR ZAKHAROV, 3. ALEXΑNDER ZAKHAROV, 4. CRITCH INVESTMENTS LIMITED, 5. PROVIDENCIA HOLDING LIMITED, 6. FRONIADOR HOLDINGS LIMITED, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΔΗΚΕ ΣΤΙΣ 29.6.2012 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 2473/12
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. IGOR ZHIGACHOV, 2. VLADIMIR ZAKHAROV, 3. ALEXΑNDER ZAKHAROV, 4. CRITCH INVESTMENTS LIMITED, 5. PROVIDENCIA HOLDING LIMITED, 6. FRONIADOR HOLDINGS LIMITED - ΑΙΤΗΤΩΝ.
__________________________
Π. Ιωαννίδης με Μ. Παναγίδη, Μ. Γιωρκάτζη (κα.) και Μ. Μιχαήλ (κα.), για τους Αιτητές.
Α. Χαβιαράς με Λ. Χαβιαρά, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αντ. Ανδρέου, για τις Παρεμβαίνουσες Elena Zakharova και Anastasia Zakharova.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Μετά από άδεια του παρόντος δικαστηρίου καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση με την οποίαν ζητούνται προνομιακά εντάλματα της φύσεως Certiorari και/ή Prohibition για ακύρωση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που εκδόθηκαν μονομερώς στην Αγωγή υπ΄ αρ. 2473/12, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 29.6.12, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, ημερ. 27.6.12, των εναγομένων 1-11, καθ΄ ων η αίτηση στην παρούσα διαδικασία.
Το παρόν δικαστήριο, μετά από σχετική αίτηση, έδωσε άδεια και στις παρεμβαίνουσες να εκπροσωπηθούν και να προβάλουν τις θέσεις τους στην παρούσα διαδικασία, καθότι θεώρησε ότι τα θεμιτά τους συμφέροντα επηρεάζονται από την έκβαση αυτής της διαδικασίας.
Δεν προτίθεμαι να υπεισέλθω στα περίπλοκα γεγονότα και τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τις δύο πλευρές αλλά και από τις παρεμβαίνουσες, και τα οποία αφορούν στη διαχείριση εμπιστευμάτων πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία δημιουργήθηκαν προς όφελος προσώπων που βρίσκονται στη Ρωσία και την Κύπρο. Για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι αρκετό νομίζω να αναφέρω ότι τον Αύγουστο του 2011 καταχωρήθηκε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από τις παρεμβαίνουσες και στα πλαίσια της αγωγής εκείνης εκδόθηκαν μονομερώς κάποια παρεμπίπτοντα διατάγματα εναντίον των επιτρόπων των εμπιστευμάτων για μη αποξένωση περιουσίας. Στις 10.4.12 καταχωρήθηκε η Αγωγή 2473/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και στις 11.4.12, μετά από μονομερή αίτηση των εναγόντων, ημερ. 10.4.12, εκδόθηκαν παρεμπίπτοντα διατάγματα απαγορεύοντα, μεταξύ άλλων, στους εναγόμενους 10 να ενεργούν ή να παρουσιάζονται ως ενεργούντες εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενάγουσας 5 μέχρι την πλήρη εκδίκαση της αγωγής ή νεώτερη διαταγή του δικαστηρίου.
Στις 20.6.12 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε, εν μέρει, το παρεμπίπτον διάταγμα ημερ. 11.4.12 και τούτο όσον αφορά την εναγόμενη 11 μόνον, δεν επενέβη όμως σε οτιδήποτε άλλο.
Στις 29.6.12 οι εναγόμενοι 1-11, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως των, ημερ. 27.6.12, πέτυχαν την έκδοση, απαγορευτικών και μη, παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, με τα οποία, μεταξύ άλλων, επιτρέπεται στους εναγόμενους 10 να εκπροσωπήσουν την ενάγουσα 5 στην προαναφερόμενη Αγωγή 3982/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην οποίαν ενάγουσες είναι οι παρεμβαίνουσες στην παρούσα διαδικασία.
Είναι η θέση των αιτητών στην παρούσα διαδικασία ότι τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδόθηκαν στις 29.6.12 εκδόθηκαν καθ΄ υπέρβαση της εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εφόσον, σύμφωνα με τη Δ.48(8) (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οποιαδήποτε αίτηση για παραμερισμό ή τροποποίηση των, προηγουμένως, μονομερώς εκδοθέντων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων ημερ. 11.4.12, θα πρέπει να γίνεται δια κλήσεως και όχι μονομερώς, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση. Αναφορικά με το ζήτημα του κατά πόσον οι παρόντες καθ΄ ων η αίτηση, υπό την ιδιότητα τους ως εναγόμενοι στην προαναφερόμενη αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, είχαν δικαίωμα να ζητήσουν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδόθηκαν στις 29.6.12, οι αιτητές ανέφεραν ότι αυτό αφήνεται για να αποφασιστεί από το δικαστήριο.
Οι καθ΄ ων η αίτηση και οι παρεμβαίνουσες υπέβαλαν ότι οι εναγόμενοι στην Αγωγή 2473/12 είχαν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που ζήτησαν με την αίτηση τους ημερ. 27.6.12, δεδομένης της τροποποίησης του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60) με το άρθρο 2(α) του Νόμου 17(Ι)/2004. Επίσης υπέβαλαν ότι δεν ήταν απαραίτητο η αίτηση των εναγομένων ημερ. 27.6.12 να γίνει δια κλήσεως, διότι δεν ήταν αίτηση με την οποίαν ζητείτο ο παραμερισμός ή η τροποποίηση των προηγουμένως, μονομερώς εκδοθέντων, παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και θεωρώ ότι τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδόθηκαν στις 29.6.12 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αγωγή 2473/12, και των οποίων ζητείται η ακύρωση με την παρούσα διαδικασία, εκδόθηκαν καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και είναι ορθό και δίκαιο να ακυρωθούν. Κατέληξα σ΄ αυτό το συμπέρασμα για τους εξής δύο βασικούς λόγους:
(α) Σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του Ν 14/60, όπως τροποποιήθηκε από τον τροποποιητικό Νόμο 17(Ι)/2004, κάθε δικαστήριο, κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, έχει εξουσία να εκδίδει απαγορευτικά διατάγματα (παρεμπίπτοντα, διηνεκή ή προστακτικά) σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο. Η προαναφερόμενη ευρεία εξουσία των δικαστηρίων να εκδίδουν, μεταξύ άλλων, παρεμπίπτοντα διατάγματα τίθεται υπό την επιφύλαξη ότι, παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα, δεν εκδίδονται εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ΄ ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ότι ο αιτών διάδικος δικαιούται εις θεραπείαν και ότι, εκτός εάν εκδοθεί παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερο στάδιο.
Έχω την άποψη, με όλον το σέβας, ότι ο όρος «απαγορευτικά διατάγματα» στο άρθρο 32(1) είναι αδόκιμη μετάφραση του Αγγλικού όρου «injunctions». Κατά τη γνώμη μου το άρθρο 32(1) θα έπρεπε καλύτερα να αναφέρεται σε «παρεμπίπτον διάταγμα (απαγορευτικόν, διηνεκές ή προστακτικόν)» και όχι σε «απαγορευτικόν διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές ή προστακτικόν). Ο όρος «απαγορευτικόν (προστακτικόν)» διάταγμα είναι αντιφατικός, κατά τη γνώμη μου.
Πριν την τροποποίηση, που έγινε με το Ν 17(Ι)/2004, δικαίωμα να ζητήσει παρεμπίπτον διάταγμα είχε μόνον ο ενάγων. Με την τροποποίηση δόθηκε αυτό το δικαίωμα και στους δύο διαδίκους. Επομένως και ο εναγόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει τέτοιο διάταγμα. Όμως, είναι θεμελιωμένο ότι, αν η θεραπεία που ζητείται από τον εναγόμενο δεν πηγάζει από την αγωγή του ενάγοντα ή δεν συνδέεται με το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα (be incident to the plaintiff΄s cause of action), τότε ο εναγόμενος δεν δικαιούται να ζητήσει παρεμπίπτον διάταγμα, μέχρι να καταχωρήσει ανταπαίτηση, αλλιώτικα για να ζητήσει τέτοιο παρεμπίπτον διάταγμα θα πρέπει να καταχωρήσει ανταγωγή (cross action) (Δέστε: την παλιά Αγγλική Διαταγή Δ.50 θ.6, όπως εξηγείται στο The Annual Practice του 1958, Τόμος 1, σελ. 1204, και τις παλιές υποθέσεις Sargant v. Read (1876) 1 Ch.D. 600, Carter v. Frey (1894) 2 Ch. 541 και Collison v. Warren (190)1 1 Ch. 812).
Τα όσα αναφέρθηκαν για την παλιά Αγγλική Δ.5 θ.6 συνάδουν, κατά την εκτίμηση μου, με την προαναφερόμενη επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του Ν 14/60. Δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς αλλιώτικα θα μπορούσε να εξεταστεί η ύπαρξη «σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση κατά την επ΄ ακροατηρίου διαδικασία» και η ύπαρξη πιθανότητας ο αιτών διάδικος «να δικαιούται σε θεραπεία» αν αυτό δεν διαγνωστεί στα πλαίσια είτε ανταπαίτησης του εναγομένου είτε δικής του ανταγωγής.
Είναι θεμελιωμένο ότι αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα υποβάλλεται στα πλαίσια ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος το οποίο δίνει δικαίωμα στον αιτητή, σε ουσιαστική θεραπεία. Ένα παρεμπίπτον διάταγμα δεν παρέχει, από μόνο του, αγώγιμο δικαίωμα. Είναι απλά επικουρικό σε ουσιαστική αξίωση που προβάλλεται στα πλαίσια αγωγής (Δέστε: την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Fourie v. Le Roux (2007) 1 W.L.R. 320). Στην υπόθεση εκείνη έγινε ευρεία αναφορά σε προηγούμενη αγγλική νομολογία και ειδικά στην απόφαση The Siskina (1979) AC 210 (της οποίας το αποτέλεσμα ανατράπηκε με αγγλική νομοθετική παρέμβαση, αλλά δεν διαφοροποιεί το σκεπτικό της για σκοπούς της παρούσας απόφασης), στην οποίαν τονίστηκε ότι το δικαίωμα σε παρεμπίπτον διάταγμα δεν συνιστά (από μόνο του) αγώγιμο δικαίωμα, δεν υφίσταται από μόνο του, εξαρτάται από την ύπαρξη, ήδη υπάρχοντος, αγώγιμου δικαιώματος και είναι επικουρικό και παρεμφερές προς το, ήδη υπάρχον, αγώγιμο δικαίωμα.
Ενόψει των προαναφερομένων και δεδομένου ότι οι εναγόμενοι-αιτητές στην αίτηση ημερ. 27.6.12, στην Αγωγή 2473/12, δεν είχαν καταχωρήσει και παραδώσει, μέχρι τότε, οποιανδήποτε ανταπαίτηση ή ανταγωγή και δεδομένου επίσης ότι τα προαναφερόμενα παρεμπίπτοντα (απαγορευτικά και άλλα) διατάγματα που ζήτησαν δεν πηγάζουν, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, από το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων σ΄ εκείνη την υπόθεση, ούτε και συνδέονται με αυτό, θεωρώ ότι δεν δικαιούντο, υπό τις περιστάσεις, και δεν νομιμοποιούντο να ζητήσουν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που ζήτησαν και τους δόθηκαν, από το πρωτόδικο δικαστήριο, στις 29.6.12. Δεν πληρούνταν δηλαδή οι προϋποθέσεις που το άρθρο 32(1) του Ν 14/60 θέτει, στην επιφύλαξη του, ώστε να υπάρχει το απαραίτητο δικαιοδοτικό πλαίσιο, στο οποίο, το πρωτόδικο δικαστήριο, να μπορεί να ασκήσει την εξουσία του και να εκδώσει τα ζητηθέντα διατάγματα. Επομένως τα διατάγματα που δόθηκαν στις 29.6.12 εκδόθηκαν καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.
Προς επίρρωση των προαναφερομένων παραπέμπω στην ένορκη δήλωση του κ. Φίλιππου Αριστοτέλους, ημερ. 27.6.12, η οποία αναφέρει τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η αίτηση των εναγομένων ημερ. 27.6.12 για παρεμπίπτοντα διατάγματα. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 67 της προαναφερόμενης ένορκης δήλωσης αναγράφονται τα εξής: «Εξ΄ όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω και ως οι δικηγόροι των αιτητών με συμβουλεύουν οι αιτήτριες έχουν καλό αγώγιμο δικαίωμα και καλή βάση αγωγής με μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας στα δικαστικά μέτρα που επιθυμούν να αρχίσουν (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου) και πολύ καλή υπεράσπιση στην εν τω τίτλω αγωγή». Είναι προφανές από το περιεχόμενο της παραγράφου 67 της ένορκης δήλωσης ότι το καλό αγώγιμο δικαίωμα στο οποίο αναφέρεται ο ενόρκως δηλών δεν έχει τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, με ανταπαίτηση ή ανταγωγή, όπως θα έπρεπε, και επομένως δεν ικανοποιείται η αναγκαία προϋπόθεση ότι αιτητής, για παρεμπίπτον διάταγμα, πρέπει να έχει, ήδη υπάρχον, αγώγιμο δικαίωμα που του επιτρέπει να ζητήσει ουσιαστική θεραπεία και όχι απλά και μόνο δικαίωμα στη θεραπεία του παρεμπίπτοντος διατάγματος.
(β) Επιπρόσθετα προς τα ανωτέρω, θεωρώ ότι τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που δόθηκαν στις 29.6.12 τροποποιούν, μερικώς, τα διατάγματα που δόθηκαν στις 11.4.12, τουλάχιστον στο βαθμό που αναφέρονται στους εναγόμενους 10, Ανδρέας Νεοκλέους και Σία ΔΕΠΕ. Εις μεν τα διατάγματα της 11.4.12 αναγράφεται ότι απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, στους εναγόμενους 10 να ενεργούν ή να παρουσιάζονται ως ενεργούντες εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενάγουσας 5, Providencia Holding Limited, ενώ στα διατάγματα της 29.6.12 αναγράφεται ότι επιτρέπεται στο δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Νεοκλέους και Σία ΔΕΠΕ, μεταξύ άλλων, να εκπροσωπήσει την Providencia Holding Limited στην Αγωγή 3982/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η Δ.48 (8) (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προνοεί ότι, οποιονδήποτε πρόσωπο (εκτός από τον αιτητή) που επηρεάζεται από οποιοδήποτε διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, δύναται να αιτηθεί, με αίτηση δια κλήσεως, τον παραμερισμό ή την τροποποίηση του, μονομερώς εκδοθέντος, διατάγματος. Και το δικαστήριο έχει εξουσία να παραμερίσει ή να τροποποιήσει τέτοιο διάταγμα, υπό όρους που θα κρίνει δίκαιους.
Είναι προφανές ότι αίτηση για παραμερισμό μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος πρέπει να γίνει δια κλήσεως, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ρητή δικονομική πρόνοια. Στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση των εναγομένων ημερ. 27.6.12 υποβλήθηκε μονομερώς και το πρωτόδικο δικαστήριο, μονομερώς, εξέδωσε τα διατάγματα στις 29.6.12 με τα οποία τροποποιούνταν μερικώς τα εκδοθέντα, στις 11.4.12, διατάγματα. Στην υπόθεση In re HadjiSoteriou (1986) 1 CLR 429, στην οποίαν αναφέρθηκαν όλες οι πλευρές, εκδόθηκε προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώθηκε διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς με το οποίο τροποποιείτο προηγούμενο διάταγμα που είχε εκδοθεί μονομερώς. Στην υπόθεση εκείνη, που είναι πρωτοβάθμια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λέχθηκε, υπό μορφή obiter dictum, ότι μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις στις οποίες τέτοιες αιτήσεις μπορούν να γίνονται μονομερώς. Όμως, υπό το φως των ρητών προνοιών της Δ.48 (8) (4), το δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να είχε γίνει δια κλήσεως, και το γεγονός ότι έγινε μονομερώς ήταν αρκετό για να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα Certiorari, εξαιτίας καταφανούς νομικού σφάλματος το οποίον καθιστούσε το δεύτερο διάταγμα άκυρο.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω εγκρίνεται η αίτηση και εκδίδεται προνομιακό ένταλμα της φύσεως Certiorari με το οποίον ακυρώνονται τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδόθηκαν στις 29.6.12 στα πλαίσια της προαναφερόμενης αγωγής, λόγω καταφανούς νομικού σφάλματος το οποίον τα καθιστά άκυρα, ως εκδοθέντα καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.
Έξοδα υπέρ των αιτητών και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση και των παρεμβαινουσών, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.