ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2222
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 48/2007)
17 Οκτωβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
3. ΛΑΤΟΜΕΙΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ,
4. SELENIOR NON-METALLICS LIMITED,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ν.
WESTSIDE ENGINEERING LIMITED,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 16/12/2008
1. ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
3. ΛΑΤΟΜΕΙΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ,
4. SELENIOR NON-METALLICS LIMITED,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ν.
ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ WESTSIDE ENGINEERING LIMITED,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Καλλής, για την Εφεσίβλητη.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απώτερο σκοπό τη συνεργασία της τότε ενάγουσας εταιρείας (εφεσίβλητης) και εφεσειουσών 3 και 4, υπεγράφη στις 27/1/2000 η συμφωνία της οποίας η μη υλοποίηση έδωσε και το έναυσμα καταχώρισης της αγωγής, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση.
Με την πιο πάνω συμφωνία η εφεσείουσα 1 πώλησε στην εφεσίβλητη αντί του ποσού των Λ.Κ. 99.000 τις 100 μετοχές που είχε στην εφεσείουσα 3, όπως και τις 25 μετοχές στην ίδια εταιρεία, που της αναλογούσαν ως μέρος του κληρονομικού της μεριδίου από την περιουσία του αποβιώσαντος αδελφού της, Σάββα Παναγιώτου, επίσης μετόχου με 100 μετοχές στην εφεσείουσα 3. Με την ίδια συμφωνία και αντί του ποσού επίσης Λ.Κ. 99.000, πώλησε στην εφεσίβλητη τις 100 μετοχές που είχε στην εφεσείουσα 3, όπως και τις 25 μετοχές στην ίδια εταιρεία, που της αναλογούσαν ως μέρος του κληρονομικού της μεριδίου από την περιουσία του Σάββα Παναγιώτου, η Μαρία Παναγιώτου, επίσης μέτοχος στην εφεσείουσα 3. Οι άλλοι τρεις μέτοχοι της εφεσείουσας 3 ήταν κατά τον εν λόγω χρόνο, ο Σάββας Παναγιώτου, η Νεοφύτα Παναγιώτου και ο εφεσείων 2, επίσης με 100 μετοχές έκαστος.
Με την υπογραφή της συμφωνίας εκδόθηκαν από την εφεσίβλητη δύο επιταγές για το ποσό των Λ.Κ. 20.000 η κάθε μια, οι οποίες και δόθηκαν μια στη Μαρία Παναγιώτου και μια στην εφεσείουσα 1. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας, το υπόλοιπο του τιμήματος θα εξοφλείτο από την εφεσίβλητη με την υλοποίηση της συμφωνίας και μεταβίβαση των μετοχών, η οποία θα λάμβανε χώρα στις 28/2/2000.
Τη συμφωνία, εκτός από την εφεσίβλητη η οποία την υπέγραψε ως «αγοράστρια», την υπέγραψαν και οι Μαρία Παναγιώτου και εφεσείουσα 1, ως «πωλήτριες». Η Μαρία Παναγιώτου υπέγραψε τη συμφωνία και ως «διευθύντρια της εφεσείουσας 3 και υπό την προσωπική της ιδιότητα». Υπό αυτές τις ιδιότητες υπέγραψαν τη συμφωνία και η Νεοφύτα Παναγιώτου, ο Κυριάκος Ξενοφώντος και ο εφεσείοντας 2, οι οποίοι υπέγραψαν τη συμφωνία και εκ μέρους και για λογαριασμό της εφεσείουσας 3. Οι Νεοφύτα Παναγιώτου και ο εφεσείων 2 υπέγραψαν τη συμφωνία και ως «μέτοχοι».
Κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας η εφεσείουσα 4 είχε, δυνάμει άδειας που της χορηγήθηκε από το Τμήμα Μεταλλείων, δικαίωμα λατόμευσης σε τουρκοκυπριακή γη. Μέτοχοι της εφεσείουσας 4 ήταν η εφεσείουσα 3 με 4999 μετοχές και ο εφεσείων 2 με μία μετοχή. Με έγγραφο μεταβίβασης μετοχών, το οποίο υπεγράφη ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμφωνίας - 27/1/2000 - η εφεσείουσα 3, έναντι συγκεκριμένου χρηματικού ανταλλάγματος, μεταβίβασε στην εφεσίβλητη, μια από τις 4999 μετοχές που είχε στην εφεσείουσα 4.
Το πιο πάνω έγγραφο μεταβίβασης μετοχών υπέγραψαν η Νεοφύτα Παναγιώτου, ο Κυριάκος Ξενοφώντος και ο εφεσείων 2, ως «εκχωρητές» και Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσείουσας 4. Στο εν λόγω έγγραφο περιέχεται ενυπόγραφη συγκατάθεση του κατά μία μετοχή μετόχου στην εφεσείουσα 4, εφεσείοντα 2, ο οποίος αποποιείται του δικαιώματος του να αγοράσει ο ίδιος τη μετοχή που δυνάμει του εν λόγω εγγράφου μεταβιβάστηκε στην εφεσίβλητη.
Σε κάποιο στάδιο η Μαρία Παναγιώτου υλοποίησε το μέρος εκείνο της συμφωνίας 27/1/2000 που την αφορούσε, εισπράττοντας το υπόλοιπο του τιμήματος που της αναλογούσε και η εφεσίβλητη γνωστοποίησε το γεγονός της απόκτησης των μετοχών της Μαρίας Παναγιώτου, στον Έφορο Εταιρειών. Να σημειωθεί ότι η Μαρία Παναγιώτου είχε εξαργυρώσει την επιταγή των Λ.Κ. 20.000 που της είχε δοθεί κατά το χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας 27/1/2000.
Αντίθετα με τη Μαρία Παναγιώτου, κανένας από τους εφεσείοντες, δεν προχώρησε στην υλοποίηση του μέρους εκείνου της συμφωνίας που τον αφορούσε, ούτε και η εφεσείουσα 1 εξαργύρωσε την επιταγή των Λ.Κ. 20.000 που της είχε δοθεί από την εφεσίβλητη. Ως αποτέλεσμα, η εφεσίβλητη καταχώρισε την αγωγή (στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση), αξιώνοντας:
"Α. Εναντίον της Εναγομένης 1:
(i) Ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερ. 27/1/2000 και/ή διάταγμα με το οποίο η Εναγόμενη 1 να διατάσσεται όπως μεταβιβάσει εις τους Ενάγοντες τις πωληθείσες μετοχές της Εναγομένης 3.
(ii) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά με τα άνωθι:
Αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
(iii) Διαζευκτικά με τα άνωθι στα σημεία (i) (ii) ζητούμενα και άνευ βλάβης αυτών:
Τα ποσά τα αναφερόμενα εις την παράγραφο 12 ανωτέρω πλέον ΛΚ 20,000.- που πλήρωσαν στην Εναγομένη αρ. 1 ως προκαταβολή πλέον τόκους.
Β. Εναντίον του Εναγομένου αρ. 2 άνευ βλάβης των ζητούμενων παρά της Εναγομένης αρ. 1:
(i) Αποζημιώσεις λόγω παρότρυνσης της Εναγομένης 1 να μην τηρήσει τα συμφωνηθέντα και/ή λόγω της παράβασης της συμφωνίας ως ανωτέρω.
(ii) Τα ποσά τα οποία πλήρωσαν οι Ενάγοντες ως αναφέρεται στην παράγραφο 12 της εκθέσεως απαιτήσεως πλέον ΛΚ 20,000.- πλέον τόκους.
Γ. Εναντίον των Εναγομένων 3, 4:
Τα ποσά τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 12 της Εκθέσεως Απαιτήσεως πλέον τόκους 9% από την ημερομηνία που οι Ενάγοντες πλήρωσαν το κάθε ποσό μέχρις εξοφλήσεως.
Δ. Εναντίον όλων των Εναγομένων:
(i) Τόκους.
(ii) Τα έξοδα και Φ.Π.Α. πλέον έξοδα επίδοσης (Αρ. Μητρώου Φ.Π.Α. 30009137S)."
Σημειώνουμε ότι, συμποσούμενα τα αναφερόμενα στην παράγραφο 12 της έκθεσης απαίτησης ποσά, ανέρχονται σε Λ.Κ. 149.094,46.
Οι εφεσείοντες πρόβαλαν με το δικόγραφο τους και προώθησαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία αριθμό υπερασπίσεων, πρωτίστως νομικών. Συγκεκριμένα, πρόβαλαν και προώθησαν τις πιο κάτω υπερασπίσεις:
(α) Η συμφωνία 27/1/2000 είχε καταστεί αδύνατη γιατί, ενώ το καταστατικό της εφεσείουσας 3, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω συμφωνίας και του οποίου οι πρόνοιες είχαν καταστεί γνωστές στην εφεσίβλητη, απαιτούσε για σκοπούς μεταβίβασης μετοχών απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, τέτοια απόφαση ουδέποτε λήφθηκε. Παράλληλα, οι εφεσείοντες επικαλούμενοι τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Κεφ. 149, υποστήριξαν ότι η συμφωνία 27/1/2000 τελούσε υπό αίρεση μελλοντικού γεγονότος το οποίο ουδέποτε επεσυνέβη, ήτοι τη λήψη απόφασης από το διοικητικό συμβούλιο.
(β) Οι εφεσείοντες τελούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπό το κράτος αθέμιτου επηρεασμού από τρίτο πρόσωπο και συγκεκριμένα από τη δικηγόρο Λίζα Θεοφάνους, η οποία διατηρούσε κατ' εκείνο το χρόνο «μια εμπιστευτική σχέση μεταξύ δικηγόρου και πελάτη». Οι πρόνοιες του άρθρου 17 της συμφωνίας 27/1/2000 ήταν, σύμφωνα με την υπεράσπιση, επαχθείς για τους εφεσείοντες, στοιχείο που δημιούργησε το προνοούμενο από το άρθρο 16 του Κεφ. 149 μαχητό τεκμήριο του επηρεασμού, το οποίο η εφεσίβλητη απέτυχε να ανατρέψει.
(γ) Η συμφωνία 27/1/2000 ήταν άκυρη λόγω δόλου, αλλά και γιατί η πώληση των μετοχών στην εφεσίβλητη δεν ήταν προς το συμφέρον της εφεσείουσας 3, καθότι η εφεσίβλητη ήταν αμφίβολου οικονομικής σταθερότητας και/ή αξίας. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω συμφωνία είχε αποκηρυχθεί από τους εφεσείοντες, οι οποίοι την τερμάτισαν με επιστολή ημερομηνίας 29/2/2000 και ο τερματισμός αυτός είχε γίνει αποδεκτός από την εφεσίβλητη.
(δ) Η συμφωνία ημερομηνίας 27/1/2000 δεν ήταν δεκτική διατάγματος ειδικής εκτέλεσης, καθότι δεν είχαν τηρηθεί οι πρόνοιες του άρθρου 73 του Κεφ. 113.
Παράλληλα οι εφεσείοντες ήγειραν ανταπαίτηση επιδιώκοντας βασικά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία 27/1/2000, όπως και το Έγγραφο Μεταβίβασης Μετοχών της ίδιας ημερομηνίας, με το οποίο η εφεσείουσα 3 μεταβίβασε στην εφεσίβλητη μια από τις μετοχές που κατείχε στην εφεσείουσα 4 είναι «άκυρες και παράνομες».
Με την εκκαλούμενη απόφαση του ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, απορρίπτοντας μετά από ακροαματική διαδικασία τις θέσεις των εφεσειόντων, δικαίωσε την εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα, διέταξε την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερομηνίας 27/1/2000, εκδίδοντας προς τούτο σχετικό διάταγμα με το οποίο διέταξε την εφεσείουσα 1 όπως με την ταυτόχρονη πληρωμή και καταβολή σε αυτή του τιμήματος αγοράς των 125 μετοχών της, μεταβιβάσει τις εν λόγω μετοχές στην εφεσίβλητη. Παράλληλα, επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας 1 ονομαστικές αποζημιώσεις, ύψους Λ.Κ. 100. Υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον ενός εκάστου των λοιπών εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο, επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ. 39.920, με νόμιμο τόκο από 8/3/2000, κάμνοντας ειδική πρόνοια ότι η απόφαση εναντίον ενός εκάστου των εφεσειόντων 2, 3 και 4 «είναι αλληλεγγύως και κεχωρισμένως». Τέλος, υπέρ της εφεσίβλητης επιδικάστηκαν τα έξοδα της αγωγής, όπως και τα έξοδα της ανταπαίτησης, η οποία απορρίφθηκε.
Την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με 14 συνολικά λόγους έφεσης, μερικοί από τους οποίους στην ουσία τους συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται. Στην πορεία ο λόγος έφεσης 12 αποσύρθηκε. Προχωρούμε να εξετάσουμε τους εναπομείναντες λόγους έφεσης, όχι κατ' ανάγκη με τη σειρά που προβάλλονται στην ειδοποίηση έφεσης, αφού πρώτα παραθέσουμε ένα έκαστο από αυτούς, μαζί με την αιτιολογία του, με πρώτους τους λόγους έφεσης 3 και 14, τους οποίους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων πραγματεύονται στα πλαίσια της ίδιας ενότητας:
Λόγοι έφεσης 3 και 14
"ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Δικαστήριο παρά την ανυπαρξία μεταβιβαστηρίου Εγγράφου λανθασμένα διέταξε ειδική εκτέλεση της σύμβασης, διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Η ύπαρξη μεταβιβαστηρίου Εγγράφου με βάση το άρθρο 73 και όλη την Κυπριακή και σχετική Αγγλική Νομολογία είναι απαραίτητος όρος για έγκυρη μεταβίβαση.
(β) Το Δικαστήριο σκόπιμα διαστρέβλωσε το νόημα του άρθρου 73 ερμηνεύοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του την ανυπαρξία ανταλλάγματος.
(γ) Η προσθήκη είναι σκανδαλώδης, προκλητική και δείχνει εύνοια προς τους Ενάγοντες και τους δικηγόρους των. Ακόμα το Δικαστήριο αντί να ασχοληθεί με την ερμηνεία του άρθρου 73 εκτενέστερα σκόπιμα μεταπηδά στο άρθρο 76 του Κεφ. 149 που διέπει γενικά το θέμα ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης αποφεύγοντας να ενδιατρίψει στα άρθρα 73 έως 80 του Κεφ. 113 που ασχολούνται ειδικά με το θέμα μεταβιβάσεως μετοχών και είναι ειδική νομοθεσία. Σχετικός είναι και ο Λόγος Εφέσεως 12.
ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Ο Πρωτόδικος Δικαστής ήτο προκατειλημμένος, διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Ως η αιτιολογία του 12ου λόγου και η σκόπιμη παρανόηση του άρθρου 73 του Κεφ. 113."
Παρόλο που ο 12ος λόγος έφεσης αποσύρθηκε, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε την αιτιολογία του, εφόσον αυτή υιοθετείται και επαναλαμβάνεται ως αιτιολογία του 14ου λόγου έφεσης. Τονίζουμε όμως ότι η συγκεκριμένη αιτιολογία θα μας απασχολήσει αποκλειστικά για σκοπούς εξέτασης του 14ου λόγου έφεσης, ο οποίος καταλογίζει στον πρωτόδικο δικαστή και «προκατάληψη». Η αιτιολογία του 12ου λόγου έφεσης έχει ως εξής:
"ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Ο Δικαστής είχε καθήκον να παραπέμψει το θέμα στο Γενικό Εισαγγελέα και/ή την Αστυνομία για να διακριβωθεί είτε η αλήθεια του παραπόνου ή το ψέμα και πράγματι οι ενάγοντες δεν είχαν προβεί σε τέτοιους ισχυρισμούς.
(β) Η απραξία του Δικαστή στο θέμα του παραπόνου ενίσχυσε την καχυποψία των εναγομένων για το πιο πάνω ενδεχόμενο πράγμα που έγινε πεποίθηση και πίστης των μετά την έκδοση της απόφασης.
(γ) Περαιτέρω ο Δικαστής είχε καθήκον να ενδιατρίψει επί της καταγγελίας αφού αυτή προσεφέρθη και ως μαρτυρία από την Μαρία και Άκη Ξενοφώντος.
(δ) Ενώ ο Πρωτόδικος Δικαστής ασχολείται με λεπτομέρεια στο τι είπαν οι 2 μάρτυρες δεν παραλείπει και δεν ασχολείται καθόλου με τα λεχθέντα από την Μαρία και Άκη Ξενοφώντος για το θέμα αυτό.
(ε) Η μη απονομή τόκων προς την εναγόμενη 1 για ποσά που το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της."
Θεωρούμε επίσης σκόπιμο και αυτό για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα όσα με το 14ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες καταλογίζουν στον πρωτόδικο δικαστή, να διευκρινίσουμε ότι η θέση την οποία οι εφεσείοντες πρόβαλαν στα πλαίσια του 12ου λόγου έφεσης και απέσυραν και η οποία δεν θα μας απασχολήσει, ήταν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «ενήργησε μεροληπτικά και λανθασμένα όσον αφορά την καταγγελία του δικηγόρου των εναγομένων ότι ο Χαράλαμπος Σίμωνος, διευθυντής των εναγόντων και άλλα πρόσωπα της εταιρείας διέδιδαν ότι ο Δικαστής είναι «πιασμένος».»
Πέραν και ανεξάρτητα των θέσεων τους επί της ουσίας των δύο πιο πάνω λόγων έφεσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης, προβάλλουν με τη μορφή προδικαστικής ένστασης, τη θέση ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης θα πρέπει να απορριφθούν χωρίς να εξεταστεί η ουσία τους γιατί παραβιάζουν τις πρόνοιες του Κανόνα 10(iv)[1] του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.
Συγκεκριμένα, είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι στην προκείμενη περίπτωση, κατά παράβαση των προνοιών του Κανόνα 10(iv) των πιο πάνω Κανονισμών, δεν έχει καταχωρηθεί περίγραμμα σε σχέση με τους δύο πιο πάνω λόγους έφεσης, εφόσον στο περίγραμμα των εφεσειόντων που καταχωρήθηκε απουσιάζει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ των θέσεων που οι τελευταίοι προβάλλουν στα πλαίσια της αιτιολογίας των συγκεκριμένων δύο λόγων έφεσης. Κατ' αναλογία, υποστηρίζει η εφεσίβλητη, οι λόγοι έφεσης 3 και 14 θα πρέπει υπό τις περιστάσεις να απορριφθούν, χωρίς να εξεταστεί η ουσία τους, εφόσον παράλειψη υποβολής περιγράμματος αγόρευσης συνεπάγεται, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανόνα 13(β)[2] του πιο πάνω Κανονισμού, απόρριψη της έφεσης.
Η προδικαστική ένσταση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η κοινή και για τους δύο λόγους έφεσης επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων στα πλαίσια της ίδιας ενότητας, ενσωματώνεται στη σελ. 2 του περιγράμματός τους, αμέσως μετά την αναπαραγωγή αυτούσιων των δύο λόγων έφεσης και της αιτιολογίας τους, όπως και στη σελ. 10 του περιγράμματος, αμέσως μετά την παράθεση του λόγου έφεσης 12 και της αιτιολογίας του, την οποία οι εφεσείοντες υιοθέτησαν ως αιτιολογία του 14ου λόγου έφεσης. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα:
(Σελ. 2):
"Το Άρθρο 73 έχει ως ακολούθως:
«73. Ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται στο καταστατικό της εταιρείας, δεν είναι νόμιμη για την εταιρεία η καταχώρηση μεταβίβασης μετοχών ή χρεωστικών ομολόγων της εταιρείας εκτός αν παραδοθεί κατάλληλο μεταβιβαστικό έγγραφο στην εταιρεία:
Νοείται ότι καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν επηρεάζει οποιαδήποτε εξουσία της εταιρείας να γράψει ως μέτοχο ή κάτοχο χρεωστικών ομολόγων οποιοδήποτε πρόσωπο που το δικαίωμα για μετοχές ή χρεωστικά ομόλογα της εταιρείας, μεταβιβάστηκε ως αποτέλεσμα νόμου».
Ο Δικαστής βρίσκει ότι η υπόθεση Χ' Γαβριήλ είναι εντελώς άσχετη με το επίδικο θέμα.
Με όλο το σεβασμό πιστεύουμε ότι η σκέψη του Δικαστή ταξίδεψε σε πολλά άσχετα πεδία. Στην υπόθεση Χ' Γαβριήλ Vs Ξενοφώντος αναφέρεται ρητά ότι η εγγραφή οποιωνδήποτε μετοχών χωρίς την υπογραφή μεταβιβαστηρίου εγγράφου σύμφωνα με το Άρθρο 73 είναι άκυρη. Πως είναι δυνατό ο Δικαστής να μεταφέρεται σε σκέψεις περί εγκυρότητας συμφωνίας και εγκυρότητας μεταβίβασης όταν στο τέλος καταλήγει να εκδώσει διάταγμα ειδικής εκτέλεσης στην απουσία μεταβιβαστηρίου εγγράφου. Αν εκείνο που ήθελε ο Νομοθέτης είναι την ακύρωση μεταβιβάσεως που δεν συμφωνεί με το άρθρο 73, με ποια δικαιολογία το δικαστήριο καταφεύγει στην θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης;"
(Σελ. 10):
"Τα παράπονα των μαρτύρων των Εναγόντων και του δικηγόρου των είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά.
Ο Πρωτόδικος Δικαστής παρόλο που οι υποτιθέμενοι ισχυρισμοί τον αφορούν προσωπικά δεν έπραξε τίποτε.
Οι αιτιολογίες που παρατίθενται στο 12ο λόγο είναι βάσιμες και εύλογες και έπρεπε να τύχουν τόσο σχολιασμού αλλά και δικαστικών χειρισμών."
Εφόσον οι εφεσείοντες καταχώρισαν περίγραμμα αγόρευσης με κοινή επιχειρηματολογία για τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης, τότε δεν εγείρεται θέμα εφαρμογής του Κανονισμού 13(β). Τώρα, αν τα όσα περιέχει το περίγραμμα είναι ανεπαρκή για απόδειξη των λόγων έφεσης, αυτό είναι θέμα που θα εξετάσουμε αργότερα.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι προδικαστικές ενστάσεις αναφορικά με τον 3ο λόγο έφεσης, όπως και με το 14ο λόγο έφεσης, απορρίπτονται.
Στρεφόμαστε τώρα στην ουσία των δύο πιο πάνω λόγων έφεσης, τα πυρά των οποίων εστιάζονται εναντίον της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, πρώτον ότι, στην προκείμενη περίπτωση, οι πρόνοιες του άρθρου 73 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, δεν παραβιάζονται και δεύτερον ότι, η υπόθεση Χ" Γαβριήλ ν. Ξενοφώντος (2005) 1 Α.Α.Δ. 57, η οποία αποτελεί και την αιχμή του δόρατος της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων, βρισκόταν εκτός πλαισίου της παρούσας υπόθεσης. Τις πρόνοιες του άρθρου 73 του Κεφ. 113, τις έχουμε ήδη παραθέσει, γι' αυτό θεωρούμε περιττό να τις επαναλάβουμε. Θεωρούμε όμως σκόπιμο να παραθέσουμε την εκκαλούμενη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, περιλαμβανομένων των εν λόγω προνοιών:
"Το άλλο σκέλος του ιδίου επιχειρήματος που πρόβαλε ο συνήγορος των εναγομένων είναι η αντινομία και συγκεκριμένα η παράβαση του άρθρου 73 των Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
Το άρθρο αυτό προβλέπει:
«73. Ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται στο καταστατικό της εταιρείας, δεν είναι νόμιμη για την εταιρεία η καταχώρηση μεταβίβασης μετοχών ή χρεωστικών ομολόγων της εταιρείας εκτός αν παραδοθεί κατάλληλο μεταβιβαστικό έγγραφο στην εταιρεία:
Νοείται ότι καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν επηρεάζει οποιαδήποτε εξουσία της εταιρείας να γράψει ως μέτοχο ή κάτοχο χρεωστικών ομολόγων οποιοδήποτε πρόσωπο που το δικαίωμα για μετοχές ή χρεωστικά ομόλογα της εταιρείας, μεταβιβάστηκε ως αποτέλεσμα νόμου».
Το επιχείρημα στηρίχτηκε στην υπόθεση Χατζηγαβριήλ ν. Ξενοφώντος (2005) 1 ΑΑΔ 57.
Με όλο το σεβασμό προς το συνήγορο, αλλά η προβολή του λόγου της πιο πάνω υπόθεσης είναι εντελώς εκτός του πλαισίου της παρούσας υπόθεσης. Υπό κρίση βρίσκεται η ορθότητα της συμφωνίας και όχι η ενδεχομένως μετέπειτα εγγραφή των μετοχών στο μητρώο. Βεβαίως, θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι με την ανταπαίτηση επιδιώκεται η ακύρωση των συμφωνιών. Δημιουργείται όμως ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που είναι, κατά την άποψη μου, καταλυτικό για το επιχείρημα των εναγομένων.
Κατ' αρχήν, δεν επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος για επιστροφή των μετοχών της Μαρίας Παναγιώτου, αφού εν πάση περιπτώσει η πιο πάνω δεν είναι διάδικος στην υπόθεση. Το αιτητικό (β) της Ανταπαίτησης, με το οποίο επιδιώκεται η έκδοση δηλωτικής απόφασης ότι οι μετοχές είναι ιδιοκτησία των εναγομένων, δεν μπορεί να διεκδικείται αφού η Μαρία Παναγιώτου δεν είναι διάδικος στην παρούσα αγωγή. Η μέτοχος που είσπραξε το τίμημα πώλησης των μετοχών της. Τόσο της προκαταβολής των £20000, που πληρώθηκε κατά την υπογραφή της συμφωνίας, όσο και μεταγενέστερα του υπολοίπου συμφωνηθέντος ποσού.
Επανερχόμενος στην υπόθεση Χατζηγαβριήλ, (άνω) πρέπει να σημειώσω ότι το Εφετείο δέχτηκε την ακύρωση της εγγραφής των μετοχών, γιατί αυτή έγινε «χωρίς να υπογραφτεί και να κατατεθεί οποιοδήποτε έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών, κατά παράβαση του σχετικού άρθρου του νόμου και του καταστατικού της εταιρείας και χωρίς να καταβληθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα». Το εφετείο συνεπώς, θέτει πέραν από μια προϋπόθεση για ακύρωση της καταχώρισης μετοχών, εκτός της μη υπογραφής, την απουσία κατάθεσης και την απουσία ανταλλάγματος. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Πέραν από την απουσία της Μαρίας Παναγιώτου ως διάδικου, η δομή της υπεράσπισης δεν δικογραφείται προς την κατεύθυνση ακύρωσης της εγγραφής των μετοχών αλλά της ακύρωσης της συμφωνίας.
Το άρθρο 73 του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 75 του Companies Act 1948. Στο σύγγραμμα Bucley on the Companies Acts 14η έκδοση σελίδες 212 και 213, αναλύεται ο σκοπός της θέσπισης του συγκεκριμένου άρθρου, που ήταν η αποφυγή χρήσης προφορικών μεταβιβάσεων και η συνακόλουθη παράλειψη πληρωμής φόρου για κάθε μεταβίβαση. Βεβαίως η "απλή" υπογραφή συμφωνίας πώλησης μετοχών δεν επιφέρει και την "μεταβίβαση" των μετοχών γιατί απαιτείται η εγγραφή των νέων αγοραστών στο μητρώο. (Βλέπε Langen v. Wind (1972) 1 All E.R. 296). Η ιδιοκτησία μεταφέρεται από τον πωλητή προς τον αγοραστή ανεξαρτήτως της εγγραφής, παρόλο που ο αγοραστής δεν καθίσταται μέλος της εταιρείας μέχρι της εγγραφής του. Βλέπε Gower's Principles of Modern Company Law (άνω) σελ. 449 και 455 και Hawks v. McArthur (1951) 1 All E.R. 22.
Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η συμφωνία δεν αντίκειται στο καταστατικό του Λατομείου, ούτε στις πρόνοιες του άρθρου 73 του Κεφ. 113, συνεπώς είναι έγκυρη και δεσμευτική για τους διάδικους."
Διεξήλθαμε προσεκτικά τις επίμαχες νομοθετικές πρόνοιες υπό το φως της νομολογίας στην οποία η πρωτόδικη απόφαση παραπέμπει, έχοντας συνέχεια κατά νου τις εισηγήσεις του κ. Αγγελίδη, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η θέση ότι η ύπαρξη εγγράφου μεταβίβασης (instrument of transfer) συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για έγκυρη μεταβίβαση μετοχών.
Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 73, είναι πως η απουσία έγκυρου μεταβιβαστικού εγγράφου καθιστά παράνομη μόνο για την εταιρεία (όχι για οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, είτε αυτό είναι ο πωλητής είτε ο αγοραστής των μετοχών), και μόνο την καταχώριση της μεταβίβασης στο μητρώο της εταιρείας και όχι τη συνομολόγηση οποιασδήποτε έγκυρης συμφωνίας πώλησης μετοχών, πολύ δε περισσότερο την ειδική εκτέλεση της ως αποτέλεσμα της έκδοσης δικαστικού διατάγματος. Μια τέτοια συμφωνία βρίσκεται εκτός εμβέλειας του εν λόγω άρθρου. Με άλλα λόγια, είναι ένα πράγμα η συνομολόγηση συμφωνίας πώλησης μετοχών και άλλο η καταχώριση της μεταβίβασης των μετοχών που πωλήθηκαν δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας στο μητρώο της εταιρείας.
Η υλοποίηση συμφωνίας για πώληση μετοχών επιτυγχάνεται με την καταχώριση του ονόματος του αγοραστή ως μετόχου στο μητρώο της εταιρείας. Το κατά πόσο όμως η εν λόγω συμφωνία είναι νόμιμη και εκτελεστή δεν εξαρτάται και ουδόλως επηρεάζεται από τις πρόνοιες του άρθρου 73, οι οποίες έρχονται στο προσκήνιο στο στάδιο καταχώρισης του αγοραστή στο μητρώο και όχι προηγουμένως. Άλλωστε οι πρόνοιες για ύπαρξη έγκυρου μεταβιβαστικού εγγράφου ως προϋπόθεση νόμιμης καταχώρισης στο μητρώο, αντανακλώνται και στη διατύπωση του πρώτου σκέλους του άρθρου 13 του Πίνακα Α του Κεφ. 113, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου, για να υλοποιηθεί η πώληση από την εταιρεία μετοχών επί των οποίων η εταιρεία έχει δικαίωμα επίσχεσης, οι σύμβουλοι δύνανται να εξουσιοδοτήσουν τρίτο πρόσωπο να μεταβιβάσει τις μετοχές που πωλήθηκαν, στον αγοραστή. Με λίγα λόγια, το άρθρο 73 στην ουσία υπέχει χαρακτήρα ακυρωτικό σε σχέση με καταχωρίσεις που έγιναν στο μητρώο, όπως άλλωστε ακυρωτικής φύσης ήταν και το αίτημα - επίδικο θέμα - στην υπόθεση Χατζηγαβριήλ (πιο πάνω), η οποία ορθώς κατά τη γνώμη μας, για τους λόγους που αναφέρονται στην επίδικη απόφαση, διαφοροποιείται από την παρούσα περίπτωση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο παρέμβασης μας στον τομέα αυτό.
Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει και τη μοίρα των υπό στοιχεία (β) και (γ) της αιτιολογίας του 3ου λόγου έφεσης, όπως και αυτής του δεύτερου σκέλους της αιτιολογίας του 14ου λόγου έφεσης που καταλογίζει στον πρωτόδικο δικαστή «προκατάληψη», μεταξύ άλλων και λόγω «σκόπιμης παρανόησης» των προνοιών του άρθρου 73 του Κεφ. 113. Επί του προκειμένου, είναι πιστεύουμε αρκετό να παραπέμψουμε στα όσα έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω και παράλληλα να υποδείξουμε ότι το θέμα «ειδική εκτέλεση της συμφωνίας 27/1/2000» αποτελούσε μια από τις ουσιαστικότερες, την ουσιαστικότερη ίσως, πτυχή των αξιώσεων της εφεσίβλητης και συνεπώς ένα από τα επίδικα θέματα στην αγωγή. Επομένως, η ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου και με τις πρόνοιες του άρθρου 76 του Κεφ. 149[3], όχι μόνο φυσιολογική και κάτω από τις περιστάσεις αναμενόμενη ήταν, αλλά και επιβεβλημένη. Τα όσα προβάλλονται από τους εφεσείοντες στα πλαίσια των συγκεκριμένων πτυχών της αιτιολογίας των λόγων έφεσης 3 και 14, ουδόλως βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας του 14ου λόγου έφεσης και ειδικότερα αναφορικά με την υπό στοιχείο (δ) της αιτιολογίας θέση των εφεσειόντων, περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι η θέση αυτή ουδόλως βρίσκει έρεισμα στην εκκαλούμενη απόφαση. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο αναφέρεται σε πτυχές της μαρτυρίας των Μ. Παναγιώτου και Κ. Ξενοφώντος (βλ. σελ. 23 και 24 της εκκαλούμενης απόφασης), αλλά και αξιολογεί την εκδοχή τους (σελ. 55-56 της εκκαλούμενης απόφασης), την οποία και απορρίπτει ως αναληθή αφού κρίνει τους εν λόγω μάρτυρες ανειλικρινείς.
Αλλά και οι υπό στοιχεία (α), (β) και (γ) της αιτιολογίας του 14ου λόγου έφεσης, θέσεις των εφεσειόντων κρίνονται ανεδαφικές. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι καμιά υποχρέωση δεν υπείχε το πρωτόδικο δικαστήριο να παραπέμψει στο Γενικό Εισαγγελέα για σκοπούς διερεύνησης την καταγγελία του δικηγόρου των εφεσειόντων, ότι συγκεκριμένος Διευθυντής της εφεσίβλητης μαζί με άλλα πρόσωπα διέδιδαν ότι ο πρωτόδικος δικαστής «ήταν πιασμένος», το παρόν Δικαστήριο, συμμεριζόμενο τον προβληματισμό της εφεσίβλητης που διατυπώνεται στα πλαίσια του περιγράμματος της, διερωτάται: Αν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, τότε γιατί οι εφεσείοντες δεν ζήτησαν την εξαίρεση του πρωτόδικου δικαστή ή δεν κατάγγειλαν οι ίδιοι στο Γενικό Εισαγγελέα το όλο θέμα;
Προκατάληψη στο πρωτόδικο δικαστήριο αποδίδεται και γιατί δεν επιδίκασε τόκους προς όφελος της εφεσείουσας 1 επί του ποσού των Λ.Κ. 99.000 που αποτέλεσε το τίμημα αγοράς των μετοχών και του οποίου την καταβολή το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε. Έχουμε την άποψη ότι αν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στη συγκεκριμένη παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, κάτι για το οποίο δεν αποφαινόμαστε γιατί δεν έχει αποτελέσει λόγο έφεσης, αυτό συνιστά νομικό σφάλμα το οποίο θα μπορούσε να είχε, πλην όμως δεν έχει, προσβληθεί με έφεση.
Είναι η διαπίστωση μας ότι κανένας από τους προβαλλόμενους στα πλαίσια της αιτιολογίας των πιο πάνω δύο συγκεκριμένων λόγων έφεσης είτε από μόνος του κρινόμενος, είτε σωρευτικά με τους άλλους, μπορεί να στοιχειοθετήσει έστω πιθανότητα προκατάληψης από πλευράς του πρωτόδικου δικαστηρίου. Πολύ λιγότερο, ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που εκδίκασε την υπόθεση, ήταν προκατειλημμένος. Άλλωστε, το θέμα της προκατάληψης του πρωτόδικου δικαστηρίου, που αποτελούσε αποκλειστικό αντικείμενο του 12ου λόγου έφεσης, αποσύρθηκε και ίσως εκ του περισσού το θέμα μας απασχόλησε.
Ενόψει των πιο πάνω, ούτε στον τομέα αυτό κρίνουμε ότι παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας.
Ως αποτέλεσμα, οι λόγοι έφεσης 3 και 14 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
"TΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα το Δικαστήριο εκτός των πιο πάνω αποφάσεων επιδίκασε ειδική εκτέλεση μεταβίβασης 125 μετοχών, διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Η θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης σύμφωνα με τη Νομολογία δεν μπορεί να καλύψει μελλοντικές μετοχές ή μελλοντικά δικαιώματα τα οποία δεν έχουν πάρει συγκεκριμένη μορφή κατά την έγερση της αγωγής. Συνεπώς η θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης με διάταγμα μεταβίβασης 125 μετοχών από τις οποίες οι 25 είναι μελλοντική περιουσία της Γεωργίας Παναγιώτου, είναι λανθασμένη. Συγκεκριμένα οι 25 μετοχές είναι δικαίωμα το οποίο θα προκύψει μετά το τέλος διαχείρισης του αποβιώσαντος Σάββα Παναγιώτου που δεν πήρε συγκεκριμένη μορφή πριν την έγερση της αγωγής."
Προτού ενδιατρίψουμε στην ουσία του πιο πάνω λόγου έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο, κι' αυτό για να γίνουν πιο κατανοητές οι επί του προκειμένου θέσεις των εφεσειόντων, να παραθέσουμε αυτούσια τη σχετική με τις εν λόγω θέσεις επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, όπως αυτή παρατίθεται στα πλαίσια του περιγράμματος τους. Την παραθέτουμε:
"Ήταν πασίδηλο γεγονός κατά τον ουσιώδη χρόνο ότι οι 125 μετοχές δεν ήταν στα χέρια ούτε της Γεωργίας ούτε του Διαχειριστή. Η Γεωργία είχε μόνο 100 μετοχές. Οι άλλες 25 μετοχές ήταν δικαίωμα από τη διαχείριση του νεκρού αδελφού της Σάββα Παναγιώτου για τις οποίες δεν υπάρχει έγγραφο μεταβίβασης ούτε αποφάσεις της Εταιρείας αλλά είναι και μελλοντικές μετοχές. Το Άρθρο 73 όπως είναι διατυπωμένο μιλά «για μεταβίβαση μετοχών ή χρεωστικών ομολόγων» και όχι μελλοντικές μετοχές ή μελλοντικά ομόλογα. Επομένως και το μέρος της απόφασης που μιλά για διάταγμα μεταβίβασης των 125 ή έξτρα 25 μετοχών είναι άκυρο και λανθασμένο."
Κατ' αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι συμφωνία πώλησης μετοχών είναι δεχτική ειδικής εκτέλεσης. Εξάλλου, η ορθότητα της εν λόγω κατάληξης στην ουσία δεν αμφισβητείται από τους εφεσείοντες. Εκείνο που στην ουσία οι τελευταίοι αμφισβητούν είναι η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου να ασκήσει τη διακριτική εξουσία του και να διατάξει την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας 27/1/2000 σε σχέση με το σύνολο των μετοχών, δηλαδή και των 125 μετοχών.
Η επί του προκειμένου θέση των εφεσειόντων, όπως αυτή προκύπτει από την αιτιολογία του 4ου λόγου έφεσης, σε συνδυασμό με την επιχειρηματολογία που προβάλλεται για σκοπούς υποστήριξης του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, περιστρέφεται γύρω από τον εξής άξονα: Το διάταγμα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας 27/1/2000, στο βαθμό και την έκταση που αφορούσε τις 25 μετοχές που αναλογούσαν στην εφεσείουσα 1, ως μέρος του κληρονομικού της μεριδίου από την περιουσία του αποβιώσαντος αδελφού της Σ. Παναγιώτου, παραβίαζε τις πρόνοιες του άρθρου 73 του Κεφ. 113, εφόσον επρόκειτο για μελλοντικές μετοχές για τις οποίες δεν υπήρχε έγγραφο μεταβίβασης, ούτε απόφαση της εταιρείας.
Με δοσμένο το γεγονός ότι οι πρόνοιες του άρθρου 73 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, για τους λόγους που έχουμε παραθέσει στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης 3 και 14 πιο πάνω, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, η συζήτηση του κατά πόσο το διάταγμα ειδικής εκτέλεσης, στο βαθμό και την έκταση που αυτό αφορά τις 25 μετοχές που κληρονόμησε η εφεσείουσα 1 και δεν είχαν ακόμα μεταβιβαστεί στο όνομά της, παραβιάζει τις εν λόγω πρόνοιες στη βάση που το συγκεκριμένο ζήτημα έχει τεθεί στα πλαίσια του 4ου λόγου έφεσης, ήτοι με την έννοια ότι οι συγκεκριμένες πρόνοιες δεν καλύπτουν, ούτε και τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση των 25 μετοχών, εφόσον πρόκειται για «μελλοντικές μετοχές», καθίσταται περιττή. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει, η συμφωνία 27/1/2000 βρίσκεται εκτός εμβέλειας του άρθρου 73 του Κεφ. 113.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι ούτε στον τομέα αυτό παρέχεται περιθώριο παρέμβασης μας. Συνακόλουθα και ο 4ος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Λόγοι έφεσης 1 και 2
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων πραγματεύονται τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης στα πλαίσια της ίδιας ενότητας. Τους παραθέτουμε μαζί με την αιτιολογία τους:
"ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι η σύμβαση ήταν νόμιμη και εκτελεστή για τους πιο κάτω λόγους:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Η σύμβαση έγινε υπό καθεστώς (undue influence) και/ή απάτης λόγω του διπλού ρόλου των δικηγόρων Λίζας Θεοφάνους και Λεωνίδα Γεωργίου.
Το Δικαστήριο παρόλο που αποδέχεται ότι υπήρχε το τεκμήριο της απαράδεκτης επιρροής δεν εξέτασε κατά πόσο οι Ενάγοντες και/ή οι δικηγόροι των απέσεισαν το σχετικό βάρος αποδείξεως.
(β) Έστω και αν η συμφωνία ήταν νόμιμη, αυτή δεν ήταν δυνατή εκτελέσεως λόγω της αρνήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου να την επικροτήσει και του σχετικού τερματισμού της συμφωνίας που έγινε από τον δικηγόρο κ. Στέλιο Πολεμίτη. Η μόνη ορθή οδός σε τέτοια περίπτωση ήταν η απονομή αποζημιώσεων.
Η ύπαρξη estoppel δεν ισχύει διότι το Διοικητικό Συμβούλιο των Εναγομένων 3 συνήλθε εντός ευλόγου χρόνου και απεφάσισε την καταγγελία της συμβάσεως και την άρνηση του όπως προχωρήσει σε μεταβίβαση μετοχών. Σχετική είναι η επιστολή του κ. Στέλιου Πολεμίτη ημερ. 29/2/2000 (τεκμ. 49).
(γ) Η συμφωνία ήταν ετεροβαρής και επομένως ο τερματισμός δικαιολογημένος διότι η συμφωνία προέβλεπε απόφαση, διεύθυνση και αγορά εξοπλισμού αποκλειστικά από τους Εναγόμενους που ήταν έμποροι μηχανημάτων χωρίς να είναι δυνατός οποιοσδήποτε έλεγχος. Σχετικός είναι ο όρος 17 της συμφωνίας.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην εκτίμηση της μαρτυρίας του δικηγόρου κ. Στέλιου Πολεμίτη για τους ακόλουθους λόγους:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η άρνηση αποδοχής της μαρτυρίας.
(β) Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι το γραφείο του δικηγόρου είχε καεί στο παρελθόν και επομένως δεν μπορούσε να εξεύρει τις σχετικές σημειώσεις του και τα σχετικά αντίγραφα.
(γ) Ενώ το Δικαστήριο αμφισβητεί την ακεραιότητα της δικηγόρου Λίζας Θεοφάνους της οποίας η μαρτυρία ήταν αντίθετη με αυτή του κ. Στέλιου Πολεμίτη, το Δικαστήριο αδικαιολόγητα προτιμά την μαρτυρία της Λίζας Θεοφάνους διά την οποία εκφράζει υποψίες ύποπτων συμφερόντων ιδιοτέλειας και διαπίστωση συμφερόντων της ίδιας, του συζύγου της και του δικηγόρου Λεωνίδα Γεωργίου με τον οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο ευρισκόταν σε συνεταιρισμό."
Παραθέτουμε πιο κάτω τη σχετική με τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειόντων, όπως αυτή παρατίθεται στο περίγραμμα τους:
"Όσον αφορά το 1ο λόγο είναι φανερό ότι είχε δημιουργηθεί το τεκμήριο του αθέμιτου επηρεασμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι γνωστό ότι τα πρόσωπα που ενεργούν όταν ευρίσκονται σε «υπερέχουσα θέση» είναι εκείνα που οφείλουν να αιτιολογήσουν ότι ενήργησαν καλόπιστα και να αποσείσουν το σχετικό βάρος αποδείξεων.
Η αιτιολογία β και γ του 1ου λόγου και α, β και γ του 2ου λόγου ομιλούν από μόνες τους.
Η Λίζα Θεοφάνους και Λεωνίδας Γεωργίου είχαν συμφέροντα να εξυπηρετήσουν ενώ ο Στέλιος Πολεμίτης όχι. Γιατί με τρόπο απόλυτο απορρίπτεται η μαρτυρία του Στέλιου Πολεμίτη που δόθηκε χωρίς κίνητρο και προτιμάται η μαρτυρία της Λίζας Θεοφάνους που εκ πρώτης όψεως είναι επιλήψιμη;"
Διεξήλθαμε προσεκτικά τη μαρτυρία, όπως και την εκκαλούμενη απόφαση. Είναι η διαπίστωση μας ότι η θέση των εφεσειόντων ότι η συμφωνία ημερομηνίας 27/1/2000 συνομολογήθηκε «υπό καθεστώς undue influence και/ή απάτης λόγω διπλού ρόλου των δικηγόρων Λίζας Θεοφάνους και Λεωνίδα Γεωργίου», δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Εδράζεται επί εσφαλμένης υπόθεσης και συγκεκριμένα της εσφαλμένης υπόθεσης ότι οι εν λόγω δύο δικηγόροι ενεργούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο ως δικηγόροι της εφεσίβλητης. Εδώ, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η ιδιαίτερη σχέση δικηγόρου - πελάτη αποτελεί μια από τις περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν την αρχή του αθέμιτου επηρεασμού.
Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας που καταλαμβάνει πολλές σελίδες της απόφασης του και με οδηγό τις ορθές νομικές και νομολογιακές αρχές (άρθρα 16 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, Chitty on Contracts, 24η Έκδοση, παρ. 446-447 και 451 και Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως ν. Πούλλα (2004) 1 Α.Α.Δ. 961), για μεν το δικηγόρο Λεωνίδα Γεωργίου, του οποίου την απουσία από το εδώλιο του μάρτυρα, όπως και τις συνέπειες για την υπόθεση των εφεσειόντων μιας τέτοιας απουσίας, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού επισημαίνει και σχολιάζει, καταλήγει ότι ήταν δικηγόρος των εφεσειόντων και όχι της εφεσίβλητης, ως εσφαλμένα υποθέτουν οι εφεσείοντες, για δε τη Λίζα Θεοφάνους, ότι η εν λόγω δικηγόρος δεν ενεπλάκη υπό την επαγγελματική ιδιότητα της στην ετοιμασία της συμφωνίας 27/1/2000. Ούτε την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου για το Λεωνίδα Γεωργίου οι εφεσείοντες αμφισβητούν με έφεση, ούτε την ορθότητα της κατάληξης για τη Λίζα Θεοφάνους. Τόσο η μια, όσο και η άλλη κατάληξη, έχουν παραμείνει αλώβητες. Συνεπώς κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο εφαρμογής της αρχής του αθέμιτου επηρεασμού.
Ως αποτέλεσμα, η υπό στοιχείο (α) της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης θέση των εφεσειόντων δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Αναφορικά με την υπό στοιχείο (β) της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης, θέση των εφεσειόντων, η θέση της εφεσίβλητης είναι ότι «δεν έχουν προβληθεί επιχειρήματα εναντίον της πιο πάνω προσέγγισης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως δεν παρέχεται πεδίο οποιασδήποτε απάντησης. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου έχει παραμείνει άτρωτη». Για τους πιο κάτω λόγους η θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους.
Η επί του προκειμένου θέση της εφεσίβλητης στην ουσία εκλαμβάνει ως δεδομένο, πρώτον, ότι η συμφωνία ημερομηνίας 27/1/2000 ήταν συμφωνία υπό αίρεση και συγκεκριμένα ότι τελούσε υπό την αίρεση έγκρισης της από το διοικητικό συμβούλιο των εφεσειόντων 3, ως το καταστατικό της εταιρείας προέβλεπε και δεύτερο, ότι με την επιστολή του δικηγόρου Στέλιου Πολεμίτη ημερομηνίας 29/2/2000, η συμφωνία 27/1/2000 τερματίστηκε.
Τόσο η εισήγηση ότι η συμφωνία 27/1/2000 τελούσε υπό τη συγκεκριμένη αίρεση, όσο και η εισήγηση ότι η επιστολή Πολεμίτη ημερομηνίας 29/2/2000 τερμάτιζε τη συμφωνία, τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και απορρίφθηκαν.
Η μεν πρώτη εισήγηση απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι «δεν υπάρχει κανένα ίχνος μαρτυρίας ότι η ολοκλήρωση της σύμβασης πώλησης των μετοχών προς την Westside, τελούσε κάτω από την έλευση οποιουδήποτε μελλοντικού γεγονότος. Είναι καταφανώς εκτός του περιεχομένου και του τρόπου σύνταξης του συγκεκριμένου εγγράφου ημερομηνίας 27/1/2000 αφού δεν υποδηλεί ούτε αφήνει να νοηθεί κάτι τέτοιο». Η ορθότητα της συγκεκριμένης κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχει εφεσιβληθεί. Παρέμεινε αλώβητη.
Η δε δεύτερη εισήγηση απορρίφθηκε με το εξής σκεπτικό:
"Ο κ. Αγγελίδης ορθά επισήμανε ότι το λεκτικό της επιστολής δεν πρέπει να εξετάζεται απομονωμένα, αλλά να αντικρίζεται το κείμενο στην ολότητα του. Διαμαρτύρονται οι εναγόμενοι για το περιεχόμενο της σύμβασης. Τη χαρακτηρίζουν ως "άκυρη ή ακυρώσιμη" λόγω των όρων και στοιχείων που περιέχει. Παράλληλα όμως τονίζουν την επιθυμία τους για σύναψη νέας σύμβασης με τους ενάγοντες. Πως συνάδει αυτή η πρόσκληση με την πρόθεση μη εφαρμογής των προνοιών της συμφωνίας και μάλιστα προκαταβολικά; Αφήνω που η επιστολή ημερ. 29.2.2000 στάληκε μετά την περίοδο που προκαθόριζε η συμφωνία ότι θα έπρεπε να υλοποιηθεί η ολοκλήρωση που ήταν η 28.2.2000. Συνακόλουθα δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της αρχής της αποκήρυξης."
Για σκοπούς κατανόησης του πιο πάνω σκεπτικού του πρωτόδικου δικαστηρίου, με το οποίο και συμφωνούμε, παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής Πολεμίτη:
"ΘΕΜΑ: Σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών ημερομηνίας 27/1/2000
Έχω οδηγίες από τους Μαρία Παναγιώτου, Γεωργία Παναγιώτου, Παναγιώτη Παναγιώτου, Λατομείο Παναγιώτου & Υιοί Λτδ, Νεοφύτα Παναγιώτου και Κυριάκο Ξενοφώντος να σας πληροφορήσω ότι θεωρούν την ως άνω σύμβαση ως περιέχουσα όρους και στοιχεία που καθιστούν αυτή άκυρη και/ή ακυρώσιμη ουχί εξ υπαιτιότητος αυτών.
Επειδή πρόθεση των πελατών μου είναι η σύναψη συμφωνίας μετά της WEST SIDE ENGINEERING LTD υπό όρους και προϋποθέσεις ισοβαρείς και ουχί επαχθείς διά αυτούς και συμφώνως προς το πνεύμα και γράμμα του νόμου έχω οδηγίες να σας καλέσω σε συνάντηση προς τον σκοπό συζήτησης και σύναψης νέας σύμβασης.
Παρακαλώ σημειώσατε ότι οποιαδήποτε χρήματα έχετε καταβάλει δυνάμει της συμφωνίας ημερομηνίας 27/1/2000 είναι στη διάθεση σας εάν κρίνετε ότι δεν επιθυμείτε την συνομολόγηση νέας συμφωνίας."
Ούτε η επί του προκειμένου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου αμφισβητήθηκε με έφεση. Έχει παραμείνει αλώβητη. Εν πάση περιπτώσει, το κείμενο της εν λόγω επιστολής ουδόλως συνιστά τερματισμό της συμφωνίας με την έννοια που οι συνήγοροι του εφεσείοντα εισηγούνται.
Οι εφεσείοντες συναρτούν την επιστολή Πολεμίτη, όπως και την εισήγηση τους ότι η συμφωνία 27/1/2000 τελούσε υπό τη συγκεκριμένη αίρεση, με την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του estoppel, παράγοντας που έχει προσμετρήσει καθοριστικά στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία διατάσσοντας ειδική εκτέλεση της συμφωνίας αντί να επιδικάσει στην εφεσίβλητη αποζημιώσεις. Το σκεπτικό που οδήγησε το δικαστήριο στη συγκεκριμένη κατάληξη του και με το οποίο συμφωνούμε, έχει ως πιο κάτω:
"Επίκληση αυτής της άρνησης έκαμε ο συνήγορος των εναγομένων, για να καταδείξει ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 73 του Κεφ. 113. Όπως όμως έχω ήδη αποφασίσει, η συμπερίληψη των υπολοίπων μετόχων του Λατομείου, όπως και των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Λατομείου στα πρόσωπα που προσυπόγραψαν τη συμφωνία ημερ. 27.1.2000 επηρεάζει καταλυτικά την κρίση του δικαστηρίου. Στη συμφωνία προκαθορίστηκε από τη μια η επιθυμία πώλησης των μετοχών της Μαρίας και Γεωργίας Παναγιώτου και από την άλλη η επιθυμία της Westside να καταστεί μέτοχος του Λατομείου κατά 50%. Γεγονός που αποδέχτηκε το Λατομείο. Πως μπορεί να παραγνωριστεί αυτή η σαφής εκδήλωση συγκατάθεσης από το Λατομείο, μέσω της υπογραφής του κειμένου της συμφωνίας από το διοικητικό συμβούλιο και τους μετόχους, που υποδηλεί με βάση το Άρθρο 106 του Πρώτου Πίνακα του Κεφ. 113, απόφαση δεόντως ληφθείσα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, βρίσκω ότι οι εναγόμενοι εμποδίζονται, λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς τους, να εγείρουν θέμα έλλειψης συγκατάθεσης του διοικητικού συμβουλίου του Λατομείου για πώληση των μετοχών. Παράλληλα, όπως προανέφερα η ύπαρξη καταλλήλου υλικού προς ανόρυξη, συνδυαζόμενα με την ύπαρξη χρεών του Λατομείου, με την αναγκαιότητα εξασφάλισης των αναγκαίων πόρων για καινούργιο εξοπλισμό, που προσδιόρισε η μελέτη Α. Σιαθά, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι επωφελές και καθόλου ανεπιεικές για την εταιρεία η έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης. Από την άλλη, πρέπει να σταθμιστεί η απουσία επιθυμίας της μετόχου και εναγόμενης Γεωργίας Παναγιώτου να προχωρήσει στη μεταβίβαση των μετοχών. Όπως όμως έχω ήδη αποφασίσει αυτή έγινε με αποκλειστικό κίνητρο την εξασφάλιση μεγαλύτερου οικονομικού οφέλους και δη εκμετάλλευσης του προνομίου λατόμευσης από την ίδια και από άλλους μετόχους και εμπλεκόμενους. Γεγονός που δε μπορεί ν' αποτελέσει σοβαρό κίνητρο για το δικαστήριο να αποκλίνει από την ελεύθερα δοθείσα, όπως αποφάσισα, εκδηλωθείσα πρόθεση των μερών, για πώληση των μετοχών, που ενσωματώθηκε στη συμφωνία ημερ. 27.1.2000 (Τεκμ.46)."
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και η θέση που προβάλλεται στα πλαίσια του υπό στοιχείο (β) σκέλους της αιτιολογίας του 1ου λόγου έφεσης απορρίπτεται.
Με το τρίτο σκέλος της αιτιολογίας του ιδίου λόγου έφεσης, έρχονται στο προσκήνιο οι πρόνοιες του όρου 17 της συμφωνίας 27/1/2000, τις οποίες και παραθέτουμε:
"17. Συμφωνείται ότι η αγοράστρια αναλαμβάνει να δανειοδοτήσει την Εταιρεία καθώς και την εταιρεία Selenior Non-Metallics με το εκάστοτε Επιτόκιο για τις επενδύσεις που θα χρειασθεί να γίνουν για να λειτουργήσει δεόντως ως λατομείο. Για το κόστος και το είδος των επενδύσεων θα αποφασίσει η WEST SIDE ENGINEERING LTD. Η αποπληρωμή του δανείου θα γίνεται από τα κέρδη της εταιρείας και της εταιρείας Selenior Non-Metallics Ltd."
Είναι πιστεύουμε αρκετό να διεξέλθει ένας το επί του προκειμένου σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, με το οποίο και συμφωνούμε, για να διαπιστώσει ότι το επιχείρημα των εφεσειόντων περί ετεροβαρούς συμφωνίας, στερείται πραγματικού υπόβαθρου. Το παραθέτουμε:
"Κατ' αρχήν, αντικρίζοντας τη λεκτική διατύπωση του συγκεκριμένου όρου θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι όντως υπάρχει μια προνομιακή αντιμετώπιση της Westside. Πλην όμως θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις περιβάλλουσες συνθήκες. Το Λατομείο αντιμετώπιζε προβλήματα και υπολειτουργούσε, όπως είπε ο Χρ. Κούνουνας. Υπήρχε πρόθεση πώλησης, γεγονός, που και πάλι δεν αμφισβητήθηκε. Υπήρχαν σημαντικά χρέη που επιβεβαιώνεται από το παράρτημα «Β» της συμφωνίας (Τεκμ.46). Αυτά τα χρέη ανέλαβε με βάση τις πρόνοιες του όρου 13 να καλύψει κατά 50% η Westside. Σημειώνω ότι αυτά δημιουργήθηκαν προγενέστερα της συμφωνίας. Οι εναγόμενοι είχαν τη μελέτη του Α. Σιαθά (Τεκμ.37) που την ζήτησε ο Παναγιώτης Παναγιώτου. Η μελέτη ανέλυε τις δυνατότητες εξόρυξης, την ποσότητα, ποιότητα του υλικού και τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Αυτά, συνδυαζόμενα με την αναγκαιότητα εισροής κεφαλαίων για ανάπτυξη της εξορρικτικής ικανότητας του Λατομείου.
Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τον τρόπο αποπληρωμής του όποιου δανείου θα παραχωρούσε η Westside, (όρος 17) που θα γινόταν από τα κέρδη του Λατομείου και της Selenior, βρίσκω ότι δεν υποδηλεί τόσο προνομιακή μεταχείριση για την Westside που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ο συγκεκριμένος όρος ως «επαχθής». Αφήνω που καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε ως προς τις συνθήκες που οδήγησαν στη συμπερίληψη του συγκεκριμένου όρου. Συνακόλουθα αυτό το επιχείρημα και ο λόγος ακύρωσης της συμφωνίας απορρίπτονται."
Ως εκ των πιο πάνω, ούτε στον τομέα αυτό παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, κρίνουμε κατ' αρχήν σκόπιμο να επισημάνουμε την απουσία του δικηγόρου Λεωνίδα Γεωργίου από το εδώλιο του μάρτυρα, απουσία η οποία είχε καταλυτικές κατά τη γνώμη μας συνέπειες για τις θέσεις που οι εφεσείοντες προβάλλουν στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και ταυτόχρονα να υπενθυμίσουμε ότι ο εν λόγω δικηγόρος ήταν, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου των οποίων η ορθότητα δεν αμφισβητείται με έφεση, δικηγόρος των εφεσειόντων. Επομένως οι εφεσείοντες «δεν μπορούν», όπως πολύ ορθά επισημαίνεται στο περίγραμμα των ευπαίδευτων συνηγόρων της εφεσίβλητης «να οικοδομήσουν επί της ιδιότητας του Λεωνίδα Γεωργίου».
Προτού ασχοληθούμε με την ουσία της επιχειρηματολογίας των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων, η οποία αφορά στη μαρτυρία των δικηγόρων Λ. Θεοφάνους και Σ. Πολεμίτη, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και ότι επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια, ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις του, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Σε περιπτώσεις αντιφάσεων που αφορούν σε παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα, περιθώριο μιας τέτοιας επέμβασης δεν χωρεί. (Βλ. Αφροδίτη Κουρίδη κ.ά. ν. G.P.C. Fortune Insurance and Investment Ltd., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 299/2007 και 300/2007, ημερομηνίας 22/11/2011 και Magistrato Gardens Limited ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 261/2008, ημερομηνίας 23/2/2012).
Κρίνουμε επίσης σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την αρχή ότι το δικαστήριο, στην περίπτωση μας το Επαρχιακό Δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης. (Βλ. Magistrato Gardens Limited (πιο πάνω) και την εκεί νομολογία που η απόφαση παραπέμπει).
Τα σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του δικηγόρου Σ. Πολεμίτη σχόλια του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία και διεξήλθαμε προσεκτικά, βρίσκονται στις σελ. 57-59 της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ τα αντίστοιχα που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της δικηγόρου Λ. Θεοφάνους, τα οποία επίσης διεξήλθαμε προσεκτικά, βρίσκονται στις σελ. 40-41 της εκκαλούμενης απόφασης. Αναφορικά με τη μαρτυρία της Θεοφάνους, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή της αναφορικά με την εμπλοκή της στην προετοιμασία της συμφωνίας 27/1/2000, όπως και την εκδοχή της που σχετίζεται με την εμπλοκή της στην προετοιμασία και υπογραφή του μεταβιβαστικού εγγράφου των μετοχών της Μαρίας Παναγιώτου, ενώ απέρριψε την υπόλοιπη μαρτυρία της.
Συνιστά διαπίστωση μας ότι η απόρριψη μέρους της μαρτυρίας της Λ. Θεοφάνους συνοδεύεται από αιτιολογία και ότι η αιτιολογία αυτή δεν είναι ασαφής και αόριστη, αλλά παρέχεται με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης. Συνιστά επίσης διαπίστωση μας ότι η παρουσία στη μαρτυρία του δικηγόρου Σ. Πολεμίτη στοιχείων τα οποία αντικειμενικά κρινόμενα πλήττουν καίρια και καθοριστικά την αξιοπιστία του εν λόγω δικηγόρου, φανερώνοντας από πλευράς του διάθεση απόκρυψης της αλήθειας, είναι περισσότερο από εμφανής. Κατά συνέπεια, ούτε στον τομέα αυτό διαπιστώνουμε λόγους επέμβασης μας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Λόγοι έφεσης 8, 9 και 10
"ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα το Δικαστήριο αποφαίνεται στη σελ. 95 της απόφασης ότι ο Παναγιώτης Παναγιώτου έπεισε την εναγόμενη 1 να μην υλοποιήσει τη συμφωνία ημερ. 27/1/00, διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) ο Παναγιώτης Παναγιώτου δεν κατέθεσε στη διαδικασία
(β) ουδείς μάρτυρας των εναγόντων ή των εναγομένων κατέθεσε ότι διαπίστωσε ότι ο Παναγιώτης Παναγιώτου προέβει σε οποιαδήποτε προτροπή προς την εναγόμενη 1.
ΕΝΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επραγματεύθει και δεν απεφάσισε επί του απολύτου δικαιώματος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας να μην αποδεχθεί τη σύμβαση πωλήσεως μετοχών διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) όπου υπάρχει σχετικός όρος με απόλυτο δικαίωμα στο καταστατικό της εταιρείας αυτός γίνεται σεβαστός νοουμένου ότι η απόρριψη της πράξεως γίνεται εντός διμήνου. Στην παρούσα περίπτωση ο τερματισμός έγινε σε 32 μέρες.
(β) το υποτιθέμενο estoppel λόγω υπογραφής της συμβάσεως δεν επηρεάζει την παρούσα περίπτωση διότι η συνυπογραφή δεν αποτελεί απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που είχε περιθώριο μέχρι και 2 μήνες να αποφασίσει για την έγκριση ή όχι.
Εν πάσει περιπτώσει η ανάκληση της υποτιθέμενης έγκρισης έγινε προ της παρελεύσεως διμήνου και πριν την εγγραφή των μετοχών επί της Ενάγουσας.
ΔΕΚΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα το Δικαστήριο δεν ενδιέτριψε στη δικαιολογία των εναγομένων να μην προχωρήσουν στην εφαρμογή της συμφωνίας πράγμα που επιλύπτετο από το καταστατικό της εταιρείας διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Όλες οι μαρτυρίες που κατετέθησαν για τις δραστηριότητες της ενάγουσας είναι γιατί απώλεσε σχεδόν όλες τις δραστηριότητες λόγω της πώλησης όλων των εξαρτωμένων εταιρειών και την αντιμετώπιση σωρείας αγωγών για διάφορα χρέη που προήλθαν μεταξύ άλλων και από την αποτυχία της να ενταχθεί στο ΧΑΚ.
(β) ο μάρτυρας Σωτήρης Κούνουνας απόφοιτος πανεπιστημίου σε οικονομικά θέματα διέβλεψε αυτόν τον κίνδυνο και σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία αυτός πρότεινε στους μετόχους και διευθυντές να διακόψουν τη συμφωνία.
(γ) από αυτό προκύπτει ότι το εύρημα περί διαγωγής του Παναγιώτη Παναγιώτου είναι εντελώς αθεμελίωτο."
Η σχετική με τους πιο πάνω λόγους έφεσης επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειόντων, όπως αυτή παρατίθεται στα πλαίσια του περιγράμματος τους, είναι η ακόλουθη:
"Δεν εδόθει καμία μαρτυρία για το πώς ενεργούσε και αν ενεργούσε ο Παναγιώτης Παναγιώτου. Ο ίδιος δεν μαρτύρησε. Οι μάρτυρες του Ενάγοντα δεν έκαμαν καμιά αναφορά για κινήσεις του Παναγιώτη Παναγιώτου.
Το σημείο στη σελ.95 της απόφασης είναι εντελώς αυθαίρετο. Ο Δικαστής αναφέρεται, σαν δικαιολογία που βασίζει το επιχείρημα του στη παράγραφο 1 στη σελ.95. Όμως τί αξιοπιστία είχε ο μάρτυρας Χ.Σίμωνος τη στιγμή που σύμφωνα με τη Μαρία Παναγιώτου και το σύζυγο της όταν τους ζητήθηκαν τα δανεισμένα χρήματα απάντησε «πέστε ότι επάθετε καρκίνο και εφάετε στους γιατρούς τα υπόλοιπα»."
Η θέση των εφεσειόντων ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων 2 έπεισε την εφεσείουσα 1 να υπαναχωρήσει και να μην προχωρήσει σε υλοποίηση της συμφωνίας 27/1/2000, δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία, είναι ανεδαφική. Είναι πιστεύουμε αρκετό να διεξέλθει ένας την εκκαλούμενη απόφαση και συγκεκριμένα το πιο κάτω απόσπασμα από τη σελ. 95 της απόφασης για να διαπιστώσει το αβάσιμο της εν λόγω θέσης:
"Υπάρχει η αναντίλεχτη μαρτυρία του Χ. Σίμωνος την οποία και αποδέχομαι. Ότι ο Παναγιώτης Παναγιώτου, σκόπιμα χωρίς δικαιολογία και όπως ο τελευταίος του είχε πει, μετά την επιστολή ημερ. 29/2/00, έπεισε την Γεωργία Παναγιώτου να μην μεταβιβάσει τις μετοχές. Η Μαρία Παναγιώτου είπε ότι ο Παναγιώτης και ο Σ. Κούνουνας την παρότρυναν να μη βιαστεί να υπογράψει.
Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι ο Παναγιώτης Παναγιώτου έπεισε τη Γεωργία Παναγιώτου να μην υλοποιήσει τη συμφωνία ημερ. 27/1/00. Η δε γνώση για την ύπαρξη της συμφωνίας που αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αστικού αυτού αδικήματος, είναι αδιαμφισβήτητη."
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο λόγος έφεσης 8 δεν μπορεί να πετύχει.
Με τις θέσεις των εφεσειόντων οι οποίες προβάλλονται στα πλαίσια του 9ου λόγου έφεσης έχουμε σε μεγάλο βαθμό, ασχοληθεί στα πλαίσια συζήτησης του 1ου λόγου έφεσης και συγκεκριμένα στα πλαίσια συζήτησης του υπό στοιχείο (β) σκέλους της αιτιολογίας του λόγου αυτού. Υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε τα όσα σχετικά έχουμε αναφέρει και για σκοπούς του 9ου λόγου έφεσης. Πρόσθετα επισημαίνουμε και τα πιο κάτω:
Ο λόγος έφεσης 9 και οι προβαλλόμενες στα πλαίσια του θέσεις των εφεσειόντων φέρνουν στο προσκήνιο τις πρόνοιες του άρθρου 106 του Πρώτου Πίνακα του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113, όπως και αυτές των άρθρων 4 και 12 του καταστατικού της εφεσείουσας 3. Παραθέτουμε τις εν λόγω πρόνοιες με πρώτες αυτές του καταστατικού της εφεσείουσας 3, σημειώνοντας ότι όλες οι εν λόγω πρόνοιες κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος.
"Άρθρο 4. Οι σύμβουλοι δύνανται, τηρουμένων των προνοιών του άρθρου 5 κατωτέρω, κατά την απόλυτον κρίσιν των και άνευ υποχρεώσεως να δώσουν λόγον προς τούτο, να αρνηθούν να καταχωρήσουν μεταβίβασιν οιασδήποτε μετοχής, αλλά το ρηθέν δικαίωμα αρνήσεως δεν θα δύνανται να ενασκήσουν εις περίπτωσιν μεταβιβάσεως μετοχών υπό μέλους εις έτερο μέλος της εταιρείας ή υπό μέλους εις τον ή την σύζυγο ή τα τέκνα του.
Άρθρο 12. Τηρουμένων των προνοιών του Νόμου, έγγραφος απόφασις υπογεγραμμένη υφ' όλων των μελών άτινα δικαιούνται να λάβουν ειδοποίησιν περί γενικής συνελεύσεως και να προσέλθουν και ψηφίσουν (ή εις περίπτωσιν εταιρειών μελών δια των δεόντως εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων των) θα έχει την αυτήν εγκυρότηταν και αποτελεσματικότηταν ως εάν αυτή επεκυρούτο εν Γενική Συνελεύσει της Εταιρείας δεόντως συγκληθείσης και λαβούσης χώραν.
Άρθρο 106. Γραπτή απόφαση υπογραμμένη από όλους τους συμβούλους που δικαιούνται εκάστοτε να λαμβάνουν ειδοποιήσεις για συνεδρία των συμβούλων, είναι εξίσου έγκυρη και δεσμευτική ωσάν να είχε ληφθεί σε συνεδρίαση των συμβούλων που είχε συγκληθεί και συγκροτηθεί κανονικά."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είχαν αρχικά τεθεί και συζητηθεί οι πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων, τις απέρριψε με βάση το πιο κάτω σκεπτικό με το οποίο συμφωνούμε και το οποίο υιοθετούμε:
"Αυτή η δυνατότητα άρνησης υπάρχει διατυπωμένη στο άρθρο 4 του Καταστατικού του Λατομείου. Την άσκησαν ισχυρίστηκε ο συνήγορος τους. Πριν αποφασίσω το θέμα δε μου διαφεύγει της προσοχής το άρθρο 106 του Πίνακα Α του Κεφ. 113, που αποτελεί μέρος του Καταστατικού, και προβλέπει ότι, μια απόφαση που διατυπώνεται γραπτώς, υπογραμμένη από όλους τους διοικητικούς συμβούλους, που κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είχαν δικαίωμα να λάβουν σχετική ειδοποίηση, θα είναι έγκυρη και αποτελεσματική ως να είχε ληφθεί σε συνεδρία των διοικητικών συμβούλων κανονικώς συγκληθείσα και πραγματοποιηθείσα. (Bukley on the Companies Acts (άνω) σελίδα 1023).
Στο ίδιο μήκος κινείται και το καταστατικό του Λατομείου, σε σχέση με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης (αρ. 12 Τεκμήριο 44).
Με γνώμονα αυτές τις νομικές αρχές θα εξετάσω τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Τη συμφωνία ημερ. 27.1.2000 Τεκμ. 46 την έχουν υπογράψει εκτός από τους πωλητές, οι μέτοχοι αλλά και οι διευθυντές της εταιρείας. Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι απουσιάζει η υπογραφή και συνακόλουθα η γνώση της πρόθεσης των μετόχων Μαρίας και Γεωργίας Παναγιώτου, από οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο, να πωλήσουν τις μετοχές τους. Σύμφωνα με τα πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών, όλοι οι μέτοχοι και διευθυντές ήταν παρόντες και συνυπογράφουν τη συμφωνία (Τεκμ. 69). Συνεπώς θα ήταν σχήμα οξύμωρον να απαιτείται και μεταγενέστερη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου που θα έδιδε την έγκριση ή όχι στην καταχώρηση των μεταβιβάσεων. Η ταυτόχρονη σύναξη όλων, περιλαμβανομένων των μελών του διοικητικού συμβουλίου και η παράλληλη υπογραφή της συμφωνίας, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί και ερμηνευθεί ως απόφαση και έγκριση των ενεργειών των μετόχων Μαρίας και Γεωργίας Παναγιώτου. Αυτή αποτελεί απόφαση του διοικητικού συμβουλίου δεσμευτική (άρθρο 106 του Πίνακα Α) και ταυτόχρονα απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων (αρ. 12 του Καταστατικού). Εν πάση περιπτώσει η υποχρέωση απόδειξης ότι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου έγινε για αλλότριους σκοπούς και όχι το πραγματικό ενδιαφέρον της εταιρείας, βρίσκεται στους ώμους των εναγόμενων. Βλέπε Re Smith ν. Fawcett (άνω). Τέτοιο βάρος δεν απόσεισαν οι εναγόμενοι. Αντίθετα η μεταβίβαση των μετοχών της Selenior σε τρίτη εταιρεία και η εκμετάλλευση του λατομείου επίσης από τρίτη εταιρεία δεν αποδίδεται σε τίποτε άλλο παρά αλλότριο κίνητρο, εχτός του πλαισίου που επιβάλλει η νομολογία. Όπως επίσης αποτελεί εύρημα μου, η μη υλοποίηση της συμφωνίας με την Westside στόχευε σε εκμετάλλευση του λατομείου από τους υπόλοιπους μετόχους και τον Σ. Κούνουνα."
Αναφορικά με τις σχετικές με την εφαρμογή της αρχής του estoppel θέσεις των εφεσειόντων, παραπέμπουμε στα όσα σχετικά έχουμε αναφέρει πιο πάνω στα πλαίσια συζήτησης των όσων οι εφεσείοντες εγείρουν στα πλαίσια του σκέλους (β) της αιτιολογίας τους στο λόγο έφεσης 1, τα οποία και υιοθετούμε για σκοπούς του παρόντος λόγου έφεσης.
Ο λόγος έφεσης 9 φέρνει επίσης στο προσκήνιο τις πρόνοιες του άρθρου 73 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113. Και με τις εν λόγω πρόνοιες έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω και συγκεκριμένα έχουμε ασχοληθεί στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης 3 και 14. Υιοθετούμε και για σκοπούς του λόγου έφεσης 9 τα όσα έχουμε αναφέρει στα πλαίσια συζήτησης των λόγων έφεσης 3 και 14.
Οι θέσεις που προβάλλονται στα πλαίσια του 10ου λόγου έφεσης, έχουν ως άξονα τη μαρτυρία του Σ. Κούνουνα στον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατά τη γνώμη μας, αποδίδει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των γεγονότων που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάμνοντας λεπτομερή αναφορά σε όλες τις πτυχές της μαρτυρίας του Σ. Κούνουνα - η αξιολόγηση της καταλαμβάνει οκτώ και πλέον σελίδες της εκκαλούμενης απόφασης, την απορρίπτει, ορθά κατά τη γνώμη μας, στο σύνολο της ως αναξιόπιστη. Η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχει εφεσιβληθεί και συνεπώς έχει παραμείνει, αλώβητη με αποτέλεσμα να αφαιρεί από τη θέση που οι εφεσείοντες προβάλλουν στα πλαίσια του 10ου λόγου έφεσης το οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο αυτή ενδεχομένως να είχε, αν πτυχές της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα γινόντουσαν αποδεκτές.
Αναφορικά με τη μαρτυρία των Μαρίας Παναγιώτου και του συζύγου της Κυριάκου Ξενοφώντος, μαρτυρία την οποία οι εφεσείοντες επικαλούνται για να στοιχειοθετήσουν τους προβαλλόμενους επί του προκειμένου ισχυρισμούς τους, περιοριζόμαστε στη επισήμανση ότι και η εν λόγω μαρτυρία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσίβλητης Χ. Σίμωνος που κρίθηκε αξιόπιστη και έγινε δεκτή όπως και στην επισήμανση ότι καμιάς από τις εν λόγω καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ορθότητα έχει εφεσιβληθεί.
Ως αποτέλεσμα και ο λόγος έφεσης 10 δεν μπορεί να επιτύχει.
Ενόψει όλων των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 8, 9 και 10 απορρίπτονται.
Λόγοι έφεσης 5, 6 και 7
Παραθέτουμε τους πιο πάνω τρεις λόγους έφεσης μαζί με την αιτιολογία τους και τη σχετική πτυχή της επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειόντων, όπως αυτή παρατίθεται στο περίγραμμα τους.
"ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα ο Δικαστής ευρίσκει ότι αδικείτο η Ενάγουσα με την καταβολή ΛΚ.79.840,00σ. γιατί:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Προβλέπεται ότι οι ΛΚ.79.840,00σ. μπορούσαν να αποδοθούν ως αποζημιώσεις.
(β) Η μέτοχος Μαρία Παναγιώτου και ο σύζυγος της Άκης Ξενοφώντος κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο παρέθεσαν μαρτυρία ότι το αντάλλαγμα που πήραν τους αφαιρέθηκε από την Ενάγουσα μέσω του Χαράλαμπου Σίμωνος διευθυντή των εναγόντων για «επενδυτικό σχέδιο».
(γ) Δεν σχολιάστηκε καθόλου η στάση της Westside Engineering Ltd όταν η Μαρία Παναγιώτου και ο σύζυγος της απαίτησαν την επιστροφή του δανεισθέντος ποσού και η Ενάγουσα μέσω του Χαράλαμπου Σίμωνος πρόσφερε πολύ μικρότερο ποσό λέγοντας τους «πέστε ότι επάθετε καρκίνο και εφάετε στους γιατρούς τα υπόλοιπα».
ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα το Δικαστήριο απονέμει αποζημιώσεις πέραν των ΛΚ.79.840,00σ. ως προκύπτει από τη θεραπεία Β, διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Από το λεκτικό της θεραπείας Β 2-5, ως είναι διατυπωμένο, φαίνεται ότι το Δικαστήριο απένειμε μεγαλύτερο ποσό από το δημιουργηθέν χρέος των ΛΚ.79.840,00σ. όπως αυτό διαπιστώνεται στη σελ. 88 της αποφάσεως.
ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Η απόφαση εναντίον των εναγομένων 2 και 4 είναι λανθασμένη και αδικαιολόγητη, διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Από την όλη μαρτυρία δεν φαίνεται ότι οι δύο αυτοί διάδικοι να εκαρπώθηκαν από την υποτιθέμενη πληρωμή των ΛΚ.79.840,00σ.
(β) Έστω και αν ο εναγόμενος 2 έπεισε την εναγόμενη 1 να μην προβεί στη συμπλήρωση της μεταβίβασης δεν υπήρξε κανένα νομικό υπόβαθρο που να δικαιολογεί την επιδίκαση αποζημιώσεων στους εναγομένους 2 ή 4.
Και οι 3 λόγοι έχουν ως κέντρο προσοχής τις αποζημιώσεις των ΛΚ.79.840. Αφού ο Δικαστής εθεώρησε ότι η σύμβαση ήταν επιδεκτική ειδικής εκτελέσεως την οποία τελικά διατάσσει, γιατί απονέμει τις αποζημιώσεις και των ΛΚ.79.840;
Στη σελ. 96 το Δικαστήριο αναφέρει και τα ακόλουθα:
«Πέραν από την ύπαρξη μαρτυρίας για πρόσκληση τρίτου σε παράβαση συμφωνίας απαιτείται η στοιχειοθέτηση ζημιάς. Όπως ήδη ανέφερα η Westside πλήρωσε ποσό ΛΚ.79.840 με την προοπτική υλοποίησης της συμφωνίας πώλησης των μετοχών. Ποσό που αποτελεί πέραν της απώλειας των μετοχών, ζημιά για τη Westside».
Νομίζουμε ότι η παράγραφος περιέχει συνακόλουθες σκέψεις. Αν είναι να υλοποιηθεί η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας σύμφωνα με τις σκέψεις των αγοραστών, που είναι το λάθος; Γιατί πρέπει να πάρουν επιπλέον ΛΚ.79.840; Αφού οι ίδιοι οι μελλοντικοί μέτοχοι είπαν ότι έκαναν τα δάνεια με προοπτική την αγορά των μετοχών. Γιατί μετά το διάταγμα πρέπει να πάρουν άλλες ΛΚ.79.840;"
Κατ' αρχή θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η ανάπτυξη των πιο πάνω τριών λόγων έφεσης, στο περίγραμμα των εφεσειόντων, συνολικά κρινόμενη, χαρακτηρίζεται από ασάφεια και αοριστία, έτσι ώστε η διαπίστωση της ουσίας των επιχειρημάτων τους αναφορικά με όλες τις πτυχές της αιτιολογίας των συγκεκριμένων λόγων έφεσης, να καθίσταται αδύνατη. Παρά ταύτα, και αυτό για σκοπούς της, όσο είναι δυνατό υπό τις περιστάσεις, σφαιρικής εξέτασης των όσων εγείρονται στα πλαίσια των πιο πάνω τριών λόγων έφεσης, θα επιχειρήσουμε, στην έκταση που αυτό είναι δυνατό, να εξετάσουμε την ουσία των επιχειρημάτων των εφεσειόντων.
Στο επίκεντρο και των τριών πιο πάνω λόγων έφεσης, βρίσκεται η επιδίκαση αποζημιώσεων στην εφεσίβλητη, όπως και το ύψος τους.
Οι λόγοι για τους οποίους επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ. 39.920 εναντίον των εφεσειόντων 2 και 4, παρατίθενται, για μεν τον εφεσείοντα 2 στις σελ. 95 και 96 της εκκαλούμενης απόφασης, για δε τους εφεσείοντες 4 στις σελ. 96 και 97 της ίδιας απόφασης. Σχετικές είναι επίσης οι σελ. 61, 62, 88 και 89 της εκκαλούμενης απόφασης. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από τις σελ. 95-97 της εκκαλούμενης απόφασης, από τα οποία σαφώς προκύπτει ότι στην εφεσίβλητη επιδικάσθηκε συνολικό ποσό Λ.Κ. 39.920 και όχι Λ.Κ. 79.840, ως εσφαλμένα αναφέρεται στους πιο πάνω τρεις λόγους έφεσης:
"Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι ο Παναγιώτης Παναγιώτου, έπεισε τη Γεωργία Παναγιώτου να μην υλοποιήσει τη συμφωνία ημερ. 27.1.2000. Η δε γνώση για την ύπαρξη της συμφωνίας που αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αστικού αυτού αδικήματος, είναι αδιαμφισβήτητη.
Το γεγονός ότι η παρότρυνση για μη υλοποίηση έγινε και αυτή προκάλεσε ζημιά στην Westside, είναι επίσης εύκολο διακριτή. Έχασαν την ευκαιρία ν' αποκτήσουν τις μετοχές του Λατομείου. Η ενέργεια του Π. Παναγιώτου απαιτείται να είναι κακόπιστη, με την έννοια ότι απέκτησε ο ίδιος όφελος σε βάρος των εναγόντων. Διατηρήθηκε το Λατομείο και η εταιρεία που ήταν διευθυντής χρησιμοποίησε το προνόμιο με την δομή που υπήρχε πριν τη συμφωνία. Προκλήθηκε ζημιά στην Westside, αφού ήδη για τη περίοδο μεταξύ υπογραφής (27.1.2000) και μη υλοποίησης (28.2.2000), οι ενάγοντες είχαν πληρώσει μεγάλο χρηματικό ποσό, που επέτρεψε στο Λατομείο να συνεχίσει να λειτουργεί.
Ως προς το σκοπό του αστικού αυτού αδικήματος σχετική αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts 14η έκδοση παρ. 792 κ.επ. και στις υποθέσεις Pilavachi & Co v. International Chemical (1965) 1 C.L.R. 97 στη σελίδα 109, Xenophondos v. Anastassiades (1974) 4 J.S.C. 578 και Constantinides v. Pitsillou (1980) 2 J.S.C. 279.
Πέραν από την ύπαρξη μαρτυρίας για πρόσκληση τρίτου σε παράβαση συμφωνίας απαιτείται η στοιχειοθέτηση ζημιάς. Όπως ήδη ανέφερα η Westside πλήρωσε ποσό £79.840 με την προοπτική υλοποίησης της συμφωνίας πώλησης των μετοχών. Ποσό που αποτελεί πέραν της απώλειας των μετοχών, ζημιά για τη Westside.
Συνακόλουθα βρίσκω ότι οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεση τους εναντίον του εναγόμενου 2.
Εναγόμενοι 3 και 4
Η Westside διεκδικεί εναντίον του Λατομείου και της Selenior το ποσό των £79.840,00 το οποίο πληρώθηκε κατόπιν οδηγιών, εντολών τόσο του Παναγιώτη Παναγιώτου ή του Κυριάκου Ξενοφώντος διευθυντών τότε του Λατομείου. Παράλληλα, η αποπληρωμή υποχρεώσεων προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις ή η πληρωμή δικαιωμάτων εξόρρυξης στο τμήμα μεταλλείων, έγιναν από την Westside με την προοπτική συμμετοχής τους στην εταιρεία, κάτι που δεν έγινε. Επειδή η πληρωμή δεν ήταν αποτέλεσμα χαριστικής εκδήλωσης από πλευράς Westside, η τελευταία απέδειξε ότι δικαιούται σε πληρωμή του ποσού. Αφού όμως έγινε με την προοπτική της συμμετοχής κατά 50% στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας και έχω βρει ότι η Westside δικαιούται σε ειδική εκτέλεση, το ποσό που διεκδικείται πρέπει να μειωθεί στο μισό.
Συνακόλουθα βρίσκω ότι οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεση τους εναντίον των εναγομένων 3 και 4."
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο για παρέμβαση μας στον τομέα αυτό. Συμφωνούμε με την επί του προκειμένου τοποθέτηση του πρωτόδικου δικαστηρίου την οποία και υιοθετούμε.
Αναφορικά με τα όσα προβάλλονται στα πλαίσια του 6ου λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του, περιοριζόμαστε να πούμε πως λόγω της γενικότητας, της ασάφειας και της αοριστίας που τον χαρακτηρίζει, αδυνατούμε να διαπιστώσουμε, ιδιαίτερα ελλείψει οποιασδήποτε επιχειρηματολογίας, την ουσία των προβαλλόμενων στα πλαίσια του θέσεων. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στη σελ. 88 της εκκαλούμενης απόφασης όπου ενώ γίνεται αναφορά σε τρία διαφορετικά ποσά (Λ.Κ. 79.840, Λ.Κ. 2000, Λ.Κ. 150.000), στο λόγο έφεσης 6 δεν εξειδικεύεται ποιο από τα εν λόγω τρία ποσά οι εφεσείοντες έχουν υπόψη τους.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 7 απορρίπτονται.
Λόγοι Έφεσης 11 και 13
"ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Λανθασμένα το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις Λ.Κ.79.840,00σ. διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Πλην του ποσού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο μάρτυρας Άκης Ξενοφώντος πληρεξούσιος τότε της Westside Engineering Ltd και παραιτηθείς διευθυντής σύμφωνα με τη σύμβαση είπε ότι ενέκρινε τις διάφορες πληρωμές χωρίς να έχει ιδίαν γνώση κατά πόσον οι δαπάνες έγιναν για τους εναγόμενους 3 ή 4.
(β) Ακόμη όλοι οι έμποροι προμηθευτές που εμαρτύρησαν είπαν ότι δεν γνώριζαν τον τελικό προορισμό των πωληθέντων εμπορευμάτων.
ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εντελώς αδικαιολόγητα το Δικαστήριο ευρίσκει ότι ο Άκης Ξενοφώντος συνέχισε να ήταν διευθυντής της εταιρείας μετά τη σύναψη της συμβάσεως πώλησης, διότι:
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
(α) Τόσον η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του σχετικού εγγράφου όσον και η σχετική μαρτυρία του ιδίου του Άκη Ξενοφώντος επρονοούσε ότι ο Άκης Ξενοφώντος θα παραιτείτο από διευθυντής από την ημέρα υπογραφής της συμβάσεως.
Πως είναι δυνατό μια απαίτηση των εναγόντων για παραίτηση από το Διοικητικό Συμβούλιο που συνοδεύετο από σχετική μαρτυρία από τον ενδιαφερόμενο να μη γίνεται δεκτή αφού όλα τα συμφωνηθέντα παρέμεναν αδιαμφισβήτητα από τους ενάγοντες;
Πως είναι δυνατό μάλιστα να εκδίδεται θεραπεία ειδικής εκτέλεσης όταν μέρος της συμφωνίας (παραμονής σαν διευθυντή του Άκη Ξενοφώντος) δεν είχε πλήρως εκτελεστεί;"
Παραθέτουμε επίσης την επί του προκειμένου πτυχή της επιχειρηματολογίας των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων:
"Οι 2 πιο πάνω λόγοι μιλούν από μόνοι τους. Ο Πρωτόδικος Δικαστής οδήγησε σε αυθαίρετα συμπεράσματα απλά και μόνο γιατί εξυπηρετούν τη σκέψη ότι έπρεπε να δικαιωθούν οι Ενάγοντες.
Τα συμπεράσματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Όταν συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική πρέπει με λεπτομέρεια να δίδεται επεξήγηση για τη δικαιολογία και τη βάση των συμπερασμάτων. Τέτοιες δικαιολογίες και επεξηγήσεις απουσιάζουν πλήρως."
Πραγματικό υπόβαθρο των θέσεων που εγείρονται στα πλαίσια της υπό στοιχείο (α) πτυχής της αιτιολογίας του 11ου λόγου έφεσης, όπως και του 13ου λόγου έφεσης αποτελεί η μαρτυρία του Κ. Ξενοφώντος. Όμως, η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τον εν λόγω μάρτυρα αναξιόπιστο (σελ. 53-56 της εκκαλούμενης απόφασης) και η επί του προκειμένου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχει, όπως έχουμε επισημάνει πιο πάνω στα πλαίσια συζήτησης του 10ου λόγου έφεσης, εφεσιβληθεί, με αποτέλεσμα τόσο η υπό στοιχείο (α) αιτιολογία του 11ου λόγου έφεσης όσο και ο 13ος λόγος έφεσης, στο σύνολο τους, να καθίστανται αλυσιτελείς (Polytropo Advertising Limited ν. ADBOARD LTD (2003) 1 Α.A.Δ. 1486). Η εισήγηση ότι «ο Πρωτόδικος Δικαστής οδήγησε σε αυθαίρετα συμπεράσματα απλά και μόνο γιατί εξυπηρετούν τη σκέψη ότι έπρεπε να δικαιωθούν οι ενάγοντες» είναι παντελώς αβάσιμη.
Τόσο η αναφορά στην υπό στοιχείο (β) πτυχή της αιτιολογίας του 11ου λόγου έφεσης, σε «εμπόρους και προμηθευτές που μαρτύρησαν», χωρίς να συγκεκριμενοποιείται η ταυτότητα των εν λόγω μαρτύρων, όσο και η αναφορά σε «αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του σχετικού εγγράφου» χωρίς να προσδιορίζεται είτε το έγγραφο είτε το σχετικό απόσπασμα από το εν λόγω έγγραφο, καθιστά αδύνατη τη διάγνωση της ουσίας της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων έτσι ώστε να καταστεί δυνατός ο σχολιασμός της. Σημειώνουμε ότι για μεν τους ενάγοντες (εφεσίβλητη) κατέθεσαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία 18 μάρτυρες, για δε τους εναγόμενους (εφεσείοντες) 7 μάρτυρες. Σημειώνουμε επίσης ότι στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας κατατέθηκαν ως τεκμήρια πέραν των 50 εγγράφων.
Ενόψει των πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης 11 και 13 απορρίπτονται.
Λόγος Έφεσης 12
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης έχει αποσυρθεί. Ως εκ τούτου, πέραν των όσων έχουμε αναφέρει στα πλαίσια συζήτησης του 14ου λόγου έφεσης, για σκοπούς του οποίου υιοθετείται η αιτιολογία του 12ου λόγου έφεσης, παρέλκει οποιαδήποτε εξέταση του λόγου έφεσης 12.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
/ΔΓ
[1] "Το περίγραμμα αγόρευσης ενσωματώνει συνοπτικά και περιεκτικά την επιχειρηματολογία υπέρ των θέσεων του διάδικου στην Έφεση ή Αντέφεση, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς επαναλήψεις και αναφορά σε αποφάσεις που επαναλαμβάνουν το ίδιο νομικό σημείο. Κατά κανόνα γίνεται αναφορά στην κύρια ή στις κύριες αυθεντίες που υιοθετούν τον κανόνα ή την αρχή δικαίου που επικαλείται ο διάδικος."
[2] Αν ο εφεσείων παραλείψει να υποβάλει περίγραμμα αγόρευσης, η έφεση απορρίπτεται. Αν υπάρχει αντέφεση εφόσον έχει καταχωρηθεί περίγραμμα αγόρευσης για την αντέφεση, αυτή ορίζεται για ακρόαση.
[3] 76.- (1) Η σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης από το Δικαστήριο αν -
(α) δεν είναι άκυρη δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου∙ και
(β) είναι γραπτή∙ και
(γ) υπογράφεται στο τέλος αυτής από το πρόσωπο που φέρει το βάρος αυτής και
(δ) το Δικαστήριο κρίνει, ενόψει όλων των περιστάσεων, ότι η επιβολή ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης δεν θα ήταν παράλογη ή άλλως πως ανεπιεικής ή πρακτικά ανεφάρμοστη.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν επηρεάζουν την ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεων του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ή οποιασδήποτε τροποποίησης αυτού.