ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 2263

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 227/2008)

 

23 Δεκεμβρίου 2011

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΥΛΙΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

- ν. -

 

        1.  ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΓΑΒΡΙΗΛ,

             2.  ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΝΝΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ,

             3.  ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ,

             4.  ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ

                  ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ

                  ΚΛΑΙΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

--------------------------------

 

Μαίρη Τερψοπούλου (κα) για Α.Γ. Παφίτη και Σία ΔΕΠΕ,

για την Εφεσείουσα.

Ανδρέας Ποιητής, για τους Εφεσίβλητους.

 

----------------------------------

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:   Η  απόφαση  του Δικαστηρίου δεν

είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ με την οποία συμφωνεί και ο  Δικαστής Πασχαλίδης.  Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον της εφεσείουσας, ως εναγομένης,  στη βάση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου με την οποία αξίωναν διάταγμα του Δικαστηρίου «.. διατάσσον την εναγομένη να παραδώσει ακώλυτη την κατοχή του πιο κάτω αναφερομένου σπιτιού στους ενάγοντες.».  Ζητήθηκαν ταυτόχρονα και αποζημιώσεις ίσες προς £600 μηνιαίως από 1.9.2000 μέχρι παραδόσεως της κατοχής, νόμιμος τόκος και έξοδα. 

 

        Οι λεπτομέρειες που δόθηκαν με την καταχωρηθείσα αγωγή ήταν ιδιαίτερα συνοπτικές και αφορούσαν τη θέση ότι ο Δημήτρης Γρηγορίου, διαχειριστής με σχετικό διάταγμα ημερ. 15.12.1994 της περιουσίας της αποβιώσασας μητέρας του Κλαίρης Γρηγορίου, κάλεσε την εφεσείουσα με επιστολή του ημερ. 12.7.2000 να εγκαταλείψει την οικία στην οποία διέμενε, από 31.8.2000.  Η εφεσείουσα ήταν η δεύτερη σύζυγος του πατέρα των εφεσιβλήτων, η οποία μετά το θάνατο της πρώην συζύγου του, παντρεύτηκε το 1985 τον πατέρα τους, διαμένοντας μαζί του στο σπίτι της οδού Μενελάου αρ. 6 στον Ποταμό Γερμασόγειας στη Λεμεσό, μέχρι το δικό του θάνατο στις 2.11.1993.  Ως σημειώνεται στην παρ. 2 του κλητηρίου εντάλματος, οι εφεσίβλητοι είναι συνιδιοκτήτες αυτού του σπιτιού το οποίο ανήκε στην αποβιώσασα μητέρα τους.  Μετά το θάνατο και του πατέρα τους, η εφεσείουσα διέμενε στο σπίτι αυτό το οποίο ενεγράφη με σχετική δήλωση μεταβίβασης από  τις 15.5.2000 στο όνομα του εφεσίβλητου 4, ως διαχειριστή, ως κατατέθηκε κατά τη μαρτυρία του Κυριάκου Πόρακου, Μ.Ε.1, βοηθού κτηματολογικού λειτουργού, (σχετικό είναι το Τεκμ. 3) και μετέπειτα από 9.2.2001 στο όνομα όλων των εφεσιβλήτων ως παρουσιάστηκε στο πιστοποιητικό έρευνας, Τεκμ. 1.  Σύμφωνα με τη θέση των εφεσιβλήτων μετά την επιστολή ημερ. 12.7.2000, με την οποία η εφεσείουσα καλείτο να εγκαταλείψει την οικία, και την οποία απέστειλε, ως ανεφέρθη, ο εφεσίβλητος 4 ως διαχειριστής, αυτή συνέχισε να διαμένει σ΄ αυτή ως «.. επεμβασίας προκαλώντας ζημιές στους ενάγοντες.».  Σημειώνεται ότι η αγωγή αρχικά ηγέρθηκε την 1.9.2000, από τον εφεσίβλητο 4, ως διαχειριστή μόνο, μετέπειτα όμως η αγωγή τροποποιήθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 3.12.2003, ώστε ο τίτλος να αντανακλά τη μεταβίβαση της περιουσίας σ΄ όλους τους εφεσίβλητους.

 

        Με την υπεράσπιση της η εφεσείουσα αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στο ιστορικό της ιδιοκτησίας αφενός της οικίας και αφετέρου στο δικό της ιστορικό του γάμου της με τον αποβιώσαντα πατέρα των εφεσιβλήτων, από τον οποίο γάμο και απέκτησε μια θυγάτερα, τη Στέφανη Γ. Γρηγορίου, της οποίας τότε, κατά την καταχώρηση της υπεράσπισης, είχε τη γονική μέριμνα και κηδεμονία της, ως ανήλικης. Η εφεσείουσα ισχυριζόταν με το δικόγραφο της ότι η εν λόγω οικία είχε αγορασθεί από την πρώην σύζυγο του αποβιώσαντος συζύγου της, Κλαίρη Γρηγορίου, μητέρα των εφεσιβλήτων, από την εταιρεία Swepco Constructions Ltd, το 1/6 όμως της αξίας της εξοφλήθη από τον αποβιώσαντα σύζυγο της μετά το θάνατο της Κλαίρης Γρηγορίου. Επομένως, πέραν του δικού της κληρονομικού μεριδίου στην ευρύτερη περιουσία του αποβιώσαντος συζύγου της Γαβριήλ Γρηγορίου, η οικία ανήκε και κατά 1/6 μερίδιο στην περιουσία του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου. 

 

        Η υπεράσπιση επεκτάθηκε σε ισχυρισμούς ότι μετά το θάνατο της Κλαίρης Γρηγορίου είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ του διαχειριστή της περιουσίας της, εφεσίβλητου 4, και του συνδιαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου, Λεύκιου Τσικκίνη, όπως εγγραφεί ολόκληρο το συμφέρον της οικίας επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου 4, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα ενέγραφε το 1/6 μερίδιο ως επίτροπος («trustee»), της περιουσίας του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου και υπό την ιδιότητα αυτή ο εφεσίβλητος 4 δεν θα προέβαινε σε οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα για την εκδίωξη της εφεσείουσας και της ανήλικης τότε θυγατέρας της, μέχρι τη συμπλήρωση και ολοκλήρωση της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου.

 

        Περαιτέρω, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η οικία της ανήκει δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος, των εφεσιβλήτων κωλυομένων από το να απαιτούν την έξωση της λόγω συμφωνίας ρητής ή σιωπηρής και δυνάμει των αρχών της επιείκειας, εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν αποδεχθεί να παραμείνει αυτή μετά της θυγατέρας της στη συζυγική εστία ως σύζυγος του πατέρα τους και μετά ως η οικογένεια που αυτός απέκτησε λόγω του γάμου μαζί της.  Η εφεσείουσα προς τέλεση του γάμου, ενώ διατηρούσε κατοικία στη Λευκωσία με επίπλωση, την εγκατέλειψε για να συγκατοικήσει αρχικά με τον μετέπειτα σύζυγο της τον οποίο παντρεύτηκε το 1985.  Δημιουργήθη, επομένως, ως εκ των ανωτέρω, σιωπηρό ή απολήγον καταπίστευμα προς όφελος της.  Ανταπαιτητικώς λοιπόν επεδίωξε δήλωση του Δικαστηρίου ή απόφαση ή διάταγμα εγγραφής επ΄ ονόματι της όλων των μεριδίων στην εν λόγω οικία ή τουλάχιστον του κληρονομικού μεριδίου του συζύγου της και δήλωση ότι οι  εφεσίβλητοι κατέχουν αυτή ως καταπιστευματοδόχοι προς όφελος της ιδίας και της θυγατέρας της. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε  σχετική μαρτυρία από τον Κυριάκο Πόρακο, Βοηθό Κτηματολογικό Λειτουργό, ο οποίος εξήγησε το ιστορικό της ιδιοκτησίας της οικίας.  Μαρτυρία έδωσε επίσης ο εφεσίβλητος 4, ως διαχειριστής της περιουσίας της μητέρας του, αλλά και ως ένας από τους κληρονόμους, ο οποίος εξήγησε τη θέση των εφεσιβλήτων που οδήγησε στην αποστολή της επιστολής προς την εφεσείουσα, καθώς και ο Σέργιος Σεργίου, κτηματομεσίτης και εκτιμητής, ο οποίος αναφέρθηκε στην ενοικιοστασιακή αξία της οικίας.  Τέλος, εκ μέρους των εφεσιβλήτων έδωσε μαρτυρία και ο δικηγόρος Λάμπρος Πελεκάνος, δικηγόρος του διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης Γρηγορίου. Εκ μέρους της εφεσείουσας έδωσε μαρτυρία, πέραν από την ίδια, η θυγατέρα της, Στέφανη Γρηγορίου, η Μαίρη Φαρλέκα, αδελφή της εφεσείουσας, και ο Μιχάλης Τύμβιος, ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους της Swepco Constructions Ltd, στην οποία εργαζόταν τον ουσιώδη χρόνο. 

 

        Αφού αξιολογήθηκε η πρωτόδικη μαρτυρία από το Δικαστήριο και αναφέρθηκαν από νομικής πλευράς τα θέματα της άδειας και ανάκλησης αυτής, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων, απορρίπτοντας την αντίθετη θέση της εφεσείουσας και των μαρτύρων της, εκδίδοντας διάταγμα που τη διέτασσε (διατηρώντας το επακριβές λεκτικό), ως εξής:

 

«Ως εκ των ανωτέρω εκδίδεται διάταγμα διατάττον την εναγομένη όπως παραδώσει στον κάθε ένα από τους ενάγοντες 1, 2 και 3 κατοχή του μεριδίου του στην επίδικη κατοικία. 

 

Τούτο σημαίνει πως η εναγομένη διατάσσεται να επιστρέψει στον κάθε ένα από τους εναγομένους 1, 2 και 3 χρήση ολόκληρης της επιδίκου κατοικίας.»

 

Ως προς τις ζητηθείσες αποζημιώσεις, το Δικαστήριο, μη ικανοποιηθέν από τη μαρτυρία περί της αξίας της οικίας ή της ζημιάς που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι, επιδίκασε αποζημιώσεις στο ονομαστικό ποσό των €10, στον εφεσίβλητο 4 για την περίοδο 1.9.2000 έως 8.2.2001 και στους εφεσίβλητους  1, 2 και 3 επίσης το ποσό των €10 για την περίοδο 9.2.2001 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στις 5.5.2008.

 

Ταυτόχρονα, απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας καταδικάζοντας την στα έξοδα, ενώ κρίνοντας ότι η περίπτωση ήταν «ιδιάζουσα», δεν επιδίκασε οποιαδήποτε έξοδα επί της ιδίας της αγωγής.

 

         Επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με δεκαέξι λόγους έφεσης εκ των οποίων απεσύρθη με το περίγραμμα, ο ένας εξ αυτών.  Η ουσία τους έγκειται στη λανθασμένη από το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίληψη ως προς τη βάση των τοποθετήσεων της εφεσείουσας.  Κατά τη θέση της έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή η για δεκαέξι και πλέον χρόνια σιωπηρή οικογενειακή διευθέτηση, η οποία επέτρεπε σε αυτήν να παραμείνει στην οικία, αρχικά ως σύζυγος του Γαβριήλ Γρηγορίου και αργότερα ως κληρονόμος αυτού, έχουσα προς αυτό άδεια που δεν θα μπορούσε να ανακληθεί, παρά μόνο από όλα τα εμπλεκόμενα στην οικογενειακή ρύθμιση μέρη και όχι μόνο από τον εφεσίβλητο 4.  Αυτό, διότι η ανάκληση θα έπρεπε να είχε λάβει χώραν και από τους υπόλοιπους εφεσίβλητους ως κληρονόμοι της επίδικης οικίας από τον πατέρα τους Γαβριήλ Γρηγορίου. Περαιτέρω, βάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα παρά το γεγονός ότι ήταν σύζυγος του Γαβριήλ Γρηγορίου, θεωρήθηκε απλώς ως «φιλοξενούμενη» ή ότι το δικαίωμα διαμονής στην οικία ήταν «προσωπογενές». Αντίθετα, η όλη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων κληρονόμων ήταν τέτοια που δημιούργησε κώλυμα εκ συμπεριφοράς, ή, ακόμη, και ιδιοκτησιακό κώλυμα εφόσον στην ουσία δημιουργήθηκε υπέρ της εφεσείουσας καταπίστευμα δυνάμει των αρχών της επιείκειας.  Υπήρχε επίσης δικαίωμα της εφεσείουσας να παραμείνει στην οικία ως δικαιούχος κληρονόμος μέρους αυτής από τον αποβιώσαντα σύζυγο της.  Η εφεσείουσα και η θυγατέρα της ήταν συνιδιοκτήτες και δεν τίθετο θέμα ανάκλησης αδείας κατοχής του δικαιώματος παραμονής της. 

 

        Εγείρεται επίσης ζήτημα ότι η απαίτηση για έξωση της εφεσείουσας δεν καλυπτόταν από την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης και η μαρτυρία που δόθηκε δεν ήταν σύμφωνη με το δικογραφημένο πλαίσιο, εφόσον δεν υπήρχε ποτέ πέμπτος ενάγοντας διαχειριστής, ως η παράγραφος 1 της έκθεσης απαίτησης, λανθασμένα δε το Δικαστήριο θεώρησε το θέμα διαφορετικά. Ως εκ των ανωτέρω, αποτελεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα παράδοσης κατοχής, παρά το εύρημα του ότι οι εφεσίβλητοι είχαν σιωπηρά αναγνωρίσει την άδεια της εφεσείουσας να παραμένει στην επίδικη οικία. 

 

        Προσεκτική εξέταση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει το λανθασμένο της τελικής κρίσης, αποτέλεσμα εσφαλμένης αντιμετώπισης τόσο των επιδίκων θεμάτων, όσο και της μαρτυρίας.  Το Δικαστήριο (μέσα από μια όχι τόσο ευκρινή ή κατά λογική αλληλουχία αναδίπλωση της σκέψης του), απέτυχε να εντοπίσει το πραγματικό και ουσιαστικό επίδικο θέμα, όπως αυτό είχε προωθηθεί στη βάση της έκθεσης απαιτήσεως.  Η απαίτηση, όπως προαναφέρθηκε, κατά πολύ συνοπτικό τρόπο περιορίστηκε σε ορισμένα μόνο γεγονότα με νομική βάση την κατ΄ ισχυρισμόν επέμβαση της εφεσείουσας στην οικία, μετά που αυτή κλήθηκε από τον εφεσίβλητο 4 να την εγκαταλείψει με τη σχετική επιστολή του.  Η έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται και δεν καταγράφει τα οποιαδήποτε κληρονομικά δικαιώματα της εφεσείουσας ως συζύγου του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου, τα οποία κληρονομικά δικαιώματα επεκτείνονταν να καλύψουν και τη θυγατέρα της εφεσείουσας από τον εν λόγω γάμο της.

 

 Η υπεράσπιση ανέδειξε στη δικογραφία της το γεγονός αυτό ισχυριζόμενη στην παρ. 8Α, ότι μετά το θάνατο του Γαβριήλ Γρηγορίου, η εφεσείουσα διέμενε στην οικία μαζί με την ανήλικη τότε θυγατέρα της και ετεροθαλή αδελφή των εφεσιβλήτων, υπό την ιδιότητα τους ως νομίμων κληρονόμων της περιουσίας του αποβιώσαντος.  Εξ αυτού του ελάχιστου γεγονότος ανταπαίτησε δήλωση ότι τουλάχιστον δικαιούται να παραμένει στην οικία δυνάμει ιδιοκτησιακού δικαιώματος κατά το κληρονομικό μερίδιο του συζύγου της στο οποίο και δικαιούται σε εγγραφή επ΄ ονόματι της.  Η θέση αυτή, παρά τη δικογραφημένη  άρνηση της με την απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως τελικώς, με τη σχετική μαρτυρία που δόθηκε προς αυτό το σκοπό.  Με αυτό το δεδομένο καθίσταται αμέσως εμφανές ότι η εκδοθείσα διαταγή του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Αυτό, διότι ενώ η πρώτη παράγραφος του διατάγματος, όπως verbatim καταγράφηκε πιο πάνω, διέτασσε την εφεσείουσα να παραδώσει στους εφεσίβλητους 1, 2 και 3, κατοχή του «μεριδίου του», στη συνέχεια το ίδιο το Δικαστήριο προχώρησε στη δεύτερη παράγραφο να εξηγήσει ότι η εφεσείουσα ήταν στην ουσία υπόχρεη να επιστρέψει σε κάθε ένα από τους εφεσίβλητους «χρήση ολόκληρης της επιδίκου κατοικίας».  Το πιο πάνω διάταγμα, όπως διατυπώθηκε και εξηγήθηκε ως προς τη σημασία του από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός του ότι είναι αντιφατικό διότι η μια παράγραφος αντιμάχεται την άλλη, παραγνωρίζει εντελώς το κληρονομικό μερίδιο της ίδιας της εφεσείουσας επί της οικίας με αποτέλεσμα η διαταγή είτε για παράδοση μεριδίου, είτε για επιστροφή ολόκληρης της χρήσης της οικίας, να είναι άνευ νοήματος και να είναι βεβαίως και πρακτικώς ανεφάρμοστη.  Σε περίπτωση δε αιτήματος για παρακοή τόσο η εφεσείουσα, όσο και οι εφεσίβλητοι, θα βρίσκονταν προ νομικών και πραγματικών προβλημάτων ως προς αυτή καθαυτή την εφαρμογή του διατάγματος.

 

Έπεται ότι με δεδομένο το κληρονομικό μερίδιο της εφεσείουσας ως συζύγου του Γαβριήλ Γρηγορίου,  κακώς απερρίφθη η σχετική ανταπαίτηση επ΄ αυτού τουλάχιστον του μέρους της, δηλωτική της νόμιμης μοίρας της. 

 

Η απόρριψη της ανταπαίτησης από το Δικαστήριο έγινε με βάση τη λανθασμένη αντίληψη ότι δεν ήταν επίδικο ζήτημα διότι απέρρεε από τη διεκδίκηση της έναντι της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της.  Αυτό, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως ότι δικαιούτο σε χρήση της επίδικης οικίας.  Γεγονός που επίσης πιστοποιεί την σύγχυση επί των επιδίκων θεμάτων.  Η ανταπαίτηση δεν είχε κατ΄ ανάγκην σκοπό την έκδοση διατάγματος εγγραφής του μεριδίου της εφεσείουσας, αλλά αποσκοπούσε κυρίως σε δηλωτική απόφαση ότι δικαιούτο σε τέτοιο μερίδιο.  Έπεται ότι θα ακολουθούσε η νενομισμένη διαδικασία στα πλαίσια της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της για την απόδοση σ΄ αυτήν τουλάχιστον του κληρονομικού της μεριδίου.

 

Εφόσον η βάση της αγωγής ήταν η ανάκληση της άδειας χρήσης της οικίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο ήταν δυνατή τέτοια ανάκληση υπό το φως του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι και η εφεσείουσα ήταν κληρονόμος μαζί με τους εφεσίβλητους στην οικία.  Μεταξύ συνιδιοκτητών δεν επιτρέπεται, ούτε χωρεί ανάκληση άδειας χρήσης ώστε να καθίσταται ο ένας εξ αυτών επεμβασίας τη στιγμή που στην πραγματικότητα είναι συνιδιοκτήτης.  Αγωγή για επέμβαση χωρεί μόνο από τον ένα συνιδιοκτήτη εναντίον του άλλου, εάν ο πρώτος εξεδιώχθη από την περιουσία ή του αφαιρέθει το δικαίωμα κατοχής.  Όπως αναφέρεται επί λέξει στο σύγγραμμα των Clerk & LIndsell on Torts 16η έκδ. σελ. 1316, παρ. 23-18:

 

«Co-owners.  One co-owner of land can only bring an action of trespass against the other if he has been actually ousted or dispossessed of the land.  Each co-owner is entitled to possession of the whole land, so that if one turns the other off the land or part of it, it is a trespass.  If the common property or part of it is destroyed, there is an ouster.  So, trespass lies by one co-owner against another who digs and carries away the soil.  It is not trespass, however, if one co-owner uses the land in the ordinary  and natural way, as by cutting grass and making it into hay, or working a coal mine.  In such a case the owner making the hay or working the mine must account for the profits.  When there are co-owners of a wall, such as a party wall, one owner can maintain trespass against the other if there is a destruction of the wall.»

 

        Εδώ βέβαια δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα, ούτε και προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία από τους εφεσίβλητους, ότι η εφεσείουσα τους είχε ποτέ εκδιώξει από την οικία ή δεν τους επέτρεπε κατοχή.  Αντίθετα η μαρτυρία είχε καταδείξει ότι ο εφεσίβλητος 4 ζούσε μέχρι το 1990 στην Αμερική και μετέπειτα μέχρι το θάνατο του πατέρα τους τον επισκεπτόταν στην οικία όπου ζούσε με τη σύζυγο του, την εφεσείουσα.  Μάλιστα όταν πρωτοήλθε στην Κύπρο από την Αμερική, έμεινε τους πρώτους μήνες εκεί.

 

Η απόφαση Λάμπρου κ.ά. ν. Κεφάλα κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516, που χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν σχετίζεται με τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης.  Τα γεγονότα στη Λάμπρου κ.ά. ν. Κεφάλα κ.ά.  ήταν πολύ διαφορετικά.  Αφορούσαν σε αρχική συνοριακή διαφορά  η οποία επιλύθηκε στα έτη 1985 και  1988, όταν τέθηκαν ορόσημα στα σύνορα μεταξύ των τεμαχίων των διαδίκων, και υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ τους.  Παρά ταύτα οι εναγόμενοι έκτισαν οικοδομή ήτοι αποθήκη και χώρο στάθμευσης οχημάτων μέσα στο τεμάχιο που αναλογούσε στους ενάγοντες ή τους τίτλω προκατόχους τους.  Σε εγερθείσα προδικαστική ένσταση στην υπεράσπιση ότι η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει διότι όλοι οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου δεν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν ανάγκη να ήταν ενώπιον του όλοι οι συνιδιοκτήτες των επιδίκων τεμαχίων.

 

Κατ΄ έφεση, ένα από τα σημεία που αποφασίστηκαν ήταν κατά πόσο θα έπρεπε να συνενωθούν στην αγωγή ως διάδικοι όλοι οι συνιδιοκτήτες των επιδίκων κτημάτων και ιδιαιτέρως του τεμαχίου εντός του οποίου έγινε η επέμβαση.  Η θεώρηση του Εφετείου με αναφορά στο σύγγραμμα των Clerk & LIndsell on Torts 14η έκδ. παρ. 212, καθώς και στο σύγγραμμα Bullen & Leake and Jacob´s Precedents of Pleadings, ήταν ότι η συνένωση όλων των συνιδιοκτητών δεν ήταν αναγκαία παρά το ότι ως γενική αρχή σε υποθέσεις επέμβασης, ιδιοποίησης και αμέλειας, όλοι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να συνενώνονται.  Παρά ταύτα, δεν εναπόκειται στον αδικοπραγούντα να παραπονεθεί για μη συνένωση εφόσον εν πάση περιπτώσει ακόμη και ένας εκ των συνιδιοκτητών δύναται να εγείρει την αγωγή μόνος του για να ανακτήσει βέβαια το αναλογούν σ΄ αυτόν μερίδιο της αξίας της περιουσίας που έτυχε οικειοποίησης ή να λάβει την αντίστοιχη αποζημίωση για την ζημιά που επέφερε η επέμβαση του εναγομένου.  Όπως λέχθηκε μάλιστα στην ίδια απόφαση, η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας.

 

Επομένως, λανθασμένα θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η απόφαση Λάμπρου κ.ά. ν. Κεφάλα κ.ά. ως βοηθητική σε αδίκημα επέμβασης, εφόσον η εφεσείουσα εδώ ήταν συνιδιοκτήτρια της οικίας, έστω κατά μερίδιο. Οι εφεσίβλητοι δεν ηδύναντο να εγείρουν την αγωγή από μόνοι τους χωρίς την προσθήκη και των διαχειριστών του Γαβριήλ Γρηγορίου ως εγγεγραμμένων ιδιοκτητών των 3/18 μεριδίων της οικίας.  Η αντίθετη θέση του Δικαστηρίου  ήταν πασιφανώς λανθασμένη ενόψει του γεγονότος ότι ανάκληση άδειας δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να γίνει, ώστε η εφεσείουσα, εξ αιτίας αυτής τούτης της λεγόμενης ανάκλησης, να καταστεί επεμβασίας.  Τη στιγμή που δικαιωματικά κατοικούσε στην οικία με τη θυγατέρα της, ως νόμιμη κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της, είχε, δηλαδή, κυριότητα, έστω εν μέρει.  Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αρχή μέσα από το σύγγραμμα των Clerk & Lindsell 14η έκδ. παρ. 1328, ότι ένας συνιδιοκτήτης μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον άλλου συνιδιοκτήτη, σε περίπτωση εκδίωξης του από την περιουσία, εν τούτοις λανθασμένα προσμέτρησε  στη σκέψη του ότι επειδή η αγωγή ηγέρθηκε από τον διαχειριστή της περιουσίας της Κλαίρης Γρηγορίου, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε να περιλαμβάνει τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 ως συνιδιοκτήτες της οικίας, αυτοί μπορούσαν να στραφούν εναντίον της εφεσείουσας μετά το θάνατο του συζύγου της, τη στιγμή που αν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα έπρεπε να το αξίωναν εναντίον του πατέρα τους, πράγμα που δεν έκαμαν.

 

Πρόσθετα, ακόμη και αν ήταν δυνατή η ανάκληση της άδειας, αυτή η ανάκληση έπρεπε να γίνει από τους κληρονόμους του Γαβριήλ  Γρηγορίου και όχι τους κληρονόμους της Κλαίρης Γρηγορίου.  Στους κληρονόμους του πρώτου, περιλαμβάνονταν βεβαίως και η εφεσείουσα και η θυγατέρα της, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν δυνατόν να ανακαλέσουν τη δική τους διαμονή στην οικία, γεγονός το οποίο δείχνει το εσφαλμένο τόσο της όλης αξίωσης στηριζόμενης σε ανάκληση άδειας και παράνομη επέμβαση, όσο και της συλλογιστικής του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Παρόλον που τα πιο πάνω προοιονίζουν την κατάληξη της έφεσης, θα πρέπει σε συντομία να λεχθούν και τα εξής σε σχέση με τους άλλους λόγους έφεσης: Σε περιπτώσεις ανάκλησης συμβατικής άδειας, ο χρόνος που έχει διαρρεύσει μεταξύ της δημιουργίας μιας κατάστασης πραγμάτων με την άδεια ή την ανοχή του ενός των διαδίκων, προσμετρά στη δυνατότητα νόμιμης εκ των υστέρων ανάκλησης. Αναμφίβολα, η εφεσείουσα δεν ήταν «φιλοξενούμενη» στην οικία ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν ή και  μετά τον θάνατο του συζύγου της εφόσον ήταν σύζυγος αυτού.  Άλλωστε, αυτό το δέχθηκε και ο εφεσίβλητος 4 κατά την αντεξέταση του (σελ. 12 των πρακτικών).  Ως τέτοια είχε παραμείνει στην οικία για σειρά ετών και αποκτούσε τη δική του σημασία το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι παρέμειναν σε απραξία από το 1993, όταν απεβίωσε ο Γαβριήλ Γρηγορίου, μέχρι το 2000 όταν ανακάλεσαν με επιστολή το δικαίωμα της εφεσείουσας να διαμένει στην οικία, με  την επακολουθήσασα αγωγή που καταχωρήθηκε το 2000.  Η περίοδος παραμονής της εφεσείουσας στην οικία ήταν πολύ μεγαλύτερη όταν προστεθούν και τα έτη κατά τα οποία υπήρξε σύζυγος του Γαβριήλ Γρηγορίου, δηλαδή, από το 1985.  Σε αυτά τα πλαίσια αναμφίβολα δημιουργήθηκε μια κατάσταση πραγμάτων υπό τύπον άτυπης οικογενειακής διευθέτησης, κατά τρόπο ώστε οι εφεσίβλητοι να κωλύονται λόγω συμπεριφοράς να υπαναχωρήσουν από αυτή, ενεργώντας μετά από 15 συναπτά έτη κατά διαφορετικό τρόπο, ώστε η εφεσείουσα να θεωρείται τώρα επεμβασίας.  Η μαρτυρία μάλιστα έδειξε ότι τα κίνητρα πίσω από τη διαδικασία ανάκλησης  δεν ήταν απαλλαγμένα από στοιχεία που τα καθιστούσαν ύποπτα εφόσον είχαν ήδη δημιουργηθεί προστριβές σε σχέση με ζητήματα που αφορούσαν την ευρύτερη κληρονομιά του αποβιώσαντος και είχαν εγερθεί αγωγές. 

 

Εάν οι εφεσίβλητοι είχαν όντως δικαίωμα να εκδιώξουν στην ουσία την εφεσείουσα και την ετεροθαλή αδελφή τους από την οικία, θα αναμενόταν να το έπρατταν ευθύς μετά το θάνατο του πατέρα τους και όχι να αφήσουν την κατάσταση πραγμάτων για λόγους που δεν εξήγησαν στο Δικαστήριο να συνεχίσει για επτά ολόκληρα έτη.  Ακόμη εάν ήθελαν να εφαρμόσουν, (εάν κατά νόμο ηδύναντο), τα αυστηρά δικαιώματα τους, θα αναμενόταν όπως από τον θάνατο ακόμη της μητέρας τους Κλαίρης Γρηγορίου διεκδικούσαν την οικία κατά το κληρονομικό μερίδιο που τους αναλογούσε έναντι του πατέρα τους και της νέας συζύγου του, της εφεσείουσας. 

 

Εφόσον δεν προέβησαν σε καμιά από τις πιο πάνω ενέργειες, οι αρχές της επιείκειας έρχονται στο προσκήνιο ενδεχομένως βοηθητικά προς την εφεσείουσα ούτως ώστε να δημιουργούνται συνθήκες εφαρμογής του κωλύματος διά συμπεριφοράς («estoppel by conduct»), που στην περίπτωση λαμβάνουν τη μορφή του ιδιοκτησιακού κωλύματος («proprietary estoppel»), όπως αυτή η αρχή εξηγήθηκε στην Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542.  Περαιτέρω, δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία στην αλλαγή της θέσης της εφεσείουσας λόγω της σύναψης του γάμου της με τον αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου υπό το φως του γεγονότος ότι αυτή μετακόμισε από τη Λευκωσία στη Λεμεσό αφήνοντας το σπίτι και την επίπλωση που είχε, αλλά, όπως κατατέθηκε και κατά τη δίκη χωρίς ένσταση, και την εργασία της.  Η μετακίνηση αυτή και η εγκατάλειψη της εργασίας της αποτελούσε λόγο που δικαίωνε την εφεσείουσα να πιστεύει (υπό το φως της σύναψης του γάμου και της μετέπειτα συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων), ότι  η κατάσταση αυτή δεν θα ανατρεπόταν σε βάρος της.  Τέτοιου είδους διευθετήσεις θεωρούνται από το Δικαστήριο στις κατάλληλες βέβαια περιπτώσεις ως ικανές προς εξαγωγή μιας τουλάχιστον συμβατικής άδειας ή ενός εξυπακουόμενου συμβολαίου ώστε να μην αδικείται ο διάδικος, ο οποίος μετακινήθηκε από τη θέση του εξ αιτίας της υπόσχεσης ή των ενεργειών του ετέρου των διαδίκων.

 

  Στην υπόθεση Tanner v. Tanner (1975) 3 All E.R. 776, θεωρήθηκε ότι η εγκατάλειψη ελεγχόμενης ενοικιασμένης κατοικίας από την εναγομένη για να μετακομίσει με τον ενάγοντα με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά και πήρε το επίθετο του, χωρίς όμως να τον παντρευτεί, δικαιολογούσε τη θέση ότι είχε αποκτηθεί τουλάχιστον συμβατική άδεια για να παραμένει στο σπίτι που αγόρασε ο ενάγων γι΄ αυτήν και τα παιδιά τους, όταν  αργότερα  ο  ενάγων  εγκατέλειψε  τη στέγη  και ζήτησε την επανάκτηση  της κατοχής του σπιτιού.  Στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract 6η έκδ. (2007), σελ. 45 και 100, εξηγείται ακριβώς ότι οι άτυπες αυτές περιουσιακές διευθετήσεις δίνουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της ελαστικότητας της νομολογίας, όπως αυτή διαπλάθεται δικαστικά, ώστε να εξάγονται δίκαια, υπό τις περιστάσεις, αποτελέσματα.  Στην περίπτωση, η εφεσείουσα είχε αλλάξει τις δικές της συνθήκες ζωής μετά που της το είχε ζητήσει ο αποβιώσας σύζυγος της ώστε να μετακομίσει στην οικία του στη Λεμεσό από τον Οκτώβριο του 1984 (δέστε σελ. 10 και 43-44 των πρακτικών).  Η διευθέτηση αυτή εξελίχθηκε πέραν της απλής συμβατικής άδειας ή σύμβασης, εφόσον το ζεύγος ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου.

 

 Τα όσα ανωτέρω επισημαίνονται σε σχέση με τυχόν δικαιώματα της εφεσείουσας ως απόρροια της επιείκειας, έχουν λεχθεί ανεξάρτητα από τα οποιαδήποτε κληρονομικά ή ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ιδίων των εφεσιβλήτων επί της οικίας.

 

Υπό το φως των ανωτέρω δεν χρειάζεται στα πλαίσια της έφεσης να εξεταστούν και τα όσα το Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με το κατά πόσο ο αποβιώσας Γαβριήλ Γρηγορίου είχε όντως καταβάλει ή όχι το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς της οικίας που είχε  παραμείνει  από  την Κλαίρη Γρηγορίου κατά τον θάνατο της, η οποία οικία και δεν είχε συμπεριληφθεί στην απογραφή της  περιουσίας αυτής από τον διαχειριστή, εφεσίβλητο 4.  Το γεγονός όμως ότι και ο ίδιος ο Γραβιήλ Γρηγορίου, ως ο αρχικός διαχειριστής της περιουσίας της πρώτης συζύγου του, Κλαίρης Γρηγορίου, δεν είχε περιλάβει στην τότε απογραφή την οικία, δεν σήμαινε ότι δεν δικαιούτο στο δικό του κληρονομικό μερίδιο ώστε να λειτουργούσε υπό τις συνθήκες το maxim της επιείκειας, ότι «equity looks on that as done which ought to be done».

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση, μαζί με τη διαταγή ως προς τα έξοδα επί της ανταπαιτήσεως, παραμερίζεται.

 

 

 

 

 

Τα έξοδα τόσον πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,  

                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

                                Α. Πασχαλίδης,

                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο