ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1677
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 60/2011)
27 Σεπτεμβρίου, 2011
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 & 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΝΟΜΟΣ 33 ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 18/02/2011 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ
- - - - - -
Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Αιτητή.
Ε. Πουργουρίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στις 28.12.2010 Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Ε.Δ. Πάφου ενέκρινε αίτημα της Αστυνομίας που είχε υποβληθεί με μονομερή αίτηση και διέταξε την κατακράτηση 12 συνολικά πύργων ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι οποίοι είχαν παραληφθεί ως τεκμήρια από internet cafe στην Πάφο, προς εξέταση υπόθεσης που αφορούσε ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων χρήσης μηχανών τυχερού παιγνίου και χρήσης μη εξουσιοδοτημένων αντιτύπων λειτουργικών λογισμικών προγραμμάτων. Διατάχθηκε όπως το εκδοθέν διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την 4.2.2011.
Στις 28.1.2011, τα ενδιαφερόμενα μέρη στα οποία ανήκουν τα κατακρατηθέντα τεκμήρια, καταχώρησαν αίτηση για την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Η ίδια Δικαστής επιλήφθηκε τόσο του εκδοθέντος διατάγματος όσο και της αίτησης ακύρωσης στις 4.2.2011 και όρισε τις δύο αιτήσεις για προγραμματισμό στις 14.2.2011, με οδηγίες όπως καταχωρηθεί Ένσταση από την Αστυνομία και όπως το εκδοθέν διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε. Κατά την καθορισθείσα ημερομηνία (14.2.2011) η αίτηση στην οποία είχε εκδοθεί το διάταγμα, τέθηκε προς εξέταση ενώπιον άλλου Δικαστή του ίδιου Δικαστηρίου επειδή εν τω μεταξύ είχαν μεσολαβήσει κάποιες αλλαγές στο πρόγραμμα εργασίας. Όμως, ο δεύτερος Δικαστής έκρινε ότι με τους χειρισμούς οι οποίοι είχαν γίνει προηγουμένως από τη Δικαστή η οποία είχε εκδώσει το διάταγμα, αυτή είχε θέσει τη σφραγίδα της στη διαδικασία και εκείνη ήταν ο φυσικός Δικαστής ο οποίος θα έπρεπε να εκδικάσει την υπόθεση. Παρέπεμψε δε την υπόθεση προς εκδίκαση στον πρώτο Δικαστή. Ο φάκελος της υπόθεσης τέθηκε αμέσως μετά ενώπιον του διοικητικού Προέδρου του Δικαστηρίου προφανώς για να δώσει εκείνος σχετικές οδηγίες. Ο Πρόεδρος, όμως, διαφωνώντας με την κρίση του δεύτερου Δικαστή, έδωσε οδηγίες όπως η υπόθεση επανατεθεί ενώπιον του Δικαστή ο οποίος σύμφωνα με το τροποποιηθέν πρόγραμμα εργασίας ήταν εντεταλμένος να εκδικάσει την υπόθεση. Σύμφωνα δε με ό,τι καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό της ημερομηνίας εκείνης, λόγω του προχωρημένου της ώρας, ο Πρόεδρος διέταξε όπως, αντί της ίδιας ημέρας, η υπόθεση τεθεί ενώπιον του δεύτερου Δικαστή κατά την 18.2.2011 και όπως το διάταγμα που είχε εκδοθεί, παραμείνει σε ισχύ μέχρι την ημερομηνία εκείνη. Στις 18.2.2011, όμως, ο δεύτερος Δικαστής, ενώπιον του οποίου η υπόθεση τέθηκε ξανά προς εκδίκαση με οδηγίες του Προέδρου, έκρινε ότι η προηγούμενη στάση την οποία τήρησε ήταν δικαστική απόφαση η οποία δεν μπορούσε να ακυρωθεί με διοικητικές οδηγίες του Προέδρου και επαναπαρέπεμψε την υπόθεση πίσω στο διοικητικό Πρόεδρο για οδηγίες. Την ίδια ημέρα, προφανώς με οδηγίες του Προέδρου, η υπόθεση τέθηκε αυτή τη φορά προς εκδίκαση ενώπιον της πρώτης Δικαστού η οποία είχε εκδώσει το διάταγμα. Αφού επιλήφθηκε της υπόθεσης, η Δικαστής παρατήρησε ότι στις 14.2.2011, οπότε και είχε ορισθεί η υπόθεση για τις 18.2.2011, δεν έγινε οποιαδήποτε μνεία σε σχέση με την ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος. Συνακόλουθα, εφόσον στις 14.2.2011 δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε οδηγίες σε σχέση με το διάταγμα ημερομηνίας 28.12.2010, η ισχύς του διατάγματος δεν ανανεώθηκε. Με αυτό δε ως δεδομένο, η Δικαστής συμπέρανε ότι το διάταγμα έπαυσε να ισχύει και έτσι δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο να εκδικαζόταν.
Μετά την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση, ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία επιζητεί την έκδοση εντάλματος Certiorari προς το σκοπό της ακύρωσης της απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 18.2.2011.
Είναι ο κύριος ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει στην όψη της, αφού ο διοικητικός Πρόεδρος με το σχετικό πρακτικό του ημερομηνίας 14.2.2011 είχε παρατείνει την ισχύ του διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων μέχρι την 18.2.2011 και, επομένως, λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι το διάταγμα δεν είχε ανανεωθεί μέχρι την 18.2.2011. Εμφιλοχώρησε έτσι έκδηλη πλάνη, αφού ο Νόμος και συγκεκριμένα οι πρόνοιες του άρθρου 32, του Κεφ. 155, εφαρμόστηκαν λανθασμένα επί των γεγονότων.
Με την Ένσταση την οποία υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήγειραν τρεις λόγους για τους οποίους ενίστανται στην έκδοση του αιτουμένου προνομιακού εντάλματος:
α. Ότι η επιληφθείσα της αίτησης Δικαστής δεν περιέπεσε σε νομική πλάνη και η απόφασή της είναι στην όψη της και επί της ουσίας νομικά ορθή.
β. Ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν ήταν ο φυσικός Δικαστής της υπόθεσης και δεν είχε δικαιοδοσία είτε να αναιρέσει την απόφαση του πρώτου Δικαστή σύμφωνα με την οποία δεν θα έπρεπε να επιληφθεί ο ίδιος της υπόθεσης και/ή δεν είχε δικαιοδοσία να παρατείνει την ισχύ του Διατάγματος.
γ. Ότι υπήρχε διαθέσιμο και/ή ορθότερο δικονομικά μέτρο, ήτοι άσκηση έφεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή κατά της απόφασης του δεύτερου Δικαστού ο οποίος αρνήθηκε να επιληφθεί της αίτησης.
Όπως ορθά εντοπίζεται και στο σύγγραμμα "Προνομιακά Εντάλματα" του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Π. Αρτέμη, στη σελίδα 112, μέσω του διατάγματος Certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο επιτηρεί και ελέγχει τα κατώτερα Δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή ή διαδικασία ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, η οποία γίνεται καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους.
Στην υπόθεση Καλλιόπη Μπάντσιου (1994) 1 ΑΑΔ 634, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου.
Η σχετική επί του θέματος νομολογία αποκαλύπτει ότι η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της κατ΄ έφεση δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής η οποία ακολουθείται από τα Επαρχιακά Δικαστήρια. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 ΑΑΔ 442). Ασφαλώς δε, σε καμιά περίπτωση δε νοείται η αξιοποίηση της δυνατότητας έκδοσης ενός τέτοιου προνομιακού εντάλματος ως έμμεση ή υπό μεταμφίεση άσκηση έφεσης ή επανακρόασης ενός ζητήματος που ηγέρθη και αποφασίστηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο. (Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 ΑΑΔ 1066). Όπως δε είχε τονισθεί και στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 και έκτοτε επαναλήφθηκε σε αριθμό άλλων αποφάσεων, η παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος ή ακόμα η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με την οποία αυτό επιζητείται, επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Έστω και αν ακόμα καταδειχθεί ικανοποιητικά η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, εάν παρέχεται άλλο ένδικο μέσο και ιδιαίτερα δικαίωμα έφεσης, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και υπό εξαιρετικές περιστάσεις θα παρέμβει. (R. ν. Chief Constable of Merseyside (1986) 1 All E.R. 257).
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει κατ΄ αρχάς να παρατηρήσω ότι, μέσω της υπό εξέταση αίτησης, δεν προσβάλλεται και επιζητείται η ακύρωση ούτε της κρίσης του δεύτερου Δικαστού, ο οποίος αρνήθηκε να επιληφθεί της υπόθεσης επειδή άλλος ήταν ο φυσικός Δικαστής της, ούτε και των ενεργειών του διοικητικού Προέδρου του Δικαστηρίου, ο οποίος διαφώνησε με την κρίση του δεύτερου Δικαστού και ο οποίος μετέπειτα, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, διέταξε την παράταση της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος.
Η μόνη δικαστική πράξη/απόφαση η οποία προσβάλλεται εδώ και επιζητείται η ακύρωσή της είναι εκείνη της Δικαστού η οποία στις 18.2.2011 παρέλειψε να επιληφθεί της αίτησης ως προς το εκδοθέν διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων, κρίνοντας ότι το διάταγμα είχε παύσει να ισχύει επειδή δεν είχε ανανεωθεί και, επομένως, δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση.
Με αυτή τη διαπίστωση θα ήταν τελείως απρόσφορο το να εμπλακεί η διερεύνηση στο κατά πόσο η Δικαστής που έτσι ενήργησε μπορούσε ή έπρεπε να αγνοήσει τη διαταγή του Προέδρου του Δικαστηρίου περί ανανέωσης, επειδή αυτός δεν είχε δικαιοδοσία ή εξουσία να πράξει κάτι τέτοιο στο πλαίσιο διοικητικών οδηγιών. Η τελούσα υπό έλεγχο στην παρούσα διαδικασία δικαστική ενέργεια αναφέρεται μόνο στο πώς ενήργησε η συγκεκριμένη Δικαστής στη βάση της ανυπαρξίας διαταγής περί ανανέωσης του διατάγματος κατακράτησης και όχι στο πως ενδεχόμενα να εδικαιούτο να ενεργήσει στη βάση της ύπαρξης διαταγής περί ανανέωσης, λαμβάνοντας υπόψη ή παραγνωρίζοντας τη διαταγή του Προέδρου.
Εκείνο το οποίο προκύπτει από το τηρηθέν πρακτικό της 18.2.2011 είναι ότι η Δικαστής ενώπιον της οποίας τελικά επανατέθηκε η υπόθεση, διαπίστωσε ότι η ισχύς του διατάγματος δεν είχε ανανεωθεί. Όχι ότι είχε ανανεωθεί, αλλά παράτυπα ή παράνομα ή καθ΄ υπέρβαση εξουσίας κλπ. Το ακόλουθο απόσπασμα από το τηρηθέν πρακτικό ξεκάθαρα ανέφερε τα εξής:
". Από τα πρακτικά του Δικαστηρίου φαίνεται ότι στις 14.2.2011 δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε οδηγίες σε σχέση με το διάταγμα ημερομηνίας 28.12.2010 και έτσι στις 14.2.2011 η ισχύς του διατάγματος δεν ανανεώθηκε."
Από την άλλη, το τηρηθέν από τον Πρόεδρο πρακτικό της 14.2.2011, σε αντιδιαστολή με την πιο πάνω διαπίστωση της Δικαστού, ανέφερε τα εξής:
"Επειδή η ώρα είναι προκεχωρημένη, 2 παρά κάτι λεπτά, η υπόθεση να τεθεί ενώπιον του πιο πάνω Δικαστή στις 18.2.2011 και το διάταγμα που εξεδόθη να είναι σε ισχύ μέχρι εκείνη την ημερομηνία."
Σύμφωνα με τον αιτητή, η Δικαστής, ενώπιον της οποίας τέθηκε τελικά η υπόθεση, διέπραξε νομικό σφάλμα επειδή, αντί να ακολουθήσει τις πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια αποφασίζοντας για την κατακράτηση ή μη των τεκμηρίων, δεν άσκησε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια με οποιοδήποτε τρόπο, υποπίπτοντας έτσι σε καταφανές νομικό σφάλμα.
Στην υπό εξέταση περίπτωση δύο τινά μπορεί να είχαν επισυμβεί. Ή το σχετικό πρακτικό του Προέδρου δεν βρισκόταν εντός του φακέλου δικογραφίας στις 18.2.2011, όταν αυτός τέθηκε ενώπιον της Δικαστού η υπόθεση, οπότε δεν επρόκειτο περί νομικού σφάλματος της ιδίας η διαπίστωση περί ανυπαρξίας οδηγιών για ανανέωση της ισχύος του διατάγματος, ή βρισκόταν εντός του φακέλου δικογραφίας, πλην όμως η Δικαστής δεν το πρόσεξε, ή δεν είχε αποστενογραφηθεί-δαχτυλογραφηθεί το πλήρες πρακτικό.
Όμως, τα ακριβή γεγονότα που περιστοιχίζουν το θέμα τούτο, παραμένουν άγνωστα μέχρι και τώρα. Εν πάση δε περιπτώσει, συμφωνώ με τη θέση των ενδιαφερόμενων μερών ότι η ενέργεια της Δικαστού όπως μη επιληφθεί της ουσίας του διατάγματος κατακράτησης επειδή θεώρησε πως η ισχύς του είχε λήξει δεν συνιστά έκδηλη νομική πλάνη ως προς την εφαρμογή του Νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης. Δεν μπορώ να διαπιστώσω την ύπαρξη ούτε έκδηλης νομικής πλάνης, ούτε υπέρβασης δικαιοδοσίας. Όπως είχε λεχθεί και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 287, ο όρος "νομικό σφάλμα" εμφανές στο πρακτικό, αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Πρέπει δε να διαπιστώνεται πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας. (Κοσμάς Ανδρέου (1996) 1 ΑΑΔ 472).
Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση καθόλου δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Δικαστής που επιλήφθηκε του θέματος εφάρμοσε λανθασμένα το Νόμο, δηλαδή το άρθρο 32 του Κεφ. 155 στα γεγονότα της υπόθεσης. Αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι η Δικαστής δεν επιλήφθηκε καθόλου της ουσίας των δύο αιτήσεων που εκκρεμούσαν και δεν προέβηκε έτσι σε καμιά εφαρμογή Νόμου ούτε λανθασμένα, ούτε ορθά.
Με αυτό ως δεδομένο, δεν φαίνεται να είναι πρόσφορη θεραπεία η έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari.
Έχει υποβληθεί από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι θα ήταν ορθότερο όπως ζητηθεί και εκδοθεί προνομιακό ένταλμα τύπου Mandamus ώστε να υποχρεωθεί το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια επιλαμβανόμενο της ουσίας του διατάγματος, αυτό μπορεί να γίνει μέσω της παρούσας αίτησης.
Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτή την άποψη. Το γεγονός και μόνο ότι στο αιτητικό της αίτησης για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης επιζητείτο και η απόδοση οιασδήποτε "άλλης σχετικής με το ένταλμα Certiorari θεραπείας", δεν αρκεί. Η αίτηση που καταχωρήθηκε επιζητεί αποκλειστικά και μόνο την έκδοση εντάλματος Certiorari και εμφανώς το υλικό που προσήχθηκε προς υποστήριξή της στόχευε στην ικανοποίηση των προϋποθέσεων για έκδοση αυτού του τύπου προνομιακού εντάλματος. Προϋποθέσεων οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, διαφέρουν από αυτές της περίπτωσης έκδοσης εντάλματος Mandamus.
Αναπόφευκτα η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
/ΧΤΘ Δ.