ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1595
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αίτηση αρ. 47/2011).
14 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 2 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 14/60 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν 33/64)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ (Α) ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΞΕΔΩΣΕ Ο ΕΝΤΙΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ κ. Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ ΣΤΙΣ 28.2.2011 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 5010/2011
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ (Β) ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 4.3.2011 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡ. (Α) ΑΝΩΤΕΡΩ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (α) ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ (β) ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗ & ΣΙΑ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI.
__________________________
Ν. Κληρίδης, για τους αιτητές-εναγομένους 1 και 2.
Δ. Καλλής, για την καθ΄ ης η αίτηση-ενάγουσα εταιρεία.
Χρ. Κληρίδης, για την καθ΄ ης η αίτηση-εναγομένη 4- Σχολική Εφορεία Λευκωσίας.
Δ. Καρή (κα.) για Γεωργιάδη & Πελίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τους καθ΄ ων η αίτηση-εναγόμενους 3, 5, 6 και 7.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Κατόπιν αδείας του παρόντος Δικαστηρίου οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση με την οποίαν ζητούν την έκδοση διατάγματος φύσεως Certriorari με το οποίο να ακυρώνονται:
(α) Η απόφαση την οποία εξέδωσε ο Έντιμος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πασχαλίδης, στις 28.2.11, στην Αγωγή 5010/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και
(β) Το προσωρινό διάταγμα το οποίο εξέδωσε ο έντιμος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κ. Λιάτσος, στις 4.3.11, με βάση την προαναφερόμενη απόφαση.
Στην αίτηση αναγράφεται ότι αυτή στηρίζεται στο άρθρο 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν 33/1964), στους Αγγλικούς Διαδικαστικούς Θεσμούς και τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.
Τα ουσιώδη γεγονότα δεν αμφισβητούνται και είναι τα εξής:
Ο έντιμος Δικαστής κ. Πασχαλίδης ο οποίος εξεδίκασε την αγωγή 5010/2001, ως Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επεφύλαξε απόφαση στις 6.7.2009. Στις 29.8.2009 διορίστηκε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ανέλαβε τα καθήκοντα του την ίδια ημέρα. Στις 28.2.2011 ο έντιμος Δικαστής, από την έδρα του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, απάγγειλε την επιφυλαχθείσα απόφαση του.
Είναι η θέση των αιτητών ότι ο προαναφερόμενος Δικαστής ενήργησε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, κατά παράβαση του Συντάγματος και του Νόμου 33/1964, εφόσον μετά το διορισμό του, στις 29.8.2009, στη θέση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε μόνο τη δικαιοδοσία του αξιώματος του και δεν είχε τη δικαιοδοσία ούτε και την αρμοδιότητα να ενεργήσει ως Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εκδίδοντας απόφαση του δικαστηρίου εκείνου. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας ενός Δικαστή καθορίζονται από το νόμο ο οποίος καθιδρύει το δικαστήριο στο οποίο ο Δικαστής υπηρετεί. Αναφορά έγινε στις αποφάσεις Thompson v. Shiel (1840) 3 IR. Eq.R. 135 και Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256.
Οι καθ΄ ων η αίτηση διαφωνούν με τις θέσεις των αιτητών. Καταρχήν υποβάλλουν ότι η αίτηση πάσχει δικονομικά επειδή αυτή αντί να αποτελείται από τρία έγγραφα, όπως θα έπρεπε, στα οποία να περιλαμβάνεται και μονομερής αίτηση, αποτελείται μόνον από δήλωση και ένορκες δηλώσεις, χωρίς μονομερή αίτηση. Δεν θα αποδώσω ιδιαίτερη βαρύτητα σ΄ αυτή τη δικονομική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση και θα θεωρήσω ότι η αίτηση των αιτητών, κρινόμενη επιεικώς, πληροί τις αναγκαίες δικονομικές προϋποθέσεις.
Οι ενιστάμενοι καθ΄ ων η αίτηση υποβάλλουν επίσης ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί λόγω ασάφειας και αοριστίας. Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 155.4 του Συντάγματος το οποίο προνοεί για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων και στα άρθρα 3 και 9 του περί Απομονής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964. Το άρθρο 3 αφορά στην καθίδρυση και σύσταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το άρθρο 9 στη δικαιοδοσία και εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως, ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση, οι αιτητές παρέλειψαν να αναφέρουν, στην αίτησή τους, την ορθή της νομική βάση και κατά συνέπεια η αίτηση υπόκειται σε απόρριψη. Αναφορά γίνεται στη Δ.48 θ.θ. 1 και 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και σε νομολογία αναφορικά με την ανάγκη προσδιορισμού των νομικών διατάξεων πάνω στις οποίες βασίζονται οι αιτήσεις και ιδιαίτερα οι ενδιάμεσες αιτήσεις.
Ως προς την ουσία της αίτησης, οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στις ενέργειες του Δικαστή κ. Πασχαλίδη να απαγγείλει απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε αγωγή την οποίαν ο ίδιος εξεδίκασε και επεφύλαξε ενόσω ήταν Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και απλώς την απάγγειλε όταν ήταν Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προς τούτο έγινε αναφορά σε κυπριακή και αγγλική νομολογία, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Kyriacou v. Mata (1992) 1 C.L.R. 932, Hallam v. Hallam (Gould Intervening (1930-31) 47 T.L.R. 207, Berandeo Bande v. Debidatt Singh (1930) I.L.R. 53 All 133, Μαρκίδης και Καλόγηρος (Κτηματική) Λτδ κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 95 και Christoforou v. Asprofta (1988) 1 C.L.R. 246.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές απέτυχαν να δείξουν ότι, στην προκείμενη περίπτωση, έγινε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας και ότι δικαιούνται στο ζητούμενο προνομιακό ένταλμα. Είναι βέβαια θεμελιωμένο ότι ένας Δικαστής έχει την εξουσία, τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα που του παρέχει το Σύνταγμα και ο Νόμος. Όμως οι αιτητές απέτυχαν να παραπέμψουν το δικαστήριο σε οποιανδήποτε αυθεντία στην οποία να φαίνεται ότι Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση την οποίαν ο ίδιος εξεδίκασε και ο ίδιος επεφύλαξε κατά το χρόνο που υπηρετούσε ως Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Απεναντίας οι αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση δείχνουν ότι δεν υπάρχει παρανομία στην απαγγελία απόφασης η οποία επιφυλάχθηκε όταν ο Δικαστής υπηρετούσε από συγκεκριμένη δικαστική θέση, έστω και αν κατά το χρόνο της απαγγελίας της απόφασης ο Δικαστής αυτός έχει μετατεθεί, έχει προαχθεί, έχει αναλάβει άλλα καθήκοντα ή ακόμη έχει συνταξιοδοτηθεί.
Στην υπόθεση Christoforou (ανωτέρω) απαγγέλθηκε απόφαση, σε έφεση, από τους Δικαστές Σαββίδη και Κούρρη στην απουσία του Προέδρου Τριανταφυλλίδη, στις 15.4.1988, ενώ ο Πρόεδρος Τριανταφυλλίδης από 31.3.1988 έπαυσε να είναι Δικαστής εφόσον διορίστηκε στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Στην υπόθεση Μαρκίδης (ανωτέρω), η οποία αφορούσε σε αίτηση για Certiorari, θεωρήθηκε καθόλα νόμιμη η πρακτική του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να απαγγείλει επιφυλαχθείσα απόφαση του, παρά το ότι το ένα από τα δύο μέλη του είχε, εν τω μεταξύ, διοριστεί Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Kyriacou (ανωτέρω) και πάλι, σε έφεση, κρίθηκε ότι η απαγγελία επιφυλαχθείσας απόφασης από ένα από τα δύο μέλη του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο είχε επιφυλάξει την απόφαση, ενώ το άλλο μέλος του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου είχε εν τω μεταξύ διοριστεί Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήταν καθόλα νόμιμη. Το Εφετείο έκαμε αναφορά και σε σχετική αγγλική νομολογία και ειδικά στις προαναφερόμενες υποθέσεις Hallam και Berandeo, στις οποίες, απαγγέλθηκαν οι αποφάσεις μετά την αφυπηρέτηση των Δικαστών οι οποίοι τις είχαν εκδικάσει.
Στη υπόθεση Level Tachexcavs Ltd (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1075, απορρίφθηκε εισήγηση σύμφωνα με την οποία η αποδοχή διορισμού στη θέση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η παροχή της νενομισμένης διαβεβαίωσης ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, στερεί, αμέσως και αυτομάτως, τον ενδιαφερόμενο Δικαστή, από την ιδιότητα του Επαρχιακού Δικαστή.
Ενόψει των προαναφερθεισών αυθεντιών καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές απέτυχαν να δείξουν υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας από μέρους του προαναφερόμενου Δικαστή. Αν όμως κατέληγα σε αντίθετο αποτέλεσμα θα συνυπολόγιζα και άλλους δύο παράγοντες εις βάρος των αιτητών:
(α) Ότι οι αιτητές, εφόσον είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο, αυτό της έφεσης, θα έπρεπε να δείξουν εξαιρετικές περιστάσεις για να δικαιούνται στο προνομιακό ένταλμα Certiorari, πράγμα που δεν έπραξαν, και
(β) Ότι οι αιτητές επέδειξαν τέτοια συμπεριφορά που, κατά την κρίση μου, τους στερεί του δικαιώματος να εξασφαλίσουν προνομιακό ένταλμα Certiorari. Οι αιτητές, συγκεκριμένα, καθόλη τη διάρκεια των 19 περίπου μηνών που η απόφαση ήταν επιφυλαγμένη και εκκρεμούσε, αλλά και όταν ειδοποιήθηκαν από το δικαστήριο για να εμφανιστούν, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, για την απαγγελία της απόφασης από τον προαναφερόμενο Δικαστή, δεν έλαβαν οποιοδήποτε μέτρο για να σταματήσουν το Δικαστή από του να απαγγείλει την απόφασή του. Μόνον όταν απαγγέλθηκε η απόφαση και οι αιτητές έχασαν, θυμήθηκαν ότι ο Δικαστής δεν είχε δικαιοδοσία να απαγγείλει την απόφαση. Η διαγωγή του αιτητή είναι ουσιώδους σημασίας, κατά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari (Δέστε: Πέτρος Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, παραγ. 4.70, σελ. 170-171).
Επιπρόσθετα, συμφωνώ ότι, στην υπό εξέταση αίτηση, δεν αναγράφονται οι συγκεκριμένες συνταγματικές ή άλλες πρόνοιες οι οποίες συνιστούν τη νομική της βάση, όπως θα έπρεπε και επομένως η αίτηση υπόκειται σε απόρριψη και γι΄ αυτό το λόγο.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.