ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1585

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2008

 

12 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, XATZHXAMΠΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

                                                          Εφεσείων-ενάγων,

και

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσίβλητος-εναγόμενος.

― ― ― ―

Λ. Γεωργίου με Ν. Ζερβού (κα) και Μ.Ν. Γεωργίου (κα)  για εφεσείοντα

Α. Κακογιάννη (κα),  για εφεσίβλητο

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Π.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Περίπου γύρω στις 21.15 την 1.11.2002 στην οδό Πάφου, στη Λεμεσό, ενώ ο ανήλικος εφεσείων οδηγούσε μοτοσικλέτα χωρίς αριθμούς εγγραφής, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής RZ 418, που οδηγούσε ο εφεσίβλητος (εναγόμενος 1) από αντίθετη κατεύθυνση και το οποίο έστριψε προς τα δεξιά του για να κατευθυνθεί σε ανοικτό χώρο, ανακόπτοντας έτσι την πορεία του μοτοσικλετιστή. Από τη σύγκρουση που ακολούθησε, ο ενάγων υπέστη σοβαρά τραύματα στα κάτω άκρα.

 

Ήταν η θέση του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι την αποκλειστική ευθύνη φέρει ο οδηγός του αυτοκινήτου που του ανέκοψε αντικανονικά την πορεία, σε σημείο μάλιστα όπου υπήρχε άσπρη διαχωριστική γραμμή. Αντιθέτως, ο εφεσίβλητος εισηγήθηκε πως η ευθύνη βαρύνει τον εφεσείοντα ενάγοντα που οδηγούσε την μοτοσικλέτα χωρίς φωτισμό, ούτως ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή η παρουσία του. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, τόσο αυτή που αναφερόταν στις συνθήκες του ατυχήματος, όσο και την ιατρική,  καταμέρισε την ευθύνη σε 50% για κάθε ένα από τους εμπλεκόμενους και τις γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία στο ποσό των  €100.000 και επιπρόσθετα συμπεριέλαβε σε αυτές και ποσό  €40.000 για απώλεια εισοδηματικής ικανότητας του ενάγοντα λόγω των δυσχερειών που θα αντιμετωπίζει κατά την εκτέλεση της εργασίας του ως οικοδόμος.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσής του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα απόδοσης ποσοστού ευθύνης στον εφεσείοντα ή και το ποσοστό συντρέχουσας ευθύνης, με τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει πως η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η απόπειρα του εφεσίβλητου να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα και ότι η έλλειψη φώτων στη μοτοσικλέτα ήταν άσχετος παράγοντας, αφού, εν πάση περιπτώσει, ο δρόμος φωτιζόταν ικανοποιητικά από τον οδικό φωτισμό.  Iσχυρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα και χωρίς να έχει αντίθετη μαρτυρία, απέρριψε εκείνη του αστυνομικού που εξέτασε το ατύχημα και που ανέφερε ότι υπήρχε ορατότητα με βάση το φωτισμό του δρόμου γύρω στα 100 μέτρα προς κάθε κατεύθυνση, θεωρώντας την παράλογη και καταλήγοντας αυθαίρετα και πάλι πως η ορατότητα περιοριζόταν στα 40 μέτρα.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων αμφισβητεί την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση των μαρτύρων ιατρών και την απόρριψη της εκτίμησης ότι δεν μπορεί ο εφεσείων να ασκήσει το επάγγελμα του οικοδόμου, ή άλλη βαριά χειρωνακτική εργασία.  Ας σημειωθεί ότι ο εφεσείων ήταν μαθητευόμενος οικοδόμος κατά το χρόνο του ατυχήματος.

 

Αμφισβητεί επίσης ο εφεσείων την απόφαση του Δικαστηρίου να μη χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου  για την μελλοντική απώλεια εισοδημάτων  και, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, αφού το Δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή τη θέση και αποφάσισε να δώσει ένα κατ΄αποκοπή ποσό για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας, το ποσό των €40.000 ήταν ανεπαρκές.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πρώτο το θέμα της ευθύνης και ειδικά τον καταμερισμό της.

 

Όσον αφορά τις αρχές που διέπουν το θέμα αυτό, παραπέμπουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Αρτέμης & Ερωτοκρίτου, «ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ», Τόμος 2, στη σελ. 64, το οποίο και υιοθετούμε:

 

«Ο καταμερισμός της ευθύνης έχει βάση την εκτίμηση της αντίστοιχης υπαιτιότητας (blameworthiness) των διαδίκων και την αιτιώδη συνάφεια των πράξεών τους με το αποτέλεσμα τους (causative potency).  Το θέμα εξετάζεται με μια ευρεία προοπτική που βασίζεται στη λογική και τον κοινό νου.  (Charalambous and Another v. Kassapis and Another (1988) 1 C.L.R. 25).  H εκτίμηση υπαιτιότητας δεν επιδέχεται ακριβή υπολογισμό.  Τα απαιτούμενα επίπεδα είναι εκείνα του λογικού, συνετού ανθρώπου, πιστωμένου με τη γνώση που αποκτάται από εμπειρίες και τη λογική.  Η εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας επιδέχεται, όμως, πιο ακριβή υπολογισμό.  Τα πιο πάνω τονίστηκαν στην Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727.  Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζονται οι συνθήκες και τα γεγονότα που περιβάλλουν το ατύχημα, και ο καταμερισμός να γίνεται με βάση τη κοινή λογική.  (Ioannou v. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107).

 

O καταμερισμός ευθύνης είναι κατ΄εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, νοουμένου ότι λειτουργεί κάτω από σωστή νομική καθοδήγηση. (Metalco Ltd v. Nεοφύτου κ.ά (1997) 1 Α.Α.Δ. (Α) 211)

 

Στην Κλεάνθης κ.α. ν. Ευαγγέλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1681, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1685 για το θέμα επέμβασης του Εφετείου:

 

«Είναι ευρέως νομολογημένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης: πράττει τούτο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου δηλαδή υπάρχει κάποιο λάθος αρχής ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς εσφαλμένος.  (Δέστε μεταξύ άλλων Flourentzou v. Christodoulou and Another (1988) 1 C.L.R. 791, Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172, Despotis v. Tseriotou (1969) 1 C.L.R. 261, Emmanuel and Another v. Nicolaou and Another (1977) 1 C.L.R. 15

 

Στην υπόθεση Ioannou v. Tokkaris & Another (1979) 1 C.L.R. 509, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, θεώρησε κατά το 1/3 υπεύθυνο τον οδηγό του οποίου μόνο το μπροστινό αριστερό φως ήταν αναμμένο και κατά 2/3 υπεύθυνο τον οδηγό που δεν πρόσεξε την παρουσία του αυτοκινήτου που οδηγείτο από τον θανόντα εξ αντιθέτου κατευθύνσεως.   Το Εφετείο θεώρησε τη μη ύπαρξη φωτός στο αυτοκίνητο του θανόντα ως άσχετη, μια και η σύγκρουση σημειώθηκε στη λανθασμένη πλευρά του οδηγού του άλλου οχήματος  και πως, υπό τις περιστάσεις, η μη ύπαρξη φώτων πέραν του ενός στο όχημα του θανόντα δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος και θεώρησε αποκλειστικά υπεύθυνο τον οδηγό που ανέκοψε την πορεία του άλλου.

 

Τα γεγονότα στην υπόθεση Θεοφάνους κ.α. ν. Κουρουκλά κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 528, ήταν παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τα παραθέτουμε όπως τα περιγράφει το Εφετείο στην απόφαση του:

 

«Ο ενάγων, ηλικίας τότε 16 χρονών, οδηγούσε, γύρω στις 12.30 το πρωί, το μοτοποδήλατό του, Αρ. Εγγραφής ΑΒP 207, στην αριστερή πλευρά της οδού Βυζαντίου, με κατεύθυνση προς Λευκωσία.  Η οδός Βυζαντίου έχει ικανοποιητικό φωτισμό σε όλη της την έκταση, φωτίζεται με λαμπτήρες υψηλής τάσης, 70w.  Φορούσε τζιν παντελόνι, μαύρο σακάκι και μαύρο κλειστό τρικό.  Ο σκελετός του μοτοποδηλάτου του ήταν από νίκελ, το οποίο, όταν φωτιστεί, αντικατοπτρίζει το φως.  Η ταχύτητά του ήταν γύρω στα 20 - 25 χιλιόμετρα την ώρα.  Την ώρα του ατυχήματος, το μοτοποδήλατο δεν είχε αναμμένο το μπροστινό φως.  Ο ενάγων, ενώ οδηγούσε, είδε από απροσδιόριστη απόσταση, απέναντί του να κινείται το αυτοκίνητο της εναγομένης, με το σηματοδότη σε λειτουργία ότι θα έστριβε στην οδό Λουκή Ακρίτα, η οποία ήταν στα αριστερά της πορείας του και στα δεξιά της πορείας της εναγομένης.  Το αυτοκίνητό της εκινείτο με μικρή ταχύτητα, ήταν σχεδόν σταματημένο στη συμβολή με τον οδό Λουκή ακρίτα.  Συγκρούστηκαν, όταν το αυτοκίνητο κινήθηκε δεξιά, για να εισέλθει στη Λουκή Ακρίτα.  Η σύγκρουση έγινε με το μπροστινό μέρος του μοτοποδηλάτου και την μπροστινή αριστερή γωνιά του αυτοκινήτου.  Πριν από τη σύγκρουση, ο ενάγων δε χρησιμοποίησε τα φρένα του, ούτε και έκαμε οποιοδήποτε ελιγμό, για να την αποφύγει.»

 

Το Εφετείο απόρριψε το λόγο έφεσης που αφορούσε τον καταμερισμό ευθύνης σε ποσοστό 75% στην εναγομένη και 25% στον ενάγοντα μοτοσικλετιστή.  Το Εφετείο ασχολούμενο με το θέμα του φωτισμού του δρόμου ανέφερε ότι αυτός, «όσο ικανοποιητικός και να ήταν, δεν εξουδετέρωνε την ανάγκη το μοτοποδήλατο να φέρει φως ώστε να είναι έγκαιρα ευδιάκριτο»

 

Περαιτέρω, παρέθεσε και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Νικολάου ν. Καϊμακκάμη κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 570 στη σελ. 575:

 

«Το ότι με τον καλό οδικό φωτισμό το μοτοποδήλατο ήταν ευδιάκριτο και το ότι ο εφεσείων θα έπρεπε, αν ήταν προσεκτικός, να το έβλεπε έγκαιρα ώστε να μην ανέκοπτε την πορεία του, δεν σημαίνει κατά τη γνώμη μας ότι η έλλειψη φωτός στο μοτοποδήλατο δεν μείωνε τη δυνατότητα του εφεσείοντος να το εντοπίσει.  Θεωρούμε φυσικό η προσοχή ενός οδηγού στη θέση του εφεσείοντος να συγκεντρωνόταν στα φώτα των οχημάτων που έβλεπε να έρχονται προς το μέρος του.  Αυτό βέβαια δεν τον απάλλασσε από την υποχρέωση ευρύτερης παρατηρητικότητας.  Εξηγεί ωστόσο κατά την άποψη μας πόσο χρήσιμο θα ήταν για τους εφεσίβλητους, για τη δική τους προστασία, το μοτοποδήλατο να έφερε φως.  Θα αύξανε τις πιθανότητας να γινόταν έγκαιρα αντιληπτό.  Πιο εύκολα θα μπορούσε ο εφεσείων να έβλεπε μοτοποδήλατο με φως παρά μοτοποδήλατο χωρίς φως .  . Καθορίζουμε το ποσοστό ευθύνης του εφεσείοντος σε 75% και των εφεσιβλήτων σε 25%.»

 

Επισημαίνεται πως και πάλι τα γεγονότα της υπόθεση Νικολάου ν. Καϊμακκάμη ήταν παρόμοια με αυτά της υπό κρίσης υπόθεσης.

 

Είναι γεγονός πως η μόνη μαρτυρία αναφορικά με το επίπεδο φωτισμού ήταν εκείνη του μάρτυρα αστυφύλακα, την οποία ο πρωτόδικος Δικαστής δεν αποδέχθηκε στην ολότητά της, κρίνοντας ότι ήταν αντίθετη με τη λογική και αποφασίζοντας πως η ορατότητα εκτεινόταν μόνο σε 40 και όχι 100 μέτρα.  Πράγματι, η εκτίμηση αυτή φαίνεται ως αυθαίρετη, αλλά κατά την άποψη μας, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα υπόθεση, αφού ο Δικαστής, έστω και με ορατότητα 40 μέτρων θεώρησε πως ο εφεσίβλητος όφειλε να αντιληφθεί την παρουσία του μοτοσικλετιστή. 

 

Από την άλλη πλευρά όμως θεωρούμε πως, κάτω από τις συνθήκες σκότους, συνιστούσε αμέλεια, αφού η απουσία φωτισμού στην μοτοσικλέτα μείωνε τις πιθανότητες να γινόταν έγκαιρα αντιληπτή η παρουσία της. 

 

Περαιτέρω, το εύρημα ότι η μοτοσικλέτα εκινείτο με μεγάλη ταχύτητα, εύρημα που δεν αμφισβητήθηκε με την έφεση, προσθέτει στη συντρέχουσα αμέλεια του ανήλικου μοτοσικλετιστή όπως και το ότι ο εφεσίβλητος σηματοδότησε την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά, γεγονός που και πάλι δεν αμφισβητείται.

 

Με βάση τα πιο πάνω, θεωρούμε έτσι πως είναι κατάλληλη περίπτωση στην οποία να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στον καταμερισμό ευθύνης, αφού το γεγονός παραμένει πως η ευθύνη του εφεσίβλητου που αποφάσισε να ακολουθήσει μια ενδεχομένως επικίνδυνη πορεία, ήταν μεγαλύτερη εκείνης του εφεσείοντα.  Κατά συνέπεια, ο καταμερισμός ευθύνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει να  παραμεριστεί και να αντικατασταθεί με ποσοστό ευθύνης 65% για τον οδηγό του αυτοκινήτου και 35% για τον εφεσείοντα, που κρίνουμε ως ορθότερο.

 

Όσον αφορά την ιατρική μαρτυρία, θεωρούμε αδιαμφισβήτητο ότι ο εφεσείων υπέστη σοβαρότατα τραύματα, τα οποία θα αφήσουν την σφραγίδα τους στην μετέπειτα εξέλιξη, τόσο της υγείας του, όσο και της εισοδηματικής του ικανότητας.  Δεν έχουμε όμως ικανοποιηθεί ότι θα πρέπει να ανατρέψουμε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιολόγηση της ιατρικής μαρτυρίας και την κατάσταση υγείας του εφεσείοντα, όπως είχε εξελιχθεί, σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή.  Έτσι, έχοντας και υπόψη το γεγονός ότι ο εφεσείων εξακολούθησε να εκπαιδεύεται με την προοπτική εργασίας ως οικοδόμος και μετά το ατύχημα και την ταλαιπωρία του, κρίνουμε πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι θα μπορεί να ασκεί το επάγγελμα του οικοδόμου έστω και με κάποιες ταλαιπωρίες.

 

Περαιτέρω, ορθή είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι κάτω από τις συνθήκες δεν θα μπορούσε να επιλεγεί το σύστημα πολλαπλασιαστή για τον υπολογισμό των μελλοντικών του απωλειών και ορθά θα έπρεπε μόνο να επιδικαστεί ένα ολικό ποσό ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων, που θα αντιπροσώπευε τη μελλοντική του εισοδηματική απώλεια.  Έχοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα, αλλά και τη σοβαρότητα των τραυμάτων και των ενδεχόμενων επιπτώσεων τους στην υγεία του, καταλήγουμε πως το επιδικασθέν ποσό ήταν ανεπαρκές και αυξάνουμε αυτό σε  €60.000.

 

Με βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις και ευρήματά μας, η έφεση επιτυγχάνει. Το ποσό των  €40.000 για μελλοντική εισοδηματική απώλεια αυξάνεται σε €60.000, ενώ το συμφωνηθέν ποσό για ειδικές αποζημιώσεις, που ανέρχεται σε  €948, παραμένει.  Ο καταμερισμός ευθύνης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ευθύνη 65% για τον εφεσίβλητο οδηγό του αυτοκινήτου και 35% για τον εφεσείοντα μοτοσικλετιστή.

 

Με βάση τον πιο πάνω καταμερισμό επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα  €104.000 ως γενικές αποζημιώσεις και  €616,20 ως ειδικές αποζημιώσεις.  Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων θα φέρει τόκο, ως η πρωτόδικη απόφαση, 8% ετησίως επί του ποσού των  €104.000 από την 1.11.2002 (ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος) και το ποσό των €616,20, ειδικών αποζημιώσεων, 4% ετησίως,  από την 1.11.2002.

 

Όσον αφορά την πρωτόδικη διαταγή για έξοδα, αφού με βάση αυτή θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα επιτυχίας της αγωγής, η διαταγή αυτή παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διαταγή, με βάση την οποία, τόσο τα έξοδα κατ΄έφεση, όσο και πρωτόδικα επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα επιτυχίας της έφεσης.

 

 

 

Π. Αρτέμης, Π.              Α. Κραμβής, Δ.            Δ. Χαζηχαμπής, Δ.

 

/Χ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο