ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 324
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 139/2007)
24 Φεβρουαρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΠΥΡΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,
Εφεσείων/Εναγόμενος/Εξ΄ανταπαιτήσεως Ενάγων,
ΚΑΙ
1. ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα/Εξ΄ανταπαιτήσεως Εναγόμενη,
2. ΛΑΪΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη/Εξ΄ανταπαιτήσεως Εναγόμενη 2.
- - - - - -
Χ. Χαραλαμπίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Λοϊζου, για την Εφεσίβλητη αρ. 1.
Χρ. Ιωαννίδου, για την Εφεσίβλητη αρ. 2.
- - - - - -
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η διαφορά η οποία είχε ανακύψει μεταξύ των διαδίκων η οποία και είχε καταστεί αντικείμενο της αγωγής αρ. 735/2002 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εντάσσεται στη μεγάλη εκείνη ομάδα οικονομικών διαφορών που ήσαν το αποτέλεσμα της διεξαγωγής πληθώρας χρηματιστηριακών συναλλαγών κατά το 1999.
Ο εφεσείων, κατά το Σεπτέμβριο του έτους εκείνου, υπέγραψε συμφωνία με την οποία έδιδε εντολή στην εφεσίβλητη αρ. 1 όπως ανοίξει στο όνομά του τρεχούμενο λογαριασμό, ο οποίος θα εχρησιμοποιείτο αποκλειστικά για το διακανονισμό όλων των χρηματικών δοσοληψιών του με την εφεσίβλητη αρ. 2 σε σχέση με χρηματιστηριακές συναλλαγές στο Χ.Α.Κ., οι οποίες θα εκτελούνταν από την εφεσίβλητη αρ. 2, κατόπιν εντολών του εφεσείοντα (Trading account). Με πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο επίσης κατάρτισε ο εφεσείων, διόριζε την εφεσίβλητη αρ. 2 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του, έτσι ώστε να ενεργεί εξ ονόματός του αγοράζοντας, πωλώντας κλπ μετοχές στο Χ.Α.Κ.
Κατά τη διάρκεια της ισχύος των ανωτέρω δικαιοπραξιών, διεκπεραιώθηκαν αγοραπωλησίες μετοχών και αξιών οι οποίες εκτελέστηκαν από το Χ.Α.Κ. Αμφισβητήθηκε όμως από τον εφεσείοντα το ότι ο ίδιος είχε δώσει εντολές για την αγορά 2.400 Δ.Α.Μ. (Δικαιωμάτων Αγοράς Μετοχών ή Warrants), ενώ παραδεχόταν ότι είχε δώσει εντολή για αγορά άλλων 1.200 Δ.Α.Μ. Ισχυριζόταν συγκεκριμένα ότι μόνο μια εντολή είχε δώσει στην εφεσίβλητη αρ. 2 για αγορά Δ.Α.Μ., ενώ αυτή προέβηκε σε τρεις αγορές.
Η εφεσίβλητη αρ. 1 καταχώρησε εναντίον του εφεσείοντα αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με την οποία αξίωνε την καταβολή προς αυτήν διαφόρων ποσών ως οφειλόμενων από τον εφεσείοντα με βάση τις μεταξύ τους έγγραφες συμφωνίες και/ή τραπεζικές πιστώσεις και/ή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. Από την άλλη, ο εφεσείων, ως εναγόμενος στην αγωγή, καταχώρησε την Υπεράσπισή του και, επίσης, προέβαλε Ανταπαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 1 και της εφεσείουσας αρ. 2, στις οποίες καταλόγιζε αμέλεια και/ή λάθος στην εκτέλεση οδηγιών του κατά παράβαση των μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών και αξίωνε την καταβολή προς αυτόν αποζημιώσεων.
Κατόπιν διεξαχθείσας ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα και προέβηκε σε εύρημα ότι υπήρξαν τρεις εντολές του ιδίου, δύο γραπτές και μία προφορική, για αγορά συνολικά 3.600 Δ.Α.Μ. Ότι περαιτέρω το ποσό που αφορούσε στην αγορά των 2.400 Δ.Α.Μ. από την εφεσίβλητη αρ. 1 με αντίστοιχη χρέωση του λογαριασμού που διέθετε ο εφεσείων εκ £53.620,11, δεν είχε πληρωθεί και συνέχισε να οφείλεται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε, περαιτέρω, ότι ακόμα και αν δεν υπήρχαν εντολές του εφεσείοντα, το γεγονός της κατακράτησης από τον ίδιο των αγορασθέντων Δ.Α.Μ., η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων με αγορά μετοχών και η διάθεσή τους με αποκομιδή κέρδους η οποία διενεργήθηκε ακολούθως από τον εφεσείοντα, στοιχειοθετούσε αδικαιολόγητο πλουτισμό. Προχώρησε δε το Δικαστήριο και εξέδωσε απόφαση στην Απαίτηση εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των £53,620,11, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, ενώ απέρριψε την Ανταπαίτηση του εφεσείοντα εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 2, με την οποία αυτός ζητούσε δηλωτικές αποφάσεις και αποζημιώσεις λόγω δόλου, αμέλειας κλπ.
Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων ήγειρε και προώθησε τρεις συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
1ος Λόγος Έφεσης - Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη προσέγγιση της δοθείσας μαρτυρίας.
Αυτός ο λόγος έφεσης σχετίζεται με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο υπήρξαν τρεις εντολές του εφεσείοντα για αγορά Δ.Α.Μ. κατά τον Οκτώβριο του 1999, δύο γραπτές και μία προφορική. Ενώ δηλαδή το Δικαστήριο απέδωσε αυτό το εύρημα σε μαρτυρία που είχε δοθεί από μάρτυρες των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν αναφέρθηκε κάτι τέτοιο από τους εν λόγω μάρτυρες. Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι επίσης λανθασμένα το Δικαστήριο ανέφερε στην απόφασή του ότι το Τεκμήριο 11 ημερομηνίας 22.11.1999 είχε καταχωρηθεί από τη ΜΕ3, ενώ αυτό είχε καταχωρηθεί από τη ΜΕ1 και η ΜΕ3 είχε καταθέσει το Τεκμήριο 18 που δεν είναι το ίδιο. Αν και τα δύο φαίνεται ν΄ αποτελούν αντίγραφα του ίδιου πρωτότυπου εγγράφου, το πρωτότυπο λανθασμένα και εξ αμελείας υπαλλήλων των εφεσιβλήτων στάληκε στην εφεσίβλητη αρ. 2 δύο φορές με φαξ, με αποτέλεσμα να καταχωρηθούν δύο εντολές για λογαριασμό του εφεσείοντα.
Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του, ο εφεσείων υποβάλλει ότι πουθενά στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων δεν αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων είχε δώσει δύο γραπτές και μία προφορική εντολή για την αγορά των Δ.Α.Μ. Αντίθετα, όπως εισηγείται, η ΜΕ1 κατά την αντεξέτασή της δήλωσε ότι οι εντολές από τον εφεσείοντα δόθηκαν γραπτώς. Όμως, όπως ο ίδιος ο εφεσείων αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσής του, η ίδια η ΜΕ1 πρόσθεσε στη μαρτυρία της ότι δεν είχε την τρίτη εντολή για την οποία διεξάγεται έρευνα «ή μπορεί να είναι ηχογραφημένη.» και ότι δεν γινόταν ποτέ πράξη χωρίς εντολή. Εξάλλου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ2 Κ. Λοϊζίδη της Λαϊκής Επενδυτικής - εφεσίβλητης αρ. 2, όταν αυτός ρωτήθηκε κατά πόσο η εταιρεία του έπαιρνε και εντολές με άλλο τρόπο εκτός από γραπτώς, απάντησε πως ναι, δέχονταν και τηλεφωνικές οδηγίες πελατών (σελίδες 32 και 33 πρακτικών). Κατ΄ ανάλογο τρόπο, και η ΜΕ1 Έλλη Γιάγκου της Μονάδας Επενδυτικών Χορηγήσεων της εφεσίβλητης αρ. 1, είχε καταθέσει ότι ένας πελάτης μπορούσε να δώσει εντολή είτε γραπτώς είτε μέσω τηλεφώνου απευθείας στην εφεσίβλητη αρ. 2 ή μέσω οποιουδήποτε καταστήματος της εφεσίβλητης αρ. 1 και οι εντολές του διεκπεραιώνονταν από τη Λαϊκή Επενδυτική.
Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία μαρτυρίας και κυρίως τη μαρτυρία των υπαλλήλων των εφεσιβλήτων περί του τρόπου διεκπεραίωσης των εντολών πελατών, την οποία το Δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη εν αντιθέσει με εκείνη του εφεσείοντα, ορθά ήταν που κατέληξε το Δικαστήριο στο εύρημα ότι πράγματι είχαν δοθεί τρεις εντολές από τον εφεσείοντα για αγορά Δ.Α.Μ., εκ των οποίων η Τρίτη, στην απουσία εγγράφου, θα πρέπει να είχε δοθεί προφορικά.
Ως προς το δεύτερο θέμα, το οποίο προωθήθηκε κάτω από αυτό το λόγο έφεσης και αφορά την κατάθεση των Τεκμηρίων 11 και 18, παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Στη σελίδα 9 της απόφασής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας στοιχεία των εγγράφων στα οποία απέδωσε ιδιαίτερη σημασία, ανάφερε και τα εξής:
". Το Τεκμήριο 11 ημερ. 22.10.99 με υπογραφές των ιδίων ατόμων και με καταχώρηση από την Μ.Ε.3. .."
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Τεκμήριο 11 κατατέθηκε από τη ΜΕ1 και όχι από τη ΜΕ3, όπως λανθασμένα θεώρησε το Δικαστήριο, ενώ η ΜΕ3 κατάθεσε το Τεκμήριο 18.
Προφανώς υπήρξε εδώ παρερμηνεία του τι είπε το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο, στην πιο πάνω περικοπή από την απόφασή του, δεν είπε ότι το Τεκμήριο 11 το κατάθεσε ή το παρουσίασε στο Δικαστήριο η ΜΕ3. Εκείνο το οποίο ανάφερε ήταν ότι το καταχώρησε η ΜΕ3, εννοώντας εμφανώς ότι προώθησε την εντολή του εφεσείοντα στο σύστημα. Όμως, είναι γεγονός ότι, όπως διαφαίνεται από τη σελίδα 33 των πρακτικών, η ΜΕ3 ανάφερε ότι ήταν την εντολή του εφεσείοντα που περιλαμβανόταν στο Τεκμήριο 18 που είχε καταχωρήσει η ίδια και όχι του Τεκμηρίου 11. Όμως, καμιά σημασία δεν μπορεί ή πρέπει να αποδοθεί σ΄ αυτή την ανακριβή αναφορά, αφού η σημασία την οποία απέδωσε το Δικαστήριο για τους λόγους που εξήγησε, έγκειτο αλλού.
Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος Λόγος Έφεσης - Ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε σε ευρήματα στηριζόμενο σε μη αποδεκτή μαρτυρία.
Όπως επεξηγήθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντίθεση με αρχές της νομολογίας, επέτρεψε στους μάρτυρες των εφεσιβλήτων να παρουσιάσουν μαρτυρία για θέματα που δεν περιλαμβάνονταν στα δικόγραφα και δεν αφορούσαν τα επίδικα θέματα. Πιο συγκεκριμένα, ότι παρουσίασαν μαρτυρία που αφορούσε στην άσκηση δικαιώματος αγοράς των Δ.Α.Μ. και στη μεταγενέστερη πώληση των μετοχών που απαιτήθηκαν με αυτό τον τρόπο από τον εφεσείοντα. Βασιζόμενο δε στην αποδοχή αυτής της μαρτυρίας, η οποία δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετήθηκε αδικαιολόγητος πλουτισμός.
Θα πρέπει να διαφωνήσουμε με την προκείμενη στην οποία εδράζεται αυτός ο λόγος έφεσης. Στο δικόγραφο των εφεσιβλήτων γινόταν ειδική επίκληση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποδίδονταν στην Έκθεση Απαίτησης με ικανοποιητικό τρόπο γεγονότα τα οποία θα δικαιολογούσαν τη λήψη μαρτυρίας προς το σκοπό της στοιχειοθέτησης και αυτής της βάσης. Στην παράγραφο (β) του αιτητικού της Έκθεσης Απαίτησης των εφεσειόντων προβαλλόταν η αξίωση για:
"(β) ΛΚ 61.891.31 σεντ με βάση έγγραφες συμφωνίες ή/και τραπεζικές πιστώσεις ή/και σαν αναγνωρισμένο λογαριασμό ή/και σαν αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichment) ή/και άλλως πως ως κατωτέρω."
Περαιτέρω, υπήρχε στην Έκθεση Απαίτησης και όλο το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων έτυχε χρηματοδότησης για την αγορά των επίδικων Δ.Α.Μ., και ότι χρησιμοποίησε αυτή τη χρηματοδότηση για αγορά αξιών, δημιουργώντας χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο παράλειψε να εξοφλήσει. Πέραν του ότι στην Έκθεση Απαίτησης έγινε ρητή επίκληση και στήριξη αξίωσης στη βάση του «αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment)», ακόμα και αν δεν γινόταν, αυτό δεν θα συνιστούσε κώλυμα στην απόδοση θεραπείας, αφού σύμφωνα με τη νομολογία παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης οποιασδήποτε θεραπείας η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα βάσει της Έκθεσης Απαίτησης, όπως ορθά υπέδειξαν και οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων. (Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 CLR 542, Kennedy Hotels Ltd v. Injdirdjian (1992) 1 CLR 400, Χρυσάνθου ν. Παγκρατίου (1998) 1 ΑΑΔ 675).
Εν πάση όμως περιπτώσει, και αν ακόμα επετύγχανε αυτός ο λόγος έφεσης, αυτό δεν θα επηρέαζε το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης, δεδομένου ότι τα κύρια ευρήματα του Δικαστηρίου αφορούσαν στην κατ΄ εντολή του εφεσείοντα αγορά αξιών και δημιουργία του χρέους ως αποτέλεσμα της χρηματοδότησης προς το σκοπό εκείνο, ενώ το θέμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο εναλλακτικά, ακόμα και αν είχε λάθος, όπως αναφέρει στην προηγηθείσα διαπίστωσή του ότι υπήρχαν εντολές του εφεσείοντα για την αγορά των Δ.Α.Μ.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.
3ος Λόγος Έφεσης - Η κατ΄ ισχυρισμό απόρριψη της Ανταπαίτησης του εφεσείοντα χωρίς καμιά αιτιολογία.
Αυτός ο λόγος έφεσης εμφανώς δεν μπορεί να επιτύχει. Η δικονομική διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε κατά την ακρόαση της αγωγής ήταν ξεκάθαρα αυτή της συνεκδίκασης Απαίτησης και Ανταπαίτησης με τη λήψη της εκατέρωθεν μαρτυρίας αναφορικά και με τις δύο. Από τα ευρήματα στα οποία οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα συμπεράσματα τα οποία εξήγαγε για τους λόγους που λεπτομερώς εξήγησε, πέραν της επιτυχίας της Απαίτησης, αναπόφευκτη καθίστατο η αποτυχία της Ανταπαίτησης η οποία εδραζόταν σε ισχυρισμούς που δεν έγιναν δεκτοί. Ιδιαίτερη ή περαιτέρω αιτιολογία για την απόρριψη της Ανταπαίτησης, δεν χρειαζόταν.
Για τους πιο πάνω λόγους, κανένας από τους προβληθέντες λόγους έφεσης δεν επιτυγχάνει και η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της έφεσης, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
/ΧΤΘ