ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1903
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 77/2008)
3 Δεκεμβρίου, 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,
Εφεσείοντας/Ενάγοντας,
ν.
WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD.,
Εφεσίβλητης/Εναγομένης.
Ι. Παπαζαχαρία, για τον Εφεσείοντα.
Α. Αθανασιάδου (κα), για την Εφεσίβλητη.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (η πρωτόδικη απόφαση), ο ενάγων - εφεσείων στην παρούσα έφεση - αξίωνε δυνάμει του άρθρου 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000, επιστροφή ποσού Λ.Κ. 302.000, το οποίο αποτελούσε μέρος μεγαλύτερου ποσού και συγκεκριμένα ποσού Λ.Κ. 500.000, το οποίο είχε καταβάλει στους εναγομένους - εφεσιβλήτους στην παρούσα έφεση - για την αγορά 1.000.000 μετοχών τους.
Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα, ο εφεσείων, το Δεκέμβριο του 1999, με προοπτική την σε σύντομο χρόνο εισαγωγή των αξιών των εφεσιβλήτων στο ΧΑΚ, υπέβαλε γραπτή πρόταση, η οποία έγινε αποδεκτή, για αγορά 1.000.000 μετοχών των εφεσιβλήτων, συνολικής αξίας Λ.Κ. 500.000. Το εν λόγω ποσό κατεβλήθη από τον εφεσείοντα με επιταγή που εκδόθηκε στο όνομα των εφεσιβλήτων, η οποία εξαργυρώθηκε από τους τελευταίους, αρχές Ιανουαρίου 2000.
Οι εφεσίβλητοι μετατράπηκαν σε δημόσια εταιρεία έξι μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 16/6/2000. Πέντε μέρες μετά, ήτοι 21/6/2000, υπέβαλαν αίτηση για εισδοχή στο ΧΑΚ.
Σύμφωνα με τα αρχεία του ΧΑΚ, την ίδια μέρα, δηλαδή στις 21/6/2000, ο εφεσείων κατέστη μέτοχος των εφεσιβλήτων με τη μεταβίβαση στο όνομα του 1.000.000 μετοχών. Σύμφωνα πάντα με τα αρχεία του ΧΑΚ, οι εν λόγω μετοχές μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα από την εταιρεία Sellamico Trade Ltd.
Η αίτηση των εφεσιβλήτων για εισδοχή στο ΧΑΚ εγκρίθηκε έξι περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 30/4/2006. Στο διάστημα που μεσολάβησε, ψηφίστηκε ο Νόμος 42(Ι)/2000, δυνάμει των προνοιών του οποίου ο εφεσείων αξιώνει την επιστροφή του ποσού των Λ.Κ. 302.000. Στο ίδιο διάστημα, το ΧΑΚ, εγκρίνοντας διαδοχικές αιτήσεις των εφεσιβλήτων, παρέτεινε κατ' επανάληψη τον δυνάμει του εν λόγω Νόμου χρόνο επιστροφής χρημάτων στους επενδυτές.
Μετά τη θέσπιση του πιο πάνω Νόμου και συγκεκριμένα στις 22/11/2000 και ενώ εκκρεμούσε προς έγκριση από τις αρχές του ΧΑΚ η αίτηση των εφεσιβλήτων για εισδοχή στο ΧΑΚ, ο εφεσείων παρέδωσε δια χειρός στα γραφεία των εφεσιβλήτων επιστολή ημερομηνίας 10/11/2000, με την οποία ζητούσε όπως του επιστραφεί μέρος των χρημάτων του και συγκεκριμένα επιστροφή ποσού Λ.Κ. 310.000. Επειδή το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής έχει αποτελέσει το υπόβαθρο επί του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε τις διαπιστώσεις του και την τελική κατάληξη του να απορρίψει την αγωγή, θεωρούμε σκόπιμο να το παραθέσουμε αυτούσιο:
"Κύριοι,
Θέμα: Επιστροφή Χρημάτων
Λόγω της παρατεταμένης πτώσης των τιμών των αξιών του Χρηματιστηρίου μου προέκυψαν τεράστιες ζημιές και επειδή δημιουργήθηκαν σοβαρά οικονομικά στην οικογένεια μου, θα ήθελα να σας παρακαλέσω όπως μου επιστραφούν μέρος των χρημάτων που έχω τοποθετήσει στην εταιρεία σας για παραχώρηση μετοχών.
Το ποσό που κατέβαλα στην εταιρεία σας είναι για 1.000.000 μετοχές ή ΛΚ500.000, από τις 20.12.1999.
Θα παρακαλούσα να μου επιστραφεί το χρηματικό ποσό των ΛΚ310.000 με τον νόμιμο τόκο, που είναι το ποσό που χρειάζομαι επειγόντως.
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Με εκτίμηση
Κωμοδρόμος Χριστάκης."
Επειδή το αίτημα του εφεσείοντα για επιστροφή μέρους των χρημάτων που είχε καταβάλει για αγορά μετοχών απορρίφθηκε από τους εφεσιβλήτους, ο εφεσείων προσέφυγε στο Δικαστήριο. Εξ'ου και η αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Η εκδοχή του εφεσείοντα, όπως τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τον ίδιο, έχει συνοπτικά ως εξής:
Η επίδικη συμφωνία, δυνάμει της οποίας αγόρασε τις μετοχές και κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ.500.000 (η επίδικη συμφωνία), συνομολογήθηκε μεταξύ του ιδίου και των εφεσιβλήτων, του ρόλου των χρηματιστών του περιοριζομένου αυστηρά σ' αυτό της προώθησης εκ μέρους του, στους εφεσιβλήτους, της πρότασης για αγορά των μετοχών, όπως και της επιταγής του για αποπληρωμή τους.
Στο ποσό των Λ.Κ.500.000 που κατέβαλε για αγορά των μετοχών περιλαμβάνετο και ποσό ΛΚ.100.000, το οποίο αποτελούσε συνεισφορά τρίτου προσώπου στο όνομα του οποίου ο εφεσείων μεταβίβασε, πριν το Μάρτιο 2001, τον αναλογούντα σε αυτόν αριθμό μετοχών, ήτοι 200.000 μετοχές.
Το Μάρτιο 2001 ο εφεσείων, με τη βοήθεια αξιωματούχου της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd., αναδόχου εταιρείας των εφεσιβλήτων, βοήθεια την οποία ο ίδιος ο εφεσείοντας επιδίωξε, πώλησε σε τρίτα πρόσωπα 196.000 μετοχές από αυτές που του είχαν παραχωρηθεί, αντί του συνολικού τιμήματος των Λ.Κ. 98.000, ποσό το οποίο του καταβλήθηκε μέσω της Sharelink.
Η πώληση των 196.000 μετοχών, όπως και η μεταβίβαση των 200.000 μετοχών στο όνομα του τρίτου προσώπου που είχε συνεισφέρει στο ποσό των Λ.Κ. 500.000, είχε ως αποτέλεσμα, το σύνολο του πακέτου των μετοχών του εφεσείοντα να μειωθεί σε 604.000 μετοχές, για τις οποίες του απεστάλη σχετικός τίτλος ο οποίος έφερε ημερομηνία 30/3/2001.
Ο λόγος για τον οποίο ζήτησε επιστροφή μικρότερου ποσού ήταν γιατί επιθυμούσε να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις που είχε με τους εφεσιβλήτους, αφού μέχρι τότε θεωρείτο ότι το ποσό των Λ.Κ. 500.000 είχε καταβληθεί από τον ίδιο.
Η εκδοχή των εφεσιβλήτων, τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τους διοικητικούς συμβούλους τους, Κ. Κύρκο και Γ. Πίτσιλλο. Την συνοψίζουμε.
Η επίδικη συμφωνία συνομολογήθηκε μεταξύ του εφεσείοντα και της Sellamico Trade Ltd. και όχι μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων. Η εταιρεία Sellamico Trade Ltd. είναι μια από τις τρεις εταιρείες στις οποίες οι εφεσίβλητοι είχαν εκδώσει το σύνολο των νέων μετοχών τους και από τις οποίες οι προτιθέμενοι αγοραστές μπορούσαν να προμηθευθούν μετοχές των εφεσιβλήτων.
Ο Νόμος 42(Ι)/2000 και ειδικότερα οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και ειδικότερα οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου του Νόμου, είναι αντισυνταγματικές γιατί παραβιάζουν συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος και δεν είναι έγκυρες γιατί είναι αντίθετες προς τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, καθώς και προς τις πρόνοιες της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 77/91/EEC της 13/12/1976.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σχολιάζει την ενώπιον του μαρτυρία και προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων, καταλήγει σε αριθμό συμπερασμάτων, με πρώτο το συμπέρασμα ότι η επίδικη συμφωνία συνομολογήθηκε μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων. Ακολούθως, και αφού παραπέμπει στις πρόνοιες του άρθρου 3(3) του Νόμου 42(Ι)/2000 τις οποίες και παραθέτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή, αφού καταλήγει ότι οι εν λόγω πρόνοιες δεν παρέχουν τη δυνατότητα για επιστροφή μέρους μόνο εισπραχθέντος ποσού. Την αγωγή απορρίπτει επίσης και γιατί, ενόψει των προνοιών της επιφύλαξης του άρθρου 3(3), το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα είτε «δεν έχει προκύψει ποτέ», είτε ακόμα και αν είχε προκύψει σε κάποια χρονική στιγμή, «όταν στις 31/10/2001 καταχωρήθηκε το κλητήριο ένταλμα, δεν υφίστατο ήδη προ πολλού». Αναφορικά με τις υπερασπίσεις των εφεσιβλήτων με τις οποίες προσβάλλεται η συνταγματικότητα ή και η εγκυρότητα του Νόμου 42(Ι)/2000 και ειδικότερα του άρθρου 3(3), το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, τις απορρίπτει.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με βάση τα οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ενώ η ορθότητα του συμπεράσματος ότι η επίδικη συμφωνία συνομολογήθηκε μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων, όπως και η απόρριψη των υπερασπίσεων με τις οποίες προσβάλλεται η συνταγματικότητα, όπως και η εγκυρότητα του Νόμου και ειδικότερα του άρθρου 3(3), προσβάλλονται με αντέφεση.
Η έφεση
Κατ' αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις πρόνοιες του άρθρου 3(3) του Νόμου 42(Ι)/2000, γύρω από την ερμηνεία των οποίων περιστρέφονται τα προσβαλλόμενα με τους τρεις λόγους έφεσης συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Το περιεχόμενο της επιστολής του εφεσείοντα ημερομηνίας 10/11/2000, με την οποία ζητείτο η επιστροφή μέρους του ποσού που είχε καταβληθεί για την αγορά των μετοχών, παρατίθεται πιο πάνω (βλ. σελ. 3 της απόφασής μας).
"(3) Οποιοσδήποτε εκδότης ή εταιρεία ή μέλος συμβουλίου εταιρείας ή πρόσωπο έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από πώληση ή προσφορά προς πώληση ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων για λογαριασμό υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου του 2000, με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο, υποχρεούται εάν οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν για οποιοδήποτε λόγο στο Χρηματιστήριο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, και εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος αγοραστής, να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα σ' αυτούς που τα κατέβαλαν εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων:
Νοείται, ότι εφόσον το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους χρηματιστηριακούς κανονισμούς και ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για μη έγκριση της αίτησης και ότι η καθυστέρηση για έγκριση δεν οφείλεται στον αιτητή, δύναται να παρέχει λογική παράταση χρόνου στον αιτητή όσον αφορά την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών."
Πρώτος λόγος έφεσης
"Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη νομική και/ή γραμματική ερμηνεία του Νόμου και των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου 42(Ι)/2000, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 7/4/2000 (εν τοις εφεξής για σκοπούς συντομίας θα καλείται «ο Νόμος») και/ή προέβη σε εσφαλμένη νομική εκτίμηση και/ή υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση και/ή ειδικότερα του περιεχομένου της επιστολής του Ενάγοντος/Εφεσείοντος, ημερομηνίας 10/11/2000, (η οποία κατατέθηκε και σημειώθηκε πρωτοδίκως ως Τεκμήριο 4) και ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) του Νόμου, δεν παρέχουν τη δυνατότητα για επιστροφή του εισπραχθέντος ποσού."
Το σκεπτικό που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο προσβαλλόμενο με τον πρώτο λόγο έφεσης, συμπέρασμα, έχει ως πιο κάτω:
"Εκείνο, μάλλον, που έχει σημασία είναι ότι ο ενάγοντας απαίτησε την επιστροφή μέρους μόνο του ποσού που πλήρωσε και το εισέπραξε η εναγόμενη εταιρεία και ολόκληρο το ποσό των £500.000. Από το γεγονός αυτό, υποστηριζόμενο και από το λόγο που διατυπώνει ο ενάγοντας στην εν λόγω επιστολή του ότι ήθελε τα χρήματα, διαπιστώνεται κατά τρόπο σαφή ότι δεν ήταν ποτέ πρόθεση του να τερματίσει την επίδικη συμφωνία και ούτε την τερμάτισε. Η δικαιολογία του γιατί ζήτησε την επιστροφή μικρότερου ποσού, δεν προσθέτει οτιδήποτε στην πιο πάνω διαπίστωση και μάλλον εκφράζει σκέψη του την οποία έκαμε εκ των υστέρων διότι, προφανώς διαπιστώθηκε και από την πλευρά του ενάγοντα ότι η πιο πάνω απαίτηση ήταν και είναι προβληματική.
Συγκεκριμένα, το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι η πρόνοια του άρθρου 3 (3) ανωτέρω, όπως είναι διατυπωμένη, δεν παρέχει τη δυνατότητα για επιστροφή μέρους μόνο εισπραχθέντος ποσού. Αλλά προβλέπει για υποχρέωση που έχει ο πωλητής των μετοχών «να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα σ' αυτούς που τα κατέβαλαν», και σαφώς εννοεί όλα τα εισπραχθέντα ποσά και όχι οποιοδήποτε μέρος αυτών που τυχόν να επιθυμεί ο ενδιαφερόμενος αγοραστής. Αυτή είναι η γραμματική έννοια η οποία εύλογα συνάγεται από τη συγκεκριμένη πρόνοια. Η ίδια, περίπου, πρόνοια υπάρχει και στο άρθρο 58Α (3)(β) σε σχέση με πληρωμές που έγιναν μετά τη θέσπιση του Νόμου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 (4) παράληψη συμμόρφωσης συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι και δύο χρόνια. Ιδωμένες οι πιο πάνω πρόνοιες στο σύνολο τους οδηγούν, πρόσθετα, και στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός του Νόμου ήταν να επιβάλει, στην κατάλληλη περίπτωση, κατάργηση της συμφωνίας των μερών και την αποκατάσταση του καθενός στη θέση που ήταν πριν από τη σύναψη της και όχι να την καταργήσει μερικώς και μερικώς να τη διατηρήσει σε ισχύ. Προς το σκοπό δε αυτό προέβλεψε και για την επιστροφή όλων των μετοχών το οποίο, λογικά, αν δεν μπορεί να συμβεί, τότε ούτε και η απαίτηση για επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών μπορεί να προχωρήσει ή και να επικυρωθεί από το δικαστήριο."
Προτού εξετάσουμε το ζήτημα που εγείρεται, κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι οι πιο πάνω ως προς τα γεγονότα διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και συνακόλουθα μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους. Εξάλλου δεν αμφισβητούνται από τον εφεσείοντα.
Το ζήτημα που εγείρεται με τον πιο πάνω λόγο έφεσης είναι καθαρά νομικό. Προϋποθέτει ερμηνεία των προνοιών του άρθρου 3(3) του συγκεκριμένου Νόμου. Συνιστά πάγια θέση της νομολογίας μας ότι βασικό κριτήριο για την ερμηνεία νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων. Εκεί όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια. Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων είναι μεν επιτρεπτή, πλην όμως δεν καθιστά εφικτή ούτε και δικαιολογεί την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου πρέπει να είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του νομοθέτη. Αυτό είναι και το μόνο ζητούμενο. (Βλ. Κ.Ο.Τ. ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86 και Southfield Industries Ltd. v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59).
Διεξήλθαμε τις συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες. Συμφωνούμε με την ερμηνευτική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το γεγονός ότι πρόκειται για δυνητική άσκηση δικαιώματος επενδυτή δυνάμει ειδικού νόμου, δεν μεταθέτει την περίπτωση, ως είναι η εισήγηση του εφεσείοντα, εκτός πλαισίων της ερμηνευτικής προσέγγισης που η πιο πάνω νομολογία έχει καθορίσει. Άλλη από τη δοθείσα ερμηνεία θα ήταν ενάντια στο σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την προστασία του επενδυτή σε μετοχές που αγοράστηκαν με την προοπτική εισδοχής τους στο ΧΑΚ και δεν εισήχθηκαν εντός τριών μηνών, παραχωρώντας του το δικαίωμα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, απεγκλωβισμού του από αυτή την αγορά. Δεν ήταν ποτέ πρόθεση και σκοπός του νομοθέτη, με την παραχώρηση του συγκεκριμένου δικαιώματος στον εν λόγω επενδυτή, να θέσει τον τελευταίο σε ευμενέστερη θέση από αυτή στην οποία ήταν πριν την αγορά των μετοχών, ούτε και να καταστήσει τον πωλητή αγωγό και όχημα εξυπηρέτησης των συμφερόντων του επενδυτή. Αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος που ο νομοθέτης προέβλεψε και για την επιστροφή των αγορασθέντων μετοχών σε περίπτωση άσκησης τέτοιου δικαιώματος. Η επίδικη διάταξη με κανένα τρόπο δεν παρέχει τη δυνατότητα επιλογής στον αγοραστή να ακυρώσει μερικώς τη συμφωνία αγοράς και μερικώς να την διατηρήσει σε ισχύ ανάλογα με το εκάστοτε συμφέρον του. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, «. ο σκοπός του Νόμου ήταν να επιβάλει στην κατάλληλη περίπτωση κατάργηση της συμφωνίας των μερών και την αποκατάσταση του καθενός στη θέση που ήταν πριν από τη σύναψη της και όχι να την καταργήσει μερικώς και μερικώς να την διατηρήσει σε ισχύ».
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Δεύτερος λόγος έφεσης
Σύμφωνα με το δεύτερο λόγο έφεσης:
"Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και καθ' υπέρβασιν έκρινε ότι το κλητήριο ένταλμα της αγωγής του Ενάγοντος/Εφεσείοντος που καταχωρήθηκε στις 31/10/2001 και το αγώγιμο δικαίωμα του ακόμα και αν είχε προκύψει σε κάποια χρονική στιγμή, δεν υφίστατο ήδη προ πολλού και ως εκ τούτου, και γι' αυτό το λόγο δεν μπορεί να επιτύχει ως προς τις αιτούμενες θεραπείες, προσδίδοντας λανθασμένα αναδρομική ισχύ στις παρατάσεις πληρωμής που παραχώρησε το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου."
Κατ' αρχήν θα πρέπει να επισημάνουμε τα εξής σχετικά με τα ζητήματα που εγείρονται, αδιαμφισβήτητα γεγονότα: Διαδοχικές αιτήσεις των εφεσιβλήτων για παράταση του χρόνου που αφορούσε στην επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών, έτυχαν της έγκρισης από τις αρχές του ΧΑΚ με αποτέλεσμα την κατ' επανάληψη παράταση του σχετικού χρόνου. Η πρώτη από τις εν λόγω αιτήσεις είχε καταχωρηθεί 11/4/2001, ενώ η τελευταία κάλυπτε την περίοδο μέχρι 10/4/2002. Όλες οι παρατάσεις αφορούσαν την επιστροφή χρημάτων τα οποία είχαν εισπραχθεί από τους εφεσιβλήτους πριν από τις 7/4/2000, ημερομηνία θέσπισης του Νόμου. Μεταξύ των χρημάτων που εισπράχθηκαν από τους εφεσιβλήτους πριν τις 7/4/2000, ήταν και τα χρήματα που καταβλήθηκαν από τον εφεσείοντα.
Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφού αναφέρθηκε και άντλησε ορθή καθοδήγηση από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Investylia Ltd. v. Livadhiotis Bros. Investments Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 704, κατέληξε στο προσβαλλόμενο με το δεύτερο λόγο έφεσης συμπέρασμα με το εξής σκεπτικό:
". Δεν αναφέρεται ο χρόνος έναρξης, ειδικά της πρώτης παραχωρηθείσας παράτασης με απόφαση ημερομηνίας 19.4.2001, όπως αναφέρεται στην επιστολή του τεκμηρίου 20, ημερομηνίας 20.4.2001, όμως είναι λογικό ότι καλύπτει και το χρόνο προηγουμένως, από τη λήξη των τριών μηνών μετά την υποβολή της αίτησης της εναγόμενης εταιρείας προς το Χρηματιστήριο στις 21.6.2000.
Όμως, νοουμένου ότι η πιο πάνω ερμηνεία της επιφύλαξης του άρθρου 3(3) είναι η ορθή και είναι πιστεύω, προκειμένου να έχει η εφαρμογή της νόημα και λογική, τότε το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο επικαλείται ο ενάγοντας δεν έχει προκύψει ποτέ. Αλλά και αν προέκυψε αμέσως μετά την εκπνοή των τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης για εισαγωγή των μετοχών της εναγόμενης εταιρείας στο Χρηματιστήριο, η παράταση μεταγενέστερα του χρόνου για επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών, κάλυψε και την περίοδο εκείνη μέχρι τη λήψη της απόφασης για παράταση καθιστώντας έτσι την εν λόγω αιτία ανενεργό. Όταν δε στις 31.10.2001 καταχωρήθηκε το κλητήριο ένταλμα στην παρούσα αγωγή, το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα ακόμα και αν είχε προκύψει σε κάποια χρονική στιγμή, δεν υφίστατο ήδη προ πολλού. Επομένως, και για το λόγο αυτό δε μπορεί να επιτύχει η αγωγή του ενάγοντα."
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή είναι ορθή. Όντως τη δυνατότητα η οποία παρέχεται με την επιφύλαξη στο άρθρο 3(3) πραγματεύεται το Εφετείο στην υπόθεση Investylia (πιο πάνω). Σε εκείνη την υπόθεση το Εφετείο υιοθέτησε το σχετικό σκεπτικό από την απόφαση του Δικαστή Κωνσταντινίδη στην Προσφυγή αρ. 603/2001, Δ. Χριστοδουλίδης ν. ΧΑΚ, ημερομηνίας 31/5/2002. Το παραθέτουμε:
"Ο Νόμος θέσπισε κατ' αρχάς το άρθρο 58Α με περιεχόμενο τους όρους, μεταξύ άλλων, της είσπραξης χρηματικών ποσών με αντικείμενο την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής τίτλων στο ΧΑΚ. Αυτά τα ποσά, σύμφωνα με το άρθρο 58Α(3)(β), είναι δυνατό να διεκδικηθούν από τον ενδιαφερόμενο αγοραστή που τα κατέβαλε μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ ή νωρίτερα, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης. Αυτό, εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή, ενώ του δόθηκαν, αυτοί δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο για οποιοδήποτε λόγο. Οπότε ο εκδότης των τίτλων, η εταιρεία ή το πρόσωπο που τα εισέπραξε, οφείλει να τα επιστρέψει, με τόκο, εντός δέκα ημερών.
Το άρθρο 3 του νόμου ρυθμίζει όμοιας φύσης ζητήματα αλλά σε σχέση με ποσά που είχαν ήδη εισπραχθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Επιβάλλει την ίδια υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις αλλά, σ' αυτή την περίπτωση, ίσως επειδή δεν ήταν γνωστή η υποχρέωση επιστροφής κατά την είσπραξή τους, παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία παροχής λογικής παράτασης, νοουμένου ότι συντρέχουν όσα ρητά προσδιορίζονται στη σχετική επιφύλαξη."
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ούτε ο λόγος έφεσης 2 μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος έφεσης
Παραθέτουμε το συγκεκριμένο λόγο έφεσης:
"Η εκκαλούμενη απόφαση στερείται πειστικής αιτιολογίας και/ή το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή τελώντας υπό νομική και/ή πραγματική πλάνη και/ή κατόπιν κακής άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και/ή άλλως πως."
Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης χαρακτηρίζεται από ασάφεια στη διατύπωση του και γενικότητα, αυτός δεν έχει προωθηθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Κατά συνέπεια απορρίπτεται.
Η αντέφεση
Ενόψει της απόρριψης των λόγων έφεσης και συνακόλουθα της απόρριψης της έφεσης, κρίνουμε ότι δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των λόγων αντέφεσης.
Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000 υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα. Η αντέφεση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι δεν ενδείκνυται να εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα σε σχέση με την αντέφεση.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ