ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 807
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 241/2007)
14 Ιουνίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΚΟΥΛΛΑ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
2. ΝΙΚΗ ΙΑΚΩΒΟΥ ΛΟΥΡΓΙΑ,
Εφεσείουσες,
ν.
ΛΟΙΖΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΒΡΑΑΜΙΔΗ, ΚΛΗΡΟΔΟΧΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Ν. ΚΟΥΠΠΑ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Κ. Ευσταθίου, για τις Εφεσείουσες.
Θ. Κορφιώτης, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο Στυλιανός Ν. Κούππας απεβίωσε την 21.1.1998. Ο εφεσίβλητος με αγωγή εναντίον των εφεσειουσών, αξίωσε δήλωση και/ή διαταγή του δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας κατά το θάνατό του άφησε τη διαθήκη ημερομηνίας 11.7.1986 με την οποία τον καθιστούσε κληροδόχο της περιουσίας του. Ζήτησε επίσης την έκδοση διαταγμάτων εμποδιζόντων την παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα στις εφεσείουσες.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι μετά την ακύρωση της μεταγενέστερης διαθήκης του αποβιώσαντα ημερ. 22.1.1993 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14.10.2003, με την αγωγή αρ. 13033/98, η μόνη ισχυρή και έγκυρη διαθήκη, είναι η προαναφερόμενη διαθήκη ημερομηνίας 11.7.1986 με την οποία καθίσταται κληροδόχος της περιουσίας του αποβιώσαντα.
Εκτελεστής της διαθήκης αυτής είναι η Τράπεζα Κύπρου Λτδ η οποία στις 17.3.2004 καταχώρησε αίτηση για την επικύρωση της. Οι εφεσείουσες από την άλλη, ζήτησαν να τους παραχωρηθούν έγγραφα διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα. Η σχετική αίτηση των εφεσειουσών αντιμετωπίστηκε με ανακοπή (caveat) του εφεσίβλητου ότι δεν είναι δυνατή η παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης στις εφεσείουσες, δεδομένης της ύπαρξης της διαθήκης ημερ. 11.7.1986 η οποία είναι η έγκυρη διαθήκη του αποβιώσαντα.
Οι εφεσείουσες αντιθέτως ισχυρίστηκαν ότι ο Στυλιανός Κούππας απέθανε χωρίς διαθήκη και/ή χωρίς έγκυρη διαθήκη. Η διαθήκη ημερ. 11.7.1986 ανακλήθηκε και/ή ακυρώθηκε από τον αποβιώσαντα ή από άλλο πρόσωπο με εντολή του αποβιώσαντα ο οποίος, με ελεύθερη βούληση κατήρτισε νέα διαθήκη στις 22.1.1993 ανακαλώντας την προηγούμενη. Παρά το γεγονός ότι η διαθήκη ημερ. 22.1.1993 ακυρώθηκε από το δικαστήριο, εντούτοις, η προηγούμενη ημερ. 11.7.1986, πρέπει να θεωρείται άκυρη ως ανακληθείσα και/ή ακυρωθείσα και δεν μπορεί να επικυρωθεί. Η διαθήκη ημερ. 22.1.1993 έγινε με ελεύθερη βούληση του αποβιώσαντα και συνεπώς η επιθυμία του ουδόλως εκφράζεται στη διαθήκη ημερ. 11.7.1986. Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι θεραπείες που ζητά ο εφεσίβλητος με την αγωγή του, προσκρούουν στο δεδικασμένο της προμνησθείσας αγωγή αρ. 13033/98 και δι΄ ανταπαιτήσεως ζήτησαν να τους παραχωρηθούν έγγραφα διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα. Ζήτησαν επίσης δήλωση του δικαστηρίου ότι ο Στυλιανός Κούππας απέθανε χωρίς διαθήκη και/ή χωρίς έγκυρη διαθήκη.
Παρενθετικά σημειώνουμε ότι ο λόγος για τον οποίο η διαθήκη ημερ. 22.1.1993 κηρύχθηκε άκυρη από το δικαστήριο είναι διότι οι μάρτυρες παρέλειψαν να θέσουν τις υπογραφές ή μονογραφές τους στο κάθε φύλλο χαρτιού της διαθήκης σε αντίθεση προς ό,τι ρητά επιτάσσει το άρθρο 23(δ) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου Κεφ. 195.
Μέρος της μαρτυρίας που προσκόμισε η κάθε πλευρά αφορούσε στις σχέσεις των διαδίκων με τον αποβιώσαντα καθώς και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες καταρτίστηκαν οι δύο διαθήκες. Η πρωτόδικος δικαστής ορθά επισημαίνει ότι το ζήτημα προς επίλυση είναι ουσιαστικά νομικό και ότι πλείστα των σημαντικών γεγονότων είναι παραδεκτά. Ενόψει τούτου, κρίθηκε πως δεν αποτελούσε σημαντικό παράγοντα η διακρίβωση των σχέσεων του αποβιώσαντα με τον κάθε διάδικο και έτσι δεν έγινε εκτενής αξιολόγηση της μαρτυρίας που αναφερόταν σε αυτό το θέμα.
Η πλέον ουσιώδης μαρτυρία σε σχέση με το επίδικο νομικό ζήτημα είναι η μαρτυρία της κας Αθηνάς Παπαδοπούλου η οποία αξιολογήθηκε θετικά από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η κα Παπαδοπούλου, Διευθύντρια της Εσωτερικής Νομικής Υπηρεσίας της Τράπεζας Κύπρου κατέθεσε ότι τον Ιούλιο 1986 ήλθε στο γραφείο της ο αποβιώσας Στυλιανός Κούππας και την παρακάλεσε να τον βοηθήσει στη σύνταξη της διαθήκης του με την οποία θα διοριζόταν εκτελεστής η Τράπεζα Κύπρου. Ο αποβιώσας της είπε ποιο θα ήταν το περιεχόμενο της διαθήκης και εκείνη προχώρησε στη σύνταξη της. Η δακτυλογράφηση του εγγράφου έγινε από τη γραμματέα της. Ο αποβιώσας, αφού μελέτησε τη διαθήκη και συμφώνησε με το περιεχόμενό της, την υπέγραψε στις 11.7.1986. Η υπογραφή της διαθήκης από τον αποβιώσαντα έγινε στην παρουσία της ίδιας και άλλης υπαλλήλου της Τράπεζας οι οποίες την υπέγραψαν ως επιβεβαιωτές μάρτυρες. Η διαθήκη φυλάχθηκε σε χρηματοκιβώτιο της Τράπεζας. Τον Ιανουάριο 1993 ο αποβιώσας την επισκέφθηκε και πάλιν στα γραφεία της Τράπεζας και της είπε ότι ήθελε να συντάξει νέα διαθήκη. Στις 22.1.1993, ύστερα από διαδικασία παρόμοια με την προηγούμενη, ο αποβιώσας υπέγραψε τη νέα διαθήκη του στην παρουσία της ίδιας και άλλης υπαλλήλου οι οποίες υπέγραψαν ως επιβεβαιωτές μάρτυρες στη δεύτερη σελίδα χωρίς να μονογράψουν την πρώτη. Ο αποβιώσας την παρακάλεσε να φυλάξει μαζί και τις δύο διαθήκες, τόσο την πρώτη ημερ. 11.7.1986 όσο και τη δεύτερη ημερ. 22.1.1993, στο χρηματοκιβώτιό της Τράπεζας «για παν ενδεχόμενο». Αυτή εξάλλου, ήταν και η γενική πρακτική της Τράπεζας να φυλάσσεται η παλιά διαθήκη για σκοπούς αρχείου, αν βέβαια, συμφωνεί ο πελάτης. Η κα Παπαδοπούλου με δική της πρωτοβουλία και χωρίς οποιαδήποτε σχετική οδηγία ή υπόδειξη του διαθέτη, έσυρε και στις δύο σελίδες της πρώτης διαθήκης ημερ. 11.7.1986 δύο κάθετες γραμμές και έγραψε τη λέξη «cancelled» για να μην υπάρξει σύγχυση στο μέλλον ενόψει της σύνταξης της νέας διαθήκης. Η εντύπωση της ήταν ότι ο σκοπός του αποθανόντα ήταν η ανάκληση της πρώτης διαθήκης με τη σύνταξη της δεύτερης. Στις 17.3.2004 η Τράπεζα Κύπρου καταχώρησε αίτηση για επικύρωση της πρώτης διαθήκης ημερ. 11.7.1986 αφού θεωρεί ότι αυτή είναι η μόνη έγκυρη διαθήκη που άφησε ο αποβιώσας κατά το χρόνο του θανάτου του.
Με δεδομένη την ακυρότητα της διαθήκης ημερ. 22.1.1993, η ευπαίδευτη δικαστής προσδιόρισε ότι το επίδικο θέμα συνίσταται στο κατά πόσο ο αποβιώσας άφησε κατά το θάνατό του έγκυρη διαθήκη, τη διαθήκη ημερ. 11.7.1986, ή κατά πόσο αυτός απεβίωσε χωρίς διαθήκη αφού η διαθήκη ημερ. 11.7.1986 ανακλήθηκε με τη μεταγενέστερη αλλά ακυρωθείσα διαθήκη ημερ. 22.1.1993, όπως υποστήριξαν οι εφεσείουσες.
Η δικαστής, κατόπιν ορθής ερμηνείας του νόμου και της νομολογίας η οποία διέπει το θέμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αποβιώσας Στυλιανός Κούππας απεβίωσε αφήνοντας τη διαθήκη ημερομηνίας 11.7.1986 και κατά λογική συνέπεια τα έγγραφα διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα δεν μπορούν να παραχωρηθούν στις εναγόμενες (εφεσείουσες).
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητούν τον παραμερισμό της. Εισηγούνται ότι είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η διαθήκη 11.7.1986 δεν είχε ανακληθεί και/ή ότι δεν μπορούσε να είχε ανακληθεί από τη διαθήκη ημερ. 22.1.1993 του ίδιου διαθέτη. Η θέση των εφεσειουσών επί του προκειμένου είναι ότι η προσέγγιση του δικαστηρίου είναι εσφαλμένη τόσο με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία όσο και με βάση τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα. Υποβάλλουν συναφώς ότι ο ίδιος ο διαθέτης είχε ρητώς εκφράσει την επιθυμία του να καταρτίσει νέα διαθήκη στην οποία ρητώς προβλεπόταν η ανάκληση κάθε προηγούμενης διαθήκης, επομένως και της διαθήκης ημερ. 11.7.1986. Η όντως ανακληθείσα διαθήκη δεν μπορούσε να αναβιώσει παρά μόνο με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 39* του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου Κεφ. 195, πράγμα που δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση. Με βάση τη δήλωση και συμπεριφορά (animus revocandi) του διαθέτη γράφτηκε στο ίδιο το σώμα της διαθήκης από τα πρόσωπα που ήταν μάρτυρες της δεύτερης διαθήκης η λέξη «cancelled» και εφυλάχθη ως ανακληθείσα και/ή μη ισχύουσα. Ο κρίσιμος χρόνος ήταν ο χρόνος σύνταξης της νεώτερης διαθήκης με βάση την οποία είχε ανακληθεί η προγενέστερη, ημερομηνίας 11.7.1986. Η επελθούσα ακυρότητα της μεταγενέστερης διαθήκης δεν μπορούσε να έχει τις συνέπειες στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η ακυρότητα θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί αναλογικά ως προς το τι λαμβάνει χώραν σε περίπτωση επελθούσης ανάκλησης της μεταγενέστερης διαθήκης που καθιερώθηκε στην In the Goods of Hodgkison (1893), P. 339, 44 Digest 340, 1701.
Το επιχείρημα του ευπαίδευτου δικηγόρου των εφεσειουσών, με αναφορά στα πιο πάνω, είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι μεταξύ πρώτης και δεύτερης διαθήκης δεν μεσολάβησε animus revocandi του διαθέτη και ενόψει τούτου, στην ουσία, χειρίστηκε (το δικαστήριο) την ακύρωση της δεύτερης διαθήκης με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου ενώ θα έπρεπε να είχε αναζητηθεί από το δικαστήριο η πραγματική πρόθεση του διαθέτη, κάτι όμως που δεν έγινε. Η ακύρωση της δεύτερης διαθήκης για τυπικούς λόγους δεν συνεπαγόταν ακύρωση της βούλησης του διαθέτη για ανάκληση της πρώτης. Δηλαδή, ανεξάρτητα από το κύρος ή όχι της δεύτερης διαθήκης, αυτή περιέχει δήλωση ξεχωριστή, ρητή και κατηγορηματική της βούλησης του διαθέτη ότι δεν ήθελε πλέον τη διατήρηση της ισχύος της πρώτης διαθήκης.
Οι τρόποι ανάκλησης μιας διαθήκης καθορίζονται στο άρθρο 37 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου Κεφ. 195.
«37. Διαθήκη δύναται να ανακληθεί-
(α) με μεταγενέστερη διαθήκη που ανακαλεί ρητά την προγενέστερη.
(β) με μεταγενέστερη διαθήκη ασυμβίβαστη με τις διατάξεις της προγενέστερης, αλλά κατά την έκταση μόνο κατά την οποία οι διατάξεις των δύο διαθηκών είναι ασυμβίβαστες. ή
(γ) με καύσιμο, σχίσιμο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο καταστροφής αυτής από το διαθέτη ή από άλλο πρόσωπο στην παρουσία και με εντολή του με πρόθεση ανάκλησης αυτής.»
Στην Καθητζιώτη ν. Μαυρονικόλα (1995) 1 ΑΑΔ 447 κρίθηκε ότι οι τρόποι ανάκλησης μιας διαθήκης καθορίζονται εξαντλητικά στο άρθρο 37 του Νόμου χωρίς να παρέχεται στο δικαστήριο διακριτική εξουσία αναζήτησης άλλου τρόπου ανάκλησης. Ακολουθεί πως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειουσών ότι, παρά την ακυρότητα της δεύτερης διαθήκης, ο διαθέτης, κατά το χρόνο που αυτή συνετάχθη (22.1.1993), είχε το animus revocandi της προηγούμενης διαθήκης, στερείται νομικού ερείσματος. Είναι γεγονός ότι αυτή η συγκεκριμένη πρόθεση είχε ρητώς εκφραστεί στη μεταγενέστερη διαθήκη η οποία ωστόσο, κατέστη τελεσίδικα άκυρη και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «διαθήκη» εντός της έννοιας του άρθρου 2* του Νόμου ούτε βέβαια μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν παραχθεί εξ αυτής οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης της προηγούμενης διαθήκης. Η πρόθεση του διαθέτη για ανάκληση της προηγούμενης διαθήκης του και του τρόπου διάθεσης της περιουσίας του ενυπήρχε μεν αλλά τελούσε υπό την αίρεση ότι θα ήταν νομική ισχυρή η νέα διαθήκη την οποία κατήρτιζε.
Η λέξη «cancelled» που έγραψε η κα Παπαδοπούλου στην πρώτη διαθήκη και οι κάθετες γραμμές που έσυρε σε αυτή είναι πράξεις που αναντίλεκτα έγιναν εξ ιδίας πρωτοβουλίας της κας Παπαδοπούλου και χωρίς την εντολή του αποβιώσαντα και σαφώς δεν ισοδυναμούν με καταστροφή της διαθήκης εντός της εννοίας του άρθρου 37(γ) του Νόμου (ανωτέρω). Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από το σύγγραμμα Williams on Wills, Volume 1, The Law of Wills, 7η έκδοση, την οποία μεταφέρουμε από την εκκαλούμενη απόφαση.
«Cancellation. A will or codicil is not destroyed by being struck through with a pen, even though done with the intention to revoke, nor by the word cancelled being written across it, for cancelling is not now one of the modes of revocation.»
Στην ίδια σελίδα του συγγράμματος, σε σχετική υποσημείωση, γίνεται αναφορά στο άρθρο 20 του αγγλικού περί Διαθηκών Νόμου του 1837 το οποίο έχει ως εξής:
«Otherwise destroying in s. 20 of the Wills Act 1837 . means destruction by method ejusdem generis with burning or tearing, the other methods stated therein.»
Η ταυτοσημία του άρθρου 37(γ) του δικού μας Νόμου με την πιο πάνω διάταξη του αγγλικού νόμου είναι προφανής.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Ενόψει του αποτελέσματος παρέλκει η εξέταση της αντέφεσης. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* «39. Ουδεμία διαθήκη ή μέρος αυτής, ήτις καθ΄ οιονδήποτε τρόπον ανεκλήθη αναβιοί άλλως ή διά της επανεκτελέσεως αυτής κατά τρόπον προνοούμενο εν τω άρθρω 23 ..»
* « «διαθήκη» σημαίνει γραπτή δήλωση σύμφωνα με το νόμο, των προθέσεων διαθέτη σχετικά με τη διάθεση της κινητής ιδιοκτησίας ή ακίνητης ιδιοκτησίας του μετά το θάνατο του και περιλαμβάνει και κωδίκελλο.»