ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 63

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                Πολιτική Έφεση Αρ.47/2008

 

26 Ιανουαρίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

G.D.L. TRADING (FAMAGUSTA) LTD,

Ενάγουσα,

και

1.    ΑΔΑΜΟΣ ΦΑΡΚΟΝΑΣ

2.    ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

3.    ΠΑΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εναγόμενοι.

- - - - - - -

ΚΑΙ ΔΙ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ

AΔΑΜΟΣ ΦΑΡΚΟΝΑΣ,

                                                                   Εφεσείων-εναγόμενος 1- και δι΄ανταπαιτήσεως ενάγων/καθ΄ου η αίτηση,

και

G.D.L. TRADING (FAMAGUSTA) LTD,

Εφεσίβλητη-ένάγουσα- και δι΄ανταπαιτήσεως εναγομένη 1/αιτήτρια

 

 

 

G.D.L. TRADING LTD,

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Δι΄ανταπαιτήσεως εναγόμενοι 2, 3, 4.

― ― ― ―

Δ. Καλλής με Α. Λοϊζου,  για  εφεσείοντα-εναγόμενο 1

Γ. Χριστοφίδης με Χρ. Σιακαλλή (κα), για εφεσίβλητη-ενάγουσα

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Π.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.  Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Η εκδοχή της ενάγουσας είναι ότι στις 26.11.2000 η G.D.L Trading Ltd, κύριος μέτοχος της ενάγουσας, αγόρασε την επιχείρηση της Cooland Importers and Distributors Ltd στην οποία ήταν μέτοχος ο εναγόμενος 1.  Στα πλαίσια αυτά η G.D.L. Trading ltd παραχώρησε το 10% των μετοχών της ενάγουσας στον εναγόμενο 1 και η ενάγουσα εργοδότησε τον εναγόμενο 1 με περιοριστικό όρο να μην ασκεί ανταγωνιστική δραστηριότητα για πέντε χρόνια και με καθήκον καλής πίστης και εμπιστευτικότητας.  Ο εναγόμενος στις 8.12.04 πώλησε τις μετοχές και τον Ιούνιο του 2005 έπαψε να εργοδοτείται από την ενάγουσα.  Προηγουμένως όμως αλλά και μετά, κοινοποιούσε εμπιστευτικές πληροφορίες της ενάγουσας σε ανταγωνιστική εταιρεία της οποίας αγόρασε μετοχές αξίας δεκάδων χιλιάδων λιρών και επηρέαζε τους πελάτες της ενάγουσας προς όφελος της ανταγωνιστικής εταιρείας, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να χάσει πελάτες και να υποστεί απώλεια και ζημία, την οποία τώρα απαιτεί.

 

Στην υπεράσπιση του ο εναγόμενος 1 δέχεται την ύπαρξη του περιοριστικού όρου, αλλά κατά τα΄άλλα αρνείται την εκδοχή της ενάγουσας και προβάλλει διάφορους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς.  Επιπρόσθετα όμως ισχυρίζεται ότι για τη συμφωνία ημερ. 26.11.2000 εξαπατήθηκε ή παραπλανήθηκε από την ενάγουσα, από τους διευθυντές της ενάγουσας Θεόδωρο Ευσταθίου και Δημήτρη Γεωργίου και από την G.D.L. Trading Ltd, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.  Ειδικότερα λέγει, ότι ο Δημήτρης Γεωργίου ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας του υποσχέθηκε και/ή τον διαβεβαίωσε ότι η ενάγουσα ήταν επικερδής επιχείρηση, ότι μετά την παρέλευση δύο ετών θα ελάμβανε ως μέτοχος μέρισμα και ότι θα ελάμβανε έξοδα παραστάσεως, επίδομα, οδοιπορικά έξοδα και 13ο μισθό που θα συμποσούνταν μαζί με το μέρισμα σε ΛΚ40.000 ετησίως.  Τελικά, ενώ σύμφωνα με τις παραστάσεις θα είχε εισόδημα ΛΚ180.000, έλαβε στην πραγματικότητα ΛΚ54.000 και ανταπαιτεί την διαφορά.

 

Περαιτέρω ισχυρίζεται για τον μετέπειτα χρόνο, ότι όλα τα πιο πάνω πρόσωπα τον εξαπάτησαν για να πωλήσει τις μετοχές της ενάγουσας πολύ πιο κάτω από την πραγματική τους αξία.  Ειδικότερα τον εξαπατούσαν λέγοντας του ότι η ενάγουσα δεν είχε κέρδη, και για τούτο δεν του αποκάλυπταν τους λογαριασμούς της εταιρείας, του είπαν ψέματα ότι και ο Θεόδωρος Ευσταθίου είχε πωλήσει τις μετοχές του για να πωλήσει και αυτός τις δικές του, του συμπεριφέρονταν απαξιωτικά, υποτιμητικά και απάνθρωπα ώστε να σταματήσει να εργάζεται στην ενάγουσα με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να πωλήσει τις μετοχές σε χαμηλότερη τιμή.  Γι΄αυτό ζητά αποζημιώσεις.

 

Τέλος, ισχυρίζεται ότι τα ίδια πρόσωπα κυκλοφόρησαν διάφορα ψεύδη αναφορικά με το πρόσωπο του, διαπράττοντας το αστικό αδίκημα του λιβέλου.  Ειδικότερα έλεγαν ότι ήταν «ξοφλημένος» και ότι «δεν ήταν σωστός επαγγελματίας αλλά κακός έμπορας».  Όταν ο εναγόμενος 1 έδιδε προσφορά σε πελάτη οι Ευσταθίου και Γεωργίου επισκέπτονταν τον πελάτη και του έκαναν καλύτερη προσφορά με σκοπό να τον ρεζιλέψουν και να του βλάψουν το καλό του όνομα.  Επίσης ως λεπτομέρεια λιβέλου παρατίθεται ο ισχυρισμός ότι του απαγόρευαν να επισκέπτεται και να συναλλάσσεται με καλούς πελάτες.  Απ΄όλα αυτά υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη στην πολύ καλή του φήμη και ανταπαιτεί αποζημιώσεις.»

 

Με ενδιάμεση αίτηση της η ενάγουσα ζήτησε αποκλεισμό της ανταπαίτησης, με το επιχείρημα ότι συνεκδίκασή της με την απαίτηση δεν θα ήταν πρόσφορη, αφού θα προκαλούσε σημαντική καθυστέρηση και θα περιέπλεκε τα επίδικα θέματα. 

 

Ο εναγόμενος 1, που προβάλλει την ανταπαίτηση, εισηγήθηκε ότι τα θέματα που εγείρονται με αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την υπεράσπιση και ότι συνεκδίκαση είναι όχι μόνο πρόσφορη, αλλά και ότι εκείνο που θα προκαλούσε δυσχέρεια και σπατάλη χρόνου και εξόδων θα ήταν ο διαχωρισμός.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα και αφού ανέλυσε την απαίτηση και την ανταπαίτηση δέχθηκε την αίτηση και διέταξε αποκλεισμό της ανταπαίτησης από την αγωγή, καταλήγοντας ως ακολούθως:

 

«Ως εκ των άνω, αν η ανταπαίτηση παραμείνει, η υπόθεση θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί με αποτέλεσμα να προκληθεί υπέρμετρη καθυστέρηση και άρα δυσχέρεια στην ενάγουσα κατά τρόπο μάλιστα που θα ήταν άδικος, εφόσον ο εναγόμενος εργάστηκε για πέντε σχεδόν χρόνια με τους όρους και υπό τις περιστάσεις σε σχέση με τις οποίες τώρα παραπονείται και έκτοτε έχουν παρέλθει άλλα δύο ή τρία χρόνια χωρίς να εγείρει απαίτηση.»

 

Στην υπόθεση Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1 Α.Α.Δ. 711, αφού έγινε αναφορά στη Δ.21 θ.10, που διέπει το θέμα, αναλύθηκαν οι αρχές που πρέπει να εφαρμόζονται στην κάθε περίπτωση στην εξέταση θέματος αποκλεισμού ανταπαίτησης. 

 

Παραπέμπουμε στο σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 714-715:

 

"H Δ.21 θ.10 προβλέπει:

«10.  Where a defendant sets up a counterclaim, if the plaintiff, or any other person made a party to it, contends that the claim thereby raised ought not to be disposed of by way of counterclaim, but in an independent action, the Court or a Judge may at any time order that such counterclaim be excluded."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

«10.  Όπου ο εναγόμενος εγείρει ανταπαίτηση, εάν ο ενάγων, ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο κατέστη διάδικος, ισχυρίζεται ότι η απαίτηση η οποία εγείρεται με την ανταπαίτηση δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσο ανταπαιτήσεως, αλλά με ανεξάρτητη αγωγή, το δικαστήριο ή ο Δικαστής ο οποίος επιλαμβάνεται του αιτήματος μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο να διατάξει η ανταπαίτηση να αποκλειστεί.»

 

Προκύπτει από το κείμενο της Δ.21 θ.10 ότι παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει τη συνεκδίκαση της ανταπαίτησης με την αγωγή εφόσον τούτο κρίνεται πρέπον.  Η υπό εξέταση δικονομική διάταξη δεν καθορίζει τα κριτήρια τα οποία διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου.  Εξυπακούεται από τη φύση του κανόνα και του σκοπού που αποβλέπει να εξυπηρετήσει ότι η εξουσία του δικαστηρίου είναι συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης που στην προκείμενη περίπτωση συναρτάται άμεσα με την απρόσκοπτη κατά το δυνατό διεκπεραίωση της δίκης.  Η αγγλική νομολογία, ερμηνευτική των αντίστοιχων αγγλικών δικονομικών προνοιών στις οποίες η Δ.21 θ.10 είναι προσαρμοσμένη, αναγνωρίζει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει ανταπαίτηση οποτεδήποτε κρίνεται ότι η συνεκδίκαση της με την αγωγή δεν είναι πρόσφορος (expedient) ή θα προκαλέσει δυσχέρεια (inconvenience) στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος.  Ενδεχόμενο πρόκλησης σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής συνιστά δυσχέρεια που παρέχει έρεισμα για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης. (Gray n. Webb (1882) 21 Ch.D., 802).  Ανάλογες θέσεις υιοθετήθηκαν και από το Ανώτατο Δικαστήριο αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της Δ.21 θ.10 στη Said Galip v. Umit Suleyman (1963) 2 C.L.R., 129.  Στην υπόθεση εκείνη το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης σε αγωγή για την οφειλή χρέους βάσει ομολόγου παρά την συγγενικότητα του θέματος της ανταπαίτησης με την απαίτηση, που επίσης συνίστατο στη διεκδίκηση οφειλής βάσει ομολόγου για ισάξιο ποσό, ενόψει της καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής που θα επροκαλείτο από τον χρόνο που θα απαιτείτο για την επίλυση νομικών θεμάτων που εγείρονταν από την ανταπαίτηση.  (Συνταγματικότητα νόμου και ενδεχόμενο παραπομπής του θέματος στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για επίλυση βάσει του άρθρου 144).  Διαφαίνεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας συνεκτιμούνται όλα τα σχετικά γεγονότα τα οποία τείνουν να διαμορφώσουν και προδιαγράφουν το πλαίσιο της δίκης σε συνάρτηση με τα χρονικά όρια για την επίλυση τους."

 

Όσον αφορά τις περιπτώσεις που παρέχεται ευχέρεια στο Εφετείο να επέμβει, λέχθηκαν  τα ακόλουθα στη σελ. 718 της απόφασης:

 

«Το μη πρόσφορο της συνένωσης και η αποτίμηση της δυσχέρεια η οποία θα προκληθεί στον ενάγοντα λόγω της ανταπαίτησης, ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Περιορισμένη μόνο ευχέρεια παρέχεται στο Εφετείο να επέμβει με την άσκηση της, όπως επαναβεβαιώνουν και οι δύο πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου, στις οποίες έγινε αναφορά.  (In Re Pelmako Development Limited, a Company v. In Re The Companies Law, Cap. 113 ((1991) 1 A.A.Δ. 246) και Τάσου Αρέστη ν. Άντρης Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984)Στην τελευταία απόφαση γίνονται οι εξής διαπιστώσεις:

 

΄Όπου η επίλυση επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία.  Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δυο μόνο περιπτώσεις:

 

(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, και

(β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει  κανένα δικαστήριο.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε με λεπτομέρεια τη φύση της απαίτησης και της ανταπαίτησης, συγκρίνοντας τις δύο, κατέληξε, όπως ήδη είπαμε, πως δεν θα ήταν πρόσφορο να συνεκδικαστούν, κρίνοντας επίσης ότι δεν υπήρχε άμεση συνάφεια από πλευράς γεγονότων μεταξύ της ανταπαίτησης και της απαίτησης και της υπεράσπισης.

 

Περαιτέρω, αναφερόμενο και στην υπόθεση Factories Insurance Co. v. Anglo-Scottish General Commercial Insurance Co. (1913) 29 T.L.R. 312, όπου δεν είχε επιτραπεί η ανταπαίτηση για λίβελο σε αγωγή για αποζημιώσεις, θεώρησε και εδώ τον ισχυρισμό για λίβελο στην ανταπαίτηση ακόμη ένα στοιχείο που δικαιολογούσε το διαχωρισμό της ανταπαίτησης από την αγωγή.

 

Έχοντας υπόψη και τις αρχές στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω, που αφορούν επέμβαση του Εφετείου, δεν διαπιστώσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο και που το οδήγησε στην αποδοχή της αίτησης, ούτως ώστε να επέμβουμε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, αφού κρίνουμε ότι ασκήθηκε μέσα στο σωστό νομικό της πλαίσιο. 

 

Η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και το σκεπτικό της κατάληξής του φαίνονται καθαρά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Με το δέοντα σεβασμό, δεν συμφωνώ με την εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εναγομένου ότι εάν διαταχθεί ο αποκλεισμός ο εναγόμενος «θα αναγκαστεί να προσκομίσει μαρτυρία εις διπλούν για ακριβώς τα ίδια γεγονότα».  Τι σχέση μπορεί να έχει το αν άσκησε ή όχι ανταγωνιστική δραστηριότητα με το εάν του είχαν υποσχεθεί μέρισμα, επίδομα κλπ, ή με το εάν τον εξαπάτησαν ή τον εξανάγκασαν να πωλήσει τις μετοχές του, ή με το εάν τον κακολογούσαν;  Η ανταπαίτηση σε όλες της τις πτυχές αφορά άλλα γεγονότα, αλλά και προϋποθέτει εξέταση της διαφοράς σε πολύ ευρύτερα και διαφορετικά νομικά πλαίσια που κυμαίνονται από δόλο και ψευδείς ή αμελείς παραστάσεις ή παράβαση όρων συμφωνίας μέχρι την δυσφήμιση.  Ειδικότερα για την τελευταία αυτή πτυχή, αν πρόκειται όντως για λίβελο και τεθεί η υπεράσπιση του αληθούς σχολίου, γίνεται αντιληπτό ότι θα ανοίξει ένα μεγάλο κεφάλαιο για την επαγγελματική επάρκεια ή μη του εναγομένου.»

 

Η έφεση απορρίπτεται με  €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου και δι΄ανταπαιτήσεως ενάγοντα και υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και δι΄ανταπαιτήσεως εναγομένης 1.

 

 

Π.                                             Δ.                                            Δ.

/Χ.Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο