ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 761

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση Αρ. 8/2006)

 

24  Ιουνίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

Δ/στες]

 

 

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΝΟΡΘΡΟΠ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΚΩΣΤΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσίβλητου.

_________

 

Ξ. Ξενόπουλος, για την Εφεσείουσα.

Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσίβλητο.

_________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα ζήτησε πρωτοδίκως την ακύρωση του διατάγματος επικοινωνίας του εφεσίβλητου με τη θυγατέρα του  ημερ. 1.2.2002, στην αίτηση υπ΄ αρ. 75/01 και την αφαίρεση από αυτόν της άσκησης της γονικής μέριμνας.  Ο εφεσίβλητος απάντησε με ανταπαίτηση αμφισβητώντας το αίτημα της εφεσείουσας και διεκδικώντας εξ ολοκλήρου τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους.  Στη διαδικασία κατέθεσαν συνολικά 13 μάρτυρες και κατατέθηκαν 36 τεκμήρια.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης εστιάζεται στο παράπονο της εφεσείουσας ότι το δικαστήριο παράτυπα και παράνομα δέχτηκε στο γραφείο του και συνομίλησε επί μακρόν, ιδιαιτέρως και στην απουσία των διαδίκων, με τη μάρτυρα Ελένη Δημοσθένους, ειδική παιδοψυχίατρο των Νοσοκομείων Λεμεσού-Πάφου.  Η συγκεκριμένη μάρτυς είχε συναντήσεις με τη μητέρα, τον πατέρα και την ανήλικη, αφού κλήθηκε από το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων της Αστυνομίας Πάφου.  Είχε προηγηθεί καταγγελία για πιθανή σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης από τον πατέρα της.

 

Την επιστημονική εκδοχή της κας Δημοσθένους, την οποία προφανώς δεν κάλεσε οποιοσδήποτε των διαδίκων, δέχθηκε εξ ολοκλήρου το δικαστήριο την οποία και χαρακτήρισε ως την «μόνη που έκανε σωστά και επαγγελματικά τη δουλειά της και εάν της δινόταν η ευκαιρία από την αιτήτρια θα είχε φέρει την ΄Εμιλυ σε ικανοποιητικότερο επίπεδο ανάκαμψης από τη ψυχολογική κακοποίηση που υπέστη».

 

Το δικαστήριο τελικά ακύρωσε το διάταγμα γονικής μέριμνας ημερ. 1.2.2002 και εξέδωσε νέο διάταγμα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης ανατέθηκε στην εφεσείουσα, ενώ προνοείται και δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με την κόρη του.

 

Σε ενδιάμεση απόφαση ημερ. 11.2.2005, σε διαδικασία κατά την οποία ζητήθηκε η εξαίρεση του συγκεκριμένου δικαστή λόγω προκατάληψης έναντι της εφεσείουσας, το δικαστήριο εξήγησε ότι εδέχθη την κα Δημοσθένους στο γραφείο του, με τη συγκατάθεση της εφεσείουσας και στην παρουσία όλων των ενδιαφερομένων, σε μια καλόπιστη προσπάθεια εξεύρεσης φιλικού διακανονισμού της υπόθεσης.  Το δικαστήριο τελικά απέρριψε το αίτημα για εξαίρεση ως στερούμενο ερείσματος.

 

Η εφεσείουσα, αντίθετα, υποστήριξε στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε την αίτησή της για εξαίρεση, ότι η κα Δημοσθένους είχε κληθεί από τον εφεσίβλητο και όχι από το δικαστήριο, αλλά και ότι πληροφορήθηκε τόσο αυτή, όσο και ο δικηγόρος της, την παρουσία της στο γραφείο του δικαστή εκ των υστέρων, πολλώ δε μάλλον δεν είχε εξασφαλιστεί η προς τούτο συγκατάθεσή της.

 

Έχει πια εγκαθιδρυθεί στη συνείδηση όλων, σε σημείο που να μη χρειάζεται καν αναφορά σε νομικές αυθεντίες, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημοσίως από νόμιμο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.  Η βασική αυτή αρχή κατοχυρώνεται τόσο στο ΄Αρθρο 30(2) του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Οι δικαστές δεν θα πρέπει να συναινούν σε αιτήματα εξαίρεσής τους χωρίς πραγματικό και ουσιαστικό λόγο, γιατί αλλιώς θα φτάναμε στο ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει.  Το κριτήριο, όπως επισημαίνεται και στις υποθέσεις Piersack v. Belgium (1982) 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium (1984) 7 EHRR 236 και Hauschildt v. Denmark (1989) 12 EHRR 266, είναι η διασφάλιση της διαφάνειας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.

 

Όπως έχει λεχθεί στην Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, το κριτήριο για την εξαίρεση δικαστή είναι η δημιουργία στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη που γνωρίζει τα γεγονότα, δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης δικαστή. Εικασίες μόνο, δεν είναι αρκετές.

 

Παρά τις κάποιες ειδικές δικονομικές συνθήκες που δικαιολογούνται από την ιδιαίτερη φύση που έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο και το αντικείμενό του, οι βασικές αρχές διατήρησης ίσων αποστάσεων μεταξύ των διαδίκων δεν θα πρέπει να καταπατούνται.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 717 και επιβεβαιώθηκε στην Παπακυριακού κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α. (2007) 2 Α.Α.Δ. 133, 141, η φύση του δικαστικού λειτουργήματος καθιστά απαράδεχτη οποιαδήποτε επαφή ή συζήτηση των επιδίκων θεμάτων με οποιοδήποτε από τα μέρη έξω από το πλαίσιο της νενομισμένης διαδικασίας.  Αυτό αποτελεί απόρροια του δικαστικού καθήκοντος και της ευπρέπειας που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του δικαστή, ανεξαρτήτως του κλονισμού που επιφέρει η απόκλιση από το αναμενόμενο επίπεδο συμπεριφοράς στην αμεροληψία του.

 

Στην υπόθεση Παπακυριακού κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α., ανωτέρω, το Εφετείο έκρινε ότι η συμπεριφορά του δικαστηρίου να δεχτεί ουσιαστικό μάρτυρα κατηγορίας στο ιδιαίτερο γραφείο του, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ήταν μεμπτή, με αποτέλεσμα ο δικαστής να απωλέσει την αντικειμενική του αμεροληψία που είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.  Με τις πράξεις του αυτές ο συγκεκριμένος δικαστής έδωσε εύλογα την εντύπωση στους διαδίκους και ιδιαίτερα στους εφεσείοντες, αλλά και σε οποιοδήποτε  εχέφρονα και καλά πληροφορημένο τρίτο, ότι δεν τήρησε το υψηλό επίπεδο αμεροληψίας που αναμένεται σε κάθε περίπτωση από τους δικαστές.

 

Η κα Δημοσθένους, παιδοψυχίατρος στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού-Πάφου, διορίστηκε από το Γραφείο Ευημερίας για να εξετάσει την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, ύστερα από ισχυρισμούς για σεξουαλική κακοποίησή της, με σκοπό να ενημερώσει το δικαστήριο για τα συμπεράσματά της.  Στις 16.12.2004 ενημέρωσε, στο γραφείο του δικαστή, όλους για τα συμπεράσματα της υπόθεσης από τις συνεντεύξεις που είχε με την ανήλικη και τους γονείς της.  Ο κ. Κουκούνης, δικηγόρος της εφεσείουσας, τη συγκεκριμένη ημερομηνία δεν παρουσιάστηκε, αλλά αντιπροσωπεύτηκε από δικηγόρο του τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου η οποία δεν είχε σαφείς οδηγίες για να τοποθετηθεί.  Το δικαστήριο ζήτησε από την κα Δημοσθένους να είναι παρούσα κατά την επόμενη συνεδρία του δικαστηρίου στις 20.1.2005, με την ελπίδα ότι η παρουσία της θα βοηθούσε από τη μια, ενώ, αν τελικά άρχιζε η ακρόαση υπήρχε πιθανότητα να της ζητηθεί από το δικαστήριο να καταθέσει ενόρκως.  Ο δικηγόρος του καθ΄ ου η αίτηση-εφεσίβλητου, προφανώς για να εξασφαλίσει την παρουσία της στο δικαστήριο, εξέδωσε στην κα Δημοσθένους κλήση μάρτυρος.  Είναι όμως καθαρό από την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 11.2.2005, ότι η κα Δημοσθένους θα εκαλείτο ως μάρτυρας από το δικαστήριο σε μεταγενέστερο στάδιο ως εμπειρογνώμων που διορίστηκε από το Γραφείο Ευημερίας.

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο είναι ένα δικαστήριο με ευαίσθητη δικαιοδοσία.  Η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα που διορίζεται από το Γραφείο Ευημερίας, ο οποίος έχει καταλήξει σε εντελώς ανεξάρτητα συμπεράσματα, μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης.

 

Το δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση δέχτηκε την κα Δημοσθένους υπό αυτή την ιδιότητα, στην παρουσία όλων και με τη συγκατάθεσή τους, στην προσπάθειά του να καταλήξει σε μια συμβιβαστική λύση.  Δεν βλέπουμε πώς η κίνηση του αυτή, επηρέασε την αμερόληπτη εκδίκαση της υπόθεσης.   Από το φάκελο της υπόθεσης είναι φανερό ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι το δικαστήριο δέχτηκε την κα Δημοσθένους στο γραφείο του ιδιαιτέρως, είναι το λιγότερο ανακριβής.

 

Ούτε ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο προαποφάσισε από τις 20.1.2005, όταν δηλαδή άκουσε την εμπειρογνώμονα Ελένη Δημοσθένους, είναι ακριβής.  Το δικαστήριο δεν παρουσιάζεται να είχε εκδηλωθεί εναντίον της εφεσείουσας καθ΄ οιονδήποτε στάδιο πριν την έκδοση της τελικής απόφασης.

 

Η εφεσείουσα περαιτέρω υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προκατειλημμένα και/ή εσφαλμένα κατέληξε από την ενώπιόν του μαρτυρία σε συμπεράσματα τα οποία δεν δικαιολογούνταν, ενώ οι διαπιστώσεις του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν ήταν εύλογα επιτρεπτές.  Επιτίθεται κατά του συμπεράσματος του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της ήταν διάτρητη και γεμάτη αντιφάσεις και αοριστίες.  Περαιτέρω προσβάλλει την αξιολόγηση της αξιοπιστίας σχεδόν όλων των μαρτύρων που κατέθεσαν.

 

Θα πρέπει να πούμε ότι όλοι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας περί  αυθαίρετης αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι εντελώς ατεκμηρίωτοι.  Δεν βρίσκουμε ότι θα εξυπηρετηθεί οποιοσδήποτε πρακτικός σκοπός αν διατρίψουμε σε λεπτομερή ανάλυση της κατάθεσης των διαφόρων μαρτύρων.  Ανάγνωση των πρακτικών της υπόθεσης δείχνει ότι το δικαστήριο κατέληξε σε λογικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις και τίποτε δεν έχει λεχθεί που να δείχνει ότι υπέπεσε σε οποιοδήποτε λάθος αξιολόγησης.  Από την άλλη, έχουμε επισημάνει αριθμό μη αληθών ή ανακριβών ισχυρισμών στο περίγραμμα του δικηγόρου της εφεσείουσας, όπως για παράδειγμα το σημείο όπου ισχυρίζεται ότι η κοινωνική λειτουργός κα Χρύσω Παναγιώτου δεν ανέφερε στη μαρτυρία της ότι η εφεσείουσα της έλεγε ψέματα για το δήθεν ενδιαφέρον του πατέρα για  το παιδί με σκοπό να πετύχει την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας.  Η σχετική δήλωση της κας Παναγιώτου μπορεί να βρεθεί στη σελ. 570 των πρακτικών.

 

Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας για την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εν πολλοίς ατεκμηρίωτοι και ασαφείς.  Όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Δρος Ελένης Δημοσθένους, στην οποία η εφεσείουσα επιτίθεται για περισσότερες της μίας φοράς, αρκεί να λεχθεί ότι το δικαστήριο δέχτηκε την κατάθεση της συγκεκριμένης μάρτυρος ως αξιόπιστης και απέδωσε σ΄ αυτήν την απαραίτητη βαρύτητα.  Επαναλαμβάνουμε για μια ακόμα φορά ότι η κα Δημοσθένους δεν ήταν μάρτυρας των διαδίκων, αλλά διορίστηκε από το Γραφείο Ευημερίας, με σκοπό την αξιολόγηση της κατάστασης της ανήλικης.

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει ακόμα και την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσίβλητου.  Θα πρέπει να πούμε ότι τα σημεία τα οποία επικαλείται για να ισχυριστεί ότι λανθασμένα ο εφεσίβλητος κρίθηκε ως αξιόπιστος, δεν είναι καθόλου πειστικά.  Τα σημεία τα οποία εγείρονται είτε είναι εντελώς ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα ότι ενώ ισχυρίστηκε ότι μαγείρευε και καθάριζε κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, μετά ανέφερε ότι εργοδοτούσαν περιοδικά και οικιακή βοηθό από τη Σρι Λάνκα, προφανώς για να βοηθά ορισμένες ημέρες. ΄Η το γεγονός ότι ισχυρίστηκε ότι αυτός έπαιρνε την εφεσείουσα στο Νοσοκομείο Πάφου για εξέταση όταν ήταν έγκυος, ενώ άλλη μάρτυς ανέφερε ότι σε ορισμένα μόνο τέτοια ραντεβού, ήταν ο εφεσίβλητος παρών.

 

Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η αξιολόγηση των μαρτύρων βαραίνει το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είναι σε θέση να αξιολογήσει τους μάρτυρες, οι οποίοι ζωντανά καταθέτουν ενώπιόν του.  Το Εφετείο πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τείνει να επέμβει σε τέτοιες αξιολογήσεις.  Η παρούσα δεν είναι μια από αυτές.  Βρίσκουμε ότι δεν υπάρχει λόγος να επέμβουμε στην αξιολόγηση από το δικαστήριο της αξιοπιστίας ούτε του εφεσίβλητου, αλλά ούτε και των υπόλοιπων μαρτύρων.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, είναι φανερό ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Εξ ίσου όμως αβάσιμη είναι και η αντέφεση την οποία κατέθεσε ο εφεσίβλητος.  Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει, εσφαλμένα αποφάσισε να αναθέσει την φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης στην αιτήτρια.  Βασίζει το παράπονό του αυτό στο ότι η αιτήτρια με την ανυπόστατη, όπως την χαρακτηρίζει, καταγγελία που έκαμε εναντίον του, υπέβαλε την ανήλικη σε κακοποίηση και ότι το μόνο μέλημά της είναι να αποκόψει την επικοινωνία της ανήλικης με τον ίδιο.  Περαιτέρω, είναι πρόσωπο το οποίο κατά καιρούς λαμβάνει ψυχοφάρμακα ενώ, χωρίς λόγο, σταμάτησε τη θεραπεία της ανήλικης από τη Δρα Δημοσθένους.

 

Δεν βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο να επέμβουμε στην αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ή στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.  Το δικαστήριο κατέληξε ότι το συμφέρον της ανήλικης εξυπηρετείται με το να βρίσκεται στην φροντίδα της μητέρας, ενώ ο πατέρας να διατηρεί δικαίωμα επικοινωνίας.

 

Κάτω από τις περιστάσεις και εν όψει της ψυχολογικής κατάστασης της ανήλικης η οποία καθοδηγείται από τη μητέρα της, αλλά δεν φαίνεται να τρέφει αρνητικά συναισθήματα για τον πατέρα, η κατάληξη του δικαστηρίου ήταν η καλύτερη.  Τυχόν απότομη απομάκρυνσή της από τη μητέρα και απόδοση της φροντίδας στον πατέρα, με τον οποίο φαίνεται ότι έγινε προσπάθεια να αποκοπεί και νοουμένου ότι η ανήλικη είναι ντροπαλό και διστακτικό παιδί, δεν θα ήταν πρόσφορη λύση.  Όταν η Δρ. Δημοσθένους εισηγήθηκε να αρχίσει εποπτευόμενη επικοινωνία του ανήλικου με τον πατέρα, ύστερα από σωστή προετοιμασία της ανήλικης, μέχρις ότου αυτή να είναι έτοιμη για μια πλήρη, κανονική και φυσιολογική επικοινωνία, δεν θα μπορούσε το δικαστήριο να αποφασίσει να παραχωρήσει τη φροντίδα της στον εφεσίβλητο.  Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερο κλονισμό στο παιδί.  Το δικαστήριο κατέληξε ότι η ταλαιπωρία που υπέστη τα τελευταία χρόνια η ανήλικη με την απομάκρυνσή της από τον πατέρα της, δημιούργησε μεγάλο κενό στις μεταξύ τους σχέσεις και χρειάζεται αρκετή δουλειά από παιδοψυχίατρο για να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα.

 

Η οδός για τη διεκδίκηση της ανήλικης στο μέλλον παραμένει ανοικτή, αλλά ελπίζουμε ότι και οι δύο γονείς, αλλά ιδιαίτερα η εφεσείουσα, να σταματήσουν να θεωρούν την ανήλικη ως όπλο για λύση των διαφορών τους.

 

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται.  Εν όψει του αποτελέσματος της έφεσης και της αντέφεσης αποφασίσαμε να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

                                                 Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

                                                 Μ. Νικολάτος, Δ.

 

                                                 Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο