ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1024
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 18/08)
17 Οκτωβρίου 2008
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΑΡΗΣ ΦΑΣΑΡΙΑ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
(ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ 11(ΙΙΙ)/1994,
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ
ΚΑΣ ULRIKA PALMQVIST ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ),
Εφεσίβλητου.
---------------------------
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
---------------------------
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Δεν έχουμε καταλήξει σε ομόφωνο αποτέλεσμα. Την απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελείται από εμένα και τον Ναθαναήλ, Δ., θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ. Ο Δικαστής Νικολάτος θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων είναι Κύπριος πολίτης, νυμφεύθηκε δε την Ulrika Palmqvist, (εφεξής «η Ulrika»), Σουηδή πολίτιδα, το Μάρτιο του 1999, μαζί δε απέκτησαν δύο ανήλικα τέκνα τον Alex Cornelis Palmqvist και Vilgot Mio (Lefteris) Palmqvist που γεννήθηκαν στην Κύπρο στις 16.10.2000 και 6.10.2002 αντίστοιχα. Λόγω προβλημάτων στη σχέση του ζεύγους, ο γάμος κατέρρευσε με αποτέλεσμα να εκδοθεί διαζύγιο στις 7.7.04. Ο εφεσείων και η Ulrika συνέχισαν να διαμένουν στην Κύπρο αλλά χωριστά, ασκώντας από κοινού γονική μέριμνα στα τέκνα. Εκκρεμούσαν όμως στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας οι αιτήσεις της μητέρας υπ΄ αρ. 120/05 για φύλαξη και επιμέλεια και υπ΄ αρ. 38/04 για διατροφή. Στην πρώτη αίτηση εκδόθηκε ενδιάμεσο διάταγμα αποκλειστικής φύλαξης προς όφελος της Ulrika στις 29.7.05.
Το Σεπτέμβριο του 2006 έγινε συζήτηση μεταξύ τους για να μετακομίσουν στη Σουηδία για την εξεύρεση εργασίας από τον εφεσείοντα και για συνέχιση των πανεπιστημιακών σπουδών της Ulrika. Τα παιδιά θα ήταν μαζί τους και θα εγγράφονταν σε σχολείο στη Σουηδία. Σκοπός ήταν η από κοινού προσπάθεια για μια καλύτερη ζωή με στόχο να μείνουν μόνιμα στη Σουηδία, με ανοικτό όμως το ενδεχόμενο, εάν μετά από δύο ή τρία χρόνια δεν έρχονταν τα πράγματα όπως τα υπολόγιζαν, να επέστρεφαν στην Κύπρο. Επί τη βάσει της συζήτησης αυτής ο εφεσείων εισηγήθηκε στην Ulrika να διακόψει την αίτηση για επιμέλεια, όπως και έγινε, θα ταξίδευαν δε στη Σουηδία όπου θα έμεναν αρχικά στη μητέρα της σε ένα μικρό χωριό στο Mellerud για να μετακομίσουν μετέπειτα σε μεγαλύτερη πόλη, όπου ο εφεσείων θα μπορούσε να εργαστεί ή να ανοίξει επιχείρηση και η ίδια να συνεχίσει τις πανεπιστημιακές της σπουδές, ανάλογα με το πανεπιστήμιο που θα την δεχόταν. Προς το σκοπό αυτό η Ulrika άφησε το διαμέρισμα το οποίο ενοικίαζε, χάρισε το αυτοκίνητο και τα έπιπλα της (λόγω του ότι δεν υπήρχε πολύς χρόνος) και άφησε και την εργασία της. Τοποθέτησαν όλα τα υπάρχοντα τους σε 13 βαλίτσες και ένα αυτοκίνητο γεμάτο με διάφορα ηλεκτρικά και άλλα είδη και μετεκόμισαν στη Σουηδία το Νοέμβριο του 2006. Τα παιδιά γράφτηκαν σε σχολείο, οι ίδιοι δε γράφτηκαν στη Σουηδική φορολογική αρχή και στη συνέχεια στα αρχεία πληθυσμού, στα οποία εγγράφεται κάποιος όταν σκοπεύει να γίνει μόνιμος κάτοικος Σουηδίας. Η ίδια υπέβαλε αιτήσεις σε διάφορα πανεπιστήμια, αναμένοντας δε την απάντηση άρχισε να εργάζεται.
Δημιουργήθηκε πρόβλημα όμως στις σχέσεις του εφεσείοντα και της Ulrika, με αποτέλεσμα στις 3.5.07 ο εφεσείων να πάρει τα ανήλικα τέκνα χωρίς να ειδοποιήσει τη μητέρα τους και να επιστρέψει στην Κύπρο στις 7.5.07, όπου το μεγαλύτερο παιδί ο Alex επέστρεψε στην πρώτη τάξη του δημοτικού, όπου φοιτούσε πριν την αναχώρηση τους στη Σουηδία.
Τα ανωτέρω απετέλεσαν την ουσία των θέσεων της Ulrika και εγγράφως και ενόρκως κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Η θέση του εφεσείοντα ήταν διαφορετική. Απέδωσε στην Ulrika ότι αυτή αντιλαμβανόμενη ότι είχε ο ίδιος διαλύσει δεσμό που είχε με άλλη γυναίκα, του πρότεινε να μεταβούν στη Σουηδία για να επιτύχουν καλύτερες συνθήκες για εργασία. Ο ίδιος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί αφού δεν γνώριζε τις συνθήκες, ούτε τη γλώσσα και έτσι συμφώνησε απλά να μεταβούν αρχικά για δύο εβδομάδες στο Mellerud, το χωριό της Ulrika, και στη συνέχεια να μεταβούν σε μια από τις μεγάλες πόλεις. Όταν έφθασαν στη Σουηδία αντιλήφθηκε ότι η Ulrika δεν είχε πρόθεση να τηρήσει τα συμφωνηθέντα και με διάφορες προφάσεις ανέβαλλε τη μετακίνηση τους σε μεγάλη πόλη. Συνειδητοποιώντας και ο ίδιος ότι η εργοδότηση στη Σουηδία και η εξεύρεση διαμερίσματος σε μεγάλη πόλη ήταν δύσκολη, με αφορμή την ανακάλυψη από τον ίδιο ενός ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 22.4.07, που είχε αποστείλει η Ulrika σε μια φίλη της και αντιληφθείς ότι τον είχε ξεγελάσει για να πάρει τα παιδιά στη Σουηδία, έκαμε διευθετήσεις για επιστροφή στην Κύπρο.
Η Ulrika ήγειρε τη διαδικασία που προνοείται από τη Σύμβαση που συνομολογήθηκε στη Χάγη στις 25.10.80, για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο αρ. 11(ΙΙΙ)/94 (εφεξής «η Σύμβαση»). Χρησιμοποιήθηκε προς τούτο ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ως η κεντρική αρχή για την έγερση διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μετά από εξουσιοδότηση της Ulrika, μητέρας των ανηλίκων, επιδιώκοντας την έκδοση από το Δικαστήριο διατάγματος επιστροφής των ανηλίκων στο συνήθη τόπο διαμονής τους, δηλαδή, τη Σουηδία.
Ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου με απόφαση του ημερ. 31.7.08, αφού άκουσε τα εκατέρωθεν επιχειρήματα του εφεσείοντα και της Ulrika, τους οποίους είχε επίσης την ευκαιρία να δει και να παρατηρήσει κατά την εκατέρωθεν αντεξέταση τους και έχοντας υπόψη ταυτόχρονα τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους που καταχωρήθηκαν στις οποίες καταγράφηκαν οι θέσεις τους, εξέδωσε διάταγμα άμεσης επιστροφής των ανηλίκων στη Σουηδία. Ο εφεσείων διατάχθηκε επίσης να παραδώσει αμέσως στην Ulrika ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο, τα ανήλικα προς υλοποίηση του διατάγματος και διέταξε όπως καταβάλει τα έξοδα για την επιστροφή τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την πιο πάνω διαταγή δεχόμενος ότι την αλήθεια σε σχέση με τα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπό κρίση μετακίνηση της οικογένειας στη Σουηδία, είχε αναφέρει η Ulrika τις θέσεις της οποίας αποδέχθηκε ως πλέον ειλικρινείς και λογικές από αυτές του εφεσείοντα. Θεώρησε ότι οι ενέργειες του ζεύγους παρέπεμπαν σε κοινή προφορική συμφωνία που έγινε το Σεπτέμβριο του 2006 για να μεταβεί με τα ανήλικα παιδιά του στη Σουηδία και ότι αυτή η μετακίνηση που έγινε το Νοέμβριο του ιδίου έτους, πραγματοποιήθηκε στη βάση του συμφωνηθέντος σκοπού με πρόθεση τη μόνιμη εκεί εγκατάσταση.
Καταλυτικές προς την απόφαση του, ο Πρόεδρος θεώρησε σειρά ενεργειών του ζεύγους ως πιστοποιούσες την πιο πάνω πρόθεση. Αυτές ήταν η απόσυρση από την Ulrika όλων των εκκρεμουσών υποθέσεων στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας, η παραίτηση της από την εν Κύπρω εργασία της (σημειώνεται ότι ο εφεσείων δεν είχε σταθερή εργασία στην Κύπρο), η εγκατάλειψη του διαμερίσματος που αυτή ενοικίαζε, η οικειοθελής αποξένωση διαφόρων προσωπικών αντικειμένων της που είχε στο διαμέρισμα της σε φίλους και γνωστούς και η συναποκόμιση 13 αποσκευών και ενός αυτοκινήτου γεμάτο από διάφορα ηλεκτρικά και άλλα είδη για να πάρουν στη Σουηδία. Αυτά αφορούσαν τις ενέργειες του ζεύγους πριν την αναχώρηση του για τη Σουηδία. Θεωρήθηκαν όμως και οι ενέργειες που έγιναν από την Ulrika, άμα τη αφίξει της οικογένειας στη Σουηδία, ως εξ ίσου ενδεικτικές και υποστηρικτικές της πρόθεσης για μόνιμη εγκατάσταση. Αυτές ήταν η εξεύρεση διαμερίσματος στο χωριό Mellerud, μετά την αρχική συγκατοίκηση της οικογένειας στο σπίτι της μητέρας της, η παραγγελία επίπλων και η εξόπλιση του διαμερίσματος, η εγγραφή του εφεσείοντος και της ίδιας στις φορολογικές αρχές της Σουηδίας, η εγγραφή των ανηλίκων σε σχολεία, η εξεύρεση εργασίας από την Ulrika και οι ταυτόχρονες αιτήσεις της σε πανεπιστήμια σε μεγάλες πόλεις στη γνώση και του εφεσείοντα.
Κατά τη θέση του Προέδρου που καταγράφεται διεξοδικά στις σελ. 46-49 της απόφασης του, οι ενέργειες και οι πράξεις της Ulrika στη βάση των πιο πάνω, έδειχναν ότι η μετάβαση των διαδίκων στη Σουηδία δεν μπορούσε να ήταν δοκιμαστική και προσωρινή, ως ο ισχυρισμός του εφεσείοντος, θεωρώντας ότι θα ήταν παράλογο για την ίδια να δεχθεί να μεταβεί στη Σουηδία αποκόπτοντας όλους τους επαγγελματικούς και άλλους δεσμούς της με την Κύπρο, χωρίς να είχε συμφωνήσει προς τούτο και ο ίδιος ο εφεσείων. Δεν θα ήταν λογικό, κατά τον Πρόεδρο, να εμπιστευθεί τις τύχες της ιδίας και των παιδιών στον εφεσείοντα, ο οποίος δεν ήταν ούτε καν σύζυγος της τότε, χωρίς τη συναντίληψη και την πρόθεση για μόνιμη διαμονή στη Σουηδία, ενώ θεωρήθηκε και αδόκιμο να βασιζόταν αποκλειστικά στις επιθυμίες του εφεσείοντα και στη θέση του ότι θα πήγαινε μαζί της για λίγους μόνο μήνες και αν δεν του άρεσε θα επέστρεφαν πίσω. Κρίθηκε λογική η δική της θέση ότι είχε πει στον εφεσείοντα και έτσι είχε συμφωνηθεί, ότι η μετάβαση τους στη Σουηδία θα έπρεπε να ήταν για τουλάχιστον 2-3 χρόνια, ώστε να αποδώσουν καρπούς οι προσπάθειες τους και ότι σε περίπτωση ιδιαίτερων δυσκολιών, υπήρχε πάντοτε το ενδεχόμενο επιστροφής στην Κύπρο. Οι ενέργειες επίσης που έγιναν, της εγγραφής των παιδιών στην προδημοτική και στο νηπιαγωγείο μια με δύο εβδομάδες από την άφιξη τους, η προσπάθεια εκμάθησης κατ΄ απαίτηση του ιδίου του εφεσείοντα της Σουηδικής γλώσσας, η ενοικίαση διαμερίσματος και η τοποθέτηση σ΄ αυτό σταθερού τηλεφώνου στο όνομα του τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2007, η εγγραφή στο αρχείο πληθυσμού και η εγγραφή στις φορολογικές αρχές, ήταν στοιχεία που πιστοποιούσαν αυτή την κοινή πρόθεση και όχι την προς το αντίθετο θέση του εφεσείοντα.
Τη θέση του εφεσείοντα την απέρριψε για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και λόγω αντιφάσεων που κατέγραψε στις σελ. 49-51 της απόφασης του, θεωρώντας ότι υπήρχε αντίφαση στις παρ. 18 και 20 της ένορκης δήλωσης του, όπου είχε αναφέρει ότι είχε συμφωνηθεί η μετάβαση στη Σουηδία για έξι μήνες, ενώ στην αντεξέταση του ανέφερε ότι πήγαν μόνο για 3-6 μήνες, ότι στην Αίτηση αρ. 113/07, την οποία ο εφεσείων καταχώρησε με την επιστροφή του στην Κύπρο για να εξασφαλίσει την επιμέλεια των ανηλίκων παιδιών, δεν είχε αναφέρει ότι η μετάβαση στη Σουηδία είχε συμφωνηθεί να γίνει μόνο δοκιμαστικά και για περίοδο έξι μηνών και ότι οι θέσεις του ότι φεύγοντας από την Κύπρο πήραν μαζί τους μόνο τα ρούχα τους και είδη πρώτης ανάγκης, ενώ ο οικιακός εξοπλισμός της Ulrika παρέμενε φυλαγμένος στο χώρο στάθμευσης της μητέρας του, δεν ενισχυόταν από τη μαρτυρία της τελευταίας ή του αδελφού του, το δε μόνο που είχε φυλαχθεί στην οικία της μητέρας του, όπως είχε αναφέρει και η Urlika, ήταν δύο παλιοί και χωρίς αξία καναπέδες, δύο καρέκλες και ένα τραπέζι. Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης και τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων υπεράσπισης που είχε προσάξει ο εφεσείων στην πρωτόδικη διαδικασία, που ήταν αυτή της μητέρας του, του αδελφού του και του τότε δικηγόρου του Χριστόφορου Λάρκου, ως ανεδαφική και χωρίς ουσία.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση προσβάλλει με εννέα λόγους έφεσης τόσο τη νομική όσο και την πραγματική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δέκατος λόγος που αφορούσε την κατ΄ ισχυρισμό μόλυνση της πρωτόδικης διαδικασίας διότι το Δικαστήριο επέτρεψε σε λειτουργούς της πρεσβείας της Σουηδίας, καθώς και στον ίδιο τον Πρέσβη, να έχουν κατ΄ ιδίαν συνάντηση μαζί του στο ιδιαίτερο του γραφείο και ότι δεχόταν συνεχώς μηνύματα και πιέσεις από λειτουργούς της πρεσβείας, αποσύρθηκε κατά τη διαδικασία της έφεσης στη βάση της δήλωσης του κ. Βραχίμη ότι δεν ανέκυπταν τέτοια στοιχεία από τα πρακτικά της διαδικασίας. Να λεχθεί επίσης ότι άλλος Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, εξέδωσε στις 29.8.08 διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της υπό έφεση απόφασης μετά από σχετική προς τούτο αίτηση του εφεσείοντος και η οποία απόφαση επίσης εφεσιβλήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα. Και οι δύο εφέσεις ήχθησαν ενώπιον του Εφετείου ταυτόχρονα, αλλά η δικηγόρος της Δημοκρατίας, ορθά πράττουσα, απέσυρε την έφεση υπ΄ αρ. 20/08 κατά της αναστολής της απόφασης, ενόψει του ότι το αποτέλεσμα της απόφασης στην παρούσα έφεση επί της ουσίας, θα τερμάτιζε ενδεχομένως οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.
Η επιχειρηματολογία των συνηγόρων επικεντρώθηκε, με αναφορά σε πληθώρα νομολογίας εκατέρωθεν, στην ορθή υπαγωγή των γεγονότων της υπόθεσης στο νομικό πλαίσιο που διέπει την απαγωγή παιδιών. Βεβαίως, ο κ. Βραχίμης υπέβαλε ταυτόχρονα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένα διότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα έγινε στη βάση της μαρτυρίας της Ulrika, χωρίς να τύχει η δική του μαρτυρία χωριστής αξιολόγησης, ως έπρεπε, το δε Δικαστήριο δεν σύγκρινε τις διαφορετικές εκδοχές των διαδίκων για να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα.
Η νομική βάση της υπόθεσης είναι το άρθρο 3 της Σύμβασης το οποίο έχει ως εξής:
«Η μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού θεωρείται παράνομη εφόσον -
α. γίνεται κατά παράβαση των δικαιωμάτων φύλαξης που απονέμονται σε φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οποιαδήποτε άλλη οργάνωση, είτε από κοινού είτε αποκλειστικά, δυνάμει του δικαίου του Κράτους στο οποίο το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή κατακράτηση• και
β. κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης τα δικαιώματα αυτά ασκούνταν, στην πραγματικότητα, είτε από κοινού είτε αποκλειστικά, ή θα είχαν ασκηθεί με τον τρόπο αυτό, αν δεν είχε συμβεί η μετακίνηση ή κατακράτηση.
Τα δικαιώματα φύλαξης που αναφέρονται στην υποπαράγραφο α πιο πάνω, δύνανται να απορρέουν ιδίως είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού.»
Σχετικά είναι επίσης τα άρθρα 4 και 5 της Σύμβασης, τα οποία καθορίζουν την εφαρμογή της Σύμβασης σε κάθε παιδί που είχε αμέσως πριν την παραβίαση των δικαιωμάτων φύλαξης ή κηδεμονίας, τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος, καθώς επίσης και ότι δικαιώματα φύλαξης και δικαιώματα επικοινωνίας περιλαμβάνουν τα δικαιώματα που αφορούν στην επιμέλεια του προσώπου του παιδιού και ιδιαίτερα το δικαίωμα ορισμού του τόπου διαμονής του.
Αναφέρεται στο σύγγραμμα των Cretney, Masson και Bailey-Harris: Prinicples of Family Law, 7η έκδ., 2003, στη σελ. 678, παρ. 21-013, ότι η Σύμβαση έχει ως υπόβαθρο την ιδέα ότι το καλύτερο συμφέρον των παιδιών απαιτεί όπως αυτά δεν μετακινούνται ή κατακρατούνται μονομερώς από τον ένα γονέα. Και ότι η αυστηρή εφαρμογή της επιστροφής των παιδιών συντείνει στην αποφυγή και πρόληψη των απαγωγών, βοηθά στην προώθηση της οικιοθελούς επιστροφής των παιδιών από τον γονέα, ενώ δίνει και τη δυνατότητα στα οικεία Δικαστήρια να αποφασίζουν τις διαφορές κατά τρόπο ώστε τα διατάγματα τους να γίνονται σεβαστά από άλλα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση κράτη μέλη. Αναφέρεται επίσης στο σύγγραμμα της Rebecca Probert: Cretney's Family Law, 5η έκδ., 2003, στη σελ. 255 παρ. 12-040, ότι ο σκοπός της Σύμβασης είναι η εξασφάλιση της επιστροφής των απαχθέντων παιδιών πίσω στη χώρα όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους, με όσο το δυνατόν ταχύτερους ρυθμούς. Και προστίθεται ότι:
«The welfare of the individual child is given little consideration: the Convention is premised on the assumptions that child abduction is harmful to children and should be discouraged, and that when it has occurred, it is in the best interests of children for questions about their future to be determined by the courts in the country where they are habitually resident.»
Ουσία έχει για την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, η συνήθης διαμονή των παιδιών αμέσως πριν την μετακίνηση ή την κατακράτηση τους. Το ερώτημα εδώ είναι κατά πόσο τα παιδιά είχαν αποκτήσει τη συνήθη διαμονή τους στη Σουηδία αμέσως πριν τη μεταφορά τους από τον εφεσείοντα πίσω στην Κύπρο και κατά πόσο οι γονείς είχαν ή όχι τη συνήθη διαμονή τους επίσης στη Σουηδία. Εάν κριθεί ότι ο εφεσείων δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στη Σουηδία, αλλά στην Κύπρο, τα δε ανήλικα ουδέποτε άλλαξαν τη συνήθη διαμονή τους, παρά τη μετακίνηση τους στη Σουηδία, τότε αυτό θα συνεπάγεται και την κατάληξη ότι η μετακίνηση των παιδιών από τον πατέρα δεν ήταν παράνομη, ούτε και θα ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για απαγωγή εντός της εννοίας της Σύμβασης. Προστίθεται εδώ ότι στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι τη γονική μέριμνα καθ΄ ον χρόνο οι διάδικοι ήσαν στην Κύπρο είχαν από κοινού, ενώ όταν μετέβησαν στη Σουηδία συγκατοικούσαν, αλλά και είχαν από κοινού τη φύλαξη των ανηλίκων. Είχε επίσης υπόψη του τη Σουηδική και Κυπριακή νομοθεσία στη βάση των οποίων οι γονείς ασκούσαν από κοινού γονική μέριμνα. Προς τούτο κατέτεινε και η συνημμένη στην πρωτόδικη διαδικασία ένορκη δήλωση ημερ. 26.6.07 της Ιωάννας Αναστασιάδου, Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, αρμόδια για το χειρισμό των υποθέσεων απαγωγής, η οποία επισύναψε ως τεκμήριο πιστοποιητικό του Υπουργείου Εξωτερικών της Σουηδίας με αναφορά στα σχετικά άρθρα του Σουηδικού Νόμου που σχετίζονται με τη γονική μέριμνα, κλπ, των ανηλίκων.
Η Σύμβαση χρησιμοποιεί στο Αγγλικό κείμενο (που είναι και το πρωτότυπο και υπερισχύει με βάση το άρθρο 2 του Κυρωτικού Νόμου), τη φράση «habitual residence», η οποία έχει κριθεί ότι εξομοιώνεται με τον όρο «ordinary residence» ή στα Ελληνικά τον όρο «συνήθη διαμονή». Η συνήθης διαμονή καθορίζεται, μέσα από τις διάφορες αποφάσεις που λαμβάνονται στο ζήτημα, ως θέμα γεγονότων, ενώ θα πρέπει να της αποδοθεί η συνήθης γραμματική ερμηνεία. Δεν είναι τεχνικός όρος, εφόσον η φράση «habitual residence» στο άρθρο 3 της Σύμβασης δεν ορίζεται οπουδήποτε. Στην υπόθεση In re J. (A Minor) (Abduction: Custody Rights) (1992) AC 562, απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, λέχθηκαν τα εξής στη σελ. 578, από τον Lord Brandon of Oakbrook:
«In considering this issue it seems to me to be helpful to deal with a number of preliminary points. The first point is that the expression "habitually resident", as used in article 3 of the Convention, is nowhere defined. It follows, I think, that the expression is not to be treated as a term of art with some special meaning, but is rather to be understood according to the ordinary and natural meaning of the two words which it contains. The second point is that the question whether a person is or is not habitually resident in a specified country is a question of fact to be decided by reference to all the circumstances of any particular case. The third point is that there is a significant difference between a person ceasing to be habitually resident in country A, and his subsequently becoming habitually resident in country B. A person may cease to be habitually resident in country A in a single day if he or she leaves it with a settled intention not to return to it but to take up long-term residence in country B instead. Such a person cannot, however, become habitually resident in country B in a single day. An appreciable period of time and a settled intention will be necessary to enable him or her to become so.»
Στην υπόθεση Re P (Abduction: Declaration) (1995) 1 FLR 831, απόφαση του Αγγλικού Εφετείου, λέχθηκε από τον Millet L.J. στη σελ. 838:
«The question whether the child was habitually resident in the requesting State within the meaning of Art 3 of the Convention immediately before removal is exclusively a matter for the requested State. If disputed it will have to be resolved by that court on the evidence available to it, and by applying its own understanding of the meaning of 'habitual residence' in the Convention.»
Στις υποθέσεις που ανέφερε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, In Re B (minors: abduction) (Νο 2) (1993) 1 FLR 993 και In Re F (A minor) (Child Abduction) (1992) 1 FLR 548, λέχθηκε ότι η φράση «habitual residence» έχει αναφορά, τουλάχιστον για νυμφευμένα ζευγάρια που ζουν μαζί, το μέρος εκείνο που οικειοθελώς επέλεξαν να ζήσουν ως μέρος της συνήθους πορείας της ζωής τους για το συγκεκριμένο χρόνο, είτε μικρής, είτε μεγάλης διάρκειας. Εκείνο που χρειάζεται είναι η ύπαρξη κοινής πρόθεσης να ζήσουν σε μια χώρα έχοντας ικανοποιητικό βαθμό συνέχειας. Ακόμη και η πάροδος ενός μηνός σε νέα χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική για να υπάρξει εύρημα για απόκτηση νέας συνήθους διαμονής. Περαιτέρω, η απόκτηση της νέας κατοικίας θα πρέπει να είναι οικειοθελής και θα πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένο σκοπό, που μπορεί να είναι είτε εξειδικευμένος, είτε γενικός. Πρέπει, με άλλα λόγια, να υπάρχει κατασταλαγμένος σκοπός («a settled purpose»), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να έχει και την πρόθεση να μείνει εκεί επ΄ αόριστον. Ο σκοπός της διαμονής μπορεί να έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, αλλά και πάλι να υπάρχει η αναγκαία πρόθεση διαμονής. Στο κατά πόσο υιοθετήθηκε από ένα πρόσωπο μια νέα συνήθης διαμονή, μπορούν να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η μόρφωση, η εργασία ή επιτήδευμα, η υγεία, άλλοι οικογενειακοί δεσμοί, ακόμη και η απλή αγάπη για το μέρος το οποίο επιλέγεται για κατοικία.
Στην υπόθεση που αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο DeHaan v. Gracia (2004) AJ N: 94 (QL), υιοθετήθηκε η θέση ότι το χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της πρόθεσης των μερών να υιοθετήσουν ένα νέο τρόπο ζωής και να αποκτήσουν μια νέα συνήθη διαμονή, είναι ο αμέσως προηγούμενος χρόνος της φυσικής μετάβασης τους στη νέα χώρα. Η πρόθεση αποκαλύπτεται τόσο από τα λόγια που χρησιμοποιήθηκαν όσο και από τη συμπεριφορά των μερών. Το χρονικό σημείο πριν την αναχώρηση στη νέα χώρα είναι βεβαίως μια μόνο παράμετρος. Άλλη, εξίσου ουσιώδης, είναι και οι ενέργειες και πράξεις των διαδίκων μετά την άφιξη τους στη νέα χώρα. Το πώς οι διάδικοι μεταφράζουν στην πράξη την αρχική πρόθεση τους είναι ενδεικτικό της ύπαρξης ή μη κατασταλαγμένου σκοπού. (δέστε Re N (Abduction: Habitual (Residence) (2000) 2 FLR 899, 907).
Έχουν γίνει κατ΄ έφεση, αλλά και πρωτόδικα, αναφορές και σε Κυπριακές αποφάσεις που σχετίζονται με την έννοια της συνήθους διαμονής, όπως οι υποθέσεις Κόρακα ν. Γεωργίου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1935, Αντωνίου ν. Θεοδώρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1944, Razis v. Republic (1979) 1 C.L.R. 127 και Rossides v. Republic (1984) 1 C.L.R. 1482. Αυτές οι αποφάσεις αφορούν την ερμηνεία της πιο πάνω φράσης και παρόλον που αφορούν εκλογικές αιτήσεις και σχετίζονται με τη διαμονή υποψηφίων σε εκλογικές περιφέρειες και όχι με αναφορά στις πρόνοιες της Σύμβασης, εν τούτοις δίνουν βοηθητικά το στίγμα εκείνων των χαρακτηριστικών ή δεδομένων που μπορούν να συνυπολογιστούν στον καθορισμό της συνήθους διαμονής, σε αντιδιαστολή με την έκτακτη ή προσωρινή. Ως τέτοια δεδομένα μπορούν να θεωρηθούν η επαγγελματική απασχόληση, η συμμετοχή σε πολιτιστικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις, η ύπαρξη μόνιμης ή συνήθους κατοικίας, οι οικογενειακοί και άλλοι δεσμοί και η συμπερίληψη σε τηλεφωνικούς καταλόγους, στα μητρώα και αρχεία των υπηρεσιών φόρου εισοδήματος, της αρχής ηλεκτρισμού κλπ.
Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή τόσο σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών της Σύμβασης. Δεν έχει βάση η θέση που προώθησε ο κ. Βραχίμης ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα απορρίφθηκε με αναφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Urlika και μόνο. Το Δικαστήριο, ως όφειλε, εξέτασε την κάθε μαρτυρία χωριστά και κατέληξε σε λογικά ευρήματα, έχοντας ενδιατρίψει στην εκδοχή του εφεσείοντα και της Ulrika χωριστά. Το σχετικό μέρος της απόφασης του από τη σελ. 45 κ.επ. αποκαλύπτει, αφού καταγράφει τη διαφωνία των μερών ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας, αλλά και τον τρόπο υλοποίησης της, ότι οι ενέργειες της Ulrika έδειχναν ότι η δική της εκδοχή ήταν πιο πειστική και φυσιολογική και επομένως η μετάβαση του ζεύγους στη Σουηδία δεν θα μπορούσε να ήταν προσωρινής φύσεως. Έχει καταγραφεί και προηγουμένως ότι ο Πρόεδρος θεώρησε την παραίτηση από την εργασία της Ulrika, την εγκατάλειψη του διαμερίσματος που ενοικίαζε, την παροχή δωρεάν σε φίλους του αυτοκινήτου και της επίπλωσης του διαμερίσματος, εκτός από ελάχιστα άνευ αξίας αντικείμενα και τη μεταφορά σε 13 βαλίτσες όλων των υπολοίπων αντικειμένων καθώς και ενός οχήματος γεμάτο κιβώτια και ηλεκτρικές συσκευές, ως ενέργειες θεμελιωτικές της εκδοχής της Ulrika για τη συμφωνία να μετακομίσουν στη Σουηδία επί μονίμου βάσεως.
Η νομολογία αναφέρει ότι δεν χρειάζεται για τη θεμελίωση της συνήθους διαμονής, η ύπαρξη μονίμου διαμονής. Στην Re F (A minor) (Child Abduction) - πιο πάνω - θεωρήθηκε ότι οι γονείς είχαν αποκτήσει συνήθη διαμονή στην Αυστραλία όταν απέστειλαν 19 κιβώτια από αντικείμενα παρόλον που διατηρούσαν εισιτήρια επιστροφής στη χώρα τους. Επίσης στην ίδια υπόθεση θεωρήθηκε ότι η περίοδος των τριών μηνών ήταν επαρκής χρόνος για την απόκτηση συνήθους διαμονής. Εδώ οι διάδικοι είχαν παραμείνει στη Σουηδία πριν την επιστροφή του εφεσείοντα στην Κύπρο, από τον Νοέμβριο του 2006 μέχρι τις αρχές Μαΐου του 2007, δηλαδή για περίοδο έξι μηνών. Περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα Principles of Family Law - πιο πάνω - σελ. 679, παρ. 21-014, ότι ένα παιδί μπορεί να έχει ελάχιστη πραγματική σύνδεση με τη δικαιοδοσία όπου θα ακουστεί ενδεχομένως μια διαφορά. Εδώ, βεβαίως, η μαρτυρία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποκάλυψαν ότι τα παιδιά είχαν εγγραφεί σε αντίστοιχα σχολεία στη Σουηδία, άρχισαν να μαθαίνουν τη Σουηδική γλώσσα και αυτό έγινε μόλις δύο εβδομάδες μετά την εκεί άφιξη της οικογένειας. Στην υπόθεση D. v. D. (Custody: Jurisdiction) (1996) 1 FLR 574, η ενοικίαση διαμερίσματος, η απόκτηση εξοπλισμού και επίπλων και η αγορά σχολικών ρούχων, υποστήριζαν τη θέση ότι οι διάδικοι είχαν αποκτήσει συνήθη διαμονή στη νέα χώρα. Εδώ, η μαρτυρία κατέδειξε, χωρίς αμφισβήτηση στην ουσία από τον εφεσείοντα, ότι μετά την προσωρινή διαμονή στη μητέρα της Ulrika, ενοικιάστηκε διαμέρισμα από αυτή στο Mellerud, αποκτήθηκε οικιακός εξοπλισμός και έπιπλα από ένα φίλο του πατριού της Ulrika, ενώ στη συνέχεια εξευρέθη άλλο διαμέρισμα για τον εφεσείοντα στη Στοκκόλμη. Το ότι οι ενέργειες αυτές έγιναν από την Ulrika, κατά κύριο λόγο, ήταν και φυσικό και αναμενόμενο εφόσον η Σουηδία ήταν η χώρα της, τα Σουηδικά η μητρική της γλώσσα και ήταν σε θέση να βοηθήσει πολύ πιο αποτελεσματικά την εγκατάσταση της οικογένειας στη Σουηδία. Οι περαιτέρω ενέργειες της Ulrika να εργοδοτηθεί αρχικά ως νοσοκόμα και να βοηθά σε οίκο ηλικιωμένων, αλλά και η ταυτόχρονη αποστολή εκ μέρους της αιτήσεων σε πανεπιστήμια για να συνεχίσει τη μόρφωση της, έδειχναν πρόσθετα την πρόθεση για διαμονή στη Σουηδία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε χωριστά τις θέσεις του εφεσείοντα τις οποίες και απέρριψε στις σελ. 49-51, θεωρώντας τις θέσεις του ανεδαφικές. Θεώρησε επίσης και ορθά, ότι το γεγονός ότι πήραν μαζί τους τα βιβλία του Axel που σχετίζονταν με τα μαθήματα της πρώτης τάξης του δημοτικού συνήδε και με τη θέση ότι αυτό έγινε για να μην ξεχάσει ο Axel τα Ελληνικά του, όπως επίσης και με τη θέση ότι ο Axel δεν θα έχανε τη σχολική χρονιά σε περίπτωση επιστροφής στην Κύπρο και άρα δεν εξαγόταν κάποιο ιδιαίτερο προς όφελος της εκδοχής του εφεσείοντα στοιχείο. Θεώρησε επίσης, και πάλι ορθά, ότι η έλλειψη προγραμματισμού και προετοιμασίας για τη μετάβαση των διαδίκων στη Σουηδία δεν βεβαίωνε την εκδοχή του εφεσείοντα, ότι η μετάβαση αυτή θα ήταν δοκιμαστική, ενόψει ιδιαίτερα της αντίθετης λογικής θέσης της Ulrika ότι η συμφωνία μεταξύ τους ήταν να προσπαθήσουν να εργοδοτηθούν και οι δύο και ότι η διαμονή τους σε μια μεγάλη πόλη θα αποφασιζόταν στην πορεία του χρόνου και, βεβαίως, μετά την άφιξη τους στη Σουηδία.
Εν τέλει έγινε δεκτή ως πολύ πιο λογική και αξιόπιστη η θέση της Ulrika, όπως την είχε διατυπώσει στη μαρτυρία της, ότι για να αφήσει πίσω της οτιδήποτε είχε στην Κύπρο και να διακόψει τις αιτήσεις διατροφής και γονικής μέριμνας, είχε τη συμφωνία του εφεσείοντα ότι θα μετέβαιναν στη Σουηδία για εγκατάσταση. Όπως ανέφερε και στη μαρτυρία της, σελ. 29 των πρακτικών, αυτή η εγκατάσταση δεν μπορούσε βεβαίως να γίνει με μαγικό τρόπο, αλλά θα χρειαζόταν μια περίοδος 2-3 χρόνων μέχρι την τελική διευθέτηση όλων των αναγκαίων. Σε αυτή τη λογική τοποθέτηση της Ulrika ο εφεσείων συμφώνησε. Η συμφωνία του αυτή φανερώνεται και από τη δική του μαρτυρία που σχετίζεται με το γεγονός ότι είχε φροντίσει να αρχίσει την εκμάθηση της Σουηδικής γλώσσας, είχε παραμείνει στη Σουηδία παρά το γεγονός ότι κατά τη θέση του πρωτόδικα, που απορρίφθηκε, αντιλήφθηκε από ενωρίς ότι η Ulrika δεν είχε σκοπό να μεταβεί σε μεγάλη πόλη σε σύντομο χρόνο, ενώ δέχθηκε, σελ. 86 των πρακτικών, ότι θα έμενε μαζί με την Ulrika σε κάποια μεγαλύτερη πόλη μετά το Mellerud και όταν θα «έβρισκαν τα πόδια τους», θα ακολουθούσε ο καθένας τη ζωή του, εννοείται στη Σουηδία. Άλλωστε, δέχθηκε παρά την ύπαρξη κατά τον ίδιο από ενωρίς προβλημάτων στη Σουηδία, ότι μετά από ένα με δύο μήνες επέστρεψε στην Κύπρο, όπου έμεινε για μια εβδομάδα, για να πάρει περισσότερα χρήματα για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια κατά τη διαμονή της στη Σουηδία.
Έγινε πολύς λόγος για ένα ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο η Ulrika απέστειλε στις 22.4.07 σε κάποια Diane Pelekanos το περιεχόμενο του οποίου κατά τον εφεσείοντα απετέλεσε και το έναυσμα γι΄ αυτόν για να πάρει τα παιδιά και να φύγει από τη Σουηδία. Κατά την άποψη του κ. Βραχίμη αυτό το μήνυμα έδινε τη σαφή εικόνα ότι η Ulrika ήθελε να προχωρήσει με τις δικές της πανεπιστημιακές σπουδές και δεν την ενδιέφερε να προσπαθήσουν ως οικογένεια να φτιάξουν νέα ζωή στη Σουηδία, αλλά αντίθετα ήθελε να απαλλαγεί από τον εφεσείοντα το συντομότερο βρίσκοντας του διαμέρισμα στη Στοκχόλμη και ότι θα ήταν όλα ευκολότερα όταν αυτός απομακρυνόνταν από την ίδια και τα παιδιά. Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή το ζήτημα, κρίνεται ότι το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα δεν είχε την έννοια που απέδωσε σ΄ αυτό ο εφεσείων και τα πρακτικά της διαδικασίας αποκαλύπτουν ότι η Ulrika αντεξεταζόμενη είχε τη εύλογη θέση, ότι ο εφεσείων με τη συμπεριφορά του δεν ήταν βοηθητικός στην εγκατάσταση της οικογένειας στη Σουηδία και γι΄ αυτό η ίδια αναζητούσε βοήθεια και από οργανώσεις και άτομα που ενδεχομένως μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα εν πάση περιπτώσει δεν έχει τέτοιο περιεχόμενο που δικαιολογούσε τον εφεσείοντα να αντιδράσει με τον τρόπο που αντέδρασε.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αφορούσε πρώτιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να ακούσει τις διαφορετικές εκδοχές των μερών και να παρακολουθήσει την όλη συμπεριφορά και τον τρόπο αντίδρασης τους. Όπως έχει λεχθεί και πριν, η προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών της διαδικασίας και ιδιαίτερα τη μαρτυρίας του εφεσείοντα και της Ulrika, δεν πιστοποιεί τη θέση του εφεσείοντα ότι έγινε λανθασμένη αξιολόγηση. Αντίθετα τα συμπεράσματα του Προέδρου ήταν εύλογα και έδωσε για την προτίμηση της εκδοχής της Ulrika πολύ ικανοποιητικές εξηγήσεις. Τέλος, όπως έχει ήδη κατά κόρον αναφερθεί στη νομική ανάλυση, ο Πρόεδρος εφάρμοσε σωστά τις πρόνοιες της Σύμβασης έχοντας υπόψη του τα γεγονότα στα οποία κατέληξε και πολύ ορθά κατέγραψε στη σελ. 46 της απόφασης του, ότι η αποδοχή της μιας ή της άλλης εκδοχής, θα είχε ως λογική κατάληξη και την σφράγιση της τύχης της ενώπιον του αίτησης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνεται ότι κανένας από τους λόγους που προωθήθηκαν στην έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
/ΕΘ