ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 456

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Πολιτική Έφεση Αρ.313/2006]

 

17 Απριλίου, 2008

 

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

 

 

ΕΥΧΡΙΣΩ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εφεσείοντες/Ενάγοντες

 

ν.

ΚΩΣΤΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

 

 

 

Μιχ. Παπαθανασίου για τους εφεσείοντες.

Κ. Μέσσιος και Μ. Τιμόθη  για τον εφεσίβλητο.

 

 

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης

 

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης οι εφεσείοντες-ενάγοντες, ως εργολάβοι οικοδομών, συμφώνησαν προφορικά με τον εφεσίβλητο-εναγόμενο για την ανέγερση της κατοικίας του.  Η αμοιβή τους θα προέκυπτε στη βάση συμφωνημένων τιμών μονάδος, κατά τον ισχυρισμό τους ανερχόταν στις £96.046,46 και αξίωσαν ως υπόλοιπο το ποσό των £14.046.

 

Με αίτησή του, στηριγμένη στη Δ.27 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, ο εφεσίβλητος  ζήτησε τη διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας αγώγιμο δικαίωμα.  Αυτό κατ' επίκληση του άρθρου 38 του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών ΄Εργων Νόμου του 2001 (Ν. 29(Ι)/2001).  Οι εφεσείοντες, επί τους ουσίας του θέματος, υποστήριξαν πως και άκυρη να ήταν η συμφωνία που συνήψαν, «έχουν και άλλη ή και επιπρόσθετη βάση αγωγής ήτοι τον αδικαιολόγητο πλουτισμό».  Στον οποίο πράγματι γίνεται αναφορά  στην αξιωθείσα θεραπεία, όσο και αν το σώμα της Έκθεσης Απαίτησης εξαντλείται στα της συμφωνίας που συνάφθηκε.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ορισμένες δικονομικής φύσης ενστάσεις των εφεσειόντων, με αναφορά στις νομολογημένες αρχές σε σχέση με τη διαγραφή αγωγής κατά τη Δ.27 (βλ In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 AAΔ 246, Χατζήκυριακος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 ΑΑΔ 1119, Λοΐζoς Λουκά & Υιοί Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ (1999) 1 ΑΑΔ 1316), κατάληξε πως ήταν καθαρό ότι η συμφωνία  ήταν παράνομη και πως ούτε στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού που και αυτού η επίκληση εδραζόταν στην παράνομη συμφωνία, ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι αποκαλυπτόταν αγώγιμο δικαίωμα.  Επομένως, απέρριψε την αγωγή.

 

Ήδη, με τον πρώτο λόγο έφεσης, αντίθετα προς τη θέση τους πρωτοδίκως, οι εφεσείοντες δέχονται πως η συμφωνία, αφού ήταν προφορική, δεν ήταν έγκυρη και νομικά εκτελεστή, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 38(1) του Νόμου.  Το παραθέτουμε:

 

«Κάθε σύμβαση βάση της οποίας εγγεγραμμένος εργολήπτης αναλαμβάνει από μόνος του ή μαζί με άλλους να εκτελέσει οικοδομικό ή τεχνικό έργο αξίας μεγαλύτερης των δέκα χιλιάδων λιρών Κύπρου δε θα είναι έγκυρη και νομικά εκτελεστή εναντίον του αντισυμβαλλομένου για λογαριασμό του οποίου θα εκτελεστεί το έργο εκτός αν η σύμβαση -

 (α) Είναι γραπτή και υπογεγραμμένη τόσο από αυτόν που θα εκτελέσει το έργο όσο και από τον αντισυμβαλλόμενο για τον οποίο το έργο θα εκτελεστεί, και

(β)   περιγράφει το προς εκτέλεση έργο».

 

 

Επομένως, τα επιχειρήματά τους αφορούσαν στα περί τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως διαζευκτικής αιτίας αγωγής την οποία, με κατάλληλη τροποποίηση, όπως εισηγήθηκαν και πρωτοδίκως, θα μπορούσαν να συγκεκριμενοποιήσουν περαιτέρω, με αναφορά και στην αρχή της αποκατάστασης (Λόγος Έφεσης 3).  Κύριος άξονας των επιχειρημάτων τους ήταν η λανθασμένη, κατά την αντίληψή τους, εκτίμηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως είτε «η επίδικη συμφωνία εργολαβίας είναι παράνομη» (Λόγος Έφεσης 1) είτε πως «δεν ενήργησαν νόμιμα, και συνεπώς δεν μπορούν να διεκδικήσουν υπό του εναγομένου το οφειλόμενο ποσό με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού» (Λόγος ΄Εφεσης 2).  Και η τελική εισήγηση πως, στη βάση των δεδομένων, εγειρόταν αγώγιμο δικαίωμα ή κατ' ελάχιστον, θέματα συζητήσιμα ώστε να μη δικαιολογείται η εφαρμογή της Δ.27 (Λόγος Έφεσης 4).  Πέμπτος Λόγος Έφεσης σε σχέση με κώλυμα λόγω συμπεριφοράς αποσύρθηκε.  Τα πιο πάνω, ως προς το παράνομο ή μη, στο πλαίσιο της εξέτασης του θέματος πρωτοδίκως υπό το πρίσμα του άρθρου 70 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.  Το παραθέτουμε:

 

«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν ο,τιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε».

 

 

Δεν αντιλέγουν οι εφεσείοντες πως, πράγματι, η εναλλακτική τους αξίωση προϋποθέτει συνύπαρξη των προϋποθέσεων του άρθρου 70 (βλ. Ismini Kyriacou HjiLoizi  and Others v. Irini Iona (1963) 2 CLR 11), αφού είναι μέσω του που οι αρχές που επικαλούνται ενσωματώθηκαν στο νομικό μας σύστημα, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως με παραπομπή στην Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1077(Βλ και Minerva Fin. & Ιnv. Ltd v. Γεωργιάδη  (1998) 1 AΑΔ  2173).  Η θέση τους είναι πως, παρά το ότι ήταν άκυρη και μη εκτελεστή η συμφωνία, «δεν συνεπάγεται ότι είναι και παράνομη» αφού ο σκοπός της δεν ήταν παράνομος και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 23 και 24 του Κεφ. 149.  Όπως στην περίπτωση της Α & C Antoniou Resort Ltd ν. Eleonοra Hotel Apartm.  Ltd (2002) 1(B) AAΔ.1321 στην οποία κρίθηκε πως ενώ σύμβαση ενοικίασης ακινήτου για περίοδο πέραν του έτους ήταν άκυρη και μη νομικά εκτελεστή αφού δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 77(1) του Κεφ. 149, δεν ήταν ταυτόχρονα και παράνομη αφού η αντιπαροχή ή ο σκοπός δεν ήταν παράνομος.  Οπότε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 65 του Κεφ. 149, το οποίο και οι εφεσείοντες, ανεπιτρέπτως, για πρώτη φορά προσθέτουν στην επιχειρηματολογία τους, κρίθηκε βάσιμη η διεκδίκηση της επιστροφής τραπεζικής εγγύησης που δόθηκε προς εξασφάλιση.  Ως όφελος που προσπορίστηκε η άλλη πλευρά.  Όμως, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, ακόμα και από το γεγονός ότι, στην πιο πάνω υπόθεση ταυτόχρονα απορρίφθηκε η ανταπαίτηση γιατί «δικαίωμα αποζημίωσης μπορεί να προκύψει από τη διάρρηξη έγκυρης συμφωνίας και όχι από συμφωνία εξ αρχής ατελέσφορης», έχουμε εν προκειμένω ουσιώδη διαφορά.  Το άρθρο 38 δεν περιορίζεται στο να καταστήσει άκυρη και μη νομικά εκτελεστή την προφορική συμφωνία. Με την παράγραφο 4 η παράβαση της παραγράφου 1 καθίσταται ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή.  Παρεμβάλλουμε δε πως, όπως είναι παραδεκτό, οι διάδικοι ήδη παραδέχθηκαν και καταδικάστηκαν συναφώς, στη συνέχεια.  Το παραθέτουμε μαζί και με τις παραγράφους 2 και 3 που προηγούνται:

 

«(2) Κάθε εγγεγραμμένος εργολήπτης που σύμφωνα με το εδάφιο (1) συνάπτει σύμβαση ανάληψης και εκτέλεσης οποιουδήποτε οικοδομικού ή και τεχνικού έργου υποχρεούται εντός 14 ημερών από της συνομολογήσεως της συμβάσεως να αποστείλει προς το Συμβούλιο γραπτή γνωστοποίηση για την υπογραφή της συμβάσεως αυτής στην οποία  θα αναφέρει και την ημερομηνία που σκοπεύει να αρχίσει την κατασκευή του έργου.

 

(3)   Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, κάθε εγγεγραμμένος εργολήπτης ο οποίος αναλαμβάνει να εκτελέσει οποιοδήποτε οικοδομικό ή και τεχνικό έργο οφείλει, με γραπτή ειδοποίηση του που αποστέλλεται στο Συμβούλιο τουλάχιστο 14 μέρες πριν από την έναρξη του έργου, να γνωστοποιεί σ' αυτό την ημερομηνία έναρξης εκτέλεσης του έργου και, χωρίς επηρεασμό ως προς το περιεχόμενο της ειδοποίησης αυτής, να αναφέρει μεταξύ άλλων το είδος, την τάξη, την τοποθεσία και περιγραφή της εργασίας που πρόκειται να εκτελεσθεί.

 

(4)   Πρόσωπο το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των εδαφίων (1), (2) και (3) είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους εννέα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές».

 

 

Οι εφεσείοντες αναφέρθηκαν, βεβαίως, στην παράγραφο 4.  Με την εισήγηση, όμως, πως δεν προκύπτει από αυτή πως ήταν σκοπός του νομοθέτη να καταστήσει παράνομη τη συμφωνία εργολαβίας που δεν γίνεται γραπτώς.  Σκοπός του ήταν, όπως εισηγούνται με αναφορά και στις παραγράφους 2 και 3, «να καθιερώσει ένα είδος ελέγχου από το Συμβούλιο, προς τα μέλη του ..».  Με την πρόσθετη εισήγηση πως, αν ο Νόμος ήθελε να απαγορεύσει την είσπραξη αμοιβής, θα το έκαμνε ρητά, όπως έγινε με άλλους νόμους.  Παραπέμπουν σ' αυτό το πλαίσιο στην Αγαθοκλέους κ.α. ν. Λάππα (1998) 1 AAΔ 2202, και στην Shaw v. Groom [1970] 1 All ER 702 και σε αγγλική βιβλιογραφία που αναφέρεται σ' αυτή, όπως και σε σειρά άλλων πάνω στις ίδιες γραμμές.  (βλ. Πισιάρας κ.α. ν. Μιχαηλίδη κα (2000) 1(Β) ΑΑΔ 817,  Σκουτέλας ν. Αγαπίου (2003) 1(Α) ΑΑΔ 338).  Αυτές, όμως οι υποθέσεις είναι άλλης φύσης ζήτημα που εξετάζουν.  Ειδικά, το κατά πόσο πρόνοια σε νόμο που καθιστά ορισμένη ενέργεια παράνομη, έχει επίπτωση και στο κύρος της συναφούς σύμβασης.  Τέτοιο θέμα δεν υφίσταται εδώ.  Ρητά ο Νόμος καθιστά άκυρη και μη νομικά εκτελεστή τη σύμβαση.  Ενώ, η παράβαση των παραγράφων 2 και 3 που επίσης καθίσταται ποινικό αδίκημα, όπως επίσης ρητά προβλέπεται με την παράγραφο 5, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των συμβάσεων.  Εν προκειμένω, λοιπόν, έχουμε και τα δυο. Η προφορική σύμβαση ρητά καθίσταται παράνομη  αφού η σύναψή της συνιστά ποινικό αδίκημα και, περαιτέρω, είναι άκυρη και μη νομικά εκτελεστή.  Κάτω από αυτά τα δεδομένα, όπως ορθά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι,  οι λόγοι έφεσης απολήγουν αβάσιμοι.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως κάτω από αυτό το πλέγμα των νομοθετικών ρυθμίσεων παραμένει άλλη οδός διεκδίκησης την οποία, μάλιστα, οι εφεσείοντες προωθούν με προσδιορισμό ως οφειλόμενου εκείνου που, κατά τη δική τους βάση, προϋποθέτει συμφωνία, η οποία, βεβαίως,  κατά το Νόμο, θα έπρεπε να ήταν γραπτή με περιγραφή και του προς εκτέλεση έργου.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα περιλαμβανομένου και του ΦΠΑ.

 

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

/ΜΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο