ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 958
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 12210
20 Ιουλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
1. ΓΕΩΡΓΙΑ Π. ΚΑΤΖΗ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΤΖΗ
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΕΝΤΙΔΗΣ
3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΤΖΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΗΛΙΑΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΘΕΟΔΟΥΛΑΣ ΣΑΒΒΑ ΤΣΕΝΤΗ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
- ν. -
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Λ. ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΘΕΟΔΟΥΛΑΣ ΣΑΒΒΑ ΤΣΕΝΤΗ
Εφεσιβλήτου/Εναγομένου
----------------------------
Μ. Πιερίδης, Σ. Δράκος και Κ. Ξυδά (κα) για τους εφεσείοντες
Α. Δανός, για τον εφεσίβλητο
-----------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή αρ. 3038/04 που εκδόθηκε στις 22/10/04 με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εφεσειόντων που πρόσβαλλε την εγκυρότητα της διαθήκης της αποβιωσάσης Θεοδούλας Σάββα Τσεντή, και με την οποία διαθήκη κληροδοτούσε στον ανεψιό της (αδελφότεκνο) Μιχάλη Τσεντίδη το κτήμα με αρ. εγγραφής R25227 Φ/Σχ 55/16, τεμ. 185, 186 και 187, τοποθεσία Λούκκος του χωριού Αγιος Θεόδωρος Λάρνακας.
Παρόλο ότι στην έκθεση απαίτησης προβάλλονταν διάφοροι ισχυρισμοί ή λόγοι γιατί η εν λόγω διαθήκη ήταν άκυρη, κατά την ακρόαση οι διάδικοι, μέσω των συνηγόρων τους (και στην παρουσία του εκ των εφεσειόντων Παναγιώτη Κάτζη)συμφώνησαν ότι το μόνο επίδικο θέμα που θα αποφάσιζε το δικαστήριο ήταν το κατά πόσο η διαθέτρια είχε υπογράψει τη διαθήκη στην παρουσία δυο τουλάχιστον μαρτύρων οι οποίοι να υπόγραψαν ως μάρτυρες στην παρουσία της διαθέτριας και την ταυτόχρονη παρουσία των ιδίων. Ότι η διαθήκη έφερε την υπογραφή της διαθέτριας καθώς επίσης ότι υπήρχαν και υπογραφές από δυο μάρτυρες δεν ήταν υπό αμφισβήτηση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε 5 μάρτυρες από την πλευρά των εφεσειόντων/εναγόντων και 3 από την πλευρά του εφεσίβλητου, κατάληξε ότι οι μάρτυρες των εφεσειόντων (εκτός από τον Μ.Ε.1-Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας) δεν κατάθεσαν την αλήθεια και/ή ότι η μαρτυρία μερικών από αυτούς ήταν εξ ακοής, ενώ αντίθετα έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες του εφεσίβλητου και απέρριψε την αγωγή. Μεταξύ των μαρτύρων του εφεσίβλητου ήταν και ο Γιάννης Λιασίδης (Μ.Υ.3) ο οποίος είναι ο ένας από τους μάρτυρες που φαίνονται στη διαθήκη (τεκ,. 4 αντίγραφο και τεκμ. 8 πρωτότυπο). Ο δεύτερος μάρτυρας στη διαθήκη ήταν κάποια κυρία Ελενα Καραγιάννη η οποία όμως δεν έδωσε μαρτυρία αλλά κατατέθηκε σχετική ένορκη δήλωση εκ μέρους της, το τεκμ. 7 στην πρωτόδικη διαδικασία. Με την ένορκη αυτή δήλωση η Έλενα Καραγιάννη βεβαίωνε ότι η διαθήκη καταρτίστηκε στην παρουσία της και ταυτόχρονη παρουσία του Μ.Υ.3 Γιάννη Λιασίδη. Ο Μ.Υ.3 Λιασίδης και η Έλενα Καραγιάννη, που φαίνονται μάρτυρες στη διαθήκη, ήσαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπάλληλοι της Κυπριακής Λαϊκής Τράπεζας στο Λονδίνο, όπου είναι και ο τόπος που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου υπογράφηκε η διαθήκη. Άλλος μάρτυρας ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν παρών εκεί στην Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα στο Λονδίνο, όπου η διαθέτρια και οι δυο μάρτυρες υπέγραψαν τη διαθήκη (αλλά όχι μέσα στο γραφείο όπου αυτή υπογράφηκε), ήταν ο Μ.Υ.2 Παναγιώτης Τσεντίδης αδελφός του Μιχάλη Τσεντίδη στον οποίο κληροδοτήθηκε το κτήμα. Η μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων δεν ήταν άμεση όσον αφορά το θέμα υπογραφής της διαθήκης.
Με την παρούσα έφεση, που στηρίζεται σε οκτώ λόγους (ο 5ος λόγος τελικά αποσύρθηκε), προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η ουσία των λόγων αυτών είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της υπεράσπισης και απέρριψε αυτή των εφεσειόντων καθώς επίσης και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι με βάση την ένορκη δήλωση της Έλενας Καραγιάννη αποδεικνυόταν ότι η διαθέτρια υπέγραψε ενώπιον της την διαθήκη αφού στην ένορκη δήλωση γίνεται αναφορά σε «κατάρτιση» της διαθήκης και όχι σε «υπογραφή».
Το όλο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου περιέχεται στο πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:
«Έχω παρακολουθήσει με την επιβαλλόμενη προσοχή όλους τους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιο μου. Με την ίδια προσοχή εξέτασα και τη μαρτυρία τους, ως και το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, έχοντας συνεχώς κατά νου ποιο είναι το προς κρίση επίδικο θέμα, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας ως και το τι υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων στο στάδιο των αγορεύσεων.
Από τη θεώρηση της διαθήκης (τεκμ. 8) προκύπτει ότι η διαθήκη, σ' ότι αφορά το υπό κρίση θέμα, ανταποκρίνεται εκ πρώτης όψεως στις αυστηρές πρόνοιες του άρθρου 23 του Κεφ. 195. Σ΄αυτή υπάρχει η υπογραφή της Διαθέτριας, που δεν αμφισβητείται, ως και οι υπογραφές δυο μαρτύρων, που επίσης δεν αμφισβητούνται και πάνω απ' αυτές η ακόλουθη καταχώρηση:
«Υπεγράφη υπό της Θεοδούλας Σάββα Τσεντή ενώπιον ημών όλων παρεβρισκωμένων ταυτοχρόνως, οι οποίοι ενώπιον της και τη παρακλήση της και ενώπιον αλλήλων, υπογράφωμεν τα ονόματα μας ως επιβεβαιωτές μάρτυρες».
Έχοντας υπόψη τη πιο πάνω επισήμανση είναι προφανές ότι η προσοχή του Δικαστηρίου θα πρέπει να στραφεί προς τη κατεύθυνση του αναληθούς της πιο πάνω καταχώρισης, δηλαδή ότι οι δύο μάρτυρες υπέγραψαν μετά - κι όχι στη παρουσία της Διαθέτριας - όπως είναι η θέση των εναγόντων (ουσιαστικά του ενάγοντα) Το βάρος απόδειξης αυτής της θέσης είναι πρόδηλο ότι το φέρουν οι ενάγοντες. Το ερώτημα, επομένως, που τίθεται είναι κατά πόσο το έχουν αποσείσει.
Από την εξέταση της προσκομισθείσας μαρτυρίας, αλλά και από την υποκειμενική εικόνα που σχημάτισα για την αξιοπιστία των μαρτύρων, κρίνω ότι οι ενάγοντες όχι μόνο δεν έχουν αποσείσει αυτό το βάρος αλλά, τελικά, είναι ο εναγόμενος που απέδειξε τη δική του θέση για τους πιο κάτω λόγους:-
............................»
Στο περίγραμμα αγόρευσης τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων ήγειραν και θέμα εφαρμογής εσφαλμένου βάρους απόδειξης. Ισχυρίστηκαν οι συνήγοροι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σύγχισε το βάρος απόδειξης εναποθέτοντας αυτό στους εφεσείοντες/ενάγοντες προφανώς ενόψει του γενικού κανόνα ότι ο ενάγων έχει το βάρος να αποδείξει την αγωγή του, ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία που επικαλέστηκαν, το βάρος απόδειξης της ορθής κατάρτισης της διαθήκης είναι στο διάδικο που επικαλείται τη διαθήκη. Αναφέρθηκαν οι συνήγοροι των εφεσειόντων στην αγγλική υπόθεση Clery v. Barry (1887) 21 L.R. 12, A.C. 152 και στη Γεωργιάδης κ.α ν. Παπακυπριανού κ.α. (1979) 2 J.C. 466 απόφαση του Στυλιανιδη Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε.
Σημειώνουμε ότι τέτοιος λόγος δεν είναι στους λόγους έφεσης και γιαυτό κανονικά δεν πρέπει να εξεταστεί. Εν πάση όμως περιπτώσει, ενόψει του ότι οι διαθήκες διέπονται από ειδικές νομοθετικές πρόνοιες, έχουμε καταλήξει να εξετάσουμε και αυτή την πτυχή της υπόθεσης. Έχουμε προσέξει ότι η πλευρά των εφεσειόντων στήριξε τη θέση της ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο βάρος απόδειξης στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Γεωργιάδης κ.α. ν. Παπακυπριανού κ.α., πιο πάνω, σελ. 467 όπου το δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«The burden of proving due execution, whether by presumption or by positive evidence, rests on the person setting up the will (Clery ν. Barry (1887) 21 L.R. I.r. 152)»
Όμως στην εν λόγω υπόθεση γίνεται αναφορά και στις περιπτώσεις που υπάρχει ο σχετικός τύπος επιβεβαίωσης (attestation clause) ότι η διαθήκη έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου και ότι σε τέτοια περίπτωση υπάρχει δυνατό τεκμήριο ότι η διαθήκη καταρτίστηκε σύμφωνα με το νόμο, εκτός αν υπάρχει μαρτυρία που να το ανατρέπει.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Γεωργιάδης ν. Παπακυπριανού, ο ένας από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες κατάθεσε ότι όταν του παρουσίασε ο διαθέτης τη διαθήκη για υπογραφή, αυτή είχε ήδη υπογραφεί από τον διαθέτη και τον ένα από τους μάρτυρες. Με αυτή την μαρτυρία και παρά την ύπαρξη του σχετικού βεβαιωτικού όρου ότι η διαθήκη ήταν δεόντως καταρτισθείσα, το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή και ακύρωσε τη διαθήκη.
Στο σύγγραμμα WILLIAMS ON WILLS, Fourth Edition, σελ. 85 κάτω από τον τίτλο «PRESUPTION OF DUE EXECUTION» διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«The Presumption. If a will, on the face of it, appears to be duly executed, the presumption is in favour of due execution, applying the principle omnia praesumuntur rite esse acta. The force of the presumption varies with the circumstances. If the will is entirely regular in form, it is very strong, but if the form is irregular and unusual the maxim does not apply with the same force. If the witnesses are entirely ignorant of the details of the execution the presumption is the same. If they profess to remember and state that the will was not duly executed, and this negative evidence is not rebutted by showing that the witnesses are not to be credited, or, taking their statement of the facts, that their memories are defective, the will must be pronounced against. The court does not require direct affirmative evidence of due execution.
Attestation Clause. Where there is a proper attestation clause, even though the witnesses have no recollection of having witnessed the will, the presumption applies. In the absence of such a clause a will which on the face of it is duly executed is accepted, although no evidence is forthcoming. Where there is such a clause, the court requires the strongest evidence before deciding that the will was not duly executed.
Evidence Rebutting Presumption. This must be positive and reliable and the court must not give undue weight to the circumstances on which the presumption is founded and on the other hand must not lose sight of them. The burden of proving due execution, whether by presumption or by positive evidence rests on the propounder. The direct evidence of other attesting witnesses unless discounted rebuts the presumption and the evidence of one of the witnesses has been held to do so."
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση:
«Το τεκμήριο: Αν μια διαθήκη, στην όψη της, φαίνεται να έχει δεόντως καταρτισθεί, υπάρχει τεκμήριο υπέρ της δέουσας κατάρτισης, κατ' εφαρμογήν της αρχής omnia praesumuntur rite esse acta. Η δύναμη του τεκμηρίου ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Αν η διαθήκη συνάδει πλήρως με το τύπο, το τεκμήριο είναι πολύ δυνατό, αλλά αν είναι αντικανονική ή ασυνήθιστη, τότε η πιο πάνω αρχή δεν έχει εφαρμογή με την ίδια δύναμη. Αν οι μάρτυρες αγνοούν τελείως τις λεπτομέρειες καταρτισης της διαθήκης, το τεκμήριο είναι το ίδιο. Αν όμως ισχυρίζονται ότι θυμούνται και δηλώνουν ότι η διαθήκη δεν έχει καταρτισθεί δεόντως, και αυτή η αρνητική μαρτυρία δεν αντικρουστεί με τρόπο που να δείχνει ότι οι μάρτυρες δεν πρέπει να γίνουν πιστευτοί ή δεχόμενοι τη δήλωση τους ως προς τα γεγονότα, ότι οι μνήμες τους είναι ελαττωματικές, τότε θα πρεπει να κηρυχθεί άκυρη η διαθήκη. Το δικαστήριο δεν απαιτεί άμεση θετική μαρτυρία περί της δέουσας κατάρτισης.
Τύπος Επιβεβαίωσης. Όπου υπάρχει ένας κανονικός τύπος επιβεβαίωσης, και αν ακόμα οι μάρτυρες δεν έχουν καλή μνήμη ότι ήταν μάρτυρες στη διαθήκη, το τεκμήριο επίσης τυγχάνει εφαρμογής. Στην απουσία τέτοιου τύπου επιβεβαίωσης, μια διαθήκη η οποία στην όψη της φαίνεται να έχει δεόντως καταρτισθεί γίνεται αποδεκτή, και αν ακόμα δεν υπάρχει μαρτυρία. Όπου υπάρχει τέτοιος τύπος επιβεβαίωσης, το δικαστήριο απαιτεί την πιο δυνατή μαρτυρία προτού καταλήξει ότι η διαθήκη δεν έχει δεόντως καταρτισθεί.
Μαρτυρία που να αντικρούει το τεκμήριο. Αυτή πρέπει να είναι θετική και βάσιμη και το δικαστήριο δεν πρέπει να δίδει υπέρμετρη βαρύτητα στις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται το τεκμήριο αλλά από την άλλη δεν πρέπει να τις αγνοεί τελείως. Το βάρος απόδειξης της δέουσας κατάρτισης, είτε με βάση το τεκμήριο είτε με θετική μαρτυρία, είναι στον προβάλλοντα τη διαθήκη. Η άμεση μαρτυρία των δύο επιβεβαιωτών μαρτύρων εκτός αν απορριφθεί, ανατρέπει το τεκμήριο και η μαρτυρία ενός από τους μάρτυρες αποφασίστηκε ότι ήταν επίσης αρκετή.»
Σχετικές με το θέμα που εξετάζουμε είναι και οι υποθέσεις Παρισινού ν. Χαραλαμπίδη κα (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 781 όπου το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε κηρυχθεί άκυρη η διαθήκη και εξέδωσε δήλωση αναγνώρισης της εγκυρότητας της, και η υπόθεση Athienou Municipality v. Varda & another 1976) 4 J.S.C. 606 που αφορούσε το κατά πόσο είχαν τηρηθεί οι πρόνοιες της παραγράφου (δ) του άρθρου 23 του Κεφ. 195. Βέβαια η δική μας περίπτωση αφορά την παράγραφο (γ) του ιδίου άρθρου,
Στη δική μας περίπτωση η διαθήκη στην όψη της φαινόταν ότι είχε καταρτισθεί δεόντως. Υπήρχε ο σχετικός τύπος επιβεβαίωσης (attestation clause) ότι οι υπογραφές ήταν όπως προβλέπει ο νόμος ούτως ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το τεκμήριο περί της δέουσας κατάρτισης της διαθήκης. Πέραν του γεγονότος αυτού, οι δυο επιβεβαιωτές μάρτυρες επιβεβαίωσαν τις υπογραφές τους: Ο Μ.Υ.3 Γιάννης Λιασίδης με προφορική μαρτυρία και η Ελένη Καραγιάννη με τη σχετική ένορκη δήλωσή της η οποία διαλαμβανε τα ακόλουθα:
«η ρηθείσα διαθέτης κατήρισε την αναφερόμενη διαθήκη κατά την ημερομηνία που αναγράφεται επ' αυτής, στην παρουσία μου και του Γιάννη Λιασίδη εκ Λευκωσίας ως δεύτερου επιβεβαιωτού μάρτυρος, παρισταμένων όλων ταυτοχρόνως και ότι ευθύς εμείς επιβεβαιώσαμε και υπογραψαμε τη ρηθείσα διαθήκη στην παρουσία της ρηθείσας διαθέτη και στην παρουσία αλλήλεων ως επιβεβαιωτές μάρτυρες».
Έχοντας υπόψη ότι με τον περιορισμό των επιδίκων θεμάτων ήταν παραδεκτό ότι υπήρχε στη διαθήκη η υπογραφή της διαθέτριας καθώς και οι υπογραφές των εν λόγω δυο μαρτύρων και αυτό που παρέμεινε για απόφαση ήταν το κατά πόσο η διαθέτρια υπόγραψε τη διαθήκη ενώπιον των εν λόγω μαρτύρων που ήσαν ταυτόχρονα παρόντες και υπόγραψαν και οι ίδιοι, καταλήγουμε, για τους λόγους που εξηγούμε, ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου τόσο αναφορικά με το βάρος απόδειξης όσο και στο ότι η διαθήκη καταρτίστηκε δεόντως, είναι ορθή.
Από τους μάρτυρες των εναγόντων κανένας δεν ήταν σε θέση να καταθέσει αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής της διαθήκης. Η μόνη από τους μάρτυρες των εναγόντων που ανάφερε κάτι που έτεινε να δείξει ότι η διαθέτρια δεν υπέγραψε τη διαθήκη στο χωρο της Λαϊκής Τράπεζας στο Λονδίνο, ήταν η Μ.Ε.5 Ελπίδα Ζάρκου, αδελφότεκνη της. Η μάρτυρας αυτή ισχυρίστηκε ότι σε κάποια μέρα, το 1995, επισκέφθηκε τη θεία της (διαθέτρια), εκεί στο Λονδίνο, και όταν τη ρώτησε πού είναι ο θείος της και τα κοπέλια, αυτή απάντησε «ο θείος σου επήρε τα κοπέλια στη Λαϊκή Τράπεζα να υπογράψουν τις υπογραφές εις τη διαθήκη αλλά να σου πω Ελπίδα κόρη μου δεν θα περάσει τούτο διότι εγώ δεν θα είμαι εκεί. Διότι με έχουν ζαλίσει κεφαλόπονο να υπογράψω την υπογραφή, υπόγραψα τους εδώ και τους έπιασε ο θκιος σου και εφύασιν.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που ανάφερε, δεν πίστεψε την εν λόγω μάρτυρα. Αντίθετα προτίμησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 Γιάννη Λιασίδη, που ήταν ένας από τους δυο επιβεβαιωτές μάρτυρες, η οποία σε συνδυασμό με την ένορκη δήλωση της Έλενας Καραγιάννη που ήταν η άλλη επιβεβαιωτής μάρτυρας, ήταν αρκετή, (ενόψει και του τεκμηρίου κανονικότητας της διαθήκης που δημιουργείτο λόγω της ύπαρξης του τύπου επιβεβαίωσης (attestation clause) ότι η διαθήκη καταρτίστηκε δεόντως), για δικαιολόγηση της απόφασης του δικαστηρίου ότι η διαθήκη ήταν έγκυρη. Διαφωνούμε με την εισήγηση των συνηγόρων των εφεσειόντων ότι η λέξη «κατήρτισε», που περιέχεται στην ένορκη δήλωση της Έλενας Καραγιάννη, δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι υπόγραψε η διαθέτρια ενώπιον της. Το θέμα πρέπει να εξεταστεί και σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία την οποία το δικαστήριο έχει δεχθεί ως αληθή και συγκεκριμένα του Μ.Υ.1 εφεσίβλητου, που κατάθεσε ότι συνέταξε ο ίδιος την διαθήκη και την έστειλε στην Αγγλία με τους Παναγιώτη και Μιχάλη Τσεντίδη για σκοπούς υπογραφής. Σχετική είναι και η μαρτυρία του Μ.Υ.2 Παναγιώτη Λιασίδη. Ο μάρτυρας αυτός κατάθεσε ότι πήγαν στα γραφεία της Λαϊκης Τράπεζας στο Λονδίνο μαζί με τη θεία του (διαθέτρια), το θείο του Γιάννη Αριστοφάνους και τον Μιχάλη Τσεντίδη (αδελφό του). Απλώς όταν οι δυο μάρτυρες εισήλθαν στο γραφείο που θα υπόγραφαν τη διαθήκη μαζί με τη διαθέτρια, ο ίδιος δεν ήταν μέσα στο εν λόγω γραφείο, αλλά τους έβλεπε από διαχωριστικό τζάμι. Βέβαια ο μάρτυρας είπε ότι δεν είδε τη θεία του να κρατεί την πένα και να υπογράφει, αλλά ότι αυτή ήταν μαζί με τους δυο μάρτυρες στο εν λόγω γραφείο για 5-10 λεπτά. Κρίνουμε ότι η μαρτυρία αυτή εξουδετερώνει τον ισχυρισμό της Μ.Ε.5 ότι της είπε η θεία της ότι υπόγραψε τη διαθήκη στο σπίτι της και πήραν τη διαθήκη οι άλλοι στην τράπεζα για υπογραφή. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δικαιολογεί επέμβαση του δικαστηρίου στο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Η πλευρά του εφεσείοντα έθιξε και το ότι ο Μ.Υ.3 στη μαρτυρία του ανάφερε σε αρκετά σημεία ότι δε θυμόταν την περίπτωση. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι ο μάρτυρας αναγνώρισε την υπογραφή του καθώς και αυτή της Έλενας Καραγιάννη και έχοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται στο προαναφερθέν σύγγραμμα WILLIAMS ON WILLS, σελ. 85, το γεγονός ότι δε θυμόταν ο Μ.Υ.3 λεπτομέρειες των συνθηκών υπογραφής της διαθήκης, δεν επηρεάζει την όλη υπόθεση. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.
Δ. Δ. Δ.