ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 456
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.164/2005)
16 Απριλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΡΟΚΟΠΟΥ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΔΙΟΜΗΔΗΣ Χ΄΄ ΧΑΡΟΥ,
Εφεσίβλητος.
_________________________
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Μούντης, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα καταχωρίστηκε στις 6.10.1999. Με αυτό ζητούνταν αποζημιώσεις για παράνομη πρόκληση σωματικής βλάβης και/ή επέμβαση στο πρόσωπο του εφεσείοντα-ενάγοντα. Η έκθεση απαιτήσεως καταχωρίστηκε στις 12.10.2001 και με αυτή ο ενάγοντας-εφεσείοντας ζητούσε και πάλι αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και/ή ζημιές για παράνομη επίθεση και πρόκληση σωματικής βλάβης και/ή οδυνηρής και/ή βαριάς σωματικής βλάβης και/ή επέμβαση στο πρόσωπο του ενάγοντα-εφεσείοντα, υπό του εναγομένου-εφεσιβλήτου.
Στην έκθεση απαίτησης γίνεται αναφορά στο ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος εκ προθέσεως και αναιτίως επιτέθηκε παράνομα εναντίον του ενάγοντα και του προξένησε βαρύτατες σωματικές βλάβες, ζημιές, απώλειες και έξοδα , διά επανειλημμένων κτυπημάτων με σιδερένιο λοστό κα/ή σιδερένια βέργα και/ή σωλήνα και άλλα. Συνεπεία της προαναφερόμενης επίθεσης ο ενάγων υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες, απώλειες και ζημίες. Στην έκθεση απαίτησης δίνονται λεπτομέρειες των σωματικών βλαβών, των ειδικών ζημιών, των εξόδων και των απωλειών που κατ΄ ισχυρισμό υπέστη ο ενάγων.
Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου άρχισε στις 3.11.2004 οπόταν ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου ήγειρε ζήτημα παράλειψης συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στο στάδιο εκείνο, έκρινε πως τέτοια εισήγηση δεν θα έπρεπε να εξεταστεί με βάση τα δεδομένα που επικρατούσαν τότε και έτσι άρχισε η ακροαματική διαδικασία και ακούστηκε η μαρτυρία του ενάγοντα ως πρώτου μάρτυρα στην υπόθεση του. Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του ενάγοντα, στις 10.1.2005 και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα θεώρησε πως το θέμα μπορούσε να εξεταστεί, στο στάδιο εκείνο, δηλώνοντας συνάμα ως παραδεκτό γεγονός ότι δεν δόθηκε ειδοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα πριν την καταχώριση του κλητηρίου. Με βάση τα μέχρι τότε ενώπιον του στοιχεία, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως ήταν ορθό να αποφασιστεί, σ΄ εκείνο το στάδιο, το εγερθέν ζήτημα, προς αποφυγή αχρείαστης δαπάνης και χρόνου. Θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο πως το δικαστήριο είχε, σε εκείνο το στάδιο, ενώπιόν του, εκείνα τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για απόφανση επί του εγερθέντος ζητήματος.
Αφού άκουσε την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε την απόφασή του. Αναφέρθηκε στο άρθρο 67 του Κεφ. 148 ως είχε πριν την τροποποίηση που επέφερε σ΄ αυτό ο Ν 29(Ι)/2000. Προνοούσε το άρθρο 67 πως δε συνιστά κώλυμα σε αγωγή για αστικό αδίκημα το ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή συνιστούν έγκλημα ή ποινικό αδίκημα βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος. Νοείται όμως ότι αν το έγκλημα αυτό ή το ποινικό αδίκημα συνιστά κακούργημα, καμιά αγωγή δεν μπορεί να καταχωριστεί σε σχέση με το αστικό αδίκημα εκτός αν προηγουμένως δοθεί έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Με το Ν 29(Ι)/2000 καταργήθηκε η προαναφερόμενη επιφύλαξη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε επίσης αναφορά σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παρατήρησε πως το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το ζήτημα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα. Η πρόνοια της προαναφερόμενης επιφύλαξης συνιστά θέμα ουσίας και όχι διαδικασίας και έτσι η κατάργησή της δεν έχει αναδρομική ισχύ (Δέστε: Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245). Πριν ληφθεί η απόφαση για απόρριψη της αγωγής πρέπει να καταδειχθεί, είτε από τη μαρτυρία που άκουσε το δικαστήριο είτε, στην περίπτωση που δεν άρχισε η δίκη, από την έκθεση απαιτήσεως ή άλλο υλικό που προσκομίστηκε, ότι η αγωγή βασίστηκε σε κακούργημα (Δέστε: Γεωργίου ν. Αργυρού (1996) 1 Α.Α.Δ. 1295).
Σε σχέση με τα γεγονότα της ενώπιόν του υπόθεσης ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε τα εξής:
(α) ΄Ηταν παραδεκτό γεγονός ότι δεν δόθηκε η σχετική γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(β) Από μόνοι τους οι ισχυρισμοί στην έκθεση απαιτήσεως φανερώνουν πως η αγωγή έχει σαν έρεισμα, γεγονότα που συνιστούν κακούργημα, που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκε από τον εναγόμενο.
(γ) Δεδομένης της ερμηνείας που δίδεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στη βαριά σωματική βλάβη, είναι ξεκάθαρη η αντιστοιχία των προαναφερομένων ισχυρισμών του ενάγοντα με το ποινικό αδίκημα που προνοείται στο άρθρο 231 του Κεφ. 154 (περί Παράνομης Πρόκλησης Βαριάς Σωματικής Βλάβης), το οποίο αποτελεί κακούργημα.
(δ) Στον εναγόμενο αποδίδεται επίσης και το ποινικό αδίκημα του παράνομου τραυματισμού δυνάμει του άρθρου 234 του Κεφ. 154, το οποίο επίσης συνιστά κακούργημα.
(ε) Τα προαναφερόμενα επιβεβαιώθηκαν, ενώπιον του δικαστηρίου και από την προφορική μαρτυρία του ενάγοντα από την οποία προέκυπτε μάλιστα πως ο ενάγοντας απέδιδε στον εναγόμενο πράξεις και ενέργειες συνιστούσες απόπειρα φόνου δυνάμει του άρθρου 214 του Κεφ. 154. Η απόπειρα φόνου είναι βέβαια κακούργημα που τιμωρείται με ανώτατη ποινή φυλάκισης τη δια βίου φυλάκιση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας υπόψη τα προαναφερόμενα στοιχεία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 67 και την προαναφερόμενη του επιφύλαξη, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος, πριν την καταχώριση του κλητηρίου ο ενάγοντας θα έπρεπε να είχε δώσει στον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τη γνωστοποίηση που προνοεί το άρθρο 67. Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε και επομένως η αγωγή ήταν εξ υπαρχής άκυρη και θα έπρεπε να απορριφθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά και στη νομολογία που καθορίζει ότι όπου υπάρχουν διαφορετικές αιτίες αγωγής, που μπορούν να διαχωριστούν, διαγράφονται από τα δικόγραφα μόνο τα τμήματα εκείνα που συνιστούν την αιτία αγωγής για αστικό αδίκημα, με βάση γεγονότα που συνιστούν και κακούργημα, αλλά παραμένει το υπόλοιπο μέρος του δικογράφου (Δέστε: Χριστοφίδης ν. Παττίχης (ανωτέρω) και I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (1992) 1 C.L.R. 1273). Όπως όμως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αποκαλύπτονταν διαφορετικές αιτίες αγωγής στην έκθεση απαίτησης αλλά μια μόνο αιτία αγωγής που βασιζόταν σε γεγονότα που συνιστούσαν, εκτός από αστικό αδίκημα και κακούργημα. Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα, ως εξ υπαρχής άκυρη, καταδικάζοντάς τον και στο ήμισυ των εξόδων.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένα τα ακόλουθα συμπεράσματα και ενέργειες του πρωτοδίκου δικαστηρίου:
1. Ότι η αξίωση του (εφεσείοντα) βασιζόταν μόνον σε αιτία αγωγής που συνιστούσε κακούργημα και όχι και σε γεγονότα που συνιστούσαν πλημμελήματα ή/και αστικά αδικήματα μόνο.
2. Ότι κατά το χρόνο που καταχωρίστηκε η έκθεση απαιτήσεως είχε τροποποιηθεί το άρθρο 67 του Κεφ. 148 και δυνάμει της τροποποίησης εξέλιπε η υποχρέωση γνωστοποίησης προς το Γενικό Εισαγγελέα.
3. Ότι δεν εξέτασε ξεχωριστά τα κατ΄ ισχυρισμό αγώγιμα δικαιώματα του εφεσείοντα και δεν αποφάνθηκε για καθένα απ΄ αυτά ξεχωριστά, αλλά περιόρισε την προσοχή του μόνον σ΄ ένα απ΄ αυτά, το οποίο συνιστούσε και κακούργημα.
Θεωρούμε ότι ο πρώτος και ο τρίτος λόγος εφέσεως συνδέονται μεταξύ τους και ουσιαστικά καταλογίζουν σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του τις διαφορετικές αιτίες αγωγής που περιλάμβαναν τα δικόγραφα του εφεσείοντα αλλά θεώρησε πως μόνο μια αιτία αγωγής υπήρχε η οποία συνιστούσε και κακούργημα. Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ότι τόσο το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα όσο και η έκθεση απαίτησης του ενάγοντα-εφεσείοντα, αλλά και η μαρτυρία που ο ίδιος ο εφεσείων, ως πρώτος μάρτυρας στην υπόθεση του, έδωσε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, αποκάλυπταν ουσιαστικά μόνο μια αιτία αγωγής και συγκεκριμένα την επίθεση με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, από τον εναγόμενο εναντίον του ενάγοντα, η οποία συνιστά και κακούργημα, όπως πολύ ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Από τα άρθρα 4 και 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, είναι προφανές ότι η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης συνιστά κακούργημα, εφόσον τιμωρείται με ανώτατη ποινή φυλάκισης 3 χρόνων ή μεγαλύτερη, χωρίς απόδειξη προηγούμενης καταδίκης. Συμφωνούμε ακόμα με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ότι και τα αδικήματα του παράνομου τραυματισμού δυνάμει του άρθρου 234 του Κεφ. 154, αλλά και της απόπειρας φόνου με βάση το άρθρο 214 του Κεφ. 154, τα οποία αποδίδονται στον εναγόμενο-εφεσίβλητο, από τα δικόγραφα και τη μαρτυρία του ενάγοντα, αντίστοιχα, συνιστούν επίσης κακουργήματα.
Δεδομένου ότι είναι παραδεκτό γεγονός πως δεν δόθηκε η απαιτούμενη γνωστοποίηση στον ΄Εντιμο Γενικό Εισαγγελέα συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η αγωγή ήταν εξ υπαρχής άκυρη.
Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως εγείρεται ζήτημα ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ότι η γνωστοποίηση θα έπρεπε να είχε δοθεί πριν την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος, στις 6.10.99, οπόταν ίσχυε η επιφύλαξη του άρθρου 67 του Κεφ. 148, η οποία, όπως αναφέρθηκε, καταργήθηκε με το Ν 29(Ι)/2000, δηλαδή πριν την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης στις 12.10.2001. Και σ΄ αυτό το σημείο συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, εφόσον η πρόνοια του άρθρου 67 αφορούσε στην καταχώριση της αγωγής και όχι της έκθεσης απαιτήσεως. Η καταχώριση της αγωγής συντελείται με την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος και όχι της έκθεσης απαιτήσεως η οποία ακολουθεί. Επομένως κατά το χρόνο καταχώρισης της αγωγής (του κλητηρίου εντάλματος) ίσχυε η επιφύλαξη του άρθρου 67.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.