ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 489
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ.11811 + 12022)
30 Μαίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11811)
(Σχ. με την 12022)
ΚΟΥΛΛΑ ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΚΟΥΝΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ MARGARET MACKAY,
Εφεσείουσας/Ενάγουσας,
ν.
A.N. STASIS ESTATES CO. LTD.,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12022)
(Σχ. με την 11811)
A.N. STASIS ESTATES CO. LTD.,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ν.
ΚΟΥΛΛΑΣ ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΚΟΥΝΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ MARGARET MACKAY,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας,
____________________________
Π.Ε. 11811
Γ. Κουκούνης, για την Εφεσείουσα.
Α. Δημητριάδης, προσωπικά και εκ μέρους της Ν. Καθητζιώτη,
για τους Εφεσίβλητους.
Π.Ε. 12022
Α. Δημητριάδης, προσωπικά και εκ μέρους της Ν. Καθητζιώτη,
για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κουκούνης, για την Εφεσίβλητη.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Η Margaret Mackay, από την Αγγλία, δια της διαχειρίστριας της περιουσίας της Κούλλας Α. Κουκούνη (εφεσείουσα) αγόρασε στις 18/7/1985 από την εταιρεία A.N. Stasis Estates Co. Ltd. (εφεσίβλητη) μια έπαυλη στον Κόλπο των Κοραλλίων στην Πάφο, έναντι του ποσού των £70.000. Έναντι του πιο πάνω ποσού η εφεσείουσα κατέβαλε προς την εφεσίβλητη συνολικά το ποσό των £59.850. Η έπαυλη αποπερατώθηκε χωρίς να παραδοθεί στην εφεσείουσα, η οποία στις 17/9/1986 πληροφόρησε εγγράφως την εφεσίβλητη ότι οικογενειακοί λόγοι την ανάγκαζαν να πωλήσει την πιο πάνω έπαυλη και ανέθεσε στην εφεσίβλητη να προβεί στην πώληση της. Η εφεσίβλητη πώλησε την έπαυλη στις 10/6/1988 και εισέπραξε προς τούτο το ποσό των £51.000. Από το πιο πάνω ποσό η εφεσίβλητη κατέβαλε στην εφεσείουσα ποσό £29.384 ως ακολούθως:
(i) £5.000 στις 11/5/1993 και
(ii) £24.384 στις 14/1/2000.
Ως αποτέλεσμα της μη καταβολής εκ μέρους της εφεσίβλητης του οφειλόμενου υπόλοιπου και άλλων διαφορών που είχαν προκύψει, η εφεσείουσα καταχώρισε την υπ' αρ. 3523/95 αγωγή με την οποία αξιούσε διάφορες θεραπείες.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, που εκδόθηκε κατόπιν ακρόασης της αγωγής, η εφεσίβλητη όφειλε στην εφεσείουσα £40.580 και είχε υποχρέωση να έχει διαθέσιμο το πιο πάνω ποσό το οποίο βρισκόταν σε πίστωση της εφεσείουσας και ταυτόχρονα να εξασφάλιζε το ψηλότερο δυνατό επιτόκιο προς όφελος της. Πιο συγκεκριμένα η εφεσίβλητη θα έπρεπε να είχε καταθέσει τα χρήματα σε άτοκο τραπεζικό λογαριασμό προειδοποίησης 7 ημερών. Σε μια τέτοια περίπτωση το ποσό προς όφελος της εφεσείουσας θα απέδιδε τόκο 4.5% ετησίως από το 1988 μέχρι την 31/12/2000 όταν εφαρμόστηκε η φιλελευθεροποίηση των επιτοκίων, εφόσον επρόκειτο για ποσό που υπερέβαινε τις £5.000. Από την 1/1/2001 το επιτόκιο για λογαριασμούς προειδοποίησης 7 ημερών για ποσά μεταξύ £20.000 - £50.000 θα έφερε τόκο περίπου 4%. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) είχε δικαιοδοσία να επιδικάζει τόκο σύμφωνα με τα όσα έχουν συμφωνηθεί ή διαφορετικά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας για £40.580 (£51.000-£10.420=£40.580) με
(Α) Τόκο 4.5% ετησίως από 10/6/1988 μέχρι 31/12/2000 (μείον ποσό £5.000 που καταβλήθηκε στις 11/5/1993 και μείον ποσόν £24.384 που καταβλήθηκε στις 14/1/2000),
(Β) Τόκο 4% ετησίως επί £11.196 (£40.580-(£5.000+£24.384) = £11.196) από 1/1/2001 μέχρι εξοφλήσεως.
(β) Η πολιτική έφεση 11811.
Με την πιο πάνω έφεση η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη επιδίκαση τόκων προς 4.5% και 4% είναι λανθασμένη και τούτο γιατί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 102(Ι)/96), το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδικάσει
(α) Τόκο 8% επί £35.580 από 29/11/1996 μέχρι 14/1/2000 και
(β) Τόκο 8% επί £11.196 από 14/1/2000 μέχρι εξοφλήσεως.
Αντίθετα η εφεσίβλητη εισηγείται ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με την επιδίκαση τόκου σε 4.5% και 4% ήταν ορθή.
Αναφορικά με τον καθορισμό του τόκου θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά η επιδίκαση τόκου ρυθμιζόταν με το άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) σύμφωνα με το οποίο ο τόκος οριζόταν σε 4% ετησίως από της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης μέχρι της τελικής αποπληρωμής του χρέους.
Σε υποθέσεις αγωγών για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες ή πρόκληση θανάτου, το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια (σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του Νόμου 156/85) να επιδικάσει τόκο 6% πάνω σε ολόκληρο ή μέρος της χρονικής περιόδου κατά την οποία δημιουργήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης. Το πιο πάνω επιτόκιο του 6% αυξήθηκε σε 8% από τις 29/11/96 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 101(Ι)/96.
Η περιορισμένη επιδίκαση τόκου 8% μόνο σε υποθέσεις αστικών αδικημάτων επεκτάθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου (αρ. 102(Ι)/96), σε όλα τα αγώγιμα δικαιώματα. Έτσι μετά το 1996 κάθε απόφαση θα φέρει τόκο 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60 το Δικαστήριο μπορεί όταν συντρέχουν λόγοι να επιδικάσει τόκο,
"(α) Σε ολόκληρο το επιδικαζόμενο με την απόφαση ποσό, για μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης ή
(β) σε μέρος του επιδικαζόμενου με την απόφαση ποσού, για ολόκληρη ή μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης."
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση στην επιδίκαση του τόκου ήταν εσφαλμένη. Το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει τόκο 8% από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60 και η επιδίκαση τόκου προς 4.5% και 4% κρίνεται λανθασμένη. Έχοντας υπόψη τις αρχές που αναφέρονται στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475. Η πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά τον τόκο διαφοροποιείται ως ακολούθως: Επιδικάζεται τόκος επί ποσού £40.580,
(i) 6% από 23/10/1995 (ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής) μέχρι 29/11/1996 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 102(Ι)/96),
(ii) 8% από 30/11/1996 μέχρι εξοφλήσεως, μείον ποσό £5.000 που καταβλήθηκε στις 11/5/1993 και μείον ποσό £24.384 που καταβλήθηκε στις 14/1/2000.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα σε βάρος της εφεσίβλητης.
(γ) Η Πολιτική έφεση 12022.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης η εταιρεία A.N. Stasis Estates Co. Ltd. καταχώρισε την υπ' αρ. 12022 έφεση, η οποία για πρακτικούς λόγους συνεκδικάστηκε με την έφεση 11811.
Με την πιο πάνω έφεση η εφεσείουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι,
(i) Η απόρριψη της μαρτυρίας του Γενικού Διευθυντή της (Μ.Υ.1) και του Εκτιμητή Ιουλίου Ρούσου (Μ.Υ.2) δεν είναι δικαιολογημένη,
(ii) Το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να έχει τα χρήματα διαθέσιμα για την εφεσίβλητη και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει το ψηλότερο δυνατό επιτόκιο ήταν λανθασμένο και
(iii) Η απόρριψη της αξίωσης της εφεσείουσας για την αφαίρεση από το προϊόν της πώλησης των εξόδων της ανέγερσης της διακοσμητικής αψίδας και των εξόδων για τη μεταπώληση της έπαυλης είναι λανθασμένη.
Αναφορικά με την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 υποβλήθηκε από την εφεσίβλητη ότι η απόρριψη της μαρτυρίας τους αποτελούσε θέμα της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η προσέγγιση του οποίου ήταν ορθή. Αναφορικά με το (ii) λόγο έφεσης η εφεσίβλητη υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και αναφορικά με τον (iii) λόγο έφεσης υποβλήθηκε ότι η απαίτηση για τα έξοδα ανέγερσης της αψίδας και τα έξοδα για τη μεταπώληση της έπαυλης θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί με ανταπαίτηση. Επιπρόσθετα τονίστηκε ότι εφόσον η μαρτυρία του Μ.Υ.1 πάνω στην οποία βασίστηκε η απαίτηση δεν είχε γίνει αποδεκτή, η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 και Μ.Υ.4, στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα έχουν εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η απόφαση τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Βλ. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί αποκλειστικά καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις διάφορες εκδοχές που προβάλλονται μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355). Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας. (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό. (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος ανατροπής της πρωτόδικης απόρριψης της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων. Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης υποδείχθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας εταιρείας ότι οι εννέα λόγοι που επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν είναι δικαιολογημένοι και ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να συμπεράνει ότι οι εργασίες που διεξήγαγε ο Μ.Υ.4 σε κατοικία στον Κόλπο των Κοραλλίων αναφέρονταν στην οικία που είχε αγοράσει η εφεσίβλητη. Οι εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας δεν κλονίζουν τα πρωτόδικα ευρήματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να παρακολουθήσει και τους δύο μάρτυρες ενώ κατέθεταν και αφού συνεκτίμησε τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί μέσα στο συνολικό πλαίσιο της υπόλοιπης μαρτυρίας που είχε δοθεί, κατέληξε σε απόφαση απόρριψης της εκδοχής τους. Η απόρριψη της μαρτυρίας τους είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Η εισήγηση επίσης ότι "οι εναγόμενοι είχαν υποχρέωση να έχουν τα χρήματα της ενάγουσας διαθέσιμα γι' αυτήν και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν και το ψηλότερο δυνατό επιτόκιο προς όφελος της" είναι αλληλοσυγκρουόμενη δεν ευσταθεί. Η πρωτόδικη προσέγγιση είναι ορθή. Τα χρήματα έπρεπε να ήταν κατατεθημένα σε τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο θα μπορούσαν να καταβληθούν στην εφεσίβλητη όταν αυτή θα ζητούσε την καταβολή τους.
Αναφορικά με την εισήγηση του τέταρτου λόγου έφεσης ότι η απόρριψη της απαίτησης της εφεσείουσας για τα έξοδα κατασκευής της διακοσμητικής αψίδας και για τα έξοδα μεταπώλησης της έπαυλης είναι λανθασμένη, υιοθετούμε την πρωτόδικη απόφαση ότι αυτή θα έπρεπε να δικογραφηθεί και να περιληφθεί στην Ανταπαίτηση της εφεσείουσας, πράγμα το οποίο η εφεσείουσα παρέλειψε να πράξει. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.4 πάνω στην οποία βασίστηκε η απαίτηση, εκθεμελιώνει τη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασισθεί η αξίωση της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ