ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 66

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Πολιτική Έφεση αρ. 11846

 

 

31 Ιανουαρίου, 2006

 

 

[NIKOΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1

 

 

- ν. -

 

1.  ΑΝΤΗ ΛΕΟΝΤΙΑΔΗ

Εφεσίβλητου/ενάγοντα

2.  ΣΤΕΛΛΑΣ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ

Εφεσίβλητης/εναγόμενης 3

 

 

----------------------------

 

 Α. Ε. Παντελίδης, για τους εφεσείοντες/εναγόμενους 1

E. Ευσταθίου με Α. Ευσταθίου (κα),  για τον εφεσίβλητο 1

Α. Ζαχαριάδου (κα) για την εφεσίβλητη 2

-----------------------

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου

----------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης ημερ. 18/9/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία κρίθηκαν ότι έφεραν ευθύνη κατά τα 2/3 (μαζί με τους εναγομένους 2 Premixco Asphalting Co. Ltd.) σχετικά με τροχαίο δυστύχημα στο οποίο τραυματίστηκε ο εφεσίβλητος 1 (πιο κάτω «εφεσίβλητος»).

 

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Ο εφεσίβλητος, στις 13/1/96 ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο του επί της λεωφόρου Κέννετυ στη Λευκωσία με κατεύθυνση από λεωφ. Νίκης προς λεωφ. Αρχ. Μακαρίου, σε κάποιο σημείο βρέθηκε αντιμέτωπος με ασπρόμαυρα βαρέλια που είχαν τοποθετηθεί στην αριστερή, σύμφωνα με την πορεία του, πλευρά του δρόμου, λόγω του ότι εκτελούνταν εκεί οδικά έργα.  Για να αποφύγει τα βαρέλια, κινήθηκε προς τα δεξιά με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί μετωπικά με το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής WN 616 που οδηγούσε, κανονικά στην πορεία της, η Στέλλα Παναγίδου, (εφεσίβλητη 2).  Ως αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος υπέστη διάφορα σοβαρά τραύματα στα οποία δε χρειάζεται να αναφερθούμε εφόσον η έφεση αφορά μόνο το ποσοστό ευθύνης και όχι τις αποζημιώσεις. 

 

Σε σχετική αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον των τεσσάρων εναγομένων, το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι οι εφεσείοντες και η εναγόμενη εταιρεία αρ. 2 (Premixco) ήσαν κατά τα 2/3 υπεύθυνοι και ο εφεσίβλητος κατά το υπόλοιπο 1/3.  Η αγωγή κατά της εναγομένης 3 (εφεσίβλητης 2) είχε απορριφθεί για το λόγο ότι κρίθηκε ότι δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη, κατά δε του εναγόμενου 4 (Γενικού Εισαγγελέα), αποσυρθεί.  Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας έφεσης στην οποία προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι:

 

«1ος Λόγος Εφέσεως

Το πρωτοδίκως εκδικάσαν δικαστήριον εσφαλμένως απεφάνθη ότι τα βαρέλια, τα οποία υπήρχον εις την σκηνήν του δυστυχήματος, ετοποθετήθησαν υπό του Εναγομένου 2 εν τη εκτελέσει των εργασιών του διά την βελτίωσιν και/ή επισκευήν της Λεωφόρου Κέννεντυ.

 

2ος Λόγος Εφέσεως

Το εύρημα του πρωτοδίκως εκδικάσαντος δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 1 και/ή ο εναγόμενος 2 και/ή αμφότεροι ευθύνονται κατά τα 2/3 διά το δυστύχημα είναι εσφαλμένον.

 

Λόγος Εφέσεως 2(α)

Ο ενάγων ευθύνεται εξ ολοκλήρου και/ή πολύ περισσότερον του 1/3 διά συντρέχουσαν αμέλειαν διά τους λόγους οι οποίοι αναφέρονται εις τον Λόγον 2 και διότι ηδύνατο να σταματήση προ των βαρελιών, εν' όψει του ισχυρισμού του ότι εταξίδευε με ταχύτητα 25 μίλια την ώρα

 

3ος Λόγος Εφέσεως

Ο ισχυρισμός και/ή το εύρημα του πρωτοδίκως εκδικάσαντος δικαστηρίου ότι ο ενάγων είχε καταληφθή εξ απίνης όταν είδε τα βαρέλια και τα φώτα της εναγομένης 3 τα οποία ήσαν εκτυφλωτικά και/ή ότι δικαιολογημένως ενήργησε ο ενάγων, όπως ενήργησεν, δηλαδή να κινηθή δεξιά, είναι εσφαλμένα.

 

4ος Λόγος Εφέσεως:

Το πρωτοδίκως εκδικάσαν δικαστήριον εσφαλμένως απεφάνθη ότι η εναγομένη 3 ουδεμία ευθύνην φέρει δι' αμέλειαν και/ή συντρέχουσαν αμέλειαν διά το δυστύχημα.»

 

Από πλευράς του εφεσίβλητου καταχωρήθηκε αντέφεση με την οποία ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι έφερε και ο ίδιος μέρος της ευθύνης.  Είναι ο ισχυρισμός του ότι, με βάση τα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου δικαστηρίου που δεν τα αμφισβητεί, έπρεπε να μη του αποδοθεί καθόλου ευθύνη ή να του αποδοθεί πολύ μικρότερο μέρος και όχι κατά το 1/3.

 

Σημειώνουμε εδώ ότι η παρούσα έφεση, με οδηγίες του Εφετείου επιδόθηκε και στον Επίσημο Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της περιουσίας της εναγομένης 2, (εταιρείας Premixco Aspalting Company Ltd.), ο οποίος όμως, για τους λόγους που εξήγησε, δεν πήρε μέρος στην εκδίκαση της έφεσης.

 

Εξέταση λόγων έφεσης

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, δηλαδή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι τα εν λόγω βαρέλια τοποθετήθηκαν από τους εναγομένους 2, (που σημειώνουμε ήσαν οι κατασκευαστές των οδικών έργων), μπορούμε να πούμε ότι αυτός δεν ευσταθεί.  Αποτελούσε κοινό έδαφος, σύμφωνα με δηλώσεις των δικηγόρων των διαδίκων, ότι οι εφεσείοντες είχαν αναθέσει στην εναγόμενη 2 (εταιρεία Premixco) το έργο της βελτίωσης-διαπλάτυνσης του δρόμου, συμπεριλαμβανομένου του σημείου που έγινε το δυστύχημα.  Λαμβάνοντας υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία, δηλαδή ότι τα βαρέλια ήσαν ασπρόμαυρα και τοποθετήθηκαν με τρόπο που να περιφράσσει εκσκαφές στο δρόμο, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι αυτά τοποθετήθηκαν από την εναγόμενη 2 (εταιρεία Premixco).  Άλλωστε το γεγονός της τοποθέτησης των βαρελιών ήταν μέσα στην αποκλειστική γνώση της πλευράς των εναγομένων και όχι κάτι που θα έπρεπε να αποδείξει ο εφεσείων.  Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι «είναι κοινώς γνωστόν και το δικαστήριον δύναται να λάβη δικαστικην γνώσιν (judicial notice) ότι οδικά έργα γίνονται και υπό άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου» (αναφέρθηκε στην ΑΤΗΚ, ΑΗΚ και Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας), δεν ευσταθεί για το λόγο ότι τέτοιο θέμα δεν είναι κάτι που το δικαστήριο μπορεί να λάβει δικαστική γνώση.  Για τις περιπτώσεις που το δικαστήριο μπορεί να λάβει τέτοια γνώση παραπέμπουμε στις υποθέσεις Koumi v. Kortari (1983) 1 C.L.R. 856, Tsimon v. Republic (1980) 3 C.L.R. 321, J. Pavlides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 345,  Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320, 329-330.

 

Στην υπόθεση Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (πιο πάνω), σελ. 356, ο Πικής Δ. (όπως ήταν τότε) ανάφερε τα εξής:

 

«Η γνώση που κτάται από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση υποθέσεων παρόμοιων ή και διαφορετικών από την υπό εκδίκαση υπόθεση δεν εξομοιώνεται με δικαστική γνώση.  Δικαστική γνώση μπορεί να ληφθεί μόνο για γεγονότα τα οποία είναι πασίγνωστα σε βαθμό που να αποτελούν κοινή γνώση.  Επομένως το δικαστήριο εσφαλμένα άντλησε δικαστική γνώση από γεγονότα που ήρθαν σε γνώση του σε προηγούμενες υποθέσεις απαλλοτριώσεων.......»

 

 

Για παράδειγμα στην Κoumi v. Kortari, πιο πάνω, λήφθηκε δικαστική γνώση των γεγονότων της Τουρκικής ανταρσίας του 1964 και στις υποθέσεις Tsimon και J. Pavlides, πιο πάνω, της Τουρκικής εισβολής του 1974.  Το ότι όμως εκτελούν διάφοροι οργανισμοί έργα σε ένα δρόμο κρίνουμε ότι δεν είναι θέμα δικαστικής γνώσης.  Εν πάση περιπτώσει ήδη αναφέραμε ότι ήταν κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι τις εργασίες στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου που έγινε το δυστύχημα τις είχαν αναθέσει οι εφεσείοντες στην εναγόμενη 2.  Το εύρημα λοιπόν του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα βαρέλια τοποθετήθηκαν από την εναγόμενη 2 είναι ορθό ενόψει και απουσίας άλλης μαρτυρίας περί του αντιθέτου.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ο καταμερισμός ευθύνης κατά τα 2/3 στους εφεσείοντες και εναγόμενη 2.  Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι ο εφεσίβλητος έφερε όλη ή πολύ μεγαλύτερο από το 1/3 της ευθύνης.  Αναφορικά με το θέμα αυτό αφού το πρωτόδικο δικαστήριο παρατηρεί ότι το δικόγραφο των εφεσειόντων ήταν κάπως γενικό και αόριστο, τελικά προτιμά και εξετάζει το θέμα και αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Με το παραπάνω σκεπτικό θα εξετάσω το ζήτημα της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα.  Ενόψει της θέσης του ενάγοντα ότι οδηγούσε με 25 μίλια ανά ώρα, κρίνεται αδικαιολόγητη η παράλειψη του ν' αντιληφθεί τα βαρέλια ενωρίτερα από τον ελάχιστο χρόνο που είναι φανερό ότι τα αντελήφθη.  Ναι μεν δεν υπήρχε προειδοποίηση ή φωτεινή σήμανση, όμως η ταχύτητα του ενάγοντα ήταν πολύ χαμηλή, ο δρόμος ευθεία λεωφόρος με φωτισμό, έστω «όχι καλό σε σύγκριση με άλλες λεωφόρους».  Αν ο ενάγοντας αντιλαμβανόταν έγκαιρα, ως όφειλε υπό τις παραπάνω συνθήκες, τα βαρέλια, υπενθυμίζεται ότι παρείχετο χώρος πλάτους 4.50 μ. για να διέλθει με ασφάλεια αντί να βρεθεί στη δεξιά πλευρά του δρόμου, αναμένοντας, μάλιστα, όπως είπε, ότι θα σταματούσε το εξ αντιθέτου ερχόμενο αυτοκίνητο.  Ο ενάγοντας υπήρξε αμελής συντείνοντας στην πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος.  Όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης θα πρέπει ν' αποδοθεί στους εναγομένους 1 και 2.  Αυτοί αφενός προκάλεσαν την πρωταρχική γενεσιουργό αιτία και αφετέρου, η έλλειψη μέριμνας εκ μέρους τους είχε διάρκεια και αφορούσε το κοινό εν γένει, έχοντας μεγαλύτερη απαξία από πλευράς έλλειψης ευθύνης, σε σχέση με τη συμπεριφορά του ενάγοντα που περιορίζεται σε μή διαρκή οδική αμέλεια.  Κρίνω πως είναι δίκαιο ν' αποδοθεί ευθύνη 2/3 στους εναγομένους 1 και 2 και 1/3 στον ενάγοντα.»

 

Εξετάσαμε τον πιο πάνω ισχυρισμό υπό το φως των αρχών που διέπουν το θέμα επιμερισμού ευθύνης.  Σύμφωνα με τη νομολογία, το θέμα αυτό είναι πρωταρχικό έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και μόνο όπου ο επιμερισμός αντιστρατεύεται τα ευρήματα του δικαστηρίου ή είναι έκδηλα εσφαλμένος ή αν στην απόφαση εμφιλοχώρησε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, παρέχεται πεδίο επέμβασης από το Εφετείο (βλ. μεταξύ άλλων Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.α. (2001)1 (Α) Α.Α.Δ. 226 και Στυλιανού ν. Νικηγόρου (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1602).  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε πεισθεί ότι ο επιμερισμός των 2/3 της ευθύνης στους εφεσείοντες είναι εσφαλμένος. 

 

Αναφορικά τώρα με τον τρίτο λόγο έφεσης δηλαδή ότι το εύρημα ότι ο εφεσίβλητος είχε καταληφθεί εξ απήνης όταν είδε τα βαρέλια και τα φώτα του αυτοκινήτου της εναγόμενης 3 είναι εσφαλμένο, είμαστε της άποψης ότι ούτε αυτός ευσταθεί.  Κατ' αρχή σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δε δέχθηκε τον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου ότι τα φώτα του αυτοκινήτου της εναγόμενης 3 ήταν εκτυφλωτικά.  Αυτό που τον έκανε να κινηθεί απότομα δεξιά ήταν ουσιαστικά τα βαρέλια με τα οποία βρέθηκε αντιμέτωπος.  Το εύρημα αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε σήμανση (π.χ. προειδοποιητικές πινακίδες ή φωτεινά σήματα),  το γεγονός ότι ο οδικός φωτισμός δεν ήταν αρκετός, καθώς επίσης και το ότι τα βαρέλια κάλυπταν 1.30μ από τα 5.80μ. που ήταν το συνολικό πλάτος του εν λόγω δρόμου, καθιστά την απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ορθή.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη 2 (οδηγός του άλλου αυτοκινήτου) δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη.  Λαμβανομένων υπόψη όλων των γεγονότων της υπόθεσης και ιδιαίτερα ότι αυτή οδηγούσε κανονικά στην πορεία της, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι δεν έφερε καμιά απολύτως ευθύνη.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο οδήγησης εκ μέρους της εφεσίβλητης 2 που να καθιστά αυτή ένοχη οποιουδήποτε βαθμού αμέλειας.

 

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Αυτό μας φέρνει στην αντέφεση.  Με όσα αναφέραμε σχετικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, θα πρέπει να απορριφθεί και η αντέφεση. 

 

 

 

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων (ενάγοντα και εναγομένης 3).  Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα αφού η εκδίκαση της έγινε μέσα στα πλαίσια εξέτασης της έφεσης.

                                                                              

                                                                                           Δ.

                                                                                           Δ.

                                                                                           Δ.

 

 

 

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο