ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 1418

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ.186

 

30 Νοεμβρίου, 2005

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΦΩΤΙΟΥ ΔΔ]

 

 

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εφεσείων-καθού η αίτηση

 

- και -

 

ΕΜΙΛΥΣ ΠΕΡΔΙΟΥ

Εφεσίβλητης-αιτήτριας

---------------------------------

 

Λ. Ιωαννίδης, για τον εφεσείοντα-καθού η αίτηση

Β. Πιερίδου,  για την εφεσίβλητη-αιτήτρια

 

------------------------

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου

 

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία καθόρισε το ποσό των ΛΚ200 τον μήνα από 1/11/03 ως τη δική του συνεισφορά για τη διατροφή του ανηλίκου παιδιού των διαδίκων Ζack.  Ο ανήλικος γεννήθηκε εκτός γάμου, αλλά αναγνωρίστηκε από τον εφεσείοντα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί τροποποίηση προηγούμενου διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 27/11/97 με το οποίο είχε καθοριστεί η συνεισφορά του εφεσείοντα στο ποσό των Λ.Κ. 100 το μήνα.  Η εφεσίβλητη, με την αίτηση για τροποποίηση του αρχικού διατάγματος, ζητούσε το ποσό των ΛΚ 300 αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε το προαναφερθέν ποσό ΛΚ200.  Σχετική αντέφεση της εφεσίβλητης αποσύρθηκε κατά την ημέρα της ακρόασης. 

 

Ο εφεσείων προβάλλει 6 λόγους έφεσης η ουσία των οποίων είναι ότι αμφισβητούνται ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία μαρτύρων:  της εφεσίβλητης δηλαδή από τη μια και του εφεσείοντα και του μάρτυρά του από την άλλη.  Με ένα από τους λόγους έφεσης (τον τέταρτο) προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του λογιστή που είχε καλέσει ο εφεσείων, ήταν εξ ακοής. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια αχρείαστα μακροσκελή απόφαση από 44 σελίδες,  εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία και τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και κατάληξε στο προαναφερθεν ποσό των Λ.Κ. 200.  Βασικά έλαβε υπόψη ότι, (α) όταν εκδόθηκε το πρώτο διάταγμα για Λ.Κ100 στις 27/11/97 ο ανήλικος Ζack ήταν μόνο 2 ετών (γεννήθηκε 11/8/95), ενώ κατά την καταχώρηση της αίτησης 6 χρονών (και 8 κατά τη δίκη), ούτως ώστε οι ανάγκες του να ανέρχονται περί τις Λ.Κ. 400 το μήνα, (β) το ότι και η πλευρά του εφεσείοντα καθόριζε τις ανάγκες του παιδιού σε Λ.Κ. 280 με Λ.Κ. 300 το μήνα, (γ) την εισοδηματική ικανότητα της εφεσίβλητης που η ίδια καθόρισε σε Λ.Κ. 280-400 το μήνα και τέλος (δ) ότι ο εφεσείων δεν είπε την αλήθεια ως προς τα πραγματικά του εισοδήματα αλλά απλά περιορίστηκε στη διόγκωση των εξόδων του.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους της έφεσης, όπως αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα, την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία και τις αρχές που διέπουν το θέμα επέμβασης του δικαστηρίου τούτου σε θέματα αξιοπιστίας, τα οποία, σύμφωνα με το γενικό κανόνα, ανήκουν καταρχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Δεν έχουμε πειστεί ότι στην υπόθεση αυτή υπάρχει περιθώριο επέμβασης στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Παρατηρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι ο εφεσείων ήταν σαφής μόνο στο τι εξόδευε αλλά όχι στο τι εισοδήματα είχε.  Ορθά επίσης έχει χειριστεί και τη μαρτυρία του λογιστή της εταιρείας του εφεσείοντα.  Άλλωστε ο ίδιος ο λογιστής ήταν σαφής ότι τα όσα κατέθετε αναφορικά με τα εισοδήματα της εταιρείας του εφεσείοντα, είναι σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ο εφεσείων του είχε δηλώσει.

 

Παρόλο που η παρούσα υπόθεση αφορούσε αίτηση για τροποποίηση του διατάγματος διατροφής, θεωρούμε την περίπτωση κατάλληλη για να αναφέρουμε και τα ακόλουθα:  Όπως έχει η σχετική νομοθετική διάταξη (βλ. άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90) η υποχρέωση για διατροφή των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας ανήκει και στους δυο γονείς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός.  Έχουν και οι δυο υποχρέωση όπως προβαίνουν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους.  Στην υπόθεση Εtte v. Ette (1965) 1 All. E.R. 341, 346 έχει λεχθεί ότι όταν ο καθού η αίτηση δεν προβαίνει ο ίδιος σε ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, τότε το δικαστήριο μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του και το τι κερδίζουν άλλοι στο ίδιο το επάγγελμα, να υπολογίσει ότι ο καθού η αίτηση έχει ψηλότερα, απ' ότι ισχυρίζεται, εισοδήματα.  Η αρχή αυτή συνάδει και με τον κανόνα ότι εκεί που κάποιος έχει την αποκλειστική γνώση γεγονότων, οφείλει να τα αποδείξει.  (βλ. Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91 και Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη κ.α. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1390).  Επομένως  σε υποθέσεις διατροφής των ανηλίκων τέκνων μιας οικογένειας, η οικονομική δυνατότητα του καθενός από τους γονείς δεν είναι θέμα που θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή ή την αιτήτρια, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά θέμα αληθινής αποκάλυψης από τους ίδιους τους γονείς, των αντιστοίχων εισοδημάτων τους.  Το δε δικαστήριο, προβαίνει σε πλήρη έρευνα αυτών των στοιχείων. 

 

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων είχε αναφερθεί και στο ότι έχει την υποχρέωση να συντηρεί και τρία ακόμα παιδιά του από άλλες μητέρες. Αναφέρθηκε στον Andrian ηλικίας 5 ετών, τον οποίο απέκτησε με Γερμανίδα με την οποία δεν είναι νυμφευμένος, όπως δεν ήταν και με την εφεσίβλητη, καθώς και σε άλλα δυο παιδιά που επίσης γεννήθηκαν εκτός γάμου και μένουν με τις μητέρες τους στο εξωτερικό.  Από αυτά αναγνώρισε μόνο τον Zack και τον Andrian, τα οποία παιδιά κατά τη μαρτυρία δέχθηκε ότι είναι τα μόνα που συντηρεί.

 

Η υποχρέωση κάποιου για να παράσχει εύλογη διατροφή για το παιδί του συνυπάρχει με την υποχρέωση να συντηρεί τη νέα του οικογένεια, αν στο μεταξύ δημιούργησε τέτοια και αυτή του η υποχρέωση, η συντήρηση δηλαδή των τέκνων, έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων υποχρεώσεων.  (Βλ. Zacharia v. Zacharia (1969) 1 C.LR. 307, 321).  Δηλαδή δεν πρέπει ο πατέρας να παραμελεί το ένα παιδί που απόκτησε από τον γάμο ή τη σχέση που έχει ναυαγήσει, για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη νέα του οικογένεια.  Περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική αγγλική νομολογία φαίνεται ότι το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του καθού η αίτηση να κερδίζει (his potential earning capacity).   (Bl. Klucinsky v. Klucinsky (1953) 1 All E.R. 683 και McEwan v. McEwan (1972) 2 All E.R. 708). 

 

Aπό τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο καθορισμός του ποσού διατροφής πρέπει να γίνεται με μια εξ αντικειμένου εκτίμηση των αναγκών του παιδιού, την κοινωνική υπόσταση των γονέων και τη δυνατότητα εκάστου να συνεισφέρει στο ποσό που κρίνεται εύλογο για το σκοπό αυτό, με την έννοια που εξηγήσαμε πιο πάνω.  Στην παρούσα περίπτωση ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν αμφισβήτησε ότι το προαναφερθέν ποσό των Λ.Κ. 200 το μήνα, αντικειμενικά κρινόμενο, είναι εύλογο.  Η θέση του ήταν ότι η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει για σφάλματα, όπως ανάφερε, που περιέχονται στην απόφαση του δικαστηρίου, θέση όμως που δεν ευσταθεί.

 

 

 

Με τις πιο πάνω παρατηρήσεις, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

                                                                               Π.

 

                                                                               Δ.

 

                                                                               Δ.

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο