ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 162
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11498)
26 Ιανουαρίου, 2005
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφε σείων-Εναγόμενος 1,
ν.
ΛΟΙΖΟΥ ΚΡΑΣΙΑ,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.
----------
Γ. Καζαντζής, για τον εφεσείοντα
Μ. Πανταζή για Κ. Κούσιο, για τον εφεσίβλητο.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Π. Αρτέμης, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-εναγόμενος 1 και η εναγομένη 2 βρέθηκαν πρωτοδίκως υπεύθυνοι για επίθεση και πρόκληση σωματικών βλαβών στον εφεσίβλητο ενάγοντα και καταδικάστηκαν σε πληρωμή αποζημιώσεων.
Με την έφεσή του ο εφεσείων-εναγόμενος 1 προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Η εναγομένη 2 δεν καταχώρησε έφεση.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως εξετέθησαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ορισμένα τηλεφωνήματα μεταξύ του εφεσίβλητου, που ήταν στρατιώτης κατά τον ουσιώδη χρόνο και της εναγομένης 2, διευθετήθηκε συνάντησή τους στο προαύλιο του Γυμνασίου Έγκωμης, στη Λευκωσία. Ο εφεσίβλητος μετέβη στον εν λόγω χώρο και συνάντησε την εναγομένη 1, ενώ δε συνομιλούσε με αυτή, ένα πρόσωπο του επιτέθηκε και τον κτύπησε, με αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών. Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσίβλητου-ενάγοντα, το πρόσωπο αυτό ήταν ο εφεσείων-εναγόμενος 1, ο οποίος είχε ενεργήσει σε συνεννόηση με την εναγομένη, που είχε παρασύρει τον εφεσίβλητο στο χώρο εκείνο, με σκοπό την κακοποίησή του από τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1.
Πρωτοδίκως οι εναγόμενοι δεν έδωσαν μαρτυρία, ούτε και κάλεσαν οποιοδήποτε μάρτυρα. Η υπεράσπιση του εναγομένου 1 ήταν πως ο ίδιος δεν είχε καμμιά σχέση με το επεισόδιο, θέση που τέθηκε στην αντεξέταση στον εφεσίβλητο-παραπονούμενο.
Με την έφεσή του ο εφεσείων προσβάλλει, κατά κύριο λόγο, την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, που, κατά την εισήγησή του, δεν μπορούσαν να υποστηριχθούν και περαιτέρω ισχυρίζεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως ο εφεσείων-εναγόμενος 1 είχε υποχρέωση να προσκομίσει ο ίδιος μαρτυρία ότι δεν ήταν ο δράστης της επίθεσης, μεταθέτοντας εσφαλμένα το βάρος απόδειξης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναλύοντας τη μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα, ανέφερε τα ακόλουθα στις σελ. 15 και 16 της απόφασης του:
«Ο ενάγοντας μου έδωσε την εντύπωση μάρτυρα της αλήθειας. Κατέθετε με ανεπιτήδευτο τρόπο, με απλότητα, αμεσότητα, συνοχή και χωρίς υπεκφυγές. Ήταν θετικός και κατηγορηματικός στους ισχυρισμούς του και η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε από την αντεξέταση. Αποδέχομαι την εκδοχή που έδωσε ως προς τα διαδραματισθέντα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θα διαφωνήσω με τη θέση του κ. Καζαντζή ότι ο ενάγοντας δεν αναγνώρισε τον εναγόμενο 1 ως τον δράστη της επίθεσης. Ο ενάγοντας επεξήγησε με σαφήνεια τη θέση του περί του αντιθέτου. Κατά την αντεξέταση ο κ. Καζαντζής του υπέβαλε επανειλημμένως τη θέση του. Ο ενάγοντας δεν κλονίστηκε. Η θέση και η εκδοχή του παρέμειναν οι ίδιες. Είναι καλά γνωστό ότι δεν μπορούν να απομονώνονται και να στεγανοποιούνται ορισμένα σημεία της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, αλλά η μαρτυρία εξετάζεται στο σύνολό της. Αξιολογώντας τη μαρτυρία του ενάγοντα δεν εντόπισα ουσιαστικές αντιφάσεις στη μαρτυρία του. Αν υπάρχουν οποιεσδήποτε διαφορές, αυτές είναι ασήμαντες και επουσιώδεις και με κανένα τρόπο δεν προσβάλλουν την αξιοπιστία του.»
Στη μαρτυρία του ο εφεσίβλητος είχε αναφέρει ότι, επειδή ήταν νύκτα, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει από το πρόσωπό του εκείνον που του επιτέθηκε, έδωσε όμως πλήρη περιγραφή, αναφερόμενος στο ύψος του, την κατασκευή του και το μήκος και το είδος των μαλλιών του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στη μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα, επεσήμανε ότι ο τελευταίος κατέθεσε στην ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον των εναγομένων και εκεί είπε ότι έμαθε και το όνομα του δράστη. Προχώρησε δε για να πει τα ακόλουθα:
«Ο ενάγοντας αναγνώρισε το άτομο που τον κτύπησε, στο πρόσωπο του εναγομένου 1 ο οποίος τη συγκεκριμένη δικάσιμο βρισκόταν μαζί με την εναγομένη 2 στην αίθουσα του Δικαστηρίου.»
Για να κρίνουμε τα εγερθέντα με την έφεση θέματα θα πρέπει να κάμουμε μια αναφορά σε μέρη της μαρτυρίας του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Στη σελίδα 5, γραμμή 26 των πρακτικών κατέθεσε τα ακόλουθα: «Αυτόν που με κτύπησε δεν τον ήξερα, ούτε τον γνώριζα προηγουμένως. Ήταν στο ύψος μου, εύσωμος, με μαλλιά σγουρά μέχρι τον ώμο.»
Στη σελίδα 7, γραμμή 25 των πρακτικών: «Το όνομα του εναγομένου 1 το έμαθα μετά από θεληματική κατάθεση που έδωσε η Μαρία Κλείτου.»
Μετά, σε ερώτηση από τη συνήγορό του από ποιο έμαθε το όνομα του εναγομένου 1, ο εφεσίβλητος απάντησε: «Επειδή καταδικάστηκε στην ποινική διαδικασία» (πρακτικά σελ.9, γραμμή 5).
Ακολούθως ο εφεσίβλητος αναγνώρισε και υπέδειξε τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1 εντός του Δικαστηρίου ως το άτομο που τον είχε κτυπήσει.
Κατά την αντεξέταση επανέλαβε ότι περιέγραψε το πρόσωπο που τον είχε κτυπήσει ως πρόσωπο με μακριά μαλλιά μέχρι τον ώμο, κυματιστά, στο ύψος του και εύσωμο. Το ύψος του ήταν 1.70. Απάντησε περαιτέρω, πως δεν είχε δει το πρόσωπό του και ακολούθως είπε, στη σελίδα 17, γραμμή 9 των πρακτικών: «Τον υπέδειξα όταν ήρθαμε στην ποινική διαδικασία, ο κατηγορούμενος στεκόταν στο εδώλιο μαζί με την κατηγορουμένη και από τις ακροάσεις και από το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας . . . .». Και στη γραμμή 23: «. . . ήταν μαζί στο εδώλιο που δικάστηκαν στην ποινική διαδικασία».
Σε υποβολή του συνηγόρου του εφεσείοντα-εναγομένου 1 ότι ουδέποτε τον κτύπησε ο τελευταίος, ο εφεσίβλητος απάντησε: «Τότε γιατί καταδικάστηκε από την ποινική διαδικασία. Την νύκτα που με κτύπησε και ανάλογα με την περιγραφή που έδωσα στην αστυνομία και όταν ερχόμασταν στην ποινική διαδικασία ο κύριος αυτός έμοιαζε ακριβώς με την περιγραφή του προσώπου που έδωσα στην αστυνομία». ( Σελίδα 18 γραμμή 27) . Πιο κάτω δε, στην αντεξέτασή του, δέχθηκε πως στο ποινικό δικαστήριο είπε: «Αυτόν δεν μπορώ να τον αναγνωρίσω». Ακολούθως είπε πως τον αναγνώρισε «από την περιγραφή που έδωσα στην αστυνομία και μετά που ήρθα στην ποινική διαδικασία». Τέλος, σημειώνουμε την πιο κάτω ερώτηση του δικηγόρου του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο και την απάντηση που έδωσε ο τελευταίος:
«Ε. Ο λόγος λοιπόν που τον υπέδειξες προχθές που ήταν η ακρόαση ήταν διότι θυμόσουν τη φάτσα του που το ποινικό δικαστήριο;
Α. Μάλιστα.»
(Σελίδα 20, γραμμές 6-9 των πρακτικών).
Απ΄όλα τα πιο πάνω, είναι φανερό πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη λεπτομέρεια που έπρεπε για να αναλύσει τη μαρτυρία, σχετικά με την αναγνώριση από τον εφεσίβλητο του εφεσείοντα ως του προσώπου που του είχε επιτεθεί. Όπως φαίνεται από το απόσπασμα της απόφασης που παραθέσαμε πιο πάνω, απορρίπτοντας τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα πως ο εφεσίβλητος δεν αναγνώρισε τον εναγόμενο ως το δράστη της επίθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει πως «ο ενάγοντας επεξήγησε με σαφήνεια τη θέση του περί του αντιθέτου». Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο διερωτόμαστε ποια ήταν η σαφήνεια στη θέση του εφεσίβλητου-ενάγοντα αναφορικά με το ζήτημα. Σε κάποιο στάδιο λέγει ότι αναγνώρισε το πρόσωπο που του επετέθη κατά την ποινική διαδικασία, σε άλλο στάδιο αναφέρει ότι τον αναγνώρισε επειδή καταδικάστηκε. Γενικά δεν επέδειξε καμμιά σαφήνεια αναφορικά με την εκδοχή του για την αναγνώριση του δράστη της επίθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επελήφθη λεπτομερώς των αντιφατικών δηλώσεων του εφεσίβλητου-ενάγοντα και δεν κατέληξε σε συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με το πού βασίστηκε η αναγνώριση από τον τελευταίο του εφεσείοντα ως του προσώπου που του επιτέθηκε.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνοντας στα ευρήματά του έκαμε την πιο κάτω διαπίστωση:
«Οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν στο Δικαστήριο μαρτυρία που να υποστηρίζει τη θέση ότι ο εναγόμενος 1 δεν ήταν ο δράστης της επίθεσης. Η πλευρά τους προσπάθησε ανεπιτυχώς μέσω της αντεξέτασης να προωθήσει αυτή τη θέση.»
Παρόλο ότι δεν είναι ανεπίτρεπτο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να σχολιάζεται το γεγονός ότι διάδικος παραλείπει να καταθέσει ή να καλέσει κάποιο μάρτυρα (δέστε McQueen v. Great Western Rail. Co, (1875) L.R. 10 Q.B 569, Boyle v. Wiseman (1855), 10 Exch. 647, Insurance Commissioner v. Joyce (1948), 77 C.L.R. 39, British Railways v. Herrington, (1972) A.C. 877) o τρόπος που εκφράστηκε η πιο πάνω θέση από το πρωτόδικο Δικαστήριο δυνατόν να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως η πρωτόδικη Δικαστής θεώρησε πως είχε οποιοδήποτε βάρος ο εφεσείων να αποδείξει πως δεν ήταν ο δράστης της επίθεσης.
Είναι ευρέως νομολογημένη αρχή πως το Δικαστήριο θα πρέπει να δίδει πλήρη αιτιολογία για τα συμπεράσματα του και αποτυχία του να αξιολογήσει και να αναλύσει τη μαρτυρία, αναφερόμενο στα ουσιώδη της σημεία μπορεί να οδηγήσει κατά την έφεση σε διαταγή επανεκδίκασης. (Δέστε Christou and Αnother v. Angelidou and Another (1984) 1 C.L.R. 492 και Παλλαρής ν. Βογαζιανού (1990) 1 Α.Α.Δ. 760).
Για τους λόγους που μόλις προαναφέραμε καταλήγουμε πως η απόφαση, σε όποια έκταση αφορά την ευθύνη του εφεσείοντα, πρέπει να παραμεριστεί.
Όσον αφορά το λόγο έφεσης που σχετίζεται με τα τραύματα του εφεσίβλητου, (το ύψος των αποζημιώσεων δεν έχει προσβληθεί), κρίνουμε πως αυτός πρέπει ν΄απορριφθεί. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούνται πλήρως επί του προκειμένου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των δύο ιατρών, θεωρώντας τους ως πλήρως αξιόπιστους. Αντίθετη μαρτυρία αναφορικά με τις σωματικές βλάβες δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου κρίνουμε πως δεν χωρεί επέμβασή μας επί του σημείου τούτου.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με την ευθύνη του εφεσείοντα παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο Δικαστήριο. Η έφεση αναφορικά με τις σωματικές βλάβες απορρίπτεται. Τα έξοδα της διαδικασίας, τόσο
πρωτόδικα όσο και κατ΄έφεση, να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.