ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1983
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αίτηση Αρ. 184/2004)
3 Δεκεμβρίου, 2004
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΝΟΥΣΑΡΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 1, 2 ΚΑΙ 7 ΚΑΙ 53 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12 ΚΑΙ 14 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΩΝ ΝΟΜΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΝΟΥΣΑΡΙΔΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΥΠΡΟΥ
________________________
Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Αιτητή.
Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Αιτητής παρών.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές για την έκτιση ποινής φυλάκισης τεσσάρων χρόνων από 1/3/2001, την οποία του επέβαλε το μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις 21/3/2002. Ζητά την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, με το οποίο να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του ή της έκτισης της ποινής και εντάλματος της φύσεως Mandamus και/ή Prohibition, με το οποίο να διατάσσεται ο Διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών, (ο «Διευθυντής»), να τον απολύσει. Ισχυρίζεται ότι η κράτησή του είναι παράνομη, για τους πιο κάτω λόγους, που παραθέτει στην ένορκό του δήλωση:-
(α) «Από ότι με πληροφορούν οι Δικηγόροι μου έχω ήδη εκτίσει την ποινή μου αφού σύμφωνα με τον Νόμο και την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο χρόνος μεταξύ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής μου και της ανάκλησης της αναστολής μετρά και υπολογίζεται ως χρόνος έκτισης της ποινής μου ως εκ τούτου ουσιαστικά ουδέποτε έπαυσα να εκτίω την ποινή μου και ημερολογιακά, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο χρόνος μείωσης της ποινής σύμφωνα με τον Περί Φυλακών Νόμο, θα πρέπει να απολυθώ από τις Κεντρικές Φυλακές Κύπρου την 1/3/2005.»
(β) «Από έλεγχο στον οποίο έχουν προβεί οι Δικηγόροι μου στον φάκελο μου ο οποίος τηρείται στο Αρχείο των Κεντρικών Φυλακών Κύπρου φαίνεται ότι η ποινή μου έχει μειωθεί, μέχρι σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Περί Φυλακών Νόμου και τους Περί Φυλακών Κανονισμούς, κατά διακόσιες εβδομήντα δύο ( 272 ) ημέρες γεγονός που καθιστά την κράτησή μου παράνομη αφού έπρεπε να αποφυλακιστώ περί τα μέσα του μηνός Ιουλίου του 2004.»
(γ) «Ο Διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών Κύπρου μου στερεί την ελευθερία μου παράνομα αφού αρνείται να υπολογίσει στον χρόνο έκτισης της ποινής μου τον χρόνο από την αναστολή της εκτέλεσης της Ποινής μου μέχρι την ανάκληση της αναστολής γεγονός που καθιστά την κράτησή μου προδήλως παράνομη και αντισυνταγματική αφού έχω ήδη εκτίσει την ποινή μου.»
Οι καθ' ων εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι:-
(α) Η αίτηση είναι πρόωρη, αφού ο αιτητής δεν έχει εκτίσει όλο το μέρος της ποινής για το οποίο καταδικάστηκε και δε δύναται, στο παρόν στάδιο, να εξασφαλίσει μείωση.
(β) Το θέμα έχει ήδη αποφασιστεί με την Αίτηση Αρ. 109/2003 - Μανουσαρίδης, 10/11/03 - και υπάρχει δεδικασμένο.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα οποία δίδονται ενόρκως από τον υπεύθυνο του γραφείου παραλαβής, απολύσεων και αρχείου των Κεντρικών Φυλακών προς υποστήριξη της ένστασης, ο αιτητής καταδικάστηκε στις 21/3/2002 σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων από 1/3/2001. Μετά από αίτημα των συνηγόρων του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με ένταλμα ημερομηνίας 31/10/2002, ανέστειλε την ποινή φυλάκισης από 7/12/2002 ή μόλις θα λάμβαναν χώραν οι αναγκαίες διευθετήσεις για τη μεταφορά του αιτητή εκτός Κύπρου, με τους εξής όρους:-
«1. Θα εγκαταλείψει την Κύπρο με την αποφυλάκισή του και θα παραμείνει εκτός Κύπρου για το υπόλοιπο της ποινής του.
2. Αν επιστρέψει στην Κύπρο οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του υπολοίπου μέρους της ποινής του, θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί για να εκτίσει το υπόλοιπο μέρος της ποινής του.
3. Εάν οποτεδήποτε προ της παρόδου της περιόδου αναστολής διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί γι' αυτό είτε προ είτε μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα κατά τα ανωτέρω ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα εις τρόπον ώστε, μετά την έκτιση της οποιασδήποτε τέτοιας νέας ποινής, ο κατάδικος να εκτίσει, εν συνεχεία, το υπόλοιπο της δυνάμει του παρόντος Εντάλματος ανασταλείσας ποινής.»
Ως αποτέλεσμα της αναστολής της ποινής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο αιτητής αποφυλακίστηκε και απελάθηκε στις 10/12/2002, αφού προηγουμένως ενημερώθηκε προφορικά και γραπτώς, με το αντίγραφο του σχετικού εντάλματος του Προέδρου της Δημοκρατίας, για τους όρους αναστολής της ποινής. Στις 9/10/2003, συνελήφθη στην Πάφο, δυνάμει εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 12/9/2003, για σκοπούς διερεύνησης διάπραξης ποινικού αδικήματος. Διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τον αιτητή και μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές, για να εκτίσει την ανασταλείσα ποινή φυλάκισης. Είναι η θέση των καθ' ων ότι, εάν δε λάμβανε χώραν η αναστολή της ποινής, η φυλάκιση θα έληγε στις 29/3/2004. Συνυπολογιζόμενης, όμως, της περιόδου από 10/12/2002 μέχρι 9/10/2003 που ο αιτητής ήταν ελεύθερος, η αποφυλάκιση θα γίνει στις 30/12/2005. Τυχόν μείωση της ποινής, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 12 του περί Φυλακών Νόμου του 1996, (Ν. 62(Ι)/96), (ο «Νόμος»), είναι πρόωρο να κριθεί. Θα κριθεί από το Διευθυντή, όταν ο αιτητής εκτίσει συνολικά την ποινή των τεσσάρων ετών, αφού, δηλαδή, υπολογισθεί και η περίοδος που αυτός ήταν ελεύθερος. Αυτό οδηγεί στις 28/1/2005. Σ' ό,τι αφορά το ζήτημα της εφαρμογής του ΄Αρθρου 14 του Νόμου, αυτό εξετάστηκε στην Αίτηση Αρ. 109/2003 και αποτελεί δεδικασμένο.
Ο συνήγορος του αιτητή, με αναφορά στην απόφαση στην Αίτηση Αρ. 109/2003 και τις θεραπείες που αναφέρονται εκεί, εισηγήθηκε ότι, με την παρούσα αίτηση, το αίτημα για απελευθέρωση στηρίζεται σε διαφορετικούς λόγους, η δε αναφορά του Δικαστηρίου και η ερμηνεία του ΄Αρθρου 14 του Νόμου έγινε εκ του περισσού. Δεν αποτέλεσε επίδικο ζήτημα εκεί. Το ένταλμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, με το οποίο ανεστάλη η φυλάκιση του αιτητή, παρά την αναφορά σ' αυτό σε αναστολή της ποινής, αποτελεί αποφυλάκιση του αιτητή υπό όρους, όπως προβλέπεται στο ΄Αρθρο 14 του Νόμου.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου των καθ' ων, την οποία υποστήριξε με παραπομπή σε νομολογία.
΄Εχω διεξέλθει πολύ προσεκτικά την απόφαση στην Αίτηση Αρ. 109/2003, του αδελφού Δικαστή Α. Κραμβή. Εκείνο το οποίο διαπιστώνω, είναι προσπάθεια να τεθούν, με την παρούσα αίτηση, προς εξέταση τα ίδια ζητήματα που εξετάστηκαν προηγουμένως, υπό άλλη φραστική διατύπωση του αιτητικού για απόλυση. Προκύπτει από την απόφαση στην Αίτηση Αρ. 109/2003 ότι και εκεί προωθήθηκε από το συνήγορο η θέση ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί το ΄Αρθρο 14 του Νόμου, κάτι ανάλογο που και εδώ ο συνήγορος υποστήριξε, με το αιτιολογικό ότι το ένταλμα του Προέδρου της Δημοκρατίας δε συνιστά αναστολή της ποινής αλλά αποφυλάκιση υπό όρους. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του αδελφού Δικαστή, με το οποίο και συμφωνώ απόλυτα, έχει ως ακολούθως:-
«Οι πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Φυλακών Νόμου δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής εφόσον το αντικείμενο της συγκεκριμένης διάταξης είναι η απόλυση κρατουμένου υπό όρους. Στην υπό κρίση περίπτωση, η εξουσία του Προέδρου είναι πρωτογενής εκπηγάζουσα απ' ευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 53.4) και η άσκηση της εξουσίας δεν ελέγχεται δικαστικά. Η αναστολή της ποινής στα πλαίσια του άρθρου 53.4 του Συντάγματος, σημαίνει προσωρινή διακοπή της έκτισης της ποινής και συνακόλουθα η ισχύς της δικαστικής απόφασης μετατίθεται σε μελλοντικό χρόνο. Η πιο πάνω ερμηνεία του όρου 'αναστολή' ενισχύεται από το ίδιο το πλαίσιο του κειμένου του άρθρου 53.4 όπου σύμφωνα με τη συγκεκριμένη Συνταγματική διάταξη παρέχονται στον πρόεδρο της Δημοκρατίας άλλες δύο εξουσίες παράλληλα προς αυτή της αναστολής ήτοι, η εξουσία της μείωσης της ποινής καταδίκου και η εξουσία μετατροπής της ποινής καταδίκου. Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση όπου το ένταλμα του Προέδρου της Δημοκρατίας αναφέρεται σε αναστολή της ποινής, ο χρόνος της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο διάρκειας της ποινής. Βλ. Δημοκρατία ν. Νίκου Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έχει εκτίσει την ποινή του και ότι, με βάση τη μείωση, που δικαιούται δυνάμει του ΄Αρθρου 12 του Νόμου, θα έπρεπε να είχε απολυθεί τον Ιούλιο του 2004. Η θέση αυτή θα ήταν ορθή, εάν ο χρόνος που βρισκόταν εκτός Κύπρου προσμετρούσε ως χρόνος έκτισης της ποινής, θέση, όμως, που δε βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.
Πώς ακριβώς λειτουργεί η αναστολή ποινής φυλάκισης δίδεται πολύ χαρακτηριστικά στη Φανιέρος ν. Διευθυντή Φυλακών, Αίτηση Αρ. 114/2003, 11/12/03:-
«Συνοπτικά η αναστολή μεταθέτει την ισχύ της δικαστικής απόφασης για όσο χρόνο διαρκεί και μετατοπίζει σε μελλοντικό χρόνο την εκτέλεσή της.»
Στον υπολογισμό για μείωση της ποινής δε λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της επιβληθείσας ποινής, περιλαμβανομένης και της ανασταλείσας, όπως εισηγείται ο αιτητής, αφού η μείωση αποφασίζεται από το Διευθυντή, στη βάση της καλής διαγωγής και εργατικότητας του κρατουμένου.
Το ζήτημα της μείωσης της ποινής, στην υπόθεση Χριστοδουλίδης (Αρ. 1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 797, αντιμετωπίστηκε ως εξής:- (σελ. 801)
«Το κριτήριο για τη μείωση είναι η καλή διαγωγή και εργατικότητα του κρατουμένου. Η συνύπαρξη των δύο στοιχείων είναι ζήτημα πραγματικό η εξέταση του οποίου δεν μπορεί να γίνει αόριστα και αφηρημένα αλλά ανάλογα και με βάση τη συμπεριφορά κλπ του κρατούμενου καθόλη τη διάρκεια της πραγματικής κράτησής του στις Κεντρικές Φυλακές. Αν γίνει αποδεκτή η εισήγηση του αιτητή τότε στον υπολογισμό για τη μείωση θα πρέπει να συμπεριληφθεί το μέρος της ποινής που δεν θα εκτίσει ο κρατούμενος λόγω της αναστολής.»
Καταλήγω ότι οι υπολογισμοί των καθ' ων, όπως δόθηκαν πιο πάνω, είναι ορθοί. Δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη ο χρόνος που θα πρέπει το ζήτημα της μείωσης της ποινής να εξεταστεί από το Διευθυντή και, συνεπώς, η αίτηση αποτυγχάνει.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Ε. Παπαδοπούλου,
9; Δ.
/ΜΠ