ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 2075

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12166)

30 Δεκεμβρίου, 2004

[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ELENA BOΝDAR ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 14, ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΡΙΘ. 7 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΟ 12 ΠΑΡ. 2 ΚΑΙ 7, ΑΡΘΡΟ 13 ΠΑΡ.1, ΑΡΘΡΟ 8 ΠΑΡ.1 ΚΑΙ 2, ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ 6(1)/2000 ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4 ΚΑΙ 6,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕLENA BONDAR ΑΠΟ ΤΗΝ 23.9.2004 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΠΑΦΟΥ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΠΑΦΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6.9.2004.

----------

Α. Αλεξάνδρου, για την εφεσείουσα

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελείται από τους Αρτεμίδη, Π., Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολάου, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Χατζηχαμπή, Φωτίου και Νικολάτο, ΔΔ., θα δοθεί από τον Αρτέμη, Δ.

Ο Νικολαϊδης, Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση με την ίδια όμως κατάληξη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Ρωσσίδα αιτήτρια ήρθε στην Κύπρο για πρώτη φορά με την ανήλικη κόρη της στις 28.8.99 με άδεια επισκέπτριας, που έληγε στις 11.9.1999. Μετά τη λήξη της άδειάς της, παρέμεινε παράνομα και αναχώρησε από την Κύπρο στις 17.8.2002. Στις 21.9.2002 όμως επέστρεψε με την ανήλικη κόρη της χρησιμοποιώντας άλλο επίθετο και της δόθηκε άδεια επισκέπτριας μέχρι τις 4.10.2002. Στις 16.4.2003 συνελήφθη για παράνομη παραμονή, αλλά επειδή η ανήλικη κόρης της φοιτούσε σε σχολείο, της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι τις 15.8.2003, η οποία και παρατάθηκε μέχρι τις 30.6.2004. Στις 30.7.2004 η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για ανανέωση της άδειας παραμονής της, το οποίο όμως απορρίφθηκε. Στις 6.9.2004 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα απέλασης και κράτησης με βάση το άρθρο 14 του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105, και η αιτήτρια συνελήφθη στις 23.9.2004 και τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση της.

Την επόμενη της σύλληψης της υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο και έτσι η εκτέλεση του διατάγματος απέλασής της στις 27.9.2004 ανεστάλη μέχρι «νεωτέρων οδηγιών», με σκοπό προφανώς να δοθεί χρόνος για να αποφασισθεί το αίτημά της για παραχώρηση ασύλου.

Η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση για την έκδοση διατάγματος Habeas Corpus για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής της και να διαταχθεί η απελευθέρωσή της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας πως δεν είχε δικαιοδοσία να προχωρήσει σε δικαστικό έλεγχο του διατάγματος κράτησης, αφού αυτό συνιστούσε διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας θα μπορούσε να εξετασθεί μόνο στα πλαίσια προσφυγής με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Όσον αφορούσε τον ισχυρισμό που προβλήθηκε εκ μέρους του δικηγόρου της αιτήτριας, πως η αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης επηρέαζε και το διάταγμα κράτησης και το συμπαρέσυρε και αυτό σε αναστολή, παρατήρησε πως το διάταγμα κράτησης εξακολουθούσε να διατηρείται σε ισχύ για τους σκοπούς του διατάγματος απέλασης, που δεν είχε ανακληθεί. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τη θέση της αιτήτριας πως η υποβολή αίτησης ασύλου εξουδετερώνει τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, αφού στο άρθρο 7(4) των Περί Προσφύγων Νόμων αναφέρεται πως «απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου», παρατηρώντας πως η κράτηση είχε διαταχθεί για άλλους σκοπούς και όχι λόγω της ιδιότητας της αιτήτριας ως αιτήτριας ασύλου.

Με την έφεσή της η αιτήτρια προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη, προβάλλοντας και πάλι τη θέση πως, εν όψει της υποβολής αιτήματος ασύλου, που θα έπρεπε να οδηγήσει τη διοίκηση στην παροχή στην αιτήτρια προσωρινής άδειας παραμονής, έχει αλλάξει το νομικό της καθεστώς και αφού έχει ανασταλεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι την τελική εξέταση του αιτήματός της για άσυλο, εξέλιπε και η προϋπόθεση για συνέχιση της κράτησής της. Η αιτήτρια επίσης αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης με την οποία κρίθηκε πως δεν υπήρχε δικαιοδοσία για εξέταση της νομιμότητας της κράτησης της αιτήτριας και πρόβαλε το επιχείρημα πως η αιτήτρια δεν ζητά τον έλεγχο της ορθότητας της διοικητικής πράξης, με την οποία έχει διαταχθεί η απέλαση και η κράτησή της, αλλά ζητά «να ελεχθεί η νομιμότητα της κράτησης ενόψη του γεγονότος ότι το διάταγμα απέλασης έχει ανασταλεί, αυτοδικαίως, οπόταν και οι όποιες έννομες και πραγματικές συνέπειές του δεν δύνανται να λαμβάνουν χώρα όπως προβλέπουν και οι σχετικές διατάξεις των εφαρμοστών Νόμων, λόγος ο οποίος επαφίεται της κράτησης της αιτήτριας με διαταγή η οποία είναι εκτός της Δικαιοδοσίας του οργάνου που την εξέδωσε οπόταν και σύμφωνα με την Νομολογία του Α.Δ. δύναται να καταχωρηθεί και να εξετασθεί η κράτηση στα πλαίσια της άσκησης του Ενδίκου Μέσου του Προνομιακού Εντάλματος του Habeas Corpus"

Τέλος, ο συνήγορος της αιτήτριας προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η κράτηση της αιτήτριας έχει διαταχθεί για άλλους σκοπούς και όχι λόγω της ιδιότητας της ως αιτήτριας ασύλου, επιχειρηματολογώντας πως στην ουσία δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα κράτησης απαγορευμένου ή οποιουδήποτε μετανάστη, μετά την υποβολή αιτήματος για παροχή ασύλου.

Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της έφεσης υποδείξαμε στο συνήγορο της αιτήτριας πως το πρώτο θέμα για το οποίο θα έπρεπε να επιχειρηματολογήσει ενώπιόν μας και που πρωτίστως θα έπρεπε να εξεταστεί από το Δικαστήριο, ήταν το θέμα δικαιοδοσίας. Κατά πόσο δηλαδή θα μπορούσε να εξετασθεί η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης της αιτήτριας στη διαδικασία αίτησης για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Αυτό είναι το πρώτο θέμα που πρέπει να αποφασίσουμε και θα προχωρήσουμε τώρα να το εξετάσουμε.

Στην υπόθεση Πολιτίδης, Αίτηση Αρ. 112/1999, ημερ. 25.8.1999 λέχθηκαν τα ακόλουθα επί του προκειμένου από τον Γ. Νικολάου, Δ.:

«Εδώ το ζήτημα κράτησης του αιτητή εμπίπτει όχι στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου στο οποίο ανήκει το ένταλμα habeas corpus όπως και τα άλλα προνομιακά βάσει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αλλά στη σφαίρα δημοσίου δικαίου που σημαίνει ότι θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146: υπάρχει μεταξύ των δύο απόλυτος διαχωρισμός: βλ. Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol 1 R.S.C.C. 15, Hussein Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus and Another 1 R.S.C.C. 49

H θέση αυτή επιβεβαιώθηκε σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν. (Δέστε Popa, Αίτηση Αρ. 7/2000, ημερ. 14.1.2000, Shahriar Jowhari Sardasht, Αίτηση Αρ. 25/2003, ημερ. 6.3.2003, Palmer, Αίτηση Αρ. 44/2003, ημερ. 29.5.2003, Saab Abbas Nazar, Αίτηση Αρ. 48/2003, ημερ. 10.6.2003, Khlaief, Αίτηση Αρ. 106/2003, ημερ. 30.10.2003, Ali Sharif, Αίτηση Αρ. 23/2004, ημερ. 12.3.2004, Oktru, Αίτηση Αρ. 19/2004, ημερ. 2.3.2004, Rahal, Αίτηση Αρ. 169/2004, ημερ. 26.10.2004, Shatirishvili George, Αίτηση Αρ. 172/2004, ημερ. 9.11.2004, Kaha, Αίτηση Αρ. 180/2004, ημερ. 6.12.2004, Rafique Sajid, Αίτηση Αρ. 183/2004, ημερ. 22.11.2004).

Η θέση που εκφράστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Τόσο η έκδοση διατάγματος απέλασης όσο και η έκδοση συνακόλουθου διατάγματος κράτησης, φέρουν όλα τα γνωρίσματα και συνιστούν ανεξάρτητες διοικητικές πράξεις, η νομιμότητα των οποίων μπορεί μόνο να ελεγχθεί με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία που δίδεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Και ορθή ακόμη αν ήταν η θέση του συνήγορου της αιτήτριας πως η αναστολή του διατάγματος απέλασης συμπαρέσυρε και το διάταγμα κράτησης, τούτο δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί στη διαδικασία αίτησης για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus, αλλά μόνο σε διαδικασία με βάση το Άρθρο 146.1.

Στη Barqawi, Αίτηση Αρ. 105/2004, ημερ. 23.10.2003, λέχθηκε από τον Γ. Νικολάου, Δ., πως «. . . από τη στιγμή που θα πρέπει να θεωρήσω ως δεδομένο το διάταγμα απέλασης και θα παραμείνει έτσι μέχρις ότου ακυρωθεί, αν ακυρωθεί, από αρμόδιο Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία, τότε δικαιολογείται η κράτηση είτε αυτή απορρέει εγγενώς από το ίδιο το διάταγμα απέλασης, είτε στηρίζεται σε άλλο διακριτό ή ξεχωριστό διάταγμα κράτησης που και αυτό όμως προέρχεται από διοικητική αρχή και φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα νομιμότητας αφού το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, στο οποίο αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, επιτρέπει ακριβώς μια τέτοια δυνατότητα.»

(Δέστε και Barquwi, Αίτηση Αρ. 131/2003, ημερ. 12.1.2004).

Παρατηρούμε πως ο ισχυρισμός του συνηγόρου της αιτήτριας ότι η διαδικασία της προσφυγής είναι χρονοβόρα και δε μπορεί να οδηγήσει σε άμεση διαταγή απελευθέρωσης της αιτήτριας, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει γεγονός που μπορεί να αποδώσει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο σε αίτηση για Habeas Corpus, αφού τέτοια δικαιοδοσία ουσιαστικά δεν υπάρχει. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε πως σε περίπτωση ακύρωσης διοικητικής πράξης στη διαδικασία προσφυγής, στην προκειμένη περίπτωση ακύρωσης των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, δημιουργείται υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την απόφαση και αποτυχία της να πράξει τούτο θέτει τις βάσεις για υποβολή αιτήματος για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus για την άμεση απελευθέρωση του αιτητή. Επισημαίνουμε πως η αιτήτρια έχει ήδη, όπως πληροφορηθήκαμε, καταχωρήσει και προσφυγή η οποία εκκρεμεί.

Τα ίδια θέματα που εγέρθηκαν και στην παρούσα έφεση, δηλαδή ο ισχυρισμός πως η υποβολή αίτησης για άσυλο καθιστούσε την κράτηση του αιτητή για οποιοδήποτε λόγο παράνομη και πως η αναστολή του διατάγματος απέλασης συνεπάγεται και αναστολή του διατάγματος κράτησης, απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο και στην Jamil Ahmed, Aίτηση Αρ. 151/20004, ημερ. 22.10.2004 (Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.), στην οποία και παραπέμπουμε και όπου το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν και πάλι πως η περίπτωση ξέφευγε της δικαιοδοσίας του στο πλαίσιο αίτησης για Habeas Corpus, αφού η νομιμότητα των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Δέστε και Punia Randeep Singh, Αίτηση Αρ. 187/2004, ημερ. 8.12.2004).

Με τις αρχές που εκφράστηκαν σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις συμφωνούμε πλήρως και τις υιοθετούμε ως ορθές. Καταλήγουμε πως, αφού τόσο το διάταγμα απέλασης όσο και το προς αυτό συναρτώμενο διάταγμα κράτησης αναμφισβήτητα συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, η νομιμότητά τους μπορεί μόνο να ελεγχθεί στη διαδικασία προσφυγής με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος και όχι σε διαδικασία αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

Π. Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.

 

 

Δ. Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.

 

 

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο