ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 1330

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11475)

 

19 Ιουλίου, 2004

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΕΝΤ ΜΑΡΙΝΑ ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ ΠΡΟΜΟΣΙΟΝΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

 

ΚΕΗ (ΚΥΡΙΑΚΗ) ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσίβλητη.

_________________________

Ν. Αντρέου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ποιητής, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής

Π. Καλλής.

____________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 29.11.95 η εφεσίβλητη πήγε για ιππασία, όπως πήγαινε κάθε εβδομάδα, όταν βρισκόταν στην Κύπρο για καλοκαιρινές διακοπές, στη φάρμα αλόγων που διατηρούσαν οι εφεσείοντες. Η φάρμα βρίσκεται στην Παρεκκλησιά και είναι γνωστή με την επωνυμία "Elias Riding Club". Ενώ ίππευε το άλογο που της παραχωρήθηκε έπεσε με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Ήταν η θέση της ότι το ατύχημα οφείλετο στην αμέλεια και ή παράβαση νομίμου καθήκοντος των εναγομένων ή των αντιπροσώπων και υπηρετών τους. Στις λεπτομέρειες αμέλειας των εφεσειόντων η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι οι εφεσείοντες εχρησιμοποίησαν «σέλλα ή και λουριά σέλλας από ακατάλληλο υλικό» και ότι «η σέλλα και τα λουριά ήταν επικίνδυνα ή και μισοκομμένα».

Με την υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι το ατύχημα οφειλόταν σε δική τους αμέλεια. Αρνήθηκαν ότι χρησιμοποιήθηκαν σέλλα και λουριά ακατάλληλα και τοποθέτησαν το ατύχημα στη συμπεριφορά της εφεσείουσας στο ότι δεν ακολούθησε τις οδηγίες των υπαλλήλων της φάρμας.

Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο η πτώση της εφεσίβλητης από το άλογο «αποτελεί κοινό έδαφος».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα και συμπεράσματα:

Στις 29.11.95 η εφεσίβλητη πήγε στη φάρμα των εφεσειόντων για ιππασία με τη συνοδεία του εκπαιδευτή Bruce. Ο τελευταίος κατά του ουσιώδη χρόνο ήταν «δάσκαλος διορισμένος από την εταιρεία». ΄Ηταν επίσης εκείνος που σέλωνε τα άλογα εκτός από τις φορές που κάποιος αναβάτης ήθελε να το κάνει ο ίδιος. Το άλογο που ίππευε τη μέρα εκείνη η εφεσίβλητη, η Λάσσυ, ήταν ένα άλογο ήρεμο, γι΄ αυτό τον λόγο η εφεσίβλητη το προτιμούσε. Η εφεσίβλητη είναι άτομο με πείρα στην ιππασία. Ιππεύει εδώ και 20 χρόνια περίπου. Κάθε καλοκαίρι όταν επισκέπτεται την Κύπρο, πηγαίνει στη φάρμα των εφεσειόντων για ιππασία. Την επίδικη μέρα, όταν έφτασε στη φάρμα, βρήκε το άλογο έτοιμο με τη σέλα του να την περιμένει. Εκεί ήταν και ο Bruce. Ξεκίνησαν μαζί ιππεύοντας τα άλογά τους οπότε σε κάποια στιγμή η εφεσίβλητη ένιωσε τη σέλα να φεύγει από το άλογο. Προσπάθησε να κρατηθεί πάνω στο άλογο αλλά δεν μπόρεσε. Έπεσε από κάτω στην κοιλιά του αλόγου και αμέσως στο έδαφος.

Μετά την πτώση της η εφεσίβλητη είδε τη σέλα στο χώμα και τα λουριά της (τους ιμάντες ή τα μπαντάζ) κομμένα. Η σέλα ήταν αδύνατον πλέον να χρησιμοποιηθεί. Τότε ο Bruce έβγαλε τη σέλα από το άλογό του, σέλωσε το δικό της άλογο και κρατώντας εκείνος τη σπασμένη σέλα στα χέρια, επέστρεψαν πίσω στο ξενοδοχείο. Η εφεσίβλητη ανάφερε τη πτώση της από το άλογο στην υπεύθυνη που «γίνονταν οι πληρωμές» και αυτή της εισηγήθηκε να της επιστρέψει τα μισά χρήματα που πλήρωσε πίσω, επειδή η ιππασία διήρκησε μια ώρα αντί δύο. Τη σέλα την πήραν ο Bruce και κάποιος Δημητρίου για να την δείξουν στη διευθύντρια. Η σέλα τελικά έμεινε εκεί. Από την πτώση η εφεσίβλητη τραυματίστηκε. Της πτώσης της εφεσίβλητης έχει προηγηθεί η πτώση της σέλας, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να μη μπορεί να κρατηθεί πάνω στο άλογο. Η σέλα έπεσε από το άλογο, γιατί κόπηκαν τα λουριά ή οι ιμάντες ή τα «μπαντάζ» που τη συγκρατούσαν πάνω στο άλογο, όπως τα είδε η εφεσίβλητη. Τα γεγονότα αυτά καλύπτονται τόσο από την παρ. 3 όσο και από την παρ. 5 της εκθέσεως απαιτήσεως.

Αναφορικά με τη νομική πτυχή το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιστάσεις δικαιολογούν την εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Δυνάμει του άρθρου 55 του Κεφ. 148 καθιερώθηκε η αρχή και στην Κύπρο. Η αρχή και η έκταση της επεξηγήθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το δόγμα εφαρμόζεται όπου ο ενάγων δεν γνωρίζει επαρκώς την αιτία του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά και απαλλάσσεται της αρχικής ευθύνης που έχει να θεμελιώσει αμέλεια του εναγομένου εφόσον η ζημιογόνα κατάσταση πραγμάτων βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο του τελευταίου. Εδώ η ενάγουσα δεν γνωρίζει επαρκώς από ποιά αιτία κόπηκαν τα λουριά της σέλας (λόγω υπερχρήσεως, μισοκομμένα, από ακατάλληλο υλικό, δεν πρόσεξαν τη σέλα). Η σέλα και το άλογο, ήταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο των εναγομένων και ή των υπηρεσιών τους, οι οποίοι είχαν τον πλήρη έλεγχο και των δύο. Όπως είναι λογικό σε αυτή την περίπτωση η ενάγουσα δεν αναμένεται να έχει γνώση της φύσης της παράλειψης (fault). Στην υπόθεση Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 αντιμετωπίστηκε παρόμοια κατάσταση και εφαρμόστηκε εκεί το δόγμα. Το σπίτι του εναγομένου κατέρρευσε και προκάλεσε ζημιά στη γειτονική περιουσία. Η κατάρρευση δεν θα συνέβαινε κανονικά εάν δεν μεσολαβούσε κάποια παράλειψη που ισοδυναμούσε με αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου.

Σε τέτοια περίπτωση όπου εφαρμόζεται η Αρχή, το βάρος είναι στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής και ότι πήρε όλα τα απαιτούμενα μέτρα κάτω από τις περιστάσεις ή το ότι η σέλα κόπηκε δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας. Εδώ οι εναγόμενοι δεν απεδέχθησαν ότι η σέλα έπεσε ή τα λουριά της κόπηκαν και παρέμειναν στις δικογραφημένες τους θέσεις όπως τις έχω παραθέσει πιο πάνω. Επιπλέον η μαρτυρία του διευθυντή της εναγομένης αλλά και του Μ.Υ.1 Σιακαλλή, ενισχύουν, θα έλεγα, την θέση περί της εφαρμογής της Αρχής. Η θέση του Μ.Υ.1 ότι οι ιμάντες δεν υπάρχει περίπτωση να κοπούν παρά μόνο με δολιοφθορά ή ότι αν έπεσε η σέλα πρέπει κάποιος ιμάντας να κόπηκε ή ότι ο δάσκαλος ή ο προπονητής της σχολής, αν έλεγξε ως όφειλε τη σέλα και τα λουριά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να του ξεφύγει, ενισχύει περισσότερο την κατάληξη μου περί εφαρμογής του δόγματος. Εδώ δεν δικογραφείται ως υπεράσπιση αναπόφευκτο ατύχημα (βλ. Γεώργιος Α. Καμέρης ν. Ανδρέα Ηλία Σουζή και άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 880 και το πράγμα μένει ως εδώ. Καταλήγω λοιπόν ότι ο εναγόμενος δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης ότι δεν είχε καμιά αμέλεια σε σχέση με το ατύχημα και τη ζημιά που υπέστη η ενάγουσα.»

Με συμφωνημένο το ποσό των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των 13.000 λιρών, με νόμιμο τόκο 8% από την ημέρα της απόφασης.

Η έφεση.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πτώση της εφεσίβλητης από το άλογο οφείλεται σε αμέλεια τους λόγω του ότι τοποθέτησαν στο άλογο ιππασίας της εφεσίβλητης σέλα με φθαρμένα μπαντάζ τα οποία κόπηκαν κατά τη διάρκεια της ιππασίας.

Οι εφεσείοντες αιτιολόγησαν ως εξής τον πιο πάνω λόγο της έφεσης:

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία του μάρτυρα Μ.Υ.1 κ. Μιχαλάκη Σιακαλλή που σαν ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας κατέθεσε στο Δικαστήριο ότι τα μπαντάζ της σέλας δεν κόβονται ποτέ παρά μόνο σε περίπτωση δολιοφθοράς. Άλλη μαρτυρία για δολιοφθορά δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Κατά συνέπεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Υ.1, έπρεπε να απορρίψει τον ισχυρισμό της ενάγουσας-εφεσίβλητης.

Στη γραπτή του αγόρευση, ο κ. Αντρέου, εκ μέρους των εφεσειόντων, υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε λανθασμένα και υπό πλάνη το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Τούτο γιατί υπερεκτίμησε την μια και μοναδική μαρτυρία της εφεσίβλητης την οποία έκρινε αρκετή για να στηρίξει στην πρωτόδικη απόφαση την κρίση για αμέλεια των εφεσειόντων, χωρίς καμιά απολύτως επιπρόσθετη ενισχυτική μαρτυρία και χωρίς κανένα τεκμήριο περί την απόδειξη των γεγονότων και μάλιστα χωρίς αμέλεια της εφεσίβλητης και στη βάση της αρχής res ipsa loquitur.

Η αρχή res ipsa loquitur - συνέχισε ο κ. Αντρέου - δεν μπορούσε να εφαρμοστεί εν προκειμένω. Κατ΄ αρχήν σε οποιαδήποτε περίπτωση και αν ακόμη υπήρχε παράλειψη εκ μέρους των εφεσειόντων, όπερ και κατηγορηματικά αρνούνται οι εφεσείοντες, και πάλι η εφεσίβλητη έπρεπε οπωσδήποτε να έχει γνώση της φύσης της παράλειψης, όπως η ίδια η εφεσίβλητη την αναλύει ήτοι ότι υπήρχαν λουριά επικίνδυνα και μισοκομμένα.

Όπως η ίδια η εφεσίβλητη κατέθεσε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε - συμπλήρωσε ο κ. Αντρέου - η εφεσίβλητη είναι έμπειρη ιππέας και κάνει ιππασία εδώ και 20 χρόνια. Συνεπώς εγνώριζε πλήρως τα περί του εξοπλισμού του αλόγου, σέλα, λουριά, δέσιμο σέλας κλπ. και έπρεπε να ελέγξει όλα τα πιο πάνω και η ίδια ως έμπειρη ιππέας.

Παρατηρούμε: Η επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίσθηκε επί της μαρτυρίας της εφεσίβλητης η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας της εφεσίβλητης δεν έχει εφεσιβληθεί. Έχουν εφεσιβληθεί μόνο τα συμπεράσματα του. Επομένως η κρίση περί της αξιοπιστίας παραμένει άθικτη και άτρωτη.

Αναφορικά με την μαρτυρία του Μ.Υ.1 - Μ. Σιακαλλή - ο τελευταίος ανέφερε μεν - στην κυρίως εξέταση - ότι το φαινόμενο αποκοπής της σέλας είναι σπάνιο και μπορεί να αποκοπεί μόνο με δολιοφθορά πλην όμως στην αντεξέταση συμφώνησε ότι για να πέσει η σέλα «κάποιος ιμάντας δεν ήταν εντάξει και κόπηκε». Τούτου δοθέντος θεωρούμε πως οι εφεσείοντες δεν μπορούν να οικοδομήσουν επί της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 - Μ. Σιακαλλή.

Ο κ. Αντρέου με το τελευταίο μέρος της αγόρευσης του στην ουσία επιχείρησε να αποδώσει αμέλεια στην εφεσίβλητη λόγω της εμπειρίας της σε θέματα ιππασίας και σε θέματα «εξοπλισμού του αλόγου, σέλα, λουριά κλπ.».

Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι τέτοιο θέμα δεν είχε εγερθεί στο δικόγραφο των εφεσειόντων ούτε και έχει εγερθεί στον πιο πάνω λόγο της έφεσης. Επομένως δεν μπορεί να τύχει εξέτασης.

Στην αγόρευση του ο κ. Αντρέου έθειξε και το θέμα της αρχής του res ipsa loquitur. Στον πιο πάνω λόγο της έφεσης δεν έχει εφεσιβληθεί η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με την εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Έχει εφεσιβληθεί το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο «η πτώση της εφεσίβλητης οφείλεται σε αμέλεια των εφεσειόντων».

Θεωρούμε - ανκαι με κάποιο δισταγμό - ότι η αμφισβήτηση της ορθότητας του συμπεράσματος που σχετίζεται με την αμέλεια των εφεσειόντων μπορεί ν΄ ανοίξει το δρόμο και για την εξέταση του συμπεράσματος που σχετίζεται με την εφαρμογή της αρχής του res ipsa loquitur.

Στην Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 έγινε εκτεταμένη ανάλυση της αρχής του res ipsa loquitur με αναφορά στην Αγγλική Νομολογία (βλ. Lloyde v. West Midlands Gas Board (1971) 2 All E.R. 1240, 1246). Λέχθηκε ότι το αρ. 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 καθιερώνει την αρχή του res ipsa loquitur του Αγγλικού Κοινοδικαίου ως μέρος και του Κυπριακού Δικαίου.

Σύμφωνα με τα λεχθέντα στην Lloyde (πιο πάνω) η αρχή του res ipsa loquitur σημαίνει «ότι ο ενάγων αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως αμέλεια όπου: (ι) Δεν είναι δυνατό για τον ίδιο να αποδείξει επακριβώς ποιά ήταν η σχετική πράξη ή παράλειψη η οποία έθεσε σε κίνηση τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο ατύχημα. πλην όμως (ιι) επί της μαρτυρίας ως έχει κατά τον σχετικό χρόνο είναι περισσότερο πιθανό ότι η πραγματική αιτία του ατυχήματος ήταν μια πράξη ή παράλειψη του εναγομένου ή κάποιου για τον οποίο ο εναγόμενος είναι υπεύθυνος, η οποία πράξη ή παράλειψη συνιστά παράλειψη επίδειξης επιμέλειας για την ασφάλεια του ενάγοντα».

Έχουμε παραθέσει την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της εφαρμογής της πιο πάνω αρχής (βλ. σελ. 4, πιο πάνω). Έχουμε την άποψη πως υπό το φως των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν διαπιστωθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έγινε επίκληση της αρχής του res ipsa loquitur. Στην απουσία μαρτυρίας που να επεξηγεί τον πραγματικό λόγο για τον οποίο κόπηκαν τα λουριά της σέλας το μόνο λογικό συμπέρασμα, επί του ζυγού των πιθανοτήτων, είναι ότι κόπηκαν λόγω της ακατάλληλης κατάστασης τους για την οποία υπεύθυνοι ήταν οι εφεσείοντες. Επομένως ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν αμελώς έναντι της εφεσίβλητης.

Με το δεύτερο - και τελευταίο - λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε οποιονδήποτε τεκμήριο από τα φθαρμένα μπαντάζ της σέλας, αλλά ούτε και παρουσίασε οποιανδήποτε ενισχυτική-επιβεβαιωτική μαρτυρία για να αποδείξει τον ισχυρισμό της.

΄Οπως έχουμε ήδη υποδείξει (βλ. σελ. 6, πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσίβλητη αξιόπιστη και το σχετικό συμπέρασμα του δεν έχει εφεσιβληθεί. Τούτου δοθέντος το ζητούμενο είναι κατά πόσο η μαρτυρία της εφεσίβλητης μπορεί να δικαιολογήσει τα επίδικα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επί του προκειμένου θεωρούμε ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης δικαιολογεί πλήρως τα επίδικα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προσθέτουμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν απαιτείται από οποιαδήποτε αρχή δικαίου ή αρχή του δικαίου της απόδειξης οποιαδήποτε ενισχυτική ή επιβεβαιωτική μαρτυρία. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο