ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 981

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11082)

14 Μαΐου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στες]

 

 

1. ΑΛΕΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

2 «ΑΛΗΘΕΙΑ» ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

3. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ

ΤΥΠΟΥ ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΤΔ

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,

Εφεσίβλητος.

_________

Σ. Φασουλιώτης, για Χρ. Πουργουρίδη, για τους Εφεσείοντες.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες στρέφονται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία επιδικάστηκαν στον εφεσίβλητο-ενάγοντα αποζημιώσεις για σειρά δυσφημιστικών δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Αλήθεια». Το Δικαστήριο είχε επιδικάσει υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων το ποσό £15.000, αλλά και ποσό £5.000 υπό μορφή τιμωρητικών αποζημιώσεων.

Με την έφεσή τους υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε γενικές αποζημιώσεις για 20 συνολικά δημοσιεύματα, 12 από τα οποία δεν ήταν επίδικα, αφού δεν αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης. Υποστηρίζουν ακόμα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η υπεράσπιση δεν απέδειξε την αλήθεια του περιεχομένου των επίδικων δημοσιευμάτων είναι εσφαλμένο, ενώ εγείρουν αριθμό άλλων λόγων στου οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Από τη δική του πλευρά ο εφεσίβλητος, με αντέφεση που καταχώρησε, αξιώνει αύξηση των επιδικασθεισών αποζημιώσεων τις οποίες βρίσκει έκδηλα χαμηλές.

Ο εφεσείων 1 είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα «Αλήθεια» την οποία εκδίδουν οι εφεσείοντες 2. Τα επίδικα δημοσιεύματα ξεκίνησαν το Σεπτέμβρη του 1993, όταν η εφημερίδα άρχισε συχνή αναφορά στις συνεχείς, κατά την άποψή της, επιθέσεις δύο Εισαγγελέων, ένας από τους οποίους ήταν και ο εφεσίβλητος, εναντίον του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Α. Ευαγγέλου. Τα δημοσιεύματα αυτά συνεχίστηκαν επί μακρόν. Εκτός από τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και αρκετά άλλα.

Πράγματι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στα επίδικα δημοσιεύματα περιλαμβάνει σ΄ αυτά και δημοσιεύματα που δεν αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης.

Είναι ορθό ότι σε αγωγή δυσφήμησης οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν, αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα και πρέπει επομένως να περιληφθούν στην έκθεση απαίτησης («Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Λεωνίδα, (1997) 1 Α.Α.Δ. 550. Βλέπε σχετικά και British Data Management plc v. Boxers Commercial Removals plc and another (1996) 3 All E.R. 707).

Μέσα σε πλείονα του ενός δημοσιεύματα από αυτά που περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης, υπάρχει σαφής δυσφήμηση του εφεσίβλητου. Θα αναφερθούμε σ΄αυτά στη συνέχεια με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Το γεγονός ότι στην απόφαση γίνεται αναφορά και σε άλλα δημοσιεύματα, τα οποία δεν έχουν περιληφθεί στην έκθεση απαίτησης, δεν επηρεάζει το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά. ΄Ισως, υπό κάποιες περιστάσεις, να είχε κάποια σημασία στο ύψος των αποζημιώσεων, όμως με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε αργότερα. Η διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο δυσφήμηση του εφεσίβλητου δεν επηρεάζεται. Το Δικαστήριο κατέληξε, και ορθά, ότι τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης συνιστούν δυσφήμηση. Περιέλαβε στην απόφασή του, λανθασμένα, και αριθμό άλλων που επίσης είναι δυσφημιστικά, αλλά δεν έπρεπε, να θεωρηθούν ως επίδικα γιατί δεν είχαν περιληφθεί στα δικόγραφα. Γεγονός παραμένει η δυσφήμηση του εφεσίβλητου από τα υπόλοιπα δημοσιεύματα. ΄Ετσι ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθούν.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται επίσης ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπεράσπιση δεν απέδειξε την αλήθεια του περιεχομένου των επίδικων δημοσιευμάτων, είναι εσφαλμένο.

Τα δημοσιεύματα κινούνται πάνω σε τρεις βασικούς άξονες. Ο πρώτος αναφέρεται σε επίθεση που έγινε με διάφορες δηλώσεις και δημοσιεύματα από τον εφεσίβλητο και άλλα μέλη της Νομικής Υπηρεσίας εναντίον του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, κυρίως για τη στάση που τηρήθηκε όσον αφορά το βασανισμό σε αστυνομικό τμήμα, κάποιου Δημοσθένους. Τα δημοσιεύματα των εφεσειόντων περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα γιατί ο εφεσίβλητος δεν ήταν, κατά τους ιδίους, εξ ίσου ευαίσθητος σε κατ΄ ισχυρισμόν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων άλλων πολιτών, που έγιναν επί προηγούμενων Υπουργών Δικαιοσύνης.

Ο δεύτερος άξονας περιστρέφεται γύρω από τον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος, ως μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, κατά την κατανομή υποθέσεων απαλλοτριώσεων, η υπεράσπιση των οποίων ανατίθετο από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα σε ιδιώτες δικηγόρους, ευνόησε τη σύζυγό του, η οποία είναι δικηγόρος.

Ο τρίτος άξονας περιστρέφεται γύρω από τη στάση που ο εφεσίβλητος τήρησε κατά την πειθαρχική δίωξη κάποιου Α. Παπαευθυμίου, ο οποίος είχε, ύστερα από πειθαρχική διαδικασία, απολυθεί από την εκπαιδευτική υπηρεσία, λόγω της συμμετοχής του στο πραξικόπημα του 1974.

Σαφώς τα επίδικα δημοσιεύματα εννοούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι ο εφεσίβλητος μεροληπτεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είναι εμπαθής, εφαρμόζει, ανάλογα με την περίπτωση, δύο μέτρα και δύο σταθμά, είναι ασυνεπής, εξυπηρετεί το δικό του συμφέρον και της οικογένειάς του προσποριζόμενος οικονομικό όφελος και θυματοποιεί αθώους πολίτες, ενώ από την άλλη επιδεικνύει αδιαφορία για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Εκεί που δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από τους εφεσείοντες, ήταν η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ως Εισαγγελέα στην πειθαρχική δίωξη του Α. Παπαευθυμίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιόν του, η διαδικασία εναντίον του Παπαευθυμίου κινήθηκε γιατί πράγματι έλαβε μέρος στο πραξικόπημα, κατά τη διάρκεια του οποίου θεάθηκε να οπλοφορεί.

Οι εφεσείοντες έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στο μάρτυρα υπεράσπισης Θεοκλήτου, ο οποίος είχε καταθέσει και ενώπιον της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο Θεοκλήτου προσπάθησε να πείσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης που έδωσε ως μάρτυρας κατηγορίας στην πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Παπαευθυμίου, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο Θεοκλήτου κρίθηκε από το Δικαστήριο ως παντελώς αναξιόπιστος και ανειλικρινής, αφού θυμόταν μόνο όσα ήθελε να θυμηθεί, ενώ για τα υπόλοιπα επικαλείτο απώλεια μνήμης λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου. Εξ άλλου σημειώθηκε η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραδοχή του ότι είδε πράγματι τον Παπαευθυμίου να οπλοφορεί κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.

Το ανυπόστατο των ισχυρισμών για την ευνοιοκρατική στάση που δήθεν τήρησε ο εφεσίβλητος κατά τον καταμερισμό των υποθέσεων απαλλοτριώσεων υπέρ της συζύγου του, επίσης έχει αποδειχθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία. Αποδείκτηκε τελικώς ότι η σύζυγός του μικρό μόνο ποσό υπό μορφή εξόδων είχε επωφεληθεί από τις υποθέσεις εκείνες και ότι ο ίδιος δεν είχε σχέση με την κατανομή των υποθέσεων.

΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό για διαφορετική αντιμετώπιση που επέδειξε ο εφεσίβλητος στο παρελθόν σε υποθέσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμα κι΄ αν θεωρηθεί ότι είχε αποδειχθεί διαφορετική θεώρηση σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό δεν καθιστούσε τα δημοσιεύματα αληθή. Από το όλο πνεύμα των δημοσιευμάτων είναι φανερό ότι εκείνο που ενδιέφερε ήταν η σπίλωση της υπόληψης του εφεσίβλητου και όχι η αναφορά σε γεγονότα. Εν πάση περιπτώσει, τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο κεφάλαιο και ασφαλώς στην επίθεση του εφεσίβλητου εναντίον του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, οριακά μόνο θα λέγαμε, συνιστούν δυσφήμηση. Ομοιάζουν περισσότερο με σχόλιο το οποίο είναι μεν μεροληπτικό, ιδίως αν ειδωθεί σε συνάρτηση με όλα τα άλλα σχετικά δημοσιεύματα, όμως η επίθεση εναντίον του δεν φαντάζει τόσο άμεση, όσο στα υπόλοιπα δημοσιεύματα. Οι λόγοι έφεσης 3 - 7 θα πρέπει να απορριφθούν.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε την ύπαρξη κακοβουλίας εκ μέρους τους, σε σχέση με τα επίδικα δημοσιεύματα.

Το άρθρο 21(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, προβλέπει ότι η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος δεν λογίζεται ότι έγινε καλή τη πίστει, ούτως ώστε να θεωρηθεί προνομιούχο δημοσίευμα βάσει του άρθρου 21(1), αν το δημοσίευμα ήταν αναληθές και ο δημοσιεύων δεν επίστευε αυτό ως αληθές. ΄Η ενώ αυτό ήταν αναληθές, ο εναγόμενος το δημοσίευσε χωρίς να φροντίσει εύλογα να εξακριβώσει την αλήθεια ή δημοσιεύοντάς το ενήργησε επί σκοπώ βλάβης του δυσφημουμένου, σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή κατά τρόπο σημαντικά διάφορο του ευλόγως αναγκαίου προς το κοινό συμφέρον ή προς προστασία του ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος, εν σχέσει προς το οποίο επικαλείται προνόμιο.

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δέχθηκε, και ορθώς, ότι τα δημοσιεύματα που αφορούσαν το πρόσωπο του εφεσίβλητου και στους τρεις άξονες που είδαμε πιο πάνω ήταν αναληθή. Καμιά μαρτυρία δεν έχει προσαχθεί που να δείχνει ότι οι εφεσείοντες είχαν καταβάλει οποιαδήποτε φροντίδα προς εξακρίβωση της αλήθειας των ισχυρισμών που γίνονταν στα διάφορα δημοσιεύματα. Στην πραγματικότητα εκείνο που φαίνεται είναι ότι οι εφεσείοντες δεν προέβηκαν σε καμιά απολύτως προσπάθεια να ανακαλύψουν τα αληθή γεγονότα. Αυτό προκύπτει, όσον αφορά, για παράδειγμα, τις υποθέσεις των απαλλοτριώσεων, από τη μαρτυρία της κας Χριστούδια, υπεύθυνης λειτουργού στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία κατέθεσε ως προς τα ποσά που η σύζυγος του εφεσίβλητου είχε εισπράξει ή της είχαν επιδικαστεί υπό μορφή εξόδων σε υποθέσεις απαλλοτριώσεων, που της ανατέθηκαν να υπερασπιστεί από τη Νομική Υπηρεσία. Η ευκολία με την οποία θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες πληροφορίες καταρρίπτει ακριβώς τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι δεν απεδείχθη η κακοβουλία.

Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι μόνο η συνεχής αναφορά και τα σχόλια που γίνονταν στα επίδικα δημοσιεύματα εναντίον του εφεσίβλητου. ΄Ηταν η γενική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε εναντίον του από τα δημοσιεύματα τα οποία, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν περιείχαν καθαρή δυσφήμηση, προσέθεταν στο γενικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει προηγούμενα δημοσιεύματα εναντίον του.

Στο κάτω κάτω δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι δυσφημιστικό είναι οποιοδήποτε δημοσίευμα, το οποίο τείνει να μειώσει τον ενάγοντα στην εκτίμηση των ορθώς σκεπτομένων μελών της κοινωνίας γενικά (κατά το Λόρδο Atkin στην υπόθεση Sim v. Stretch (1936) 80 S.J. 669 (H.L.)) ή να τον αποκόψει από την κοινωνία (Villers v. Monsley (1769) 2 Wils. σελ. 403, 404) ή να τον εκθέσει στο μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη (Parmiter v. Coupland (1840) 6 M. & W. σελ.108). Κάποια μομφή δυνατόν να είναι δυσφημιστική, ανεξαρτήτως του αν γίνεται πιστευτή από αυτούς στους οποίους δημοσιοποιείται (Knight v. Gibbs (1834) 1 A. & E. 43).

Με άλλο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει κατά το δέοντα τρόπο κατά πόσο θα μπορούσε να επιτύχει η κυριότερη των υπερασπίσεων που προέβαλαν με την υπεράσπισή τους και συγκεκριμένα την επίκληση του συνταγματικού προνομίου ή δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της εύλογης μέσω του τύπου κριτικής δημόσιων λειτουργών. Το θέμα εξετάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση «Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτη, Π.Ε. 10703, ημερ. 29.11.2002. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε την πιο πάνω απόφαση λεπτομερώς. Αρκεί να λεχθεί ότι εκεί αποφασίστηκε πως οι περιορισμοί που τίθενται με τις περί δυσφήμησης διατάξεις του Κεφ.148, βρίσκουν έρεισμα στο ΄Αρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Χωρίς την προστασία αυτή, καταλήγει το Δικαστήριο, το άτομο θα μετατρεπόταν σε ανυπεράσπιστο θύμα διαπόμπευσης και κοινωνικού εξοστρακισμού (βλέπε ακόμα Reynolds v. Times Newspapers (1999) 4 All E.R. 609, 622).

Στην παρούσα υπόθεση τα επίδικα δημοσιεύματα υπερβαίνουν τα όρια της εύλογης κριτικής δημόσιων λειτουργών και κηλιδώνουν τη φήμη του εφεσίβλητου και της οικογένειάς του.

Οι τελευταίοι λόγοι έφεσης, στρέφονται εναντίον του ύψους των αποζημιώσεων και της επιδίκασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τιμωρητικών αποζημιώσεων. Για το ύψος των αποζημιώσεων παραπονείται και ο εφεσίβλητος με αντέφεση. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν από τη μια ότι το ποσό των £15.000 που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων είναι εσφαλμένο, γιατί δεν αποδείχτηκε η έκταση της κυκλοφορίας των επίδικων δημοσιευμάτων, ενώ από την άλλη ότι τα πιο πάνω ποσά επιδικάστηκαν ως αποζημιώσεις για 20 δημοσιεύματα, εκ των οποίων ένας μεγάλος αριθμός δεν ήταν επίδικα. Ισχυρίζονται ότι πάρα πολλά από τα γεγονότα που περιλαμβάνονταν στα επίδικα δημοσιεύματα αποδείκτηκαν και ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ήταν τέτοια, ώστε να προκαλείται ο στιγματισμός της από τον τύπο. Σημειώνουν σχετικά ότι η συμπεριφορά του στιγματίστηκε ακόμα και από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα. Υποστηρίζεται τέλος ότι ο ενάγων καμιά ουσιαστική ζημιά δεν έχει υποστεί από τα επίδικα δημοσιεύματα, αφού εξακολουθεί να παραμένει στη θέση του στη Νομική Υπηρεσία.

Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι οι παράγοντες που επικαλούνται οι εφεσείοντες ως προς το ύψος των αποζημιώσεων δεν ευσταθούν. ΄Οπως δέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν απέδειξαν οποιοδήποτε από τα γεγονότα τα οποία περιλαμβάνονται στα επίδικα δημοσιεύματα, ενώ το γεγονός ότι επιμένουν, ακόμα και στην έφεση, ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που αυτός θα έπρεπε να στιγματιστεί, λαμβάνεται υπ΄ όψιν για τον καθορισμό των αποζημιώσεων σε ψηλότερο επίπεδο. Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ούτε ο ισχυρισμός ότι ο κ. Τριανταφυλλίδης, τότε Γενικός Εισαγγελέας, στιγμάτισε τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου.

Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι μεγάλος αριθμός από τα δημοσιεύματα που αναφέρονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης και συνεπώς δεν είναι επίδικα. ΄Ομως τα δημοσιεύματα αυτά παρέχουν το πλαίσιο, αφού, παρ΄ όλον ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν δικονομικά ως βάση για αξίωση για δυσφήμηση, δεν παύουν να χρωματίζουν την όλη συμπεριφορά των εφεσειόντων και να εικονογραφούν εναργώς το πάθος με το οποίο στρέφονταν εναντίον του εφεσίβλητου.

΄Οσον αφορά την κυκλοφορία της εφημερίδας, έχει αποδειχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφημερίδα είναι παγκύπριας και ευρείας κυκλοφορίας.

Θα συμφωνούσαμε όμως με τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην επιδίκαση τιμωριτικών αποζημιώσεων, χωρίς να προβεί σε οιανδήποτε ανάλυση των προϋποθέσεων και κριτηρίων που θα πρέπει να υπάρχουν για επιδίκασή τους (Halsbury΄s Laws of England, 3η ΄Εκδοση, Τόμος 11, παραγρ. 391 και Rookes v. Barnard (1964) 1 All E.R. 367).

Κάτω από τις περιστάσεις και λόγω του ότι το συγκεκριμένο σημείο δεν έχει αναλυθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου, θα δεχτούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε τιμωριτικές αποζημιώσεις, αφού δεν εξέτασε προηγουμένως αν τα εφαρμοζόμενα κριτήρια ικανοποιούνταν ή όχι.

΄Ομως, από την άλλη, κρίνουμε ότι το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων είναι υπό τις περιστάσεις έκδηλα χαμηλό και σκοπεύουμε να το αυξήσουμε. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως ακολούθως: το ποσό των γενικών αποζημιώσεων αυξάνεται στις £30.000, ενώ το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή τιμωριτικών αποζημιώσεων παραμερίζεται.

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, ενώ η αντέφεση επιτυγχάνει εξ ολοκλήρου. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται αναλόγως. ΄Εχοντας υπ΄ όψιν μας το ισοζύγιο του αποτελέσματος τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα βαρύνουν τους εφεσείοντες.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

Γ. Νικολάου, Δ.

 

Τ. Ηλιάδης, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο