ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 416

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10850)

 

16 Φεβρουαρίου, 2004

 

[ΠΙΚΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Χατζηχαμπής, Δ/στές]

 

A. Panayides Contracting Ltd,

Εφεσείων,

ν.

 

Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους,

Εφεσίβλητου.

_______________

κ. Λ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

κα Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.

_______________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χατζηχαμπής, Δ.: Η εμβέλεια των υπό κρίση θεμάτων καθορίζεται από τους λόγους έφεσης. Ο σχετικός με το εξεταζόμενο θέμα λόγος έφεσης 7 αναφέρει, ως προς το μέρος που μας ενδιαφέρει:

"Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε, με ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 15.2.2002, την κατάθεση του Τεκμηρίου 22 ....... εφόσον η κατάθεση του Τεκμηρίου έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο".

 

Να παρατηρήσω τα εξής:

  1. Η έφεση περιορίζεται ως προς μία και μόνο πτυχή του άρθρου 4 του Κεφ. 9, καθόσον δηλαδή αφορά την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου μόνο σε σχέση με την επιφύλαξη του άρθρου 4(1)(β) ότι ο εκδότης του εν λόγω εγγράφου δεν εκλήθη ως μάρτυρας για να το καταθέσει. Η έφεση δεν επεκτείνεται στις άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 4(1), δηλαδή του άρθρου 4(1)(α)(i)(ii). Και δεν θεωρώ λανθασμένη την ενδιάμεση απόφαση του ευπαιδεύτου Δικαστή επί του θέματος ως προς το άρθρο 4(1)(β). Θεωρώ λοιπόν ότι, με την επιφύλαξη των όσων μπορεί να ισχύουν ως προς το θέμα της συνταγματικότητάς του, το άρθρο 4(1) είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Να παρατηρήσω μόνο ότι η δεκτότητα του Τεκμηρίου 22 ήταν θέμα διάφορο της αποτελεσματικότητάς του, επ΄ αυτού δε είναι προφανές ότι ο ευπαίδευτος Δικαστής, αποδεχόμενος το Τεκμήριο 22, επεδίκασε το πλήρες αναφερόμενο σε αυτό ποσό των £57.487,65 χωρίς να αφαιρέσει την επίσης αναφερόμενη σε αυτή έκπτωση των £13.528,41. Ούτε αυτή η πτυχή του θέματος όμως εγείρεται με την έφεση η οποία δεν αμφισβητεί ότι το οφειλόμενο δυνάμει του Τεκμηρίου 22 ποσό, αν αυτό ήταν αποδεκτό ως μαρτυρία, είναι £57.487,65. Να παρατηρήσω δε περαιτέρω ότι, εκτός από το Τεκμήριο 22, υπήρχε και άλλη μαρτυρία στην οποία εστηρίχθη και το Δικαστήριο ότι το ποσό με το οποίο εχρεώθη ο εφεσίβλητος ήταν £57.487,65, εκείνη της μητέρας του αλλά και τα Τεκμήρια 20 και 21 τα οποία είχαν γίνει δεκτά χωρίς ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντα και των οποίων η δεκτότητα δεν προσβάλλεται βεβαίως με την έφεση.
  2. Με την έφεση δεν αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του άρθρου 4(1). Το θέμα ετέθη από το ίδιο το Εφετείο στα πλαίσια της έφεσης, εν όψει της τότε πολύ πρόσφατης απόφασης στην υπόθεση Λιασίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική έφεση 7056 κ.α., 30.9.2002, η οποία εδόθη μόλις μία εβδομάδα μετά από την επιφύλαξη της απόφασης επί της έφεσης, σαν αποτέλεσμα δε εκρίθη τελικά και ορθό όπως το Εφετείο διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει την Πλήρη Ολομέλεια. Το γεγονός όμως παραμένει ότι η ίδια η έφεση δεν εγείρει θέμα μη ισχύος του άρθρου 4(1) εφόσον οι όροι του θα ικανοποιούντο. Να παρατηρήσω επίσης ότι το κριθέν στην Λιασίδης ως μη ισχύον ως εκ της αντίθεσης του με τις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος ήταν το άρθρο 4(2) όπως αρχικά υπήρχε αλλά και όπως τροποποιήθηκε και όχι το άρθρο 4(1) το οποίο αφορά η ενώπιον μας έφεση. Εν όψει όμως της πλήρους αναλογίας του άρθρου 4(1) προς το άρθρο 4(2) σε σχέση με το θέμα που ενδιαφέρει και την καθολική εμβέλεια της Λιασίδης ως απόφασης επί της συνταγματικής διαστάσεως της ισχύος του άρθρου 4(2) στη βάση και του σκεπτικού της, προχωρώ να εκφράσω τις απόψεις μου επί της Λιασίδης σε συνάρτηση με την προκείμενη έφεση.

Επρόκειτο για ποινική υπόθεση. Η ουσία της απόφασης ήταν το ανασφαλές της καταδίκης σε συνάρτηση με την αποδοχή της κατάθεσης ουσιαστικού μάρτυρα χωρίς αυτός να κληθεί στη δίκη. Το ίδιο το Εφετείο (η απόφαση εδόθη από τον Πική, Π.) απευθύνθηκε στο θέμα ως εξής:

"Στην προκείμενη περίπτωση, η κατάθεση της κ. Ράμος έγινε δεκτή κατά τη δίκη του εφεσείοντος, στερώντας του το δικαίωμα να την αντεξετάσει, εκτρέποντας, τοιουτοτρόπως, τη διαδικασία για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου (έξω) από το πλαίσιο της δίκαιας δίκης. Το ότι η μαρτυρία της επέδρασε στην απόφαση του Δικαστηρίου είναι πρόδηλο, από όσα έχουμε αναφέρει. Έτεινε να αντικρούσει την εκδοχή του εφεσείοντος και αποτέλεσε μέρος του λόγου για την απόρριψη της μαρτυρίας του ως αναξιόπιστης."

 

Συγχρόνως, αποφασίζοντας ότι αυτή δεν ήταν περίπτωση που ενδεικνύετο να διαταχθεί επανεκδίκαση, το Εφετείο ανέλυσε σε έκταση τη μαρτυρία για να καταδείξει ότι διέπετο από εγγενή αδυναμία που δεν καθιστούσε δυνατή τη στήριξη καταδίκης επ΄ αυτής.

Η θεώρηση αυτή προσέφερε την ελάχιστη αναγκαία βάση για διάγνωση της έφεσης. Δεν καθίστατο αναγκαίο να εξετασθεί η συνταγματικότητα του άρθρου 4(2). Η επέκταση του Εφετείου επί της συνταγματικότητας του άρθρου 4(2) μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως μη δικαιολογούμενη από τα πλαίσια των επίδικων θεμάτων.

Καθ΄ όσον όμως η Ολομέλεια υπεισήλθε σε αυτή τη πτυχή της Λιασίδης, ως εκ του ότι το θέμα ετέθη και ανεπτύχθη ενώπιον μας, η απόφαση στη Λιασίδης δεν με βρίσκει σύμφωνο, τουλάχιστον ως προς τις πολιτικές υποθέσεις.

Ως προς ποινικές υποθέσεις, υπάρχει χωριστή πρόνοια στο Σύνταγμα στο Άρθρο 12.5(δ) ότι ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα:

"Να εξετάζη ή να προκαλεί την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας".

Το Άρθρο 12.5(δ) λοιπόν καθιερώνει ότι η ποινική διαδικασία γίνεται μόνο με την εξέταση μαρτύρων και αποκλείει τη δυνατότητα άλλης φύσεως μαρτυρίας. Το άρθρο 4(1), όπως και το άρθρο 4(2), τα οποία επιτρέπουν την προσαγωγή μαρτυρίας προερχόμενης από μάρτυρα που δεν καλείται και εξετάζεται στη δίκη, δεν θα μπορούσαν, όπως τροποποιήθησαν, να επιζήσουν του Άρθρου 12.5(δ) του Συντάγματος, δηλαδή ως προς ποινικές υποθέσεις (εκτός, βεβαίως, εφόσον πρόκειται για δικαίωμα του κατηγορουμένου, αν ο κατηγορούμενος συναινεί ή αν υπάρχουν κοινώς παραδεκτά γεγονότα).

Δεν ήταν όμως αυτό ακριβώς το σκεπτικό της Λιασίδης. Η απόφαση εβασίσθη κυρίως επί της ευρύτερης αρχής της δίκαιης δίκης στα πλαίσια του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως και στα δικαιώματα κάτω από τα Άρθρα 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος ως συναρτόμενα με το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, και χωρίς διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κάτω από το ΄Αρθρο 12.5(δ) και των δικαιωμάτων κάθε διαδίκου κάτω από το ΄Αρθρο 30.3(γ).

Διάκριση όμως υπάρχει. Το Άρθρο 30.3(γ) προνοεί ότι έκαστος έχει το δικαίωμα:

"Να προσάγει ή να προκαλεί την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω".

 

 

Το Άρθρο 30.3(γ) προβλέπει λοιπόν, όπως δεν προβλέπει το ΄Αρθρο 12.5(δ), τη δυνατότητα προσαγωγής των "μέσων αποδείξεως", που ασφαλώς δεν περιλαμβάνουν μόνο μάρτυρες. Εφόσον το Άρθρο 12.5(δ) αφορά μόνο ποινικές υποθέσεις, το δε Άρθρο 30.3(γ) κάθε είδους υπόθεση, ουσιαστικά υπάρχει συνταγματική διαφοροποίηση μεταξύ ποινικών υποθέσεων, στις οποίες μόνο μάρτυρες μπορούν να προσάγονται, και άλλων υποθέσεων, στις οποίες παρέχεται η δυνατότητα προσαγωγής και άλλων μέσων αποδείξεως. Έτσι έκρινε, και ορθώς θα έλεγα ως εκ της διάφορης φύσης και συνεπειών της ποινικής και της πολιτικής υπόθεσης, ο νομοθέτης του Συντάγματος. Δεν είναι τυχαίο δε που, πριν από το Νόμο 94(1)/94 με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 4(1)(2), το άρθρο 4(1)(2) περιορίζετο στην πολιτική διαδικασία και δεν είχε εφαρμογή στην ποινική διαδικασία. Ο σοφός νομοθέτης προφανώς διείδε τη διαφοροποίηση της ποινικής από την πολιτική διαδικασία, η δε διαφοροποίηση του άρθρου 4(1)(2) την οποία εθέσπισε στο Κεφ. 9 μετεφέρθη, σύμφωνα με τα πιο πάνω, και στα Άρθρα 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος.

Εκείνο λοιπόν που ήταν αντίθετο με το Σύνταγμα δεν ήταν το άρθρο 4(2) όπως προϋπήρχε και που ποτέ δεν αφορούσε την ποινική διαδικασία αλλά η τροποποίησή του με το νόμο 94(1)/94. Ο λόγος της Λιασίδης ήταν λοιπόν, φρονώ, ευρύτερος του πρέποντος και περιορίζεται αναλόγως. Η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 4(1)(2) όπως έχει τροποποιηθεί είναι μόνο ως προς το Άρθρο 12.5(δ).

Ως προς το ΄Αρθρο 30.2.3, πέραν των όσων ελέχθησαν ειδικά σε σχέση με το Άρθρο 30.3(γ) και σε σχέση με ποινικές διαδικασίες, να πω επίσης ότι τα επί μέρους δικαιώματα του διαδίκου κάτω από το Άρθρο 30.3 συναρτώνται, όπως παρατηρήθηκε στη Λιασίδης, προς το ευρύτερο δικαίωμά του για δίκαιη δίκη κάτω από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το ΄Αρθρο 6.1 της Σύμβασης. Την έννοια της δίκαιης δίκης, όπως και τα εν λόγω επί μέρους δικαιώματα που συναρτώνται με αυτή, δεν αντιστρατεύεται εκ προοιμίου η δυνατότητα προσαγωγής μέσων αποδείξεως διαφόρων των μαρτύρων κατά τη δίκη. Το δίκαιο της δίκης κρίνεται με αναφορά στη φύση και στις συνέπειες του μαρτυρικού υλικού στην κάθε περίπτωση. Και δεν κατεδείχθη στην προκειμένη υπόθεση ότι η εφαρμογή του άρθρου 4(1) συνιστούσε παράβαση της δίκαιης δίκης.

Είναι λοιπόν η κατάληξή μου ότι η Λιασίδης δεν εμπόδιζε την εφαρμογή του άρθρου 4(1) στην προκειμένη υπόθεση εφόσον επρόκειτο για πολιτική και όχι ποινική υπόθεση και ότι ορθώς το Τεκμήριο 22 έγινε δεκτό ως μέρος της μαρτυρίας με την οποία αποδεικνύετο ότι το ποσό με το οποίο ο εφεσίβλητος εχρεώθη ήταν £57.487,65.

 

Δ. Χατζηχαμπής,

Δ.

/ΕΧ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο