ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1343

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Έφεση αρ. 164.

Ημερομηνία, 6 Οκτωβρίου, 2003.

[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές.]

- - -

ΑΡΙΣΤΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΑΠΟ ΛΕΜΕΣΟ

Εφεσείουσα-Καθ΄ ης η αίτηση,

- και -

ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΑΠΟ ΛΕΜΕΣΟ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.< /P>

- - -

Χρ. Αδάμου, για την εφεσείουσα.

Γ. Νικολάου (κα), για τον εφεσίβλητο.

- - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατά την ακρόαση η εφεσείουσα αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς την οποία επέλυσε με την απόφασή του, η ορθότητα της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης. Ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Αυτονόητο είναι ότι η ύπαρξη δικαιοδοσίας αποτελεί προϋπόθεση για την επίλυση διαφοράς η οποία τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου.

Με την αίτηση του εφεσίβλητου, του συζύγου, προβλήθηκε αξίωση εναντίον της συζύγου του (της εφεσείουσας) για τη μεταβίβαση επ΄ ονόματί του, του ενός δευτέρου μεριδίου ακινήτου το οποίο είναι εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι της. Το εν δεύτερο μερίδιο του ακινήτου ενεγράφη επ΄ ονόματι της συζύγου του ως καταπιστευματοδόχου προς όφελός του. Αρνούμενη να το μεταβιβάσει η σύζυγος παρέβη τις υποχρεώσεις που θέτει το δίκαιο της επιείκειας στον καταπιστευματοδόχο. Σφετερίστηκε τοιουτοτρόπως την περιουσία που της δόθηκε προς όφελος του συζύγου της. Αιτία αγωγής αποτελεί η κατάχρηση της θέσης της εφεσείουσας ως καταπιστευματοδόχου ακινήτου, που δωρήθηκε από συγγενικό της πρόσωπο στο σύζυγό της. Είναι η θέση του συζύγου ότι η περιουσία ουδέποτε περιήλθε στην κυριότητα της συζύγου του. Η διαφορά των διαδίκων εντοπίζεται στο κατά πόσο η σύζυγος απέκτησε την περιουσία προσωπικά ή υπό την ιδιότητα του καταπιστευματοδόχου προς όφελος του συζύγου της.

Η εφεσείουσα υπέβαλε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης εφόσον η διαφορά εκφεύγει του δικαιοδοτικού πλαισίου του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/90), και του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/91), (ο Νόμος). Ο δικηγόρος της υπέβαλε ότι, εφόσον η διαφορά ανάγεται σε σφετερισμό περιουσίας του ενός συζύγου από τον άλλο, το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί του ζητήματος. Μας παρέπεμψε στην Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, στην οποία αποφασίστηκε ότι οι αρχές της επιείκειας και ιδιαίτερα το αξίωμα, ισότητα ίσον δικαιοσύνη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του άρθρου 14 του Νόμου, για τους λόγους που εξηγούνται σε έκταση στην απόφαση εκείνη και που μπορεί να συνοψιστούν στην ακόλουθη πρόταση. Το άρθρο 14 του Νόμου αποτελεί αυτοτελή νομοθετική διάταξη ρυθμιστική του επιμερισμού της αύξησης της περιουσίας εκατέρου των συζύγων, σε περίπτωση χωρισμού ή διάλυσης του γάμου.

Ο εφεσίβλητος κάλεσε το Δικαστήριο να ακολουθήσει την προηγούμενη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Λογγίνου ν. Λογγίνου, Έφεση αρ. 103 - 26.7.2000, στην οποία κρίθηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να αποφασίζει περί της ύπαρξης ή μη καταπιστεύματος, με το οποίο ο έτερος των συζύγων καθίσταται καταπιστευματοδόχος περιουσίας προς όφελος του άλλου. Η απόφαση στη Λογγίνου ακολουθήθηκε στις υποθέσεις Γρηγορίου ν. Γρηγορίου, Πολιτική Έφεση αρ. 10961 - 26.9.2001 και Μιχαήλ ν. Γιάγκου, Πολιτική Έφεση αρ. 10621 - 29.10.2001.

Στη Λογγίνου, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, αναφέρθηκε στις προγενέστερες αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου στη Βουνού ν. Βουνού (1995)1 Α.Α.Δ. 168, και στη Βασιλειάδης ν. Νικολάου (1995)1 Α.Α.Δ. 328, που άπτονται του δικαιοδοτικού πλαισίου του Οικογενειακού Δικαστηρίου προς επίλυση περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων. Σ΄ αυτές κρίθηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται εγγενούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων, η περιουσιακή αυτοτέλεια των οποίων αναγνωρίζεται από το άρθρο 13 του Νόμου. Δικαιοδοσία να επιληφθεί περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων έχει (το Οικογενειακό Δικαστήριο) μόνο στο βαθμό και στην έκταση που αυτή του παρέχεται ρητά από το Νόμο.

Στη Λογγίνου κρίθηκε ότι ο λόγος των πιο πάνω αποφάσεων ατόνησε ενόψει της αλλαγής που επέφερε ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Τροποποιητικός Νόμος του 1996 (Ν.33(1)/96), στο βάθρο της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Βάσει του αναφερθέντος τροποποιητικού νόμου προστέθηκε στο Νόμο ο ορισμός του όρου «περιουσία». Ο όρος περιλαμβάνει «κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.».

Ο Ν.33(1)/96, δεν επέφερε οποιαδήποτε τροποποίηση στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Απλά προσδιόρισε τη σημασία του όρου «περιουσία» όπου αυτός απαντάται στο νόμο. ερμηνευτική πρόνοια η οποία κατ΄ εξοχή παρέχει το στίγμα της περιουσίας που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο επιμερισμού βάσει του άρθρου 14 του Νόμου. Επομένως, ουδεμία αλλαγή επέφερε ο Ν.33(1)/96 στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου σχετικά με περιουσιακές διαφορές των συζύγων. Έρεισμα για την ύπαρξη δικαιοδοσίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο να επιλαμβάνεται περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων παρέχουν, ως αναφέρεται στη Λογγίνου και οι διατάξεις του άρθρου 16(1) του Ν. 23/90, που προβλέπουν:

«Τα Οικογενειακά δικαστήρια ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος των περί Δικαστηρίων Νόμων.»

Η διάταξη αυτή, ως ρητά αναφέρει το κείμενο της, έχει ως αντικείμενο την παροχή, στα Οικογενειακά Δικαστήρια, των εξουσιών (παροχή θεραπειών) με τις οποίες περιβάλλονται τα Επαρχιακά Δικαστήρια κατά την επίλυση των διαφορών που ανάγονται στη δικαιοδοσία τους. Δεν συμπλέκει τις δικαιοδοσίες των δύο δικαστηρίων ούτε ταυτίζει το δίκαιο που διέπει την επίλυσή τους. Τούτο καθίσταται σαφές και από την παρεμβολή του αυτονόητου «τηρουμένων των αναλογιών».

Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων και το εφαρμοστέο δίκαιο προσδιορίζονται σε άλλο άρθρο του Ν.23/90, στο άρθρο 11, το οποίο προέβλεπε:

«Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θα ασκούν τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.»

Η κρίσιμη ημερομηνία, για τους σκοπούς καθορισμού της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Λογγίνου ήταν η 6η Δεκεμβρίου 1996, κατά την οποία κρίθηκε ότι το Οικογενειακό και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί περιουσιακής διαφοράς αναγόμενης σε καταπίστευμα. Κατά το χρόνο εκείνο η μόνη νομοθετική διάταξη που παρείχε εξουσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο για την επίλυση περιουσιακών διεκδικήσεων μεταξύ των συζύγων ήταν το άρθρο 14 του Ν.232/91, το πλαίσιο της οποίας έχουμε διαγράψει.

Κατά συνέπεια εσφαλμένα διαπιστώθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο, για τους σκοπούς της απόφασης στη Λογγίνου, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων, άλλων από εκείνες οι οποίες υπάγονται στο άρθρο 14 του Νόμου. Ο λόγος ο οποίος παρατέθηκε για απόκλιση από τις προγενέστερες αποφάσεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Βουνού και Βασιλειάδης - αλλαγή της νομοθεσίας - ήταν ανεδαφικός.

Δικαιοδοσία για την επίλυση περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων σε ευρύτερο πεδίο παρασχέθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο για πρώτη φορά από τις διατάξεις του Ν.26(1) του 1998, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 11 του Ν.23/90, νόμος στον οποίο γίνεται επίσης αναφορά στη Λογγίνου. Βάσει της νομοθετικής διάταξης που υποκατέστησε το άρθρο 11, παρέχεται δικαιοδοσία στα Οικογενειακά Δικαστήρια να επιλαμβάνονται διαφορών που ανάγονται στις «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων». Τι περιλαμβάνει ο όρος «περιουσιακές σχέσεις» προσδιορίζεται στον ίδιο τον τροποποιητικό νόμο ως εξής:

«΄περιουσιακές σχέσεις΄ σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1998

Περιουσιακές σχέσεις περιορίζονται σε διαφορές που αφορούν κινητή ή ακίνητη περιουσία η οποία κτάται από εκάτερο των συζύγων πριν ή μετά το γάμο αλλά πάντα με αναφορά στην προοπτική του γάμου. Ο όρος «προοπτική του γάμου», είναι προσδιοριστικός της περιουσίας στην οποία ανάγονται οι διαφορές πριν ή μετά το γάμο. Σύμφωνα με το Ερμηνευτικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, η λέξη «προοπτική», στο πεδίο που μας αφορά σημαίνει τη «δυνατότητα για συγκεκριμένη εξέλιξη στο μέλλον». Ο προσδιορισμός του όρου «περιουσία» για ερμηνευτικούς σκοπούς του Νόμου και ο αναπροσδιορισμός του από το Ν.58(1)/99 άφησε ανεπηρέαστο το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Οικογενειακού Δικαστηρίου αναφορικά με την επίλυση διαφορών που ανάγονται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Απλά προσδιορίζει την ερμηνεία του όρου «περιουσία» όπου απαντάται στο νόμο.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω θα επιχειρήσω να απαντήσω το ερώτημα κατά πόσο η διαφορά η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Η διαφορά της οποίας επιλήφθηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν συνιστούσε: (α) αύξηση της περιουσίας της συζύγου, ούτε διεκδικήσεις του συζύγου για μερίδιο σ΄ αυτή βάσει του άρθρου 14 του νόμου, ή (β) περιουσία που κτήθηκε από αυτή για τους σκοπούς του γάμου. Η διαφορά αφορούσε υφαρπαγή περιουσίας της συζύγου από το σύζυγο. Η περιουσία ανήκε (ως η υπόθεση του), στο σύζυγο την οποία σφετερίστηκε η καταπιστευματοδόχος, σύζυγος του. Της διαφοράς μπορούσε να επιληφθεί μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Η σύζυγος παραβίασε την εντολή και τις αρχές που διέπουν το καθήκον του καταπιστευματοδόχου, οικειοποιούμενη την περιουσία του συζύγου της. Η διαφορά αυτή δεν εμπίπτει στον κύκλο των περιουσιακών σχέσεων συζύγων που έχουν ως αντικείμενο περιουσία η οποία κτάται από εκάτερο από αυτούς για τους σκοπούς του γάμου, πριν ή μετά το γάμο. Η διαφορά, στην προκείμενη περίπτωση, αναφέρεται στα περιουσιακά δικαιώματα εκατέρου των συζύγων, την αυτοτέλεια των οποίων καθιερώνει ρητά ο Νόμος, με τις διατάξεις του άρθρου 13.

Αντίθετα προς την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, καταλήγω ότι η διαφορά εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, θα επέτρεπα την έφεση.

 

 

 

 

Γ. Μ. Πικής,

Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑυΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο