ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 1 ΑΑΔ 2085

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 87/2002

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

 

Aναφορικά με το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/64) όπως τροποποιήθηκε

- και -

Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ένταλμα της φύσης Certiorari και/ή Prohibition

- και -

Αναφορικά με την απόφαση που εκδόθηκε από το επαρχιακό δικαστήριο Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 12127/02 στις 10.7.2002

_________

23 Δεκεμβρίου, 2002

Για τον αιτητή : κα Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Για την παραπονούμενη στην Ποιν. Υπόθεση 12127/02 Ντίνα Κιτρομηλίδου :

καμιά εμφάνιση.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση (2) LK Globalsoft. com. Ltd, (5) Mιλτιάδη Αδάμου, (8) Γιάννο Παναγιώτου και (9) Χριστάκη Χριστοδούλου : κ. Λ. Παπαφιλίππου.

Για τον καθ΄ ου η αίτηση (3) Λυκούργο Κ. Κυπριανού : κ. Σπ. Ευαγγέλου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση (4) Θεόδωρο Θεοδώρου και (7) Κυριάκο Μιχαηλίδη : κα Αθ. Καλλένου για κ.κ. Ζαχαρίου και Αντρέου.

Για τον καθ΄ου η αίτηση (6) Γιάννο Χαραλάμπους : κ. Λ. Παπαφιλίππου για κ. Σαμούττα.

________________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 12127/2002 είχε καταχωρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον οκτώ φυσικών και νομικών προσώπων. Στις 10.7.2002 που η υπόθεση ήταν ορισμένη δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από την παραπονούμενη και το Δικαστήριο αθώωσε τους κατηγορούμενους, που είχαν ήδη απαντήσει στις κατηγορίες.

Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν έξι συνολικά κατηγορίες μεταξύ των οποίων και η παροχή παραπλανητικών, ψευδών ή απατηλών πληροφοριών ή προβλέψεων ή η απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών, με επιδίωξη τη δημόσια εγγραφή, αγορά ή πώληση χρηματιστηριακών πραγμάτων κατά παράβαση των άρθρων 67(β) και 69(1) και (2) του περί Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου 14(1)/1993, όπως τροποποιήθηκε, και των περί Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών.

Με την παρούσα αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αξιώνει ένταλμα Certiorari για την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης και ένταλμα Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο να επιληφθεί εκ νέου ή να εκδικάσει την υπόθεση συνοπτικά.

Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι η παραπονούμενη παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του για συνοπτική εκδίκαση, παράλειψη που στερεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εκδικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, κάθε Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, κάθε Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής και κάθε Επαρχιακός Δικαστής έχουν αρμοδιότητα να εκδικάζουν συνοπτικά όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια ή με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις £50.000 ή αμφότερες τις ποινές.

Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου για τη συνοπτική εκδίκαση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος απαιτείται η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, αν, λαμβανομένων υπ΄ όψιν όλων των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένης και της επάρκειας της τιμωρίας ή της αποζημίωσης την οποία το Δικαστήριο έχει εξουσία δυνάμει του άρθρου να επιβάλει ή επιδικάσει, τούτο κριθεί σκόπιμο.

Είναι παραδεκτό ότι, ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες στο κατηγορητήριο μπορούσαν να εκδικαστούν συνοπτικά, λόγω της προβλεπόμενης για το αδίκημα της 3ης κατηγορίας ποινής, φυλάκιση μέχρι επτά χρόνια, απαιτείτο για συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία δεν είχε εξασφαλιστεί. Είναι η θέση του αιτητή ότι οι κατηγορίες δεν μπορούν να χωριστούν και αφού μια από αυτές θα έπρεπε, ελλείψει της απαιτούμενης συγκατάθεσης, να εκδικαστεί από το Κακουργιοδικείο, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση και κατά συνέπεια καμιά από τις κατηγορίες που βρίσκονταν στο ίδιο κατηγορητήριο.

Στην ουσία δεν έχει αμφισβητηθεί από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι η 3η κατηγορία δεν μπορούσε να εκδικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Η αντίρρησή τους επικεντρώνεται αλλού, για τους λόγους που θα συζητήσουμε στη συνέχεια.

Το άρθρο 90 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προβλέπει ότι αν πριν από, ή κατά τη διάρκεια συνοπτικής δίκης, φαίνεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε να έπρεπε να εκδικαστεί από Κακουργιοδικείο, το δικαστήριο διακόπτει την περαιτέρω διαδικασία και διατάσσει τη διεξαγωγή προανάκρισης. Το άρθρο 92, στο οποίο βασίστηκε η επιχειρηματολογία του αιτητή σε μεγάλο βαθμό, προβλέπει ότι όταν προσάπτεται κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα, που δεν δικάζεται συνοπτικά ή για το οποίο το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι δεν είναι κατάλληλο για να εκδικαστεί συνοπτικά, διεξάγεται προανάκριση (βλέπε σχετικά και Αναφορικά με το Γενικό Εισαγγελέα, Π.Ε. 10673 κ.α., ημερ. 20.10.2000).

Δεν συμφωνώ σε όλη την έκταση του επιχειρήματος που προβλήθηκε για λογαριασμό του Γενικού Εισαγγελέα. Πράγματι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την 3η κατηγορία η οποία κείται εντός της αρμοδιότητας του Κακουργιοδικείου. ΄Ομως, δεν συμφωνώ ότι επειδή στο ίδιο κατηγορητήριο περιλήφθηκε και αριθμός άλλων κατηγοριών, η συμπερίληψη αυτή στερεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δικαιοδοσία να τις εκδικάσει. Η 3η κατηγορία θα έπρεπε να τεθεί, για σκοπούς προανάκρισης, ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή και αν ο Γενικός Εισαγγελέας παρείχε τη συγκατάθεσή του για τη μη αναγκαιότητα διεξαγωγής προανάκρισης, το Δικαστήριο θα είχε εξουσία να αποφασίσει την παραπομπή των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου χωρίς προανάκριση.

Το γεγονός όμως ότι, κατά πρακτική, στα πλείστα κατηγορητήρια τα οποία καταχωρούνται και εκδικάζονται από το Κακουργοδικείο, υπάρχουν συνήθως, μαζί με τη σοβαρή κατηγορία που είναι η ουσία της υπόθεσης και άλλες παρεμφερείς κατηγορίες, συνήθως λιγότερο σοβαρές που επισύρουν μικρότερες ποινές, δεν καθιστά ολόκληρη την υπόθεση της αρμοδιότητας του Κακουργιοδικείου.

Το θέμα της αρμοδιότητας δεν μπορεί να κρίνεται από την περίληψη στο ίδιο κατηγορητήριο διάφορων κατηγοριών. Αν συγκεκριμένο δικαστήριο κέκτηται αρμοδιότητας να εκδικάσει κάποια υπόθεση, την αρμοδιότητα αυτή έχει βάσει νόμου και όχι γιατί έχει περιληφθεί σε κάποιο κατηγορητήριο. ΄Ετσι, καταλήγω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει, ούτως ή άλλως, όλες, πλην της τρίτης, κατηγορίες, για τις οποίες η αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari θα πρέπει να απορριφθεί.

Θα επικεντρώσω στη συνέχεια την προσοχή μου στην 3η κατηγορία, η οποία, όπως είδαμε, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Κακουργιοδικείου και συνεπώς εκ πρώτης όψεως δεν μπορούσε να εκδικαστεί συνοπτικά από το Επαρχιακό Δικαστήριο και να εξετάσω κατά πόσο μπορεί να εκδοθεί ένταλμα Certiorari για την περίπτωση αυτή.

Ο κ. Παπαφιλίππου προέβαλε ως πρώτο επιχείρημα τον ισχυρισμό ότι αφού ένας των κατηγορουμένων είναι εταιρεία και αφού για το συγκεκριμένο αδίκημα προβλέπεται ποινή φυλάκισης ή πρόστιμο μέχρι £20.000, η υπόθεση δεν είναι της αρμοδιότητας του Κακουργιοδικείου. Κι΄ αυτό γιατί εναντίον νομικού προσώπου δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Αφού επομένως, σύμφωνα πάντα με τον κ. Παπαφιλίππου, μπορεί να επιβληθεί μόνο ποινή προστίμου, η συγκεκριμένη κατηγορία θα πρέπει να εκδικαστεί συνοπτικά.

Περαιτέρω και με βάση την αρχή της ισότητας, αφού σε ένα των συγκατηγορουμένων δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή φυλάκισης, δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε στους υπόλοιπους. Με αποτέλεσμα, ούτε γι΄ αυτούς μπορεί η 3η κατηγορία να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου.

Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Η αρμοδιότητα που ο νόμος προβλέπει για διάφορους βαθμούς δικαιοδοσίας έχει σχέση με τη σοβαρότητα του αδικήματος και όχι με την ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε συγκεκριμένη υπόθεση. Προβλέπεται ότι αδικήματα, σοβαρά κατά τεκμήριο, για τα οποία προνοείται συγκεκριμένη ποινή, εκδικάζονται από συγκεκριμένο δικαστήριο. Ανεξαρτήτως των περιστατικών της υπόθεσης και της ποινής που θα επιβληθεί, η κάθε υπόθεση κείται εντός της δικαιοδοσίας του συγκεκριμένου δικαστηρίου. Δεν έχει σημασία αν ένας των κατηγορουμένων είναι νομικό πρόσωπο και συνεπώς δεν μπορεί να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Ακόμα κι΄ αν έτσι έχουν τα πράγματα, το γεγονός παραμένει ότι για το συγκεκριμένο αδίκημα προβλέπεται τέτοια ποινή φυλάκισης που η υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Κακουργιοδικείου. Ούτε, ακόμα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η αρχή της ισότητας ως προς τους άλλους κατηγορούμενους για αριθμό λόγων.

Περαιτέρω προβλήθηκε, με αναφορά σε νομολογία, τόσο αγγλική, όσο και δική μας, η θέση ότι δεν χωρεί αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση αθωωτικής απόφασης. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στην ιστορική αναδρομή και ανάλυση της νομολογίας όπως δίδεται από τον αδελφό Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.7) (1993) 1 Α.Α.Δ. 793. Αρκεί να επαναλάβω όσα λέγονται στις σελ. 803 και 804:

«΄Ηταν πάντα ο Νόμος πως για να τίθεται ζήτημα κινδύνου καταδίκης εκ δευτέρου θα πρέπει η πρώτη δίκη να ήταν έγκυρη. Αν ήταν άκυρη, αν δηλαδή θεωρείται πως ουδέποτε διεξάχθηκε ή, όπως τέθηκε διαφορετικά, αν υπήρξε κακοδικία (mistrial), δεν ήταν νομικά υπαρκτός ο κίνδυνος καταδίκης. Αυτό ισχύει όταν ο εκ δευτέρου κίνδυνος καταδίκης για το ίδιο αδίκημα συζητείται στο πλαίσιο είτε της θεμελίωσης των ειδικών απαντήσεων autrefois acquit ή autrefois convict είτε της δικαιοδοσίας για έκδοση εντάλματος certiorari. (Βλ. μεταξύ άλλων R. v. Marsham, Ex. P. Pethick Laurence 1911 - 13 All ER Rep. 639, R. v. West [1962] 2 All E.R. 624, R. v. Middlesex Justices, Ex.p. DPP, (ανωτέρω) Harrington v. Roots (ανωτέρω).»

Κι΄ αυτό έγινε στην παρούσα υπόθεση. Οι κατηγορούμενοι, μια και το Δικαστήριο ενεργούσε χωρίς δικαιοδοσία, τυπικά δεν βρέθηκαν σε κίνδυνο καταδίκης και γι΄ αυτό μπορούν να δικαστούν ξανά (Βλέπε R. v. Kent Justices, ex p. Machin (1952) 36 Cr. App. R. 23, D.C.). Συνάγεται ότι Δικαστήριο που ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία είναι απόλυτα αρμόδιο να ασκήσει την ίδια δικαιοδοσία, αλλά αυτή τη φορά να την ασκήσει ορθά (R. v. Marsham, ex p. Pethick Lawrence [1912] 2 K.B.362 D.C. Βλέπε επίσης Archbold, Pleading, Evidence and Practice in Criminal Cases, 43η έκδοση, παραγρ. 4-99).

Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι το άρθρο 24(2) του Ν.14/60, τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε υποθέσεις που καταχωρούνται εκ μέρους ή κατ΄ εντολήν του Γενικού Εισαγγελέα και όχι σε καταχωρούμενες από ιδιώτες, γιατί αλλιώτικα θα περιοριζόταν το αυτόνομο δικαίωμα του ιδιώτη να προωθήσει ο ίδιος ποινική δίωξη.

Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 113.2 του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εξουσία κατά την κρίση του να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή να διατάσσει δίωξη καθ΄ οιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία για οιονδήποτε αδίκημα. Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες κινούνται μέσα στα πλαίσια αυτά, ενώ αντίθετα τίποτε στο νόμο ή τη νομολογία δεν δικαιολογεί την προτεινόμενη αντιμετώπιση.

Παραμένει το τελευταίο σημείο που προβλήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση. Υποστήριξαν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας στη μονομερή αίτηση με την οποία εξασφάλισε άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης είχε υποχρέωση να παρουσιάσει όλα τα γεγονότα, υποχρέωση που δεν τήρησε, αφού παρέλειψε να διευκρινίσει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει όλες τις κατηγορίες, πλην της τρίτης. Η παράλειψη παρουσίασης των ουσιαστικών γεγονότων χαρακτηρίστηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση ως παραπλάνηση, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να κωλύεται να προχωρήσει και να ακούσει την επιχειρηματολογία του αιτητή.

Ο Γενικός Εισαγγελέας στη μονομερή του αίτηση επισύναψε ολόκληρο το κατηγορητήριο της ποινικής υπόθεσης στο οποίο παρουσιάζονται βέβαια όλες οι κατηγορίες. Είναι αλήθεια ότι κατά την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου που παρουσιάστηκε για το Γενικό Εισαγγελέα στη μονομερή αίτηση, η βαρύτητα της επιχειρηματολογίας δόθηκε στην 3η κατηγορία, αλλά αυτό δεν συνιστά απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του ολόκληρο το κατηγορητήριο και η ύπαρξη της 3ης κατηγορίας η οποία, όπως είδαμε, κείται εκτός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ήταν αρκετή για την έκδοση της άδειας για καταχώριση αίτησης για Certiorari.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, εκδίδεται ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 10.7.2002, στην ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 12127/2002, με την οποία οι κατηγορούμενοι-καθ΄ ων η αίτηση απαλλάσσονταν και αθωώνονταν στην 3η κατηγορία.

Εκδίδεται επίσης και ένταλμα Prohibition με το οποίο απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να επιληφθεί εκ νέου ή να εκδικάσει την πιο πάνω ποινική υπόθεση με συνοπτική διαδικασία. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο