ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 1 ΑΑΔ 1374
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11074
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείοντες
- και -
1. Στέλιος Κουρουκλίδης, εκ Λεμεσού
2. Χριστίνα Κουρουκλίδου, εκ Λεμεσού
Εφεσίβλητοι
___________
13 Σεπτεμβρίου, 2002
Για τους εφεσείοντες : κα Χρ. Ερωτοκρίτου.
Για τους εφεσίβλητους : κ. Π. Δημητριάδης.
__________
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι ήταν ιδιοκτήτες οικίας στην οδό Μυκηνών στη Μέσα Γειτονιά, στη Λεμεσό. Στις 18.9.1990 συνεβλήθησαν με ομαδικό συμβόλαιο, μέσω του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, με την εφεσείουσα για κάλυψη, μεταξύ άλλων κινδύνων και σεισμού. Η οικία τους στις 9.10.1996 υπέστη ζημιές ύστερα από σεισμό και μετασεισμικές δονήσεις.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 16.10.1996 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν έντυπο απαίτησης ζημιών. Εκτιμητής των εφεσειόντων εκτίμησε τις ζημιές στις £2.400. ΄Ομως, πρόσφεραν για διακανονισμό το ποσό των £750, προσφορά που οι εφεσίβλητοι απέρριψαν.
Οι εφεσίβλητοι απέστειλαν στους εφεσείοντες την εκτίμηση δικού τους εκτιμητή που ανέβαζε τις ζημιές στις £5.318, αλλά λίγες μέρες αργότερα, οι εφεσείοντες τερμάτισαν την ασφαλιστική τους κάλυψη, καλώντας τους στη συνέχεια όπως ορίσουν ημερομηνία και ώρα επίσκεψης του κτιρίου από εκπρόσωπό τους.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο ύστερα από ακρόαση της υπόθεσης κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν παραβεί οποιονδήποτε όρο της μεταξύ τους σύμβασης, έτσι που να παρέχει τη δυνατότητα στους εφεσείοντες να απαλλαγούν από την υποχρέωση πληρωμής του ασφαλιστέου ποσού και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για ποσό £2.095,30, με νόμιμο τόκο και έξοδα.
Οι εφεσείοντες επικαλούνται τον όρο 18 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ο οποίος εν ολίγοις προνοεί ότι κάθε διαφορά που προκύπτει ως προς το ύψος οποιασδήποτε απώλειας ή ζημιάς, ανεξάρτητα από όλα τα άλλα θέματα, θα παραπέμπεται σε διαιτησία.
Προβλέπεται ακόμα και η διαδικασία διορισμού. Αν τα μέρη δεν συμφωνούν σε κοινό διαιτητή, διορίζουν ο καθένας τον δικό του μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία που θα τους ζητηθεί εγγράφως από το άλλο μέρος. Αν συμβαλλόμενο μέρος αρνηθεί ή παραλείψει να διορίσει διαιτητή μέσα στους δύο ημερολογιακούς μήνες μετά την παραλαβή γραπτής ειδοποίησης, το άλλο μέρος δικαιούται να διορίσει μόνο διαιτητή. Είναι ρητός όρος ότι η απόφαση ενός τέτοιου διαιτητή, διαιτητών ή επιδιαιτητού επί του ποσού της απώλειας ή ζημιάς, αν αυτή αμφισβητείται, θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση (condition prec
edent) για οιονδήποτε δικαίωμα αγωγής που βασίζεται στο ασφαλιστήριο.Οι εφεσείοντες είχαν προβάλει πρωτόδικα το επιχείρημα ότι, λόγω της πιο πάνω ρήτρας, η αγωγή ήταν πρόωρη. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορούσε να εγερθεί, αφού η διαδικασία αφέθηκε να προχωρήσει, καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης και υπεράσπιση και υπήρξε συμμετοχή των εφεσειόντων στην ακροαματική διαδικασία. Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην υπεράσπιση (παραγρ. 10), εγείρεται ο ισχυρισμός ότι η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί, λόγω μη εξασφάλισης διαιτητικής απόφασης επί της διαφοράς του ποσού της ζημιάς.
Το ίδιο σημείο εγείρουν και με τον πρώτο λόγο έφεσης. Ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι, αφού δεν παρέπεμψαν την επίλυση της διαφοράς ως προς το ύψος της ζημιάς σε διαιτησία, δεν είχαν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσειόντων. Συνεπώς, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, να αντιμετωπίσει τη μη συμμόρφωσή τους ως παράβαση όρου από την πλευρά των εφεσίβλητων που τους αποστερεί κατ΄ ακολουθία το δικαίωμα έγερσης αγωγής, γιατί το αγώγιμό τους δικαίωμα θα εδημιουργείτο μόνο εφ΄ όσον προηγείτο η έκδοση διαιτητικής απόφασης.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η πλευρά τους είχε θέσει θέμα ύπαρξης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Αντίθετα, είχαν επικαλεστεί τον όρο 18 ως έλλειψη μιας προϋπόθεσης που τίθεται από τη σύμβαση για την έγερση αγωγής και όχι ως έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, λόγω ρήτρας διαιτησίας.
Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Το θέμα διέπεται από το άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, που προνοεί ότι αν συμβαλλόμενος σε γραπτή συμφωνία για παραπομπή διαφορών σε διαιτησία αρχίζει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία εναντίον οιουδήποτε άλλου συμβαλλόμενου μέρους, αναφορικά με οιονδήποτε θέμα έχει συμφωνηθεί να παραπέμπεται σε διαιτησία, οιοσδήποτε διάδικος δύναται, οποτεδήποτε μετά την καταχώρηση εμφάνισης και προ της καταχώρησης οποιουδήποτε δικόγραφου ή πριν από τη λήψη οποιουδήποτε άλλου διαβήματος στη διαδικασία, να αποταθεί για αναστολή της διαδικασίας και το δικαστήριο, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ικανοποιητικός λόγος γιατί το θέμα δεν θα έπρεπε να παραπεμφθεί σύμφωνα με τη συμφωνία σε διαιτησία και ότι ο αιτητής, κατά την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, ήταν και εξακολουθεί να είναι έτοιμος και πρόθυμος να πράξει οτιδήποτε το αναγκαίο για την κανονική διεξαγωγή της διαιτησίας, μπορεί να εκδόσει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να ζητήσουν αναστολή της διαδικασίας. Αντίθετα καταχώρησαν υπεράσπιση και έλαβαν μέρος στην ακροαματική διαδικασία.
Στην υπόθεση Vector Onega A.G. v. του πλοίου M/V Grivas κ.α., Αγωγή Ναυτοδικείου 121/97, ημερ. 8.1.1999, το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για αναστολή της διαδικασίας, λόγω ρήτρας διαιτησίας που περιείχετο σε γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, απλώς και μόνο γιατί η αίτηση έγινε μετά τη διενέργεια νέων βημάτων στη διαδικασία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει διακριτική ευχέρεια να αναστείλει τη διαδικασία όταν ο εναγόμενος αφήσει την αγωγή να προχωρήσει (βλέπε επίσης Russel on Arbitration, 20η ΄Εκδοση, σελ. 163-178
).Σημειώνεται περαιτέρω ότι ρήτρα διαιτησίας, όπως αυτή της παρούσας υπόθεσης που είναι γνωστή ως ρήτρα
Scott v. Avery(* ), από την ομώνυμη υπόθεση, δεν καταργεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, αλλά παρέχει δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας (βλέπε επίσης Halsbury΄s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 2, παραγρ. 645-646).Δεν μπορούν οι εφεσείοντες να εισηγούνται, στο τέλος και της σε δεύτερο βαθμό εκδίκασης της υπόθεσης, ότι η διαιτησία σκοπεύει στην αποφυγή χρονοβόρων διαδικασιών. Θα ήταν αντινομικό, στο τέρμα η διαδικασία να ακυρωνόταν και οι εφεσίβλητοι να αναγκάζονταν να παραπέμψουν το θέμα σε διαιτησία από την αρχή, με αποτέλεσμα
η διαφορά να εκδικαστεί ύστερα από πολλά χρόνια κι΄ αυτό δήθεν για να κερδηθεί χρόνος. Αν οι εφεσείοντες πράγματι επιθυμούσαν την εξοικονόμηση χρόνου θα έπρεπε να είχαν εγείρει το θέμα έγκαιρα, ούτως ώστε αν το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιείτο, να ανέστελλε από τα αρχικά στάδια τη διαδικασία.Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμα ότι κατά το χρόνο ισχύος του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οι εφεσίβλητοι είχαν συνάψει σύμβαση και με άλλη ασφαλιστική εταιρεία. Επικαλούνται τον όρο 3 του συμβολαίου σύμφωνα με τον οποίο ο ασφαλισμένος θα έπρεπε να τους ειδοποιεί για οποιανδήποτε ασφάλιση ή ασφαλίσεις που ήδη υπήρχαν, ή που δυνατόν να συνάπτονταν μεταγενέστερα, που εκάλυπταν οποιοδήποτε μέρος της ασφαλιζόμενης περιουσίας. Αν η πιο πάνω ειδοποίηση δεν δοθεί και
οι λεπτομέρειες της ασφάλισης αυτής δεν δηλωθούν, ή οπισθογραφηθούν επί της επίδικης σύμβασης, προτού επισυμβεί οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά, όλα τα ωφελήματα από την ασφάλιση καταπίπτουν. Κι΄ αυτό γιατί όταν υπάρχει διπλή ασφάλιση, η αποζημίωση καταβάλλεται από τις δύο ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές εταιρείες κατ΄ αναλογία.Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση τους επειδή κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου το δεύτερο ασφαλιστήριο είχε λήξει. Τονίζουν ότι οι εφεσίβλητοι ήταν υπόχρεοι να τους κοινοποιήσουν την ύπαρξη άλλων ασφαλιστήριων, πριν από την επέλευση του κινδύνου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι παράβαση όρου περί διπλής ασφάλισης αποδεικνύεται όπου το δεύτερο συμβόλαιο καλύπτει το ίδιο ασφαλιστικό συμφέρον, έναντι του ίδιου κινδύνου και όπου υπάρχει έγκυρη και αποτελεσματική σύμβαση. Καταλήγει ότι κατά το χρόνο που υποβλήθηκε η απαίτηση το άλλο ασφαλιστήριο δεν ίσχυε, αφού εκάλυπτε χρονική περίοδο προγενέστερη του χρόνου επέλευσης του κινδύνου.
Αφού λοιπόν κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου δεν υπήρχε εν ισχύϊ άλλη ασφάλιση, δεν τίθεται θέμα διπλής ασφάλισης ή καταβολής του ασφαλιζόμενου ποσού κατ΄ αναλογία με άλλη ασφαλιστική εταιρεία. Συνεπώς από την παράλειψη αυτή οι εφεσείοντες δεν φαίνεται να έχουν υποστεί οποιανδήποτε απώλεια ή να έχουν επηρεαστεί αρνητικά καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Σ. Νικήτας, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΜΔ