ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 1 ΑΑΔ 1399

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10612

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.

ΜΕΤΑΞΥ:

Νίκου Λάρκου, από την Κοντέα, τώρα στη Δρομολαξιά,

Εφεσείοντα

- και -

 

Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοντέας,

Εφεσίβλητης.

- - - - - -

20 Σεπτεμβρίου, 2001.

Για τον εφεσείοντα: κ. Α. Μιχαηλίδης.

Για την εφεσίβλητη: κ. Α. Ποιητής.

- - - - - -

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Α. Κραμβής.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν για πολλά χρόνια έμμισθος γραμματέας των εφεσιβλήτων. Στις 8.12.1987 υπέβαλε παραίτηση από την εν λόγω θέση, με ισχύ από 31.12.1987.

Το Φεβρουάριο 1995 κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων. Ισχυρίστηκε ότι η παραίτηση που υπέβαλε στις 8.12.1987 από τη θέση γραμματέα είναι άκυρη και θεωρείται ως μηδέποτε υποβληθείσα γιατί δεν ήταν το αποτέλεσμα ελεύθερης και αυτόβουλης απόφασης του αλλά το αποτέλεσμα εξαναγκασμού και απειλών και/ή το αποτέλεσμα δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων υπό των εφεσιβλήτων. Κατ΄ επίκληση των ανωτέρω, αξίωσε ανάλογη δήλωση του Δικαστηρίου, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, τόκους και έξοδα.

Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που εκδίκασε την υπόθεση, διαπίστωσε ότι τα πιο κάτω γεγονότα, που με συντομία παραθέτουμε, συνιστούν τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.

(α) Κατά τις ημέρες της εισβολής και του εκτοπισμού των κατοίκων της Κοντέας ο εφεσείων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση των εργασιών των εφεσιβλήτων. Εξ αιτίας των προσπαθειών του οι εργασίες των εφεσιβλήτων παρουσίασαν θεαματική άνοδο.

(β) Κατά τα έτη 1984-1987 παρατηρήθηκαν ατασθαλίες και παρατυπίες που είχαν σχέση με ακάλυπτες επιταγές και δάνεια προς την εταιρεία YUGO Αυτοκίνητα Λτδ στην οποία συμμετείχε ενεργά ο εφεσείων. Η ενεργός εμπλοκή του εφεσείοντα στα ζητήματα της εν λόγω εταιρείας επηρέασε αρνητικά την προσφορά του προς τους εφεσίβλητους.

(γ) Κατόπιν ελέγχου αξιωματούχων του Συνεργατισμού ο εφεσείων τέθηκε σε διαθεσιμότητα (προσωρινή παύση) από 1.5.1987. Εκκρεμούσαν τότε ποινικές και πειθαρχικές έρευνες εναντίον του. Περί τον Ιούνιο-Ιούλιο 1987 οι ποινικές έρευνες συμπληρώθηκαν χωρίς να κατηγορηθεί. Ωστόσο, το ενδεχόμενο νέων ερευνών εναντίον του ήταν ορατό και ο εφεσείων ανησυχούσε σοβαρά για το μέλλον του.

(δ) Περί το τέλος 1987 αξιωματούχοι των εφεσιβλήτων συμβούλεψαν φιλικά τον εφεσείοντα ότι θα ήταν καλύτερα να παραιτηθεί ο ίδιος παρά να του επιβληθεί παραίτηση από το Συνεργατισμό ή το Δικαστήριο. Αυτό θα βοηθούσε στον τερματισμό των ερευνών εναντίον του και στη βελτίωση των σχέσεων του ιδίου και της οικογένειάς του με τους εφεσίβλητους.

(ε) Από πλευράς εφεσιβλήτων δεν έγινε οποιαδήποτε απειλή, υπόσχεση ή παράσταση προς τον εφεσείοντα.

(στ) Στις 8.12.87 ο εφεσείων υπέβαλε παραίτηση από τη θέση του γραμματέα των εφεσιβλήτων με ισχύ από 31.12.1987.

Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο ο εφεσείων πέτυχε να αποδείξει

(α) τη διάπραξη του αστικού αδικήματος του εκφοβισμού (the tort of intimidation) σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, ή

(β) τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της απάτης σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κεφ. 148 ή ακόμα και του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης (άρθρο 17 του Κεφ. 148).

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει οποιοδήποτε συστατικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της απάτης καθώς και του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, η επίκληση του οποίου, μόνο έμμεσα μπορούσε να συναχθεί από την Εκθεση Απαίτησης. Σημειώνεται ωστόσο, πως και αν ακόμα αποδεικνυόταν η δυσφήμιση, η αγωγή αναφορικά με αυτή τη πτυχή θα αποτύγχανε εφόσον επρόκειτο περί δυσφήμισης που κατ΄ ισχυρισμό ενεργήθηκε με λόγια και ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ειδική ζημιά ή τις άλλες περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 17(3)* του νόμου.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Προβλήθηκαν τρεις λόγοι έφεσης που έχουν ως αντικείμενο την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τις διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των γεγονότων της υπόθεσης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας που άπτεται του ισχυρισμού του εφεσείοντα περί των πιέσεων που ασκήθηκαν εναντίον του για να υποβάλει παραίτηση από τη θέση γραμματέα των εφεσιβλήτων. Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο, εσφαλμένως και/ή άνευ αιτιολογίας απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του και τη μαρτυρία του Π. Ελληνα (ΜΕ4). Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στα ευρήματα επί των γεγονότων. Προβάλλεται ισχυρισμός ότι τα εν λόγω ευρήματα δεν συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή με τα τεκμήρια που κατατέθηκαν.

Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή τα ευρήματα είναι αβάσιμα. Επανειλημμένα έχει ειπωθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε μοναδική θέση να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων με βάση τις εντυπώσεις που αφήνουν στο εδώλιο του μάρτυρα και ότι επέμβαση του Εφετείου σε ευρήματα αξιοπιστίας δικαιολογείται όταν τα εν λόγω ευρήματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 CLR 321 και Ειρήνη Α. Ανδρέου κα ν. Ζήνωνα Ζήνωνος, ΠΕ 10642, ημερ. 26.4.01.

Στην Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1056 λέχθηκαν τα εξής:

"Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή."

 

Το βασικό επιχείρημα του εφεσείοντα είναι ότι τα μέλη της Επιτροπής των εφεσιβλήτων, προκειμένου να απαλλαγούν ή να μετριάσουν τις ευθύνες τους για τις ατασθαλίες που εντοπίστηκαν στις εργασίες των εφεσιβλήτων, προσπάθησαν να επωμίσουν στον ίδιο την ευθύνη για όλα τα κακώς έχοντα η δε "οικειοθελής" παραίτησή του από τη θέση που κατείχε θα επενεργούσε ως αναγνώριση της ολικής ευθύνης, ενέργεια η οποία θα επέφερε ευεργετικές συνέπειες στη θέση των μελών της επιτροπής. Με άλλα λόγια, η θέση του εφεσείοντα είναι ότι τα μέλη της Επιτροπής είχαν προσωπικό και ιδιοτελές συμφέρον να επιτύχουν την "οικειοθελή" παραίτηση του και προκειμένου να επιτύχουν του σκοπού τους χρησιμοποίησαν εναντίον του τα αθέμιτα μέσα που ισχυρίστηκε στην αγωγή.

Εισηγείται εν προκειμένω ο εφεσείων ότι σαφώς έχει προκύψει από τη μαρτυρία του κ. Π. Βασιλείου (ΜΥ 10), που κρίθηκε από το δικαστήριο ως αξιόπιστη, ότι ο εν λόγω μάρτυρας τον απείλησε και τον εκφόβισε "με έμμεσο πλην σαφέστατο τρόπο". Εχουμε διεξέλθει ολόκληρη τη μαρτυρία του κ. Βασιλείου χωρίς να εντοπίσουμε ο,τιδήποτε εξ εκείνων που ο εφεσείων θεωρεί ότι εξ αντικειμένου συνιστούν απειλή ή εκφοβισμό.

Το μέρος της μαρτυρίας του κ. Βασιλείου στο οποίο επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του ο εφεσείων αναφέρεται στη συνομιλία που είχε με τον εν λόγω μάρτυρα σε εστιατόριο στη διάρκεια της μοναδικής τους συνάντησης που πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα της οκτάμηνης προσωρινής παύσης του εφεσείοντα. Ο κ. Βασιλείου ήταν τότε, Πρόεδρος της Επιτροπής των εφεσιβλήτων και οι σχέσεις του με τον εφεσείοντα ήταν φιλικές. Ενώ λοιπόν συνέτρωγαν στο εστιατόριο, συμβούλευσε φιλικά τον εφεσείοντα ότι ήταν προς το συμφέρον του (του εφεσείοντα) να παραιτηθεί για να έχει καλές σχέσεις με τη Συνεργατική. Και καθώς ο μάρτυρας ανέφερε κατά την αντεξέταση, ο λόγος που έδωσε στον εφεσείοντα την πιο πάνω συμβουλή ήταν: "Διότι ίσως αργότερα μπορούσε να υποχρεωθεί να σταματήσει από τη Συνεργατική ή από το Δικαστήριο διότι εκκρεμούσαν υποθέσεις πολλές, ίσως και ποινικές υποθέσεις ενώ αν σταματούσε σημαίνει ότι θα τελείωναν αυτά τα πράγματα."

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση απέτυχε να εκτιμήσει σωστά το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του κ. Βασιλείου με αποτέλεσμα να μη διακρίνει στα λόγια του μάρτυρα τα ενυπάρχοντα στοιχεία εκφοβισμού και απειλών που αποφασιστικά επηρέασαν την σκέψη του και τον οδήγησαν στην υποβολή της παραίτησης, που δεν ήταν αυτόβουλη αλλά το προϊόν του εκφοβισμού και των απειλών του μάρτυρα.

Ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε στη νομική πτυχή του θέματος και με ορθή αναφορά στις αγγλικές αυθεντίες Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, σελ. 828-850, στην Rookes v. Barnard (1964) 1 All E.R. 367, Riches v. News Group Newspapers Ltd (1985) 1 All E.R. 845, A.G. v. Reynolds (1979) 3 All E.R. 12, Archer v. Brown (1984) 2 All E.r. 267, Holden v. Chief Constable of Lancashire (1986) 3 All E.R. 836 και Alexander v. Home Office (1988) 2 All E.R. 118 σωστά απέκλεισε τη διάπραξη εκ μέρους των εφεσιβλήτων των αστικών αδικημάτων της απειλής και του εκφοβισμού (intimidation), έννοια σχεδόν ταυτόσημη προς εκείνη της απειλής εφόσον, το βασικό κοινό στοιχείο και των δύο περιπτώσεων είναι η πίεση που ασκείται στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται με σκοπό να ακολουθήσει το εν λόγω πρόσωπο κάποια πορεία δηλαδή, είτε να πράξει ή να αποφύγει να πράξει κάτι.

Στην προκείμενη περίπτωση η συνομιλία που είχε ο εφεσείων με τον κ. Βασιλείου κατά τη συνάντησή τους στο εστιατόριο ήταν φιλική. Ο προβληματισμός του εφεσείοντα για το θέμα που τον απασχολούσε υπήρξε αντικείμενο της συνομιλίας τους. Τα λεχθέντα από το μάρτυρα κ. Βασιλείου αναμφίβολα συνιστούν συμβουλή προς τον εφεσείοντα απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο απειλής ή εκφοβισμού ή άλλου νομικά επιλήψιμου στοιχείου που καταλυτικά θα μπορούσε να επηρεάσει την ελεύθερη βούληση του εφεσείοντα για ό,τι αυτός θα έπραττε ή δεν θα έπραττε σχετικά με το θέμα των σχέσεων του με τους εφεσίβλητους.

Εξετάσαμε τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί από πλευράς εφεσείοντα. Ολα τείνουν στην αμφισβήτηση των συμπερασμάτων του δικαστή που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση. Δεν πρόκειται να επανεκτιμήσουμε τη μαρτυρία για να καταλήξουμε σε δικά μας πρωτογενή συμπεράσματα επί των γεγονότων. Αυτό είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου που στην προκείμενη περίπτωση ασκήθηκε σωστά. Κανένα από τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί δεν κλονίζει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είτε αυτά αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας είτε στις διαπιστώσεις επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων ή επί των γεγονότων της υπόθεσης.

Η διαπίστωσή μας είναι ότι τα συμπεράσματα του δικάσαντος δικαστηρίου συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, ύστερα από σωστή αξιολόγηση. Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας ή να αναφερθεί σε κάθε πτυχή της. Εκείνο που απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της απόφασης με τα επίδικα θέματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Βλ. Καννάουρου κα ν. Σταδιώτη κα (1990) 1 ΑΑΔ 35 και Zanettos Constructions Ltd v. Phoenix Constructions Ltd, ΠΕ 8523, ημερ. 15.5.1998.

Στην προκείμενη περίπτωση τα ευρήματα του Δικαστηρίου που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων ήταν ευλόγως επιτρεπτά ενώ οι διαπιστώσεις επί των γεγονότων συνάδουν πλήρως με την προσαχθείσα μαρτυρία. Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί τη δική μας επέμβαση προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Δ.

Δ.

Δ.

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο