ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 1 ΑΑΔ 447

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10369

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

ZACHARIADES & PANTELIDES ENTERPRISES LTD

Εφεσειόντων

και

FIAT AUTO S.P.A.

Εφεσιβλήτων

------------------------------

27 Μαρτίου 2000

Για τους Εφεσείοντες: κ. Α. Ζαχαρίου.

Για τους Εφεσίβλητους: κ. Ν. Γεωργιάδης.

---------------------------

Πικής, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χατζηχαμπής. Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εγκρίθηκε αίτηση των Εφεσιβλήτων για παραμερισμό διατάγματος ημερομηνίας 11.12.1996 δυνάμει του οποίου είχε δοθεί άδεια στους Εφεσείοντες για υποκατάστατη επίδοση με διπλοσυστημένη επιστολή ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους Εφεσίβλητους που ήσαν στην Ιταλία. Με τον παραμερισμό του εν λόγω διατάγματος παραμερίσθηκε και κάθε παρεπόμενη διαδικασία, περιλαμβανομένης της εκδοθείσας επί παραλείψει εμφανίσεως αποφάσεως. Με την αντέφεση τους οι Εφεσίβλητοι παραπονούνται κυρίως ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και άλλες πτυχές της υπόθεσης, όπως προέκυπταν από την αίτηση τους, που θα το οδηγούσαν στην ίδια κατάληξη.

Η απόφαση της ευπαίδευτης δικαστή βασίσθηκε στο ότι στο φάκελο της ενώπιον της υπόθεσης περιείχετο μόνο η αίτηση ημερομηνίας 14.11.1996 με την οποία εζητείτο άδεια για υποκατάστατη επίδοση και το επ΄αυτής εκδοθέν προαναφερθέν διάταγμα της 11.12.1996 για υποκατάστατη επίδοση. Στο φάκελο δεν περιείχετο οποιαδήποτε αίτηση για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος. Η ευπαίδευτη δικαστής έκρινε ότι, εφ΄όσον το δικαστήριο δεν είχε έτσι γνώση οποιασδήποτε αίτησης που να προηγήθηκε και να επέτρεπε τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και την επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας, και εφ΄όσον το βάρος ήταν στους εφεσείοντες να αποδείξουν την ύπαρξη, ορθότητα και νομιμότητα της έκδοσης τέτοιου διατάγματος, η αίτηση έπρεπε να επιτύχει. Ενώπιον του δικαστηρίου ήταν βέβαια αντίγραφο διατάγματος ημερομηνίας 25.10.1996 και συνταχθέντος την 1.11.1996 στη Γενική Αίτηση 131/96, το οποίο είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση των Εφεσιβλήτων και το οποίο φαίνεται να απεστάλη στους Εφεσίβλητους με επιστολή των δικηγόρων των Εφεσειόντων ημερομηνίας 18.12.1996 μαζί με το κλητήριο ένταλμα και το διάταγμα της 11.12.1996. Το διάταγμα αυτό όμως, παρατήρησε η ευπαίδευτη δικαστής, προνοούσε μόνο ότι εδίδετο άδεια σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος και δεν παρείχε άδεια για επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας. Παρατηρώντας περαιτέρω ότι η αίτηση των Εφεσειόντων της 14.11.1996, η οποία έγινε με βάση τη Δ.5 και 5Α, αφορούσε υποκατάσταση επίδοση και όχι επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, η οποία διέπεται από τις προϋποθέσεις της Δ.6 και του άρθρου 3 του Κεφαλαίου 6, η ευπαίδευτη δικαστής έκρινε ότι το διάταγμα της 11.12.1996 δεν είχε εκδοθεί δυνάμει της Δ.6 και του άρθρου 3 και αφορούσε μόνο το υποκατάστατο της επίδοσης χωρίς να παρέχει άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, η οποία εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να είχε εξασφαλισθεί πριν ζητηθεί υποκατάσταση επίδοση. Εφ΄όσον λοιπόν δεν υπήρχε ενώπιον της διάταγμα που να παρείχε άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, συνεπέρανε ότι το διάταγμα για υποκατάσταση επίδοση της 11.12.1996 δεν μπορούσε νόμιμα να είχε εκδοθεί. Η κατάσταση αυτή δε, όπως κατέληξε, δεν διαφοροποιείτο ως εκ του Νόμου 40/82 που θα επέτρεπε την επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας με διπλοσυστημένη επιστολή χωρίς να χρειάζεται η προηγούμενη εξασφάλιση διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση, καθ΄όσον δυνάμει του άρθρου 10 του εν λόγω νόμου η εξασφάλιση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας παραμένει απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα υποκατάστασης επίδοσης που παρέχει ο Νόμος 40/82. Καταλήγοντας, αποφάνθηκε ότι η παράλειψη εξασφάλισης άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν συνιστούσε παρατυπία που θα μπορούσε να θεραπευθεί με προσφυγή στη Δ.64 αλλά εσφαλμένη και μη κανονική διαδικασία που το δικαστήριο όφειλε να παραμερίσει ex debito justitiae. Κατόπιν τούτου, δεν έκρινε πρόσφορο να ασχοληθεί με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι.

Το παράπονο των Εφεσειόντων, όπως διατυπώνεται στους λόγους έφεσης, είναι ότι εσφαλμένα η ευπαίδευτη δικαστής θεώρησε ότι δεν υπήρχε διάταγμα με το οποίο εδίδετο άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Το διάταγμα της 25.10.1996, λέγουν, είχε συνταχθεί λανθασμένα αφού στην πραγματικότητα το εκδοθέν την ημέρα εκείνη διάταγμα παρείχε και άδεια σφράγισης και άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας του κλητηρίου εντάλματος. Προς τούτο παραπέμπουν σε διάταγμα το οποίο επισυνάπτεται στο περίγραμμα της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους και το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης επίσης 25.10.1996 και ημερομηνία σύνταξης 16.11.1998, αναφέρει δε ότι δίδεται άδεια για τη σφράγιση όπως και για την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Στο περίγραμμα αγόρευσης επισυνάπτεται επίσης αντίγραφο αίτησης των Εφεσειόντων στη Γενική Αίτηση 131/96 ημερομηνίας 15.10.1996 η οποία εβασίζετο τόσο στη Δ.5 και 5Α όσο και στη Δ.6 και με την οποία εζητείτο άδεια για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας. Το διάταγμα αυτό βέβαια, όπως και η εν λόγω αίτηση, δεν ήσαν ενώπιον της ευπαίδευτης δικαστή, είναι όμως ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων ότι το δικαστήριο όφειλε να αναζητούσε και να είχε ενώπιον του το φάκελο της Γενικής Αίτησης 131/96 πριν αποφασίσει επί της αίτησης των Εφεσιβλήτων, ιδιαίτερα αφού με την αίτηση εζητείτο και ο παραμερισμός του διατάγματος της 25.10.1996. Τη θέση αυτή αναπτύσσει στο περίγραμμα της αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες.

Δεν μπορούσε να συμφωνήσουμε. Το δικαστήριο όφειλε και όφειλε μόνο να κρίνει την εκδικαζόμενη αίτηση με βάσει τα δεδομένα που ήσαν ενώπιον του, και καμιά υποχρέωση δεν είχε να προβεί το ίδιο σε έρευνα γεγονότων εκτός του φακέλου. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο και προς το θεμελιακό ρόλο του δικαστηρίου και προς την πρακτική. Η απόφαση στην υπόθεση El Sayegh v. Credit Suisse, Πολιτική Έφεση 8827, 30.7.1996, στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, δεν υποστηρίζει οτιδήποτε άλλο. Το μόνο που ελέχθη εκεί, και μάλιστα υπό μορφή παρατήρησης μόνο χωρίς να αποφαίνεται το δικαστήριο, ήταν ότι αίτηση για ακύρωση διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου θα έπρεπε να γίνεται στα πλαίσια της αγωγής και όχι στα πλαίσια της γενικής αίτησης στην οποία εκδόθηκε, αφού είναι η τύχη της αγωγής που αποφασίζεται και έτσι η γενική αίτηση συναρτάται προς την αγωγή. Αυτό δεν έχει τίποτε να κάνει με την υποχρέωση του δικαστηρίου να αποφασίσει την αίτηση για ακύρωση με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Τα μόνα διατάγματα τα οποία είχε ενώπιον του το δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση ήσαν εκείνο της 25.10.1996 που συνετάχθη στις 1.11.1996 και έδιδε άδεια για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και εκείνο της 11.12.1996 το οποίο έδιδε άδεια για υποκατάστατη επίδοση. Και τα δύο μάλιστα είχαν αποσταλεί στους Εφεσίβλητους από τους ίδιους τους Εφεσείοντες με την επιστολή τους που αποσκοπούσε στην επίδοση της αγωγής, και είναι έτσι που παρουσιάσθησαν στο δικαστήριο. Ούτε τίθεται λοιπόν θέμα παραπλάνησης του δικαστηρίου εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, οι οποίοι γνώριζαν ότι γνώριζαν από τα διατάγματα αυτά που τους εστάλησαν και τα οποία είχαν εξασφαλισθεί χωρίς τη δική τους γνώση. Ούτε παρουσιάσθησαν κατά την ακρόαση, μέσω της ένστασης των Εφεσειόντων ή άλλως πως, το κατ΄ισχυρισμό ορθό διάταγμα και η αίτησης τους της 15.10.1996. Πώς λοιπόν θα μπορούσε το δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα παρά ότι δεν υπήρξε διάταγμα παρέχον άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας; Τα πράγματα δεν διαφοροποιούνται ως εκ του ότι γίνεται σήμερα επίκληση ενός άλλου διατάγματος το οποίο φαίνεται να δίδει άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Το διάταγμα αυτό δεν παρουσιάζεται παρά μόνο ως επισυναπτόμενο και αναφερόμενο στην αγόρευση. Οι αγορεύσεις όμως δεν είναι τρόπος προσαγωγής μαρτυρίας, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει δεόντως προσαχθεί και γίνει δεκτή περαιτέρω μαρτυρία στην έφεση. Το ίδιο ισχύει για την αίτηση της 15.10.1996. Κατά δεύτερο λόγο δε, και πάλι δεν υπάρχει μαρτυρία, παρά μόνο ο σχετικός ισχυρισμός στην αγόρευση, ότι είναι το διάταγμα αυτό, και όχι εκείνο που ευρίσκετο ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου που διατυπώνει το ορθό κείμενο της διαταγής του δικαστηρίου που είχε επιληφθεί του θέματος. Δεν είναι για το Εφετείο να υπεισέλθει σε αυτά τα θέματα με αυτό τον τρόπο.

Καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν. Ούτε, δοθείσας της φύσης του πράγματος, τίθεται βέβαια θέμα αντικανονικότητας που θα μπορούσε να θεραπευθεί με προσφυγή στη Δ.64. Η υπόθεση Jones v. Δημητρίου, Πολιτική Έφεση 9078, 22.9.1998, στην οποία αναφερθήκαμε, δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Εκεί το θέμα δεν ηγέρθη στα πλαίσια αίτησης για ακύρωση της σφράγισης αλλά στα πλαίσια αγωγής στην οποία εγίνετο ισχυρισμός ότι η εκδοθείσα σε άλλη αγωγή προηγούμενη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί ως ληφθείσα αντικανονικά λόγω του ότι δεν είχε εξασφαλισθεί άδεια για σφράγιση του κλητηρίου. Συνεπώς εθεωρήθη ότι η όποια δικονομική παρέκκλιση στη λήψη της απόφασης στην προηγούμενη αγωγή δεν επέφερε τέτοια ακυρότητα που να μπορούσε να στηρίξει την παρούσα αγωγή. Εδώ όμως το θέμα εγείρεται ευθέως στα πλαίσια της ίδιας της αγωγής στην οποία αφορά η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Δ.64 επηρεάζει το δικαίωμα των Εφεσιβλήτων να ισχυριστούν ότι η επίδοση που τους έγινε δεν ήταν κανονική, όπως είναι η πάγια νομολογιακή θέση. Κατά πρώτον, η αντικανονικότητα της επίδοσης δεν θα μπορούσε να διορθωθεί εκ των υστέρων και αναδρομικά βάσει της Δ.64 παρά μόνο με την ενδεχόμενη εξασφάλιση νέου διατάγματος επιτρέποντος επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Κυρίως όμως, η αναγκαιότητα εξασφάλισης άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν είναι απλώς θέμα θεσμών, ώστε παρέκκλιση από αυτούς να μπορούσε ενδεχόμενα να θεραπευθεί με εφαρμογή της Δ.64, αλλά θέμα νόμου, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Παρέκκλιση από τις πρόνοιες του άρθρου 3 δεν μπορεί να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64 που αφορά μόνο δικονομικές παρεκκλίσεις.

Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει. Αυτό όμως δεν είναι το τέλος του πράγματος, αφού ενώπιον μας είναι και η αντέφεση των Εφεσιβλήτων. Σε αυτή περιέχονται οι ακόλουθοι λόγοι:

1. Η ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε με την αίτηση της 14.11.1996 για υποκατάστατη επίδοση ήταν ανεπαρκής και παράτυπη και δεν δικαιολογούσε την έκδοση του αιτηθέντος διατάγματος της 11.12.1996.

2. Αντίθετα με το διάταγμα της 11.12.1996 για υποκατάσταση επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος, επεδόθη αντίγραφο αυτού.

3. Υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από το δικαστήριο εκ μέρους των Εφεσειόντων κατά την εξασφάλιση του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση της 11.12.1996 και της απόφασης της 21.5.1997.

4. Λανθασμένα το δικαστήριο απεφάσισε ότι θα μπορούσε να γίνει επίδοση του κλητηρίου με διπλοσυστημένη επιστολή δυνάμει του άρθρου 10 του Νόμου 40/82.

5. Δεν ήταν δυνατή η εξασφάλιση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης για άδεια σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος, πράγμα που δεν εξέτασε το δικαστήριο.

6. Οι Εφεσίβλητοι εν πάση περιπτώσει είχαν καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής, πράγμα που δεν εξέτασε το δικαστήριο.

 

7. Η ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε προς απόδειξη της απαίτησης ήταν ανεπαρκής, πράγμα που δεν εξέτασε το δικαστήριο.

8. Κακώς το δικαστήριο δεν επεδίκασε έξοδα στους Εφεσίβλητους παρά το ότι η αίτηση τους έγινε δεκτή.

Ο πρώτος λόγος αντέφεσης δεν χρειάζεται να εξετασθεί. Ήδη έχει κριθεί επί της έφεσης η ορθότητα της απόφασης της ευπαίδευτης δικαστή ότι, επί των ενώπιον της στοιχείων, δεν ήταν νομικά δυνατή η έκδοση του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση. Η ενδεχόμενη ανεπάρκεια της ενόρκου δηλώσεως ως προς το περιεχόμενο της παύει να έχει σημασία. Το ίδιο βέβαια ισχύει για το δεύτερο λόγο αντέφεσης, που αφορά την ισχυριζόμενη μη συμμόρφωση προς το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, για τον έκτο λόγο αντέφεσης, που αφορά την ύπαρξη καλής υπεράσπισης των Εφεσειόντων για σκοπούς παραμερισμού της απόφασης, και για τον έβδομο λόγο αντέφεσης που αφορά την επάρκεια της ένορκης δήλωσης επί της οποίας ελήφθη η παραμερισθείσα απόφαση. Και οι τρεις λόγοι ήσαν παρεπόμενα θέματα, ώστε η εξέταση τους να είχε θεωρητική και μόνο σημασία. Ομοίως για τον τέταρτο λόγο αντέφεσης, για τον οποίο θα παρατηρούσαμε περαιτέρω ότι η αναφορά της ευπαίδευτης δικαστή στο θέμα δεν συνιστούσε μέρος του σκεπτικού της, τοσούτο μάλλον αφού το θέμα δεν εγείρετο ως εκ του ότι δεν είχε επιδιωχθεί επίδοση δυνάμει του Νόμου 40/82, παρά μόνο για να τονισθεί ότι ακόμα και στην περίπτωση εφαρμογής του εν λόγω νόμου η προϋπόθεση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας παραμένει. Ο πέμπτος λόγος αντέφεσης δεν θα έπρεπε να εξετασθεί καθ΄όσον προϋποθέτει την έκδοση του διατάγματος της 25.10.1996 υπό τη μορφή που ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες, διάταγμα το οποίο οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι αμφισβητούν και το οποίο, σύμφωνα με την κατάληξη της έφεσης, δεν βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ούτε βρίσκεται ενώπιον μας, δεόντως ή καν ομολογουμένως. Εξέταση του έτσι εγειρόμενου θέματος θα ήταν λοιπόν θεωρητική και υποθετική άσκηση.

Ως εκ της φύσεως του εγειρόμενου θέματος της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από το δικαστήριο που αφορά τον τρίτο λόγο αντέφεσης, δεν θα το αντιπαρερχόμεθα, έστω και αν δεν καθίσταται αναγκαίο να αποφασισθεί. Παρατηρούμε βέβαια ότι ο σχετικός ισχυρισμός αφορά την εξασφάλιση άδειας για υποκατάστατη επίδοση και την εξασφάλιση της απόφασης και δεν αφορά την εξασφάλιση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αφού το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που διατηρείται με την έκβαση της έφεσης, είναι ότι δεν εξασφαλίσθηκε άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Στην έκταση εκείνη όμως, αλλά και στην έκταση που οι ίδιοι οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εξασφάλισαν άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με την αίτηση τους της 15.10.1996 και το διάταγμα της 11.12.1996 που συντάχθηκε στις 16.11.1998, δεν μπορούμε παρά να πούμε ότι, με βάση τα περιεχόμενα στην ένορκη δήλωση των Εφεσιβλήτων που συνόδευε την αίτηση τους για ακύρωση της επίδοσης, η ένορκη δήλωση των Εφεσειόντων που φέρεται να συνόδευε την αίτηση της 15.10.1996 ήταν τόσο ανεπαρκής για σκοπούς του άρθρου 3 και της Δ.6 όσο είναι έκδηλη η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από το δικαστήριο, και δη της συμφωνίας της 31.3.1991 που περιείχε ρήτρα αλλοδαπής αποκλειστικής δικαιοδοσίας, της συμφωνίας της 21.5.1994 και του όλου υπόβαθρου των σχέσεων στα πλαίσια της συνεργασίας τους με ιδιαίτερη αναφορά στις εν λόγω συμφωνίες. Αυτό θα έπληττε καίρια την οποιαδήποτε άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας καθώς και τις παρεπόμενες ενέργειες των Εφεσειόντων να εξασφαλίσουν άδεια για υποκατάσταση επίδοση και τελικά απόφαση, σε σχέση με τις οποίες και υπήρξε η ίδια απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. Η ορθή διάσταση της υποχρέωσης πλήρους αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις αναπτύχθηκε από τον Πική, Π., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd, Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 157/90, 30.5.1996, στις σελίδες 3-4:

"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58. Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543. Sekavin S.A. v. Ship "Platon ch" (1987) 1 C.L.R. 297. Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 1993. Στη Zachariades v. Liveras and others (1989) 1 C.L.R. 437, κρίθηκε υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας ότι η μη αποκάλυψη όρου της μεταξύ των μερών συμφωνίας για την παραπομπή διαφορών σε Δικαστήριο της αλλοδαπής συνιστά εκτροπή από την αρχή της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος. Αντίθετα με την απόφαση στη Zachariades (ανωτέρω) και τις αρχές των Αγγλικών αποφάσεων που υιοθετεί, η απόφαση του δικαστηρίου στην Ellinger v. Guinness, Mahom & Co., (1939) 4 All E.R. 16, τείνει να υποστηρίξει ότι η μη αποκάλυψη πρέπει να συνοδεύεται και από πρόθεση εξαπάτησης (deceit) για να δικαιολογείται η ακύρωση, προσέγγιση που απηχείται και σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Cyprus Potato Marketing Board v. Primiaks (Pacific Violet) και άλλου, υπόθεση αρ. 93/89, ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1990 και Sons of Afif Yamout v. Schiffahrts - Ges. Elbe M.B.H. & Co, και άλλων, Αγ. Ναυτοδικείου αρ. 11/89 και 12/89, ημερομηνίας 25 Ιουνίου 1990, η κατάληξη της οποίας δεν εγκρίθηκε κατά την αναθεώρηση της. (Βλέπε Sons of Afif Yamout (αναφέρεται πιο κάτω)). Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. (Βλέπε The Andria (1984) 1 All E.R. 1126 (CA). The Hagen (1908) P. 189. Boyce v. Gill (1981) 64 L.T. 824. Brink's Mat Ltd Elombe (1988) 1 W.L.R. 1350 (C.A.). Stavros Hotel Appartments Limited και άλλοι ν. Χριστοφόρου και άλλων, Πολιτική Έφεση αρ. 8181, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 1995). Η θέση αυτή κρίνεται σωστή. Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."

 

Στην υπόθεση εκείνη η παρασιώπηση στην ένορκη δήλωση ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας για παραπομπή διαφορών σε δικαστήριο του Ισραήλ, έστω και αν επισυνάφθηκε για άλλο σκοπό, κρίθηκε ότι έπληττε καίρια το εκδοθέν διάταγμα για επίδοση του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας. Ανάλογο αποτέλεσμα υπήρξε στην Resola (Cyprus) Ltd ν. Χρίστου, Πολιτική Έφεση 9610, 31.3.1998, με αναφορά και στη Demstar, ανωτέρω.

Δεν θα ήταν ανωφελές να παρατηρήσουμε περαιτέρω ότι αιτήσεις για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας πρέπει να εξετάζονται με σχολαστική προσοχή, όπως απαιτείται στα πλαίσια του άρθρου 3 και της Δ.6, ώστε το δικαστήριο να ικανοποιείται με βάση πλήρη και λεπτομερή ένορκη δήλωση σε στήριξη της αίτησης ότι συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις. Όπως τονίσθηκε και στη Demstar, ανωτέρω, η ύπαρξη των προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας πρέπει να τεκμηριώνεται με την προσαγωγή ανάλογης μαρτυρίας, και δεν αρκεί η επίκληση γνώμης για την ύπαρξη των αναγκαίων δεδομένων, ούτε, ασφαλώς, η απλή γενική και συμπερασματική αναφορά ότι οι προϋποθέσεις συντρέχουν.

Απομένει ο όγδοος λόγος αντέφεσης που αφορά τα έξοδα. Επιλαμβανόμεθα για να πούμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί την απόφαση της ευπαίδευτης δικαστή να μην επιδικάσει έξοδα στους επιτυχόντες στην ενώπιον της εκδικασθείσα αίτηση Εφεσίβλητους, όπως δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί να μην επιδικασθούν έξοδα στους Εφεσίβλητους στην έφεση.

Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η αντέφεση, όσον αφορά τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, επιτυγχάνει και επιτρέπεται με έξοδα. Στο βαθμό όμως που τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης συμπίπτουν, θα επιτραπεί μόνον ένα κονδύλι εξόδων αυτής.

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο