ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 2101
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση για Αναθεώρηση στην
Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 135/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Δημητρίου Πάμπος και άλλων
Εναγόντων
και
Το πλοίο S.S. SAPPHIRE SEAS
Εναγομένου
-------------------------
17 Δεκεμβρίου 1999
Για τους Caspi Shipping Ltd and Natour Travel Association for Organised Tours Ltd -ανακόπτοντες στην ανακοπή 27/97 και ενάγοντες στην αγωγή 87/97: κ. Ε. Μοντάνιος με κ. Γρ. Λεοντίου.
Για την Αιτήτρια Τράπεζα: κ. Α. Χαβιαράς.
--------------------------
Νικήτας, Δ.
: Η απόφαση της πλειοψηφίας (Νικήτας, Καλλής, Ηλιάδης, Χατζηχαμπής) θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή. Ο Δικαστής Νικολάου έχει διαφορετική άποψη και θα δώσει χωριστή απόφαση.Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
: Η Αίτηση για Αναθεώρηση προκύπτει από απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί αιτήσεως η οποία κατεχωρήθη στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων των απαιτήσεων κατά του εκπλειστηριάσματος του πλοίου Sapphire Seas, το οποίο συνελήφθη και επωλήθη στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Η αίτηση είχε καταχωρηθεί από τους Καθ΄ων η Αίτηση για Αναθεώρηση, εν τοις εφεξής καλουμένους "η Τράπεζα", η οποία ήταν ενυπόθηκος δανειστής και είχε εξασφαλίσει εκ συμφώνου απόφαση στη δική της αγωγή 191/96 για το προς αυτή χρέος, είχε δε καταχωρήσει ανακοπή στην παρούσα αγωγή. Ανακοπή στην παρούσα αγωγή είχε καταχωρήσει και η Αιτήτρια στην Αίτηση για Αναθεώρηση, εν τοις εφεξής καλουμένη "η Εταιρεία", η οποία είχε εξασφαλίσει απόφαση στη δική της αγωγή 87/97 για παράβαση ναυλοσυμφώνου και η οποία έφερε ένσταση στην αίτηση της Τράπεζας για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων. Πρωτοδίκως, όσο και εδώ, ήταν κοινό έδαφος ότι πρώτη προτεραιότητα είχαν τα έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου και δεύτερη προτεραιότητα οι απαιτήσεις του πληρώματος. Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων έγκειτο στο ότι η μεν Τράπεζα ισχυρίζετο ότι είχε τρίτη προτεραιότητα για το εξ αποφάσεως χρέος της στην αγωγή 191/96, ως απόφαση in rem ενυπόθηκου δανειστή, και ότι οι υπόλοιπες απαιτήσεις, περιλαμβανομένης εκείνης της Εταιρείας, αν και in rem, ακολουθούσαν, ενώ η Εταιρεία ισχυρίζετο ότι η ίδια είχε τρίτη προτεραιότητα, ως εξ αποφάσεως πιστωτής in rem, που ομολογουμένως ήταν, και ότι η Τράπεζα ακολουθούσε καθ΄όσον η δική της απόφαση δεν ήταν in rem έχοντας εκδοθεί εκ συμφώνου και όχι αποδειχθεί προς ικανοποίηση του δικαστηρίου.Πρωτοδίκως απεφασίσθη ότι, καθ΄όσον στα πλαίσια της αίτησης για καθορισμό των προτεραιοτήτων η Τράπεζα απέδειξε με μαρτυρία ότι η υπέρ της εκ συμφώνου απόφαση εκδόθηκε στη βάση αγωγής για υπόλοιπο χρέους ασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη, η απαίτηση της κατά του εκπλειστηριάσματος ήταν in rem και είχε προτεραιότητα έναντι άλλων απαιτήσεων in rem, περιλαμβανομένης εκείνης της Εταιρείας.
Κατά την ακρόαση της Αίτησης για Αναθεώρηση, και αφού είχε ακουσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Τράπεζα, εδόθησαν εκ συμφώνου οδηγίες από το Δικαστήριο για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων όσον αφορά το εγειρόμενο θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της πρωτόδικης απόφασης με την Αίτηση για Αναθεώρηση και το επίσης εγειρόμενο θέμα των παράλληλων διαδικασιών, δεδομένου ότι η Εταιρεία καταχώρησε και έφεση, την υπ΄αριθμό 10461, κατά της εν λόγω απόφασης.
Η εξουσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί Αίτησης για Αναθεώρηση διέπεται από τον Κανονισμό 165 του Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893, ο οποίος προνοεί:
"165. Save where by these Rules is otherwise provided, any party may apply to the Court to review any order made by a Judge not being a final order or judgment disposing of the claim in the action."
Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Τράπεζα ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 165 για να καθίσταται δυνατή η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο στην παρούσα Αίτηση για Αναθεώρηση. Συγκεκριμένα, ο κ. Χαβιαράς λέγει ότι η Αίτηση για Αναθεώρηση δεν γίνεται από "party", ούτε αφορά "...any order ... not being a final order or judgm
ent disposing of the claim in the action". Διότι, όσον αφορά το πρώτο σημείο, η Εταιρεία δεν είναι διάδικος στην αγωγή, δηλαδή ενάγων ή εναγόμενος, παραπέμποντας στην υπόθεση G. Kirzis & Co Ltd v. Kothari Trading Co (1992) 1 ΑΑΔ 11. και, όσον αφορά το δεύτερο σημείο, η πρωτόδικη απόφαση είναι τελεσίδικη και όχι ενδιάμεση απόφαση, παραπέμποντας στην υπόθεση Williams and Glyn's Bank PLC v. Kouloumbis v. the Ship "MARIA" (1984) 1 CLR 569.Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία ερμηνεύει διαφορετικά την υπόθεση
Kirzis ώστε να περιλαμβάνει στον όρο "party" πρόσωπα παρόντα στην έκδοση της απόφασης, όπως ήταν η Εταιρεία στην προκειμένη περίπτωση, που μάλιστα είχε καταχωρήσει ένσταση στην αίτηση για καθορισμό των προτεραιοτήτων και λάβει μέρος στη διαδικασία εκείνη, καθιστάμενη έτσι διάδικος. Όσον αφορά το άλλο σημείο, ο κ. Μοντάνιος υποστηρίζει ότι η διαταγή εναντίον της οποίας στρέφεται η Αίτηση για Αναθεώρηση δεν είναι τελική διαταγή ή απόφαση τελεσίδικα καθοριστική για την απαίτηση στην αγωγή, παραπέμποντας στην Κυπριακή και στην Αγγλική νομολογία.Στην υπόθεση
Kirzis το θέμα ηγέρθη αντίστροφα από ό,τι στην προκειμένη περίπτωση αλλά ευθέως. Οι Ενάγοντες σε αγωγή εναντίον πλοίου είχαν εξασφαλίσει διάταγμα mareva, και ακολούθως διάταγμα για αποκάλυψη εγγράφων σε σχέση με τα θέματα που εγείροντο στο διάταγμα mareva, εναντίον προσώπων που δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή και ήσαν οι αντιπρόσωποι στην Κύπρο του αναφερομένου στην υπόθεση ως "The Club". Τα εν λόγω πρόσωπα καταχώρησαν έφεση εναντίον του διατάγματος για αποκάλυψη εγγράφων, κατά την ακρόαση της οποίας οι Ενάγοντες υπέβαλαν ότι η κατάλληλη διαδικασία δεν ήταν η έφεση αλλά Αίτηση για Αναθεώρηση. Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε. Το σκεπτικό της απόφασης, την οποία έδωσε ο Στυλιανίδης, Δ., ως ήτο τότε, περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη σ. 18:"The Club is admittedly not a party at all in the proceedings - the action, the mareva application of the application for discovery.
The ex parte respondents are not a party to the action. Parties to an admiralty action are either the plaintiff or the defendant - (see Rule 29).
Rule 165 provides for application for review by "any party" and Rule 166 sets a peremptory period of seven days from the date of the making of the order for the filing of the application.
The combined effect of these two provisions makes the procedure for review inapplicable in cases such as the one in which the appellants were neither parties - the one of them was conceded by the respondents that was not a party in any proceedings - nor present when the order was made.
The order was served after the lapse of the seven days period. In view of the above, the objection of counsel for the respondents-plaintiffs is unfounded. Appeal lies against the order for discovery."
O κ. Μοντάνιος εισηγείται ότι η αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα "nor present when the order was made" διευρύνει τη δυνατότητα εφαρμογής του Κανονισμού 165 σε πρόσωπα που δεν είναι, αυστηρώς ομιλούντες, διάδικοι στην αγωγή - ενάγων ή εναγόμενος - αλλά έχουν λάβει τέτοιο μέρος στη διαδικασία που να καθίστανται ουσιαστικά διάδικοι και επηρεαζόμενοι από το διάταγμα, όπως η Εταιρεία στην προκειμένη περίπτωση.
Έχουμε την άποψη ότι η υπόθεση
Kirzis δεν περιορίζει την Αίτηση για Αναθεώρηση στους διαδίκους στην αγωγή. Κατ΄αρχή, ο ίδιος ο Κανονισμός 165, όπως παρατηρεί και ο κ. Μοντάνιος, ομιλεί για "any party" και όχι για "any party in the action", ούτε υπάρχει αμφιβολία ότι η Εταιρεία είχε δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων ώστε να ήταν διάδικος στην εν λόγω διαδικασία έστω και αν δεν ήταν διάδικος στην αγωγή. Στο παρατεθέν απόσπασμα το δικαστήριο δεν προέβη σε εξαντλητικό ή αποκλειστικό ορισμό του όρου "any party", παρά μάλλον εξέταζε κατά πόσο τα πρόσωπα που είχαν καταχωρήσει την Έφεση μπορούσαν να θεωρηθούν ως εμπίπτοντα στον όρο ή όχι. Οι ενδείξεις είναι δε ότι το δικαστήριο δεν απέκλεισε την πιθανότητα μη διάδικοι στην αγωγή να εμπίπτουν στον όρο "party" για σκοπούς της Δ.165. Αν ήταν διαφορετικά, θα αρκούσε η διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες, μη όντες διάδικοι στην αγωγή, δεν είχαν δικαίωμα σε Αίτηση για Αναθεώρηση. Αντ΄αυτού, το δικαστήριο εξέτασε και άλλες παραμέτρους. Όσον αφορά το Club, παρατήρησε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου διάδικος ούτε στην αγωγή αλλά ούτε και στις άλλες επίδικες διαδικασίες. Όσον αφορά δε τα πρόσωπα που είχαν καταχωρίσει την έφεση, παρατήρησε κατ΄αρχή ότι αυτοί δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή - και είναι σε συνάρτηση με αυτό που αναφέρθηκε στον Κανονισμό 29 και όχι για να ταυτίσει την εμβέλεια του Κανονισμού 29 με εκείνη του Κανονισμού 165 όσον αφορά τον όρο "party". Στη συνέχεια το δικαστήριο ουσιαστικά εξέτασε κατά πόσο, δοθέντος ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή, εν τούτοις μπορούσαν να εμπίπτουν στον όρο "any party" του Κανονισμού 165. Παρατηρώντας δε ότι ο κανονισμός 166 ορίζει τακτή προθεσμία επτά ημερών για την καταχώριση της Αίτησης για Αναθεώρηση, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι ο Κανονισμός 165, σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 166, δεν εφαρμόζετο αφού οι δύο αυτοί Κανονισμοί δεν καλύπτουν την προκειμένη περίπτωση που τα εν λόγω πρόσωπα δεν ήσαν ούτε διάδικοι - προφανέστατα στην αγωγή - ούτε παρόντες κατά την έκδοση ex parte του προσβαλλόμενου διατάγματος - ώστε επίσης προφανέστατα να μπορούσαν να είχαν καταχωρίσει Αίτηση για Αναθεώρηση, δοθέντος, όπως προκύπτει από την αμέσως επόμενη αναφορά, ότι το διάταγμα τους επεδόθη μετά τη λήξη της προθεσμίας των επτά ημερών του Κανονισμού 166.Η απόφαση στην υπόθεση
Kirzis είναι λοιπόν πολύ περιορισμένη, αφορώντας μόνο την περίπτωση που εξ αντικειμένου, λόγω της έκδοσης του διατάγματος ex parte στην απουσία των καθ΄ων τούτο και της παρόδου των επτά ημερών του Κανονισμού 165 προ της επίδοσης του διατάγματος, δεν ήταν δυνατό για τους καθ΄ων το διάταγμα να καταχωρήσουν Αίτηση για Αναθεώρηση, και δεν αποφασίζει ότι μόνο οι διάδικοι στην αγωγή μπορούν να καταχωρήσουν Αίτηση για Αναθεώρηση. Απεναντίας, έτσι αντικριζόμενη η απόφαση εισηγείται ότι, αν τα πράγματα ήσαν διαφορετικά, θα υπήρχε πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 165.Σε εξυπακουόμενη συμφωνία με την άποψη αυτή είναι η υπόθεση
Williams & Clyn's Bank, ανωτέρω. Αν και το θέμα δεν ηγέρθη, καθ΄όσον η υπόθεση αφορούσε το άλλο σκέλος του Κανονισμού 165 ότι το διάταγμα δεν πρέπει να είναι "final order or judgment disposing of the claim in the action", εν τούτοις η απόφαση ότι ο κανονισμός 165 είχε εφαρμογή (και στη συνέχεια όντως ακούσθηκε η Αίτηση για Αναθεώρηση - ίδε Williams & Glyn's Bank PLC v. Kouloumbis v. The Ship "Maria" (1984) 1 CLR 674, (1986) 1 CLR 627), παίρνει ως δεδομένο ότι η εφαρμογή του Κανονισμού 165 δεν αποκλείετο ως εκ του ότι η Αίτηση για Αναθεώρηση κατεχωρήθη από interveners που σίγουρα δεν ήσαν διάδικοι στην αγωγή παρά μόνο στη διαδικασία διάθεσης του προϊόντος της πώλησης του πλοίου που αποτελούσε και το αντικείμενο της διαδικασίας.Αλλά και αναφορά στους Κανονισμούς είναι διαφωτιστική επί του θέματος. Τόσο οι Κανονισμοί που αφορούν την εκτέλεση απόφασης όσο και ιδιαίτερα οι κανονισμοί που αφορούν Αιτήσεις είναι διατυπωμένοι έτσι ώστε να μην περιορίζονται στους διαδίκους στην αγωγή.
Υπό το πρίσμα ων πιο πάνω, και λαμβανομένου υπ΄όψη του ότι η διαδικασία της Αίτησης για Αναθεώρηση παρέχεται "... for a quick review in matters which, as of their very nature, so demand" (per A. Λοΐζου, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση στη
Williams & Glyn's Bank, ανωτέρω), είναι η θεωρημένη μας άποψη ότι η εταιρεία στην προκειμένη υπόθεση, αν και όχι διάδικος στην αγωγή, εν τούτοις, ως διάδικος στη διαδικασία καθορισμού των προτεραιοτήτων, εμπίπτει στα πλαίσια του όρου "any party" του Κανονισμού 165.Στρεφόμεθα λοιπόν να εξετάσουμε το άλλο εγειρόμενο θέμα, κατά πόσο το διάταγμα το οποίο αφορά η Αίτηση για Αναθεώρηση δεν ήταν "final order or judgment disposing of the claim in the action", ώστε να τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 165. Το θέμα τίθεται ευθέως ως θέμα ερμηνείας
του Κανονισμού. Το υπό εξέταση διάταγμα ασφαλώς δεν ήταν ούτε διάταγμα ούτε απόφαση "disposing of the claim in the action". Η απαίτηση στην αγωγή είχε ήδη κριθεί με τη δοθείσα απόφαση. Αν λοιπόν η έννοια του Κανονισμού είναι ότι τόσο η αναφορά σε "order" όσο και η αναφορά σε "judgment" συνδέονται προς την αναφορά "disposing of the claim in the action", αυτό είναι και το τέλος του πράγματος και το εν λόγω διάταγμα θα ήταν στα πλαίσια του Κανονισμού. Η άλλη άποψη βέβαια θα ήταν ότι η αναφορά "final" αφορά μόνο την αναφορά σε "order", ότι και τα δύο διακρίνονται επομένως από την αναφορά σε "judgment", και ότι η περαιτέρω αναφορά σε disposing of the claim in the action" συναρτάται μόνο προς τον όρο "judgment", ώστε ο "όρος final order" να μην συνδέεται προς το "disposing of the claim in the action", με αποτέλεσμα να χρειάζεται να κριθεί αυτόνομα και περαιτέρω κατά πόσο το εν λόγω διάταγμα ήταν "final order" ή όχι, έτσι δε και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.Υιοθετούμε την πρώτη άποψη, η οποία θεωρούμε ότι συνάδει και με τη θεμελιακή γραμματική ερμηνεία. Κατά πρώτο, ο όρος "final" φαίνεται να αναφέρεται τόσο στο "order" όσο και στο "judgment". Αν ήταν άλλως, η γραμματική διατύπωση θα αναμένετο να ήταν όχι " not being a final order or judgment" αλλά "not being a f
inal order or a judgment". Η άποψη αυτή συνάδει και με την αντίκρυση του θέματος στην υπόθεση Williams & Glyn's Bank, ανωτέρω, στην οποία το δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι το εξεταζόμενο διάταγμα, όπως το έθεσε ο Α. Λοΐζου, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση, στη σ. 573, "it is not a final order or judgment disposing of the claim in the action", προχωρώντας να παρατηρήσει ότι "what is a final judgment needs hardly any definition". Η σαφής αναφορά σε "final judgment" δείχνει την αντίληψη ότι η αναφορά στον Κανονισμό σε "final" αφορά τόσο τον όρο "order" όσο και τον όρο "judgment", άλλως δεν θα υπήρχε λόγος αναφοράς σε "final judgment". Τούτου δοθέντος, αλλά και ανεξάρτητα, η γραμματική ερμηνεία οδηγά στο συμπέρασμα του ενιαίου της πρόνοιας του Κανονισμού, ότι δηλαδή το τελεσίδικο του διατάγματος ή της απόφασης σε σχέση με την κρίση επί της απαίτησης στην αγωγή είναι το κριτήριο της εμβέλειας του Κανονισμού. Η ίδια η διατύπωση της πρόνοιας συνδέει λεκτικά το σύνολο του "final order or judgment" προς το "disposing of the claim in the action", και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εισηγείται ότι μόνο ο όρος "judgment" συνδέεται προς αυτό. Η δε γραμματική ερμηνεία συνάδει και με το σκοπό του κανονισμού ως μέτρου ποσφερόμενου ιδιαίτερα "for a quick review of matters which, as of their very nature, so demand" (ανωτέρω), αφού τοποθετεί εντός του Κανονισμού όλα τα θέματα που δεν αφορούν την ουσιαστική κρίση επί της αγωγής υπό τη μορφή είτε τελικής απόφασης είτε τελικού διατάγματος.Περαιτέρω, η αντίκρυση αυτή αντανακλά και την άποψη της νομολογίας. Στην υπόθεση
The Anglo-Palestine Bank Ltd v. The S.S. Arrow 14 C.L.R. 314, σε αναφορά με διαταγή για μη απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, ο Stronge, C.J., είπε τα ακόλουθα στη σ. 316:"I entertain no doubt that the order was interlocutory and not final inasmuch as it was not competent for the Court at the hearing of the application upon which the order was made to determine the main question in dispute in the action, viz., the existence or non-existence of any liability to the mortgagee."
Η σαφής αναφορά του δικαστηρίου "to determine the main question in dispute in the action" καθορίζει το κριτήριο σε αναφορά με την κρίση επί της απαίτησης στην ίδια την αγωγή. Ομοίως, στην υπόθεση Geto Trading Ltd v. Του Πλοίου Vlad
imir Vaslyayev, Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου 56/93, 21.3.1996, όπου παρετηρήθησαν τα ακόλουθα, προκειμένου περί διαταγής για μη απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, από τον Πική, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση, στη σ. 3:"Χωρεί αναθεώρηση μόνο εφόσον η διαταγή της οποίας επιδιώκεται η αναθεώρηση είναι ενδιάμεση. Η διαταγή η οποία εκδόθηκε σ΄αυτή την υπόθεση, το αντικείμενο της αναθεώρησης, ήταν, όντως, ενδιάμεση, εφόσον δεν ήταν καθοριστική για την έκβαση της αγωγής."
Αν και οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν διάταγμα προ της απόφασης στην αγωγή, το σκεπτικό του δικαστηρίου έχει ευρύτερη αναφορά. Το ίδιο δε κριτήριο φαίνεται να εφαρμόσθηκε και στην υπόθεση
Williams & Glyn's Bank, ανωτέρω, που αφορούσε διάταγμα εκδοθέν μετά από την απόφαση στην αγωγή, και συγκεκριμένα επί αιτήσεως για να αποφασισθεί η ημερομηνία μετατροπής του ποσού της απόφασης από δραχμές σε Κυπριακές λίρες. Το δικαστήριο, παρατηρώντας σε συνέχεια της προαναφερθείσας αναφοράς του ότι η διάκριση μεταξύ "interlocutory orders and final orders" απασχόλησε την Αγγλική νομολογία στα πλαίσια των κανονισμών για το χρόνο έφεσης, αναφέρει τα ακόλουθα στη σ. 573:"We need not review in detail the matter as the nature of the order under appeal in the present case leaves no doubt that same is neither a final order nor judgment disposing of the claim in the action in the sense of rule 165, inasmuch as judgment has been given in favour of several plaintiffs, one of them being the respondent/plaintiff in this appeal, expressed in Greek drachmas or their equivalent in Cyprus pounds and their costs in Cyprus pounds.
Kαι στη σ. 574:
"As already said, as of its nature, viewed in the context of the express provisions of rule 165 and the construction placed on the expressions "final order or judgment disposing of the claim in the action", we must rule that the subject direction comes under neither of the above two; therefore it is an order made by a Judge in the first instance in exercise of the Admiralty Jurisdiction of this Court and as such an application to the Court for review lies under rule 166,..."
Η ρητή αναφορά του δικαστηρίου ότι "inasmuch as judgment has been given in favour of several plaintiffs" ως η εξήγηση για το ότι το εξεταζόμενο διάταγμα δεν ήταν "final order or judgment disposing of the claim in the action", είναι καθοδηγητική καθ΄όσον εισηγείται ότι διάταγμα εκδοθέν μετά από την απόφαση επί της απαίτησης δεν μπορεί ως εκ τούτου να είναι final order, ούτε βέβαια και judgment, disposing of the claim in the acti
on, κάτι που ήδη έγινε με την απόφαση. Και είναι εξ ίσου καθοδηγητική η παρατήρηση του ότι το εν λόγω διάταγμα, "as of its nature", δεν ήταν "final order or judgment disposing of the claim in the action". Είναι προφανώς γι΄αυτό το λόγο που το δικαστήριο έκρινε αχρείαστο να εξετάσει περαιτέρω το θέμα σε αναφορά με τη διάκριση μεταξύ final orders και interlocutory orders στην οποία αναφέρθηκε στα πλαίσια της Αγγλικής νομολογίας: το διάταγμα, ακόλουθο επί ης απόφασης, δεν μπορούσε, ως εκ της φύσεως του, να ήταν final.Περαιτέρω αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση
Katarina Shipping Inc v. The Cargo on Board the Ship "Poly" (1978) 1 CLR 355. Ο Τριανταφυλλίδης, Π., εξετάζοντας το θέμα μεταξύ άλλων, στα πλαίσια αίτησης για αναστολή εκτέλεσης εν όψει έφεσης, εξέφρασε την άποψη ότι η Αίτηση για Αναθεώρηση και όχι η καταχωρηθείσα έφεση, σε σχέση με την οποία έγινε η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης, ήταν η σωστή διαδικασία, προκειμένου περί διαταγής αφορώσας το πρόσωπο στο οποίο, και τους όρους υπό τους οποίους, το επίδικο φορτίο θα παραδίδετο από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου και εκδοθείσας μετά από την απόφαση για την απελευθέρωση του φορτίου.Δεν είναι ούτε για μας αναγκαίο στην προκειμένη περίπτωση να υπεισέλθουμε στη διάκριση μεταξύ interlocutory και final orders όπως συζητείται στην Αγγλική νομολογία, εν όψει του ότι το εν λόγω διάταγμα, εκδοθέν μετά από την απόφαση στην αγωγή, δεν μπορούσε να ήταν τελικό αφού δεν ήταν διάταγμα "disposing of the claim in the action". Εξ άλλου, η διάκριση αυτή στην Αγγλική νομολογία εξετάζεται όχι βέβαια στα πλαίσια αντίστοιχου κανονισμού ως θέμα ερμηνείας του αλλά για σκοπούς χαρακτηρισμού διαταγμάτων σε συνάρτηση με τον προβλεπόμενο χρόνο έφεσης.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι το διάταγμα στην προκειμένη υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του κανονισμού 165, ώστε η παρούσα Αίτηση για Αναθεώρηση και όχι η έφεση να προσφέρεται ως η ορθή διαδικασία. Εν όψει και της προσέγγισης στις υποθέσεις
Williams & Glyn's Bank και Kirzis, ανάλογη θα είναι η αντίκρυση της παράλληλης διαδικασίας της έφεσης.Θα προχωρήσουμε, ως εκ τούτου, να επιληφθούμε της Αίτησης για Αναθεώρηση.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π