ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1378
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
Αγωγή Αρ. 152/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Μεταξύ:
Π.Τ. Α ΣΟΥΡΑΝΣΙ ΤΟΚΙΟ ΜΑΡΙΝ ΙΝΤΟΝΗΣΙΑ
(P.T. ASURANSI TOKIO MARINE INDONESIA) από την Ινδονησία
Εναγόντων
και
1. Σήσκοπ Ναβικέϊσιον Λτδ (Seascope Navigation Ltd) εκ Λεμεσού
2. Κόντσιπ Κοντέϊνερλαϊνς Λτδ (Contship Containerlines Ltd) από
την Αγγλία
Εναγομένων
-----------------
22 Σεπτεμβρίου 1999
Re Αίτηση ημερομηνίας 20.3.1998
Για τους εναγόμενους 2-αιτητές: κα. Ν. Ιωάννου.
Για τους ενάγοντες-καθ΄ων η αίτηση: κ. Ν. Χ"Ιωάννου.
---------------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η αγωγή αυτή εγείρεται από τους ασφαλιστές εμπορευμάτων που μεταφέρθησαν από την Ινδονησία στην Κύπρο δυνάμει πέντε ναυλοφορτωτικών για ισχυριζόμενη ζημιά που προκλήθηκε στα εμπορεύματα κατά τη μεταφορά τους. Οι Ενάγοντες αποζημίωσαν πλήρως τους πέντε παραλήπτες οι οποίοι στις 26.9.1996, 24.10.1996, 24.10.1996, 28.10.1996 και 6.
2.1997 υπέγραψαν πανομοιότυπο καλούμενο "letter of subrogation" το οποίο έχει ως ακολούθως:"In consideration of your paying us for a Partial Loss/Total Loss on the goods stated above it is hereby agreed that in virtue of such payment you will be subrogated to all rights and remedies in respect of the said goods and will be authorised to make use of our name for the purpose of any proceedings or measures or other which you may think fit to take for the enforcement of such rights or remedies and accordingly we undertake to furnish you with all documents and correspondence relating thereto and to make any such affidavits or declaration and to give such oral evidence as we can properly make or give and generally to render you such assistance as you may from time to time reasonably require in connection with any such proceedings or measures you indemnifying us against all liability costs charges and expenses incurred on your behalf in connection therewith and with the use of our name."
Με την αγωγή τους οι Ενάγοντες αξίωναν το συνολικό ποσό των US$37,680.01 ως η αξία των εμπορευμάτων και το καταβληθέν ποσό στους παραλήπτες.
Οι Εναγόμενοι 2 ενάγονται ως οι μεταφορείς των εμπορευμάτων και οι Εναγόμενοι 1, που είναι Κυπριακή εταιρεία, ως οι αντιπρόσωποι τους στην Κύπρο. Η επίδοση στους Εναγόμενους 2, που είναι Αγγλική εταιρεία, έγινε με διπλοσυστημένη επιστολή στην Αγγλία κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου επί αιτήσεως για υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Μετά την επίδοση, οι Εναγόμενοι 2 εμφανίσθησαν υπό διαμαρτυρία και ακολούθως καταχώρησαν την αίτηση αυτή ζητώντας:
1. Τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος.
2. Την ακύρωση της διαταγής για άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και την αναστολή της διαδικασίας ώστε το θέμα να αποφασισθεί με διαιτησία στο Λονδίνο.
Όσον αφορά το πρώτο, η θέση των Εναγομένων 2, όπως διατυπώνεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και όπως αναπτύχθηκε στην αγόρευση της από την κα. Ιωάννου, είναι ότι οι ναυλοφορτωτικές υπόκειντο στην περίοδο παραγραφής ενός έτους των Hague Rules και ότι η δοθείσα από τους Εναγόμενους 2 παράταση ήταν υπό τον όρο, όπως προνοείτο στο σχετικό έγγραφο, ότι "you are now the rightful claimant as per the bill of lading". Οι Ενάγοντες, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, δεν ήσαν οι "rightful claimants" καθ΄ όσον τα υπογραφέντα από τους παραλήπτες letters of subrogation δεν συνιστούσαν formal assignment που να έδιδε το δικαίωμα στους ενάγοντες να εγείρουν απαίτηση στο όνομα τους όπως έκαναν με την αγωγή αυτή, παρά μόνο να χρησιμοποιήσουν το όνομα των παραληπτών για να προωθήσουν την απαίτηση. Σαν αποτέλεσμα, οι ενάγοντες δεν είχαν δικαίωμα να κινήσουν την αγωγή, η δε δοθείσα παράταση χρόνου δεν ήταν αποτελεσματική και η αγωγή ήταν εκπρόθεσμη.
Όσον αφορά το δεύτερο, οι εναγόμενοι 2 βασίζονται στον όρο των ναυλοφορτωτικών για παραπομπή των διαφορών σε διαιτησία στο Λονδίνο, επικαλούμενοι διάφορα στοιχεία τα οποία, κατά την εισήγηση τους, συνηγορούν υπέρ της τηρήσεως του όρου για διαιτησία.
Οι ενάγοντες, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και στην αγόρευση του κ. Χατζηϊωάννου, επιχειρηματολογούν κατά της εισήγησης των Εναγομένων 2. Αναφορικά με το πρώτο θέμα, λέγουν συγκεκριμένα ότι ο γενικός κανόνας ότι το subrogation παρέχει δικαίωμα έγερσης της απαίτησης στο όνομα του παραλήπτη και όχι του ίδιου του ασφαλιστή δεν τυγχάνει εφαρμογής στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου, και περαιτέρω ότι η δοθείσα παράταση χρόνου και η όλη στάση των Εναγομένων 2 τους κωλύει να ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες δεν είναι οι "rightful owners".
Αναφορικά με το δεύτερο θέμα, οι Ενάγοντες παραπέμπουν σε ευάριθμους παράγοντες οι οποίοι, κατά την εισήγηση τους, επιτρέπουν τη μη εφαρμογή της ρήτρας διαιτησίας. Διαζευκτικά, ισχυρίζονται ότι με τη δοθείσα παράταση χρόνου εγκατελείφθη η ρήτρα διαιτησίας. Περαιτέρω, όπως υποστήριξε ο κ. Χατζηϊωάννου, οι Εναγόμενοι 2 δεν έχουν επισημάνει οποιαδήποτε "διαφορά" εντός των όρων της ρήτρας διαιτησίας που να μπορεί να παραπεμφθεί σε διαιτησία και να καθιστά έτσι τη ρήτρα διαιτησίας ενεργό.
Στην αγόρευση του, ο κ. Χατζηϊωάννου εισηγήθηκε ακόμα ένα λόγο για απόρριψη της αίτησης. Στις 21.4.1999 οι Εναγόμενοι 2 καταχώρησαν αίτηση για ασφάλεια εξόδων, στην οποία υπήρξε ένσταση και η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση στις 7.10.1999. Αυτό, εισηγείται, συνιστά νέο βήμα στη διαδικασία το οποίο ανάγεται έτσι σε εγκατάλειψη της ένστασης στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η κυρία Ιωάννου απάντησε σε αυτό λέγοντας ότι η αίτηση για ασφάλεια εξόδων δεν συνιστά νέο βήμα στη διαδικασία, ιδιαίτερα αφού έγινε μετά την καταχώρηση της παρούσας αίτησης και μάλιστα μετά την αρχική ακρόαση της και επιφύλαξη της απόφασης από τον τότε εκδικάζοντα την υπόθεση Χρυσοστομή, Δ.
Επιλαμβάνομαι άμεσα του τελευταίου αυτού θέματος αφού, αν ο κ. Χατζηϊωάννου είναι ορθός, είναι το τέλος του πράγματος, τουλάχιστον όσον αφορά το θέμα της διαιτησίας. Είναι δεδομένη και αποδεκτή η αρχή, η οποία έχει κατ΄εξοχή εφαρμογή στην περίπτωση που η ένσταση στην άσκηση δικαιοδοσίας βασίζεται στην ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας, ότι η ένσταση στην άσκηση δικαιοδοσίας, εφ΄όσον δεν αφορά έλλειψη δικαιοδοσίας του
ιδίου του δικαστηρίου επί της αγωγής, μπορεί να εγκαταλειφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο. Και ότι τότε μόνο ο Εναγόμενος μπορεί να ζητά αναστολή της διαδικασίας εφ΄όσον ο ίδιος δεν έχει πάρει νέα βήματα στη διαδικασία, αφού η λήψη νέων βημάτων είναι ασυμβίβαστη με το αίτημα για αναστολή ως αποκαλύπτουσα αποδοχή της δικαιοδοσίας και πρόθεση ακολουθίας της. Η αρχή αυτή ενσωματώνεται και στο άρθρο 4(1) του Arbitration Act, 1950, όπως και στο άρθρο 8 του δικού μας περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4. Η υποβολή αίτησης για ασφάλεια εξόδων έχει κριθεί από παλιά ότι συνιστά νέο βήμα στη διαδικασία. Στην υπόθεση Adams v. Cutley (1892) 66 L.T. 687 έτσι αποφασίσθηκε, ο δε Mathew, J., με την απόφαση του οποίου συμφώνησε ο Smith, J., είπε τα εξής στη σ. 688:"... I think it is quite clear that the other thing which he has done, viz., applied for a stay until security for costs has been given, is a step in the proceedings within the section. By asking for security the defendant has shown his willingness to proceed in the action if that security is given, and shows also that he is not complying with the condition in the section that he should be ready and willing to go to arbitration."
Το θέμα συζητείται και γενικότερα στο
Annual Practice 1958, σ. 3359-3360 όπως και στο Halsbury's Laws of England, Vol. 2, παρ. 58, σσ. 25-26.Φρονώ ότι η εφαρμογή της αρχής στην προκειμένη περίπτωση δεν διαφοροποιείται ως εκ του ότι η αίτηση για ασφάλεια εξόδων υποβλήθηκε μετά αντί πριν από την αίτηση για αναστολή της διαδικασίας. Αν και δεν υπήρξε νέο βήμα στη διαδικασία όταν κατεχωρήθη η αίτηση για αναστολή, εν τούτοις η αίτηση για ασφάλεια εξόδων, αφ΄ης στιγμής κατεχωρήθη, συνιστούσε νέο βήμα και αναιρούσε την ένσταση στην άσκηση δικαιοδοσίας από το δικαστήριο με την οποία άσκηση δικαιοδοσίας και μόνη ήταν συμβατή. Όπως παρατηρήθηκε στο παρατεθέν απόσπασμα στην
Adams v. Cutley, ανωτέρω, ζητώντας ασφάλεια εξόδων ο Εναγόμενος δείχνει την επιθυμία του να προχωρήσει η αγωγή εφ΄όσον δοθεί η ασφάλεια και την απροθυμία του να προσφύγει στη διαιτησία. Η ίδια η φύση της αίτησης για ασφάλεια εξόδων είναι τέτοια που να μη συμβιβάζεται είτε με την ακόλουθη καταχώριση αίτησης για αναστολή της διαδικασίας λόγω ρήτρας διαιτησίας είτε με την περαιτέρω προώθηση τέτοιας ήδη καταχωρηθείσας αίτησης. Θα έλεγα μάλιστα ότι η καταχώριση αίτησης για ασφάλεια εξόδων μετά αντί πριν την καταχώρηση αίτησης για αναστολή λόγω ρήτρας διαιτησίας συνιστά ακόμα πιο εμφαντικά αναίρεση της ένστασης στην άσκηση δικαιοδοσίας.Καταλήγοντας, δεν είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της αίτησης καθ΄όσον αφορά το δεύτερο θέμα την αναστολή της διαδικασίας λόγω της ρήτρας διαιτησίας.
Εγείρεται βέβαια το ερώτημα κατά πόσον η κατάληξη αυτή επεκτείνεται και στο πρώτο θέμα που αφορά η αίτηση, τη νομιμοποίηση των Εναγόντων και το εκπρόθεσμο της αγωγής. Για το εκπρόθεσμο της αγωγής θα έβλεπα την απάντηση ως καταφατική, καθ΄όσον η αρχή η οποία αναφέρεται στην εγκατάλειψη ένστασης στην άσκηση δικαιοδοσίας είναι ευρύτερης εφαρμογής και βασίζεται στη δυνατότητα του εναγομένου να αποδεχθεί την άσκηση δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, έστω και αν θα μπορούσε να ενστεί σε αυτή, εφ΄όσον δεν τίθεται θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας του ιδίου του δικαστηρίου επί της αγωγής (ίδε:
Annual Practice, 1958, σ. 3161). Όσον αφορά όμως τη νομιμοποίηση των ιδίων των εναγόντων στην έγερση της αγωγής στο όνομα τους, η αρχή δεν έχει εφαρμογή αφού το θέμα αυτό δεν είναι θέμα άσκησης δικαιοδοσίας αλλά ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος, όπως και έχει συζητηθεί. Στρέφομαι λοιπόν να το εξετάσω, διευκρινίζοντας ότι θέμα estoppel ως εκ της δοθείσας παράτασης χρόνου και της όλης στάσης των εναγομένων 2, όπως ισχυρίζεται ο κ. Χατζηϊωάννου, δεν μπορεί να τίθεται.Η θέση της κας. Ιωάννου είναι ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση η γενική αρχή ότι το subrogation του ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλισμένου με την αποζημίωση του, μη αναγόμενο σε assignment, δεν δίδει δικαίωμα στον ασφαλιστή να εγείρει αγωγή στο όνομα του παρά μόνο στο όνομα του ασφαλισμένου. Μόνο στην περίπτωση που η εκχώρηση των δικαιωμάτων αγωγής παίρνει τη μορφή του formal assignment μπορεί
ο ασφαλιστής να εγείρει την αγωγή στο όνομα του. Χωρίς αμφιβολία, η αρχή αυτή τυγχάνει γενικής εφαρμογής στο ασφαλιστικό δίκαιο. Όπως αναφέρεται συνοπτικά στο Ivamy, General Principles of Insurance Law, 2nd ed., pp. 424-425:"The rights to which the insurers are subrogated, must, as a general rule, be enforced in the name of the assured. The mere fact of subrogation does not entitle them to enforce such rights in their own names. To enable them to do so, it is necessary either that a statute should confer upon them a right of action, or that the assured should make a formal assignment to them of this right of action in respect of the subject-matter."
Και στο
MacGillivray & Parkington, Insurance Law, 6th ed., para 1883, p. 786:"1883. Insurer has no right to sue in own name. The right to compensation remains in the insured and an insurer who is subrogated to the rights of the insured can bring his action only in the name of the insured. If, however, the insured has made an express assignment of his rights to the insurer, the insurer can exercise in his own name the rights originally belonging to the insured."
Η κα. Ιωάννου αναφέρθηκε στα πιο πάνω όπως και ειδικά στη νομολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, λέγει η κα. Ιωάννου, δεν υπήρξε assignment παρά μόνο subrogation του ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, και μάλιστα με αναφορά στο letter of subrogation στο ότι ο ασφαλιστής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα του ασφαλισμένου, με αποτέλεσμα η αγωγή να μπορούσε να εγερθεί μόνο στο όνομα του ασφαλισμένου.
Ο κ. Χατζηϊωάννου δεν αμφισβητεί τη γενική αρχή, ούτε υποστηρίζει ότι τα letters of subrogation συνιστούσαν assignment παρά μόνο επιβεβαίωση του subrogation, ισχυρίζεται όμως ότι η γενική αρχή δεν επεκτείνεται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου, παραπέμποντας στο
MacGillivray & Parkington, Insurance Law, 5th ed. para 1886, όπου αναφέρεται:"The legal right to compensation remains in the assured, and, therefore, unless there has been an express assignment of the legal right, actions at law brought for the benefit of the insurer are brought in the name of the assured. In Courts of Equity or of Admiralty the insurer has always been allowed to sue in his own name."
Παραπέμπει επίσης στον κανονισμό 31 του
Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893, και στηρίζει τη θέση του με περαιτέρω αναφορά στη νομολογία.Στην εξέταση του θέματος, είναι κατ΄αρχή σημαντικό να γίνει αντιληπτό το υπόβαθρο των εννοιών. Το δικαίωμα του ασφαλιστή να υποκατασταθεί στα δικαιώματα του ασφαλισμένου (subrogation) πηγάζει και υφίσταται αυτόματα από την ίδια την πληρωμή του προς τον ασφαλισμένο, ανάγεται δε σε αρχές του δικαίου της επιείκιας (ίδε
Edwards & Co. v. Motor Union Insurance Co [1922] L.J., K.B. Vol. 91, p.921, Simpson v. Thomson (1873) Aspinall's Maritime Law Cases, Vol 3, p.567, Randal v. Cockran (1748] 1 Ves. sen. 97). Ως τέτοιο, δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε ειδική εκχώρηση δικαιωμάτων από τον ασφαλισμένο προς τον ασφαλιστή (ίδε Castellain v. Preston (1883) 11 Q.B.D. 380), έστω και αν συγχρόνως γίνεται τέτοια εκχώρηση. Ας σημειωθεί ότι η αρχή του subrogation έχει και νομοθετική ισχύ στο άρθρο 79 του Αγγλικού Marine Insurance Act, 1906. Το δικαίωμα που αποκτά ο ασφαλιστής, αποζημιώνοντας τον ασφαλισμένο, εξομοιώνεται προς το δικαίωμα του ασφαλισμένου, έναντι τρίτων όμως ο ασφαλισμένος παραμένει εκείνος που μπορεί να εγείρει την αγωγή στο όνομα του (ίδε: London Assurance Co. v. Sainsbury (1783) 3 Doug. K.B. 245, per Lord Mansfield, C.J. at p. 253, King v. Victoria Insurance Co (1896) 65 L.J. (N.S.) 38, έστω και αν μπορεί να υποχρεωθεί από τον ασφαλιστή να εγείρει την αγωγή, εκτός αν έχει γίνει assignment των αγώγιμων δικαιωμάτων του ασφαλισμένου προς τον ασφαλιστή οπότε ο ασφαλιστής μπορεί να εγείρει την αγωγή στο δικό του όνομα καθ΄όσον με το assignment αποκτά ίδιο δικαίωμα (ίδε Compania Colombiana de Seguros v. Pacific Steam Navigation Co [1964] 1 All ER 216, King v. Victoria Insurance Co., ανωτέρω).Τις θέσεις αυτές υιοθετεί και η απόφαση του Σαββίδη, Δ., στην υπόθεση
Chellaram & Sons (London) Ltd v. Overtania Shipping Co. Ltd (1982) 1 CLR 699, όπου ο ευπαίδευτος δικαστής κατάληξε ως εξής στη σ. 710, αφού ανασκόπησε τη νομολογία:"If once the claim is paid, then, as a matter of equity, the rights to recover against third persons pass from the assured to the insurer, although the legal right to compensation remains in the assured, and although actions at law must be brought in the name of the assured and not of the insurer - see London Assurance Co. v. Sainsbury and King v. Victoria Insurance Co."
Ο κ. Χατζηϊωάννου λέγει ότι η απόφαση στην υπόθεση
Chellaram είναι obiter σε ότι αφορά το επίδικο θέμα ή, άλλως, λανθασμένη, και ότι η γενική αρχή ότι ο ασφαλιστής, ελλείψει assignment του ιδίου του αγώγιμου δικαιώματος, δεν μπορεί να κινήσει την αγωγή το όνομα του αλλά στο όνομα του ασφαλισμένου, δεν έχει εφαρμογή στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου. Η ανωτέρω παρατεθείσα αναφορά στο MacGillivray & Parkington, στην οποία βασίζεται για τη θέση αυτή, όμως, δεν εξηγείται περαιτέρω και παραπέμπει μόνο σε αμερικανικές αποφάσεις, ενώ είναι βέβαιο ότι πολλές από τις αγγλικές αποφάσεις στις οποίες ακολουθείται η γενική αρχή είναι σε υποθέσεις ναυτοδικείου (ίδε: Simpson v. Thomson, Compania Colombiana de Seguros), όπως βέβαια ήταν και η υπόθεση Chellaram. Είναι γεγονός ότι η υπόθεση Chellaram δεν αφορούσε ευθέως αγωγή στο όνομα του ασφαλιστή αλλά αγωγή που ηγέρθη στο όνομα του ασφαλισμένου, υπήρχε δε letter of subrogation με το οποίο ο ασφαλισμένος εκχώρησε τα δικαιώματα του στον ασφαλιστή και τον εξουσιοδότησε να χρησιμοποιήσει το όνομα του σε αγωγή. Καταλήγοντας με βάση την πιο πάνω προσέγγιση του, το δικαστήριο απεφάσισε ότι ορθώς η αγωγή είχε εγερθεί στο όνομα του ασφαλισμένου και όχι στο όνομα του ασφαλιστή. Από το report δεν είναι καθαρό κατά πόσο το θέμα είχε εγερθεί ως τέτοιο από τους διαδίκους ή είχε επιληφθεί αυτού το δικαστήριο με δική του πρωτοβουλία, σε σχέση με την εισήγηση του κ. Χατζηϊωάννου ότι οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου ήσαν obiter. Θα μπορούσαν όμως να θεωρηθούν obiter καθ΄όσον η αγωγή δεν είχε εγερθεί στο όνομα του ασφαλιστή. Εν πάση περιπτώσει, ενάντια στην υπόθεση Chellaram ο κ. Χατζηϊωάννου παράθεσε την υπόθεση Standard Fruit Co (Bermuda) Ltd etc v. Gold Seal Shipping Co Ltd, Αγ. Ναυτ. 77/90, 22.4.1997, στην οποία η αγωγή ηγέρθη στο όνομα και του ασφαλισμένου και του ασφαλιστή. Τα κύρια θέματα στην αγωγή ήσαν άλλα, απευθυνόμενος όμως στο προκείμενο θέμα, ο Παπαδόπουλος, Δ., θεώρησε ότι, όσον αφορά τον ασφαλιστή, ορθά η αγωγή κινήθηκε από αυτόν. Το σκεπτικό της αναφοράς αυτής δεν είναι βέβαια ικανοποιητικό καθ΄όσον βασίζεται στην αρχή του subrogation, που αφ΄εαυτού δεν δίδει δικαίωμα στον ασφαλιστή να εγείρει αγωγή στο όνομα του, ούτε πρέπει να ξεχνά κανείς ότι στην υπόθεση αυτή η αγωγή κινήθηκε και στο όνομα του ασφαλισμένου και όχι μόνο στο όνομα του ασφαλιστή όπως στην προκειμένη περίπτωση. Πιο βοηθητική για τους ενάγοντες είναι όμως η υπόθεση Jordan Constructing Material Co Ltd etc v. Selia Shipping Co Ltd (1985) 1 CLR 5, στην οποία η αγωγή επίσης κινήθηκε στο όνομα και του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου. Στην υπόθεση αυτή το θέμα ηγέρθη ευθέως, καθ΄όσον υπήρξε αίτηση των εναγομένων για παραμερισμό του κλητηρίου όσον αφορά τον ασφαλιστή ως μη έχοντα αγώγιμο δικαίωμα και έτσι ως κακώς προστεθέντα ως ενάγων στην αγωγή. Ο Μαλαχτός, Δ., βασιζόμενος στους κανονισμούς 30 και 31 του Cyprus Admiralty Jurisdiction Οrder, θεώρησε ότι καλώς ο ασφαλιστής είχε προστεθεί ως ενάγων.Οι κανονισμοί 30 και 31, στους οποίους με παρέπεμψε ο κ. Χατζηϊωάννου, προνοούν:
"30. The Court or Judge may at any stage of the proceedings and either with or without an application for that purpose being made by any party or person and upon such terms as shall seem just, order that the name or names of any party or parties be struck out or that the names of any person or persons who are interested in the action or who ought to have been joined either as Plaintiffs or Defendants or whose presence before the Court is necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all questions involved in the action be added.
31. For the purposes of the last preceding rule and underwriter or insurer shall be deemed to be a person interested in the action."
Έχω την άποψη ότι ο Κανονισμός 31, στον οποίο και δεν είχε αναφερθεί ο Σαββίδης, Δ., στην υπόθεση
Chellaram, έχει ιδιαίτερη σημασία. Προνοώντας ειδικά και ρητά ότι ο ασφαλιστής "shall be deemed" να είναι ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην αγωγή, δεν τον καθιστά απλώς ενδεχόμενα ενδιαφερόμενο στην αγωγή αν άλλως ήθελε έχει αγώγιμο δικαίωμα αλλά του αναγνωρίζει δεδομένα την ιδιότητα αυτή ώστε να μπορεί να είναι διάδικος δυνάμει του Κανονισμού 30 στον οποίο παραπέμπει και να μην υπόκειται σε διαταγή για απάλειψη του ονόματος του ως ενάγων όπως προνοείται στον Κανονισμό 30. Ο σκοπός του Κανονισμού 30, όπως διατυπώνεται, είναι όπως όλα τα πρόσωπα που ενδιαφέρονται στην αγωγή είναι ενώπιον του δικαστηρίου ώστε να βοηθείται έτσι το δικαστήριο αποτελεσματικά και τελειωτικά να επιληφθεί και επιλύσει όλα τα θέματα που εγείρονται στην αγωγή. Και ο ασφαλιστής, ο οποίος μάλιστα έχει γίνει subrogated στα δικαιώματα του ασφαλισμένου αποζημιώνοντας τον, έχει έτσι και ουσιαστικό συμφέρον ως εκ του subrogation και διαδικαστικό δυνάμει του Κανονισμού 31 να είναι διάδικος. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα συνιστούσε, κατά τη γνώμη μου, ανεπίτρεπτα περιοριστική προσέγγιση στο θέμα και θα ισοδυναμούσε με επικράτηση του τύπου επί της ουσίας. Καταλήγω λοιπόν ότι η υπόθεση Jordan πρέπει να ακολουθηθεί και ότι καλώς ο ασφαλιστής εμφανίζεται ως ενάγων στην αγωγή έχοντας αγώγιμο δικαίωμα. Ακόλουθα, δεν θα ετίθετο εν πάση περιπτώσει ούτε θέμα εκπρόθεσμου της αγωγής, καθ΄όσον η δοθείσα παράταση ήταν αποτελεσματική.Η εξ αρχής έγερση της αγωγής στο όνομα και του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου, όπως έγινε στην υπόθεση
Jordan και στην υπόθεση Standard Fruit, είναι κατά την άποψη μου η πλέον ορθή διαδικασία. Η παράλειψη να προστεθεί το όνομα των ασφαλισμένων ως συνεναγόντων στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν επηρεάζει το δικαίωμα του ασφαλιστή να εγείρει την αγωγή στο όνομα του, εν όψει των πιο πάνω.Δοθέντος δε τούτου, φρονώ ότι το δικαστήριο, ασκώντας την εξουσία του δυνάμει του Κανονισμού 30, είναι ορθό να διατάξει όπως και οι ασφαλισμένοι (Kallis Manufacturers Ltd, S.G.S. Stylla Bros Ltd, G. Ph. Ioannides Ltd, Midea Shirts Ltd και P.C. Ioannou & Sons Ltd) προστεθούν ως συνενάγοντες ως ενδιαφερόμενοι στην αγωγή και ως πρόσωπα η παρουσία των οποίων είναι αναγκαία για την πλήρη και αποτελεσματική εκδίκαση όλων των εγειρομένων θεμάτων. Αυτό πηγάζει και από την αρχή του subrogation ότι ο ασφαλιστής μπορεί να χρησιμοποιήσει το όνομα τους στην αγωγή, για το οποίο εξ άλλου έχουν συμφωνήσει, και από την όλη σχέση τους με τους Εναγόμενους δυνάμει των ναυλοφορτωτικών. Αυτό βέβαια θα γίνει υπό τον όρο ότι ο Ενάγων P.T. Asurasi Tokio Marine Indones
ia θα είναι υπόχρεος να τους αποζημιώσει όσον αφορά τα έξοδα της αγωγής.Η αίτηση λοιπόν αποτυγχάνει στο σύνολο της. Παρά τούτο, το θέμα των εξόδων με έχει προβληματίσει. Κατ΄αρχή, η αίτηση έχει ακουσθεί δύο φορές λόγω της παραίτησης του πρώτου εκδικάσαντα Χρυσοστομή, Δ. Ασφαλώς, κανένας δεν ευθύνεται γι΄αυτό. Κατά δεύτερο λόγο, το κράτος της νομολογίας που αφορά την απόφαση επί του αγωγίμου δικαιώματος των εναγόντων δεν ήταν καθόλου βέβαιο, το δε δεδομένο που έκρινε την απόφαση σε σχέση με το άλλο σκέλος της αίτησης που αφορά την αναστολή της διαδικασίας λόγω της ρήτρας διαιτησίας, δηλαδή η αίτηση για ασφάλεια εξόδων, υπεισήλθε στην εικόνα πρόσφατα και μετά την πρώτη ακρόαση ενώπιον του Χρυσοστομή, Δ. Τέλος, η απόφαση του δικαστηρίου περιλαμβάνει και διαταγή για πρόσθεση των ασφαλισμένων ως συνεναγόντων. Με όλα αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι η ορθή και δίκαιη διαταγή θα ήταν όπως οι εναγόμενοι 2 καταβάλουν το εν δεύτερο των εξόδων των Εναγόντων, εξαιρουμένων όμως των εμφανίσεων που αφορούσαν την προηγούμενη ακρόαση, για την οποία και για τα λοιπά η κάθε πλευρά θα αναλάβει τα έξοδα της.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π