ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 2149
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 1/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ,
ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών
Μεταξύ
:-Ανδρέα Ευστρατίου, από την Πάφο,
Αιτητή
- και -
1. Γλαύκου Κληρίδη, εκλεγέντος Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας
κατά τις διεξαχθείσες Προεδρικές Εκλογές στις 8/2/98,
ως αυτές επαναλήφθησαν στις 15/2/98,
2. Θάνου Μιχαήλ υπό την ιδιότητά του ως Γενικού Εφόρου Εκλογών,
Καθ' ων η Αίτηση
------------------------
20 Νοεμβρίου, 1998
Για τον Αιτητή: Π. Κλεοβούλου και Τρ. Καπελάρης.
Για τους Καθ' ων η Αίτηση: Γ. Φράγκου (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Μετά τη νενομισμένη προκήρυξη, διεξήχθησαν Προεδρικές Εκλογές, στις 8 Φεβρουαρίου, 1998. Εφόσον κανένας από τους υποψηφίους δεν εξασφάλισε περισσότερες του 50% των εγκύρων ψήφων, η Εκλογή επαναλήφθηκε στις 15 Φεβρουαρίου, 1998, μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων, το αποτέλεσμα της οποίας δημοσιεύτηκε στις 16 Φεβρουαρίου, 1998 - (βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Αρ. 3221, Παράρτημα Τρίτο, Κ.Δ.Π. 33/98, σελ. 442). Ο κ. Γλαύκος Κληρίδης ανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 16 Μαρτίου, 1998, ο κ. Ανδρέας Ευστρατίου καταχώρισε την παρούσα εκλογική αίτηση, με την οποία εξαιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:-
«Α) Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η ακύρωση των Προεδρικών εκλογών που έγιναν στις 8/2/98 και επαναλήφθηκαν την 15/2/98.
Β) Διάταγμα το οποίο να ακυρώνει την εκλογή του Γλάυκου
Γ) Διάταγμα το οποίο να διατάσσει την επανάληψη των Προεδρικών εκλογών αφού προηγουμένως συνταχθεί νέος κατάλογος υποψήφιων
* στον οποίο να περιλαμβάνεται και το όνομα του Αιτητή.»Η αίτηση στρέφεται κατά του κ. Γλαύκου Κληρίδη και του Γενικού Εφόρου Εκλογών.
Το ΄Αρθρο 145 του Συντάγματος παρέχει αποκλειστική δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδικάζει κάθε εκλογική αίτηση, η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. Ο νόμος, ο οποίος διέπει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, προβλέπει και ρυθμίζει την υποβολή εκλογικών αιτήσεων, είναι ο περί Επαναθεσπίσεως και Τροποποιήσεως του περί Εκλογής (Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας) Νόμου του 1959 Νόμος του 1982, (Ν. 81/
82), (ο «Νόμος»). (Βλ., επίσης, τροποποιητικούς νόμους Ν. 19/88 και Ν. 91(Ι)/97.) Ο Νόμος, ο οποίος επαναθεσπίστηκε και τροποποιήθηκε, είναι ο Ν. 37/59.Το ΄Αρθρο 41Α(1) του Νόμου καθιστά, εξαιρουμένων θεμάτων τα οποία ρυθμίζονται ειδικά από τις πρόνοιές του, τις διατάξεις των περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων του 1979 έως 1981 και τους εκδοθέντες, βάσει των προνοιών τους, Κανονισμούς εφαρμοστέους σε κάθε εκλογική αίτηση.
Η κατηγορία των ατόμων που μπορούν να υποβάλουν εκλογική αίτηση, οι λόγοι στους οποίους η αίτηση μπορεί να θεμελιωθεί, καθώς και οι θεραπείες που μπορούν να παρασχεθούν από το Εκλογοδικείο καθορίζονται στο ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟΝ του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νόμου του 1979, (Ν. 72/79), ιδιαίτερα στα ΄Αρθρα
56 και 57. Μεταξύ των ατόμων, που νομιμοποιούνται να εγείρουν εκλογική αίτηση, είναι πρόσωπα εγγεγραμμένα στους Εκλογικούς Καταλόγους καθώς και πρόσωπα που «ισχυρίζονται» ότι ήταν υποψήφιοι στη διεξαχθείσα Εκλογή.Ως έρεισμα για την υποβολή της εκλογικής αίτησης, ο αιτητής επικαλείται τον αποκλεισμό από τον ΄Εφορο Εκλογής της υποψηφιότητάς του, αδικαιολόγητο κατά τον ισχυρισμό του. Εξυπακούεται, επίσης, από το εισαγωγικό μέρος της αίτησης, ότι ο αιτητής ήταν εγγεγραμμένος στους Εκλογικούς Καταλόγους. Το δικαίωμά του να υποβάλει εκλογική αίτηση δεν αμφισβητείται, όπως δεν αμφισβητείται το εμπρόθεσμο της αίτησης, η οποία υποβλήθηκε μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός από τη δημοσίευση του αποτελέσματος της Εκλογής - (΄Αρθρο 57(4) - Ν. 72/79
).Το ΄Αρθρο 57(1) του Ν. 72/79 ορίζει ότι εκλογική αίτηση υποβάλλεται και εκδικάζεται σύμφωνα με τον εκάστοτε «... ισχύοντα Διαδικαστικόν Κανονισμόν». Ο Διαδικαστικός Κανονισμός, ο οποίος διέπει τα της υποβολής και εκδίκασης εκλογικής αίτησης, είναι ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1981, (ο «Διαδικαστικός Κανονισμός»).
Για τη στοιχειοθέτηση της εκλογικής αίτησης, επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, όπως ο αιτητής προσδιορίσει:-
«τους λόγους επί των οποίων ζητείται η αιτουμένη θεραπεία, αναφέρουσα επακριβώς τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτησις αλλ' ουχί την μαρτυρίαν διά της οποίας θ' αποδειχθούν
Η εκλογική αίτηση καταχωρίστηκε στις 16 Μαρτίου, 1998, και επιδόθηκε στους καθ' ων η αίτηση στις 24 Μαρτίου, 1998, δηλαδή μέσα σε επτά αντί πέντε ημέρες που καθορίζει ο Κ.7(2) του Διαδικαστικού Κανονισμού.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν τρεις προδικαστικές ενστάσεις στο παραδεκτό της αίτησης, τις ακόλουθες:-
1. Ατέλεια στη στοιχειοθέτηση της αίτησης, λόγω παρά-λειψης επακριβούς προσδιορισμού των γεγονότων στα οποία βασίζεται, όπως απαιτείται από τον Κ.4(2(γ).
2. Εξοβελισμός της αίτησης, λόγω της μη επίδοσής της μέσα στην καθοριζόμενη από τον Κ.7(2) περίοδο των πέντε ημερών
3. Παράλειψη προσδιορισμού της νομικής βάσης, στην οποία θεμελιώνεται.
Η τελευταία ένσταση εγκαταλείφθηκε κατά την ακρόαση, ορθά κατά την κρίση μας, εφόσον ο Διαδικαστικός Κανονισμός δεν απαιτεί εξειδίκευση της νομικής βάσης της αίτησης.
Επιχειρηματολογώντας υπέρ του απαράδεκτου της αίτησης, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παρέπεμψε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η άρτια στοιχειοθέτηση της εκλογικής αίτησης, ιδιαίτερα η συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κ.4(2)(γ), αποτελεί όρο για την εγκυρότητά της, παρέκκλιση από τον οποίο την καθιστά άκυρη - (βλ. Γεωργιάδης ν. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136
. Αστζιάν ν. Καλαϊτζιάν (1992) 1 Α.Α.Δ. 287). Η κατάθεση από τον αιτητή, παράλληλα με την αίτηση, και ένορκης ομολογίας, στην οποία εξιστορούνται τα γεγονότα, στα οποία προφανώς στηρίζει το αίτημά του, δεν μπορεί να υποθεμελιώσει την αίτηση. Πρόκειται, υποστήριξε η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, για άτυπο διάβημα, έξω από τους Κανονισμούς, το οποίο δεν μπορεί να πληρώσει το κενό στη στοιχειοθέτηση της αίτησης.Ο Διαδικαστικός Κανονισμός δε συναρτά τον καταρτισμό της αίτησης με την προσαγωγή οποιασδήποτε μαρτυρίας ή την υποστήριξη των γεγονότων στα οποία βασίζεται με ένορκη δήλωση. Η ένορκη ομολογία δεν μπορεί να προσδώσει κύρος σε ατελώς στοιχειοθετημένη εκλογική αίτηση, ούτε να πληρώσει κενά στο κείμενό της. Αποτελεί μέτρο άγνωστο στο Διαδικαστικό Κανονισμό, άσχετο με τη στοιχειοθέτηση της εκλογικής αίτησης. Τούτου δοθέντος, δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή από το Πρωτοκολλητείο.
Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η οποιαδήποτε ατέλεια στη στοιχειοθέτηση της αίτησης μπορεί να θεραπευθεί με κατάλληλη τροποποίηση. Υπέβαλε, επίσης, ότι είναι θεραπεύσιμη η παράλειψη επίδοσης της εκλογικής αίτησης μέσα στην προβλεπόμενη από τους Θεσμούς προθεσμία.
Πριν εξετάσουμε το βάσιμο των ενστάσεων των καθ' ων η αίτηση, θεωρούμε ορθό όπως παραθέσουμε το κείμενο της εκλογικής αίτησης:-
«1. Ο Αιτητής Ανδρέας Ευστρατίου είναι Κύπριος πολίτης εκ Πάφου ο οποίος επιθυμούσε να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογή Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, πλήν
2. Ο Αιτητής δηλοί ότι την 8/2/98 διεξήχθησαν Προεδρικές εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την 15/2/98 διεξήχθησαν οι επαναλληπτικές
** αυτών.3. Ο Αιτητής δηλοί ότι είχε την πρόθεση να κατέλθει ως υποψήφιος στις Προεδρικές εκλογές. Προς τούτο είχε προβεί σε όλες τις κατά ΝΟΜΟΝ αναγκαίες ενέργειες.
4. Ο Αιτητής δηλεί
* ότι παρότι πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις και είχε προβεί σ' όλες τις δέουσες ενέργειες για την υποβολή της υποψηφιότητας του, ο Γενικός ΄Εφορος Εκλογών ενεργώντας αυθαίρετα, παράνομα και αντισυνταγματικά δεν του επέτρεψε να υποβάλει την υποψηφιότητα του, με την δικαιολογία ότι είχε υπερβεί κατά τρία λεπτά το όριο προθεσμίας γεγονός το οποίο δεν είναι αληθές.Επειδή η πράξη αυτή του ΄Εφορου Εκλογών είναι αντισυνταγματική, παράνομη καταχρηστική
Διά ταύτα ο Αιτητής αιτείται όπως το Εκλογοδικείο εκδόσει
** :(Ακολουθούν οι θεραπείες, οι οποίες παρατέθηκαν ανωτέρω.)
Η παρούσα αίτηση στηρίζεται στο άρθρο 40 του Συντάγματος, στο Νόμο 37/59 «Περί εκλογής Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας» ως ετροποποιήθη διά των Νόμων 81/82, 19/88, 108/92, 86/96, 18/97 και 91/97, ως και στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εξεδόθησαν βάσει αυτών.»
΄Οσο επιεικώς και αν κριθεί η εκλογική αίτηση, το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι δεν προσδιορίζει, όχι μόνο επακριβώς αλλά ούτε και παρεμφερώς, τα γεγονότα στα οποία βασίζεται. Η αναφορά του αιτητή στην τρίτη παράγραφο - ότι είχε «προβεί σε όλες τις κατά ΝΟΜΟΝ αναγκαίες ενέργειες» - και στην τέταρτη - ότι «πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις» για την υποβολή υποψηφιότητας - δεν αποτελεί έκθεση γεγονότων αλλά συμπεράσματα, τα οποία ο ίδιος εξάγει από γεγονότα τα οποία δεν παραθέτει, καθώς και επιχειρήματα υπέρ του αιτήματός του.
Στη Γεωργιάδης ν. Χάσικου, (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι η επανάληψη του λεκτικού του νόμου δεν αποτελεί υποκατάστατο της παράθεσης των γεγονότων, στα οποία θεμελιώνεται η αίτηση και τα οποία συνθέτουν το δικαίωμα για την παροχή θεραπείας.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζει ότι παράλειψη επακριβούς προσδιορισμού των γεγονότων, στα οποία βασίζεται η εκλογική αίτηση, την καθιστά άκυρη.
Τα γεγονότα, τα οποία πρέπει να καθορίζονται, βάσει του Κ.4(2)(γ), είναι εκείνα τα οποία αποτελούν τη βάση της αίτησης. Περιλαμβάνουν, όπως υποδείχτηκε στη Γεωργιάδης ν. Χάσικου, (ανωτέρω):- (σελ. 1144-1145)
«... κάθε γεγονός που θα ήτο αναγκαίο σε ένα προσφεύγοντα να αποδείξει, αν αμφισβητείται από την άλλη πλευρά, για να υποστηρίξει το δικαίωμα του για απόφαση του Δικαστηρίου υπέρ του και δεν περιλαμβάνει κάθε στοιχείο μαρτυρίας με την οποία θα αποδειχθούν τα γεγονότα.
Ενόψει της σημασίας που ενέχει η στοιχειοθέτηση της εκλογικής αίτησης σύμφωνα με τον Κ.4(2)(γ)
, και αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί παρεκκλίσεων από τις πρόνοιες του, όπως υποδεικνύεται στη Γεωργιάδης ν. Χάσικου, (ανωτέρω).Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Εκλογοδικείου στη θεώρηση της εκλογικής αίτησης - Αστζιάν ν. Καλαϊτζιάν, (ανωτέρω). Η εκλογική αίτηση κρίθηκε άκυρη, λόγω παράλειψης προσδιορισμού των γεγονότων στα οποία αυτή θεμελιωνόταν, με το αιτιολογικό ότι:- (σελ. 292)
«... το ελάττωμα αυτό είναι θεμελιώδες ενόψει του συνόλου των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν το θέμα των εκλογών και τις διαδικασίες, ...»
Η υποχρέωση για αυστηρή συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις του Κ.4, αλλά εκτείνεται και σε κάθε άλλο κανονισμό, περιλαμβανομένου του Κ.6(1), που έχει «ως λόγο τη στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της Εκλογικής Αίτησης». Αυτό διασαφηνίζεται στη Χριστοδούλου ν. Εφόρου Εκλογής Δημάρχου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 295, (σελ. 298), όπου το Δικαστήριο επισημαίνει, με αναφορά στη Γεωργιάδης ν. Χάσικου, (ανωτέρω), «... ότι οι πρόνοιες του Κ.4(2)(γ) είναι επιτακτικές και ότι παράλειψη συμμόρφωσης εκθεμελιώνει την αίτηση.»
.Με την ίδια αυστηρότητα, εφαρμόζονται και οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 57(4) του Ν. 72/79, ως προς την προθεσμία για την υποβολή εκλογικής αίτησης, όπως αποφασίστηκε στην Κουδουνάρη ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών (1991) 1 Α.Α.Δ. 386
.Η στοιχειοθέτηση της εκλογικής αίτησης, μέσα στα πλαίσια του εκλογικού νόμου και σύμφωνα με τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας Εκλογοδικείου. Το ΄Αρθρο 145 του Συντάγματος συναρτά την υποβολή ένστασης σε εκλογή με την άσκηση του δικαιώματος σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. Ο εκλογικός νόμος συναρτά την υποβολή και στοιχειοθέτηση εκλογικής αίτησης με τον ισχύοντα Διαδικαστικό Κανονισμό. Η παρούσα αίτηση δεν ανταποκρίνεται στις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού στο ουσιωδέστερο σημείο
. δεν προσδιόρισε τα γεγονότα, απόδειξη των οποίων θα παρείχε δικαίωμα για θεραπεία. Δεν είναι τυχαία ούτε αυθαίρετη η επιταγή για αυστηρή συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού στη στοιχειοθέτηση της εκλογικής αίτησης. Η δικαιοδοσία Εκλογοδικείου έχει ως λόγο τον έλεγχο των εκλογών και της εκλογικής διαδικασίας. Η άνευ βάσιμου λόγου επίκληση της δικαιοδοσίας Εκλογοδικείου θα αποτελούσε ζημιογόνο περισπασμό στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.Η αίτηση, στην προκείμενη περίπτωση, δεν ασκήθηκε σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο και, επομένως, είναι άκυρη.
Ενόψει της κατάληξής μας ότι η εκλογική αίτηση είναι άκυρη, δεν είναι αναγκαίο να αποφασίσουμε ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις από την παράλειψη επίδοσής της μέσα στην καθορισμένη από το Διαδικαστικό Κανονισμό προθεσμία. Η ένσταση σχετίζεται αποκλειστικά με τη βιωσιμότητα έγκυρης αίτησης και κατά πόσο τίθεται εκ ποδών, όταν δεν υπάρχει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κ.7(2). Εφόσον η αίτηση κρίνεται άκυρη, δεν τίθεται τέτοιο ερώτημα.
Καταλήγουμε ότι η εκλογική αίτηση είναι άκυρη και, κατ' ακολουθίαν, απαράδεκτη. Απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ, ΜΠ