ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 2014
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9913
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Δ.
1. Κωστάκης Πουγιούκα, από τη Λεμεσό
2. Σοφία Πουγιούκα, από τη Λεμεσό
Εφεσείoντες
- και -
Ευαγόρας Θρασυβούλου, από την Κακοπετριά
Εφεσίβλητος
___________
30 Οκτωβρίου, 1998
Για τους Εφεσείοντες : κ. Μ. Ιωάννου.
Για τον Εφεσίβλητο : κ. Ε. Χατζηευτυχίου.
___________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλειο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Στις 28.1.1997 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφασή του και επιδίκασε στον ενάγοντα ποσό £1.950 που αντιπροσώπευε το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής του για ξυλουργικές εργασίες που εξετέλεσε για λογαριασμό των εναγομένων. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση.
Η απόφαση εκδόθηκε εννιά περίπου μήνες μετά που επιφυλάκτηκε. Με τον πρώτο αλλά και με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε, η απόφαση εκδόθηκε έξω από τα συνταγματικά πλαίσια και κατ΄ αντίθεση του Καν. 3(α) του Διαδικαστικού Κανονισμού για την ΄Εγκαιρη ΄Εκδοση Απόφασης των Δικαστηρίων του 1986. Προβάλλεται ότι λόγω της καθυστέρησης η απόφαση έχει καταστεί ακροσφαλής γιατί λόγω του μεγάλου διαστήματος που διέρρευσε δεν ήταν ασφαλές για το Δικαστήριο να βασιστεί στις εντυπώσεις που σχημάτισε για τους μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία. Από την άλλη, καμιά εξήγηση δεν είχε δοθεί για την καθυστέρηση.
΄Ενα από τα στοιχεία της άρτιας απονομής της δικαιοσύνης, όπως κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος είναι εκτός της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων και η έκδοσή τους μέσα σε εύλογο χρόνο. Η διασφάλιση της συνταγματικής τάξης είναι πρωταρχικά καθήκον των δικαστηρίων.
Το εύλογο του χρόνου για τη διάγνωση των δικαιωμάτων ή της ευθύνης του πολίτη εξαρτάται από σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, το χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση, καθώς και με τη διαγωγή των διαδίκων (
In re Ellinas (1989) 1 C.L.R. 508, 527).Στο Διαδικαστικό Κανονισμό για την ΄Εγκαιρη ΄Εκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986 παρέχεται ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση επηρεαζόμενου διάδικου να επιληφθεί καθυστερήσεων στην έκδοση επιφυλαχθεισών αποφάσεων. O Kανονισμός 3(α) προβλέπει ότι κάθε απόφαση εκδίδεται το συντομότερο δυνατό μετά το πέρας της διαδικασίας και δεν επιφυλάσσεται για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών
.Στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512
, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου που εκδόθηκε πέραν των πέντε χρόνων μετά την επιφύλαξή της ακυρώθηκε και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Η αιτιολόγηση των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου θα ήταν πειστικότερη αν υπήρχε καταγραφή των εντυπώσεων του Δικαστή για την αξιοπιστία των μαρτύρων σε σύντομο χρόνο μετά το πέρας της διαδικασίας.Δεν χρειάζεται καν να λεχθεί ότι υιοθετούμε τις πιο πάνω θέσεις. Δεν θα χάσουμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε ότι καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης συνιστά στην πραγματικότητα άρνηση απονομής της. Το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των πολιτών για διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων που επιβεβαιώνεται και με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το νόμο 39/62, θα πρέπει να υλοποιείται με την κατά το δυνατό ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων και την εντός εύλογου χρόνου έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης. ΄Ομως από την άλλη, θα πρέπει να λεχθεί ότι το χρονικό διάστημα που τίθεται από τον ρηθέντα διαδικαστικό κανονισμό είναι ενδεικτικό. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι καμιά απόφαση δεν μπορεί ουσιαστικά να εκδίδεται μετά το πέρας των έξι μηνών από την επιφύλαξή της. Αυτό προκύπτει αβίαστα και από τον Κανονισμό 4 που προβλέπει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί αν επιφυλαχθείσα απόφαση δεν εκδοθεί μετά πάροδο εννέα μηνών από της επιφύλαξής της (βλέπε επίσης
Kouris Dam Joint Venture και άλλοι ν. Πέττη, Π.Ε. 9334, ημερ. 15.5.98).Στην παρούσα υπόθεση η καθυστέρηση δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογείται ο φόβος ότι το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιόν του μαρτυρία και να προβεί σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αντίθετα από το λεπτομερή τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αναλύει τη μαρτυρία είναι φανερό ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων ήταν πολύ ζωντανές στη μνήμη του. Ούτε πιστεύουμε ότι ήταν απαραίτητη η αναφορά του Δικαστηρίου στους λόγους της καθυστέρησης. Δεν νομίζουμε ότι δικαιολογείται ανατροπή της απόφασης λόγω του χρόνου που παρήλθε από της επιφύλαξής της, μέχρι της έκδοσής της.
Ως δεύτερος λόγος έφεσης προβάλλεται η κατά τους εφεσείοντες λανθασμένη κατά τόπο δικαιοδοσία. Η αγωγή καταχωρήθηκε και εκδικάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Οι εναγόμενοι- εφεσείοντες κατάγονται από τη Λεμεσό. Η σύμβαση για την κατασκευή των ξυλουργικών που αποτελεί τη βάση της αγωγής, συνήφθη επίσης στη Λεμεσό. Η μόνη σύνδεση της υπόθεσης με τη Λευκωσία
είναι το γεγονός ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος κατάγεται από την Κακοπετριά της επαρχίας Λευκωσίας, όπου διατηρεί και το εργαστήριό του.Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή, γιατί από τη μια, δεν υπάρχει ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης ότι ο ενάγων ήταν κάτοικος Κακοπετριάς, ενώ από την άλλη το Δικαστήριο εσφαλμένα αντιλήφθηκε τη βάση της αγωγής. Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η αγωγή βασιζόταν σε αθέτηση της υποχρέωσης καταβολής μέρους της αμοιβής του ενάγοντα, ενώ θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αφορούσε αξίωση για απώλεια κέρδους που διέφυγε, λόγω της αθέτησης της συμφωνίας από τους εναγόμενους.
Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 21 (1) (α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει αγωγή που η βάση της έχει προκύψει είτε καθ΄ ολοκληρίαν, είτε εν μέρει, εντός των ορίων της επαρχίας για την οποία το Δικαστήριο έχει καθιδρυθεί.
Στην παρούσα υπόθεση η βάση της αγωγής είναι η παράλειψη των εναγομένων να καταβάλουν το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος για εργασία που ο εφεσίβλητος εξετέλεσε για λογαριασμό τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 49 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί χωρίς όχληση του δανειστή και δεν ορίστηκε τόπος εκπλήρωσης, ο οφειλέτης υποχρεούται να οχλήσει το δανειστή για να ορίσει εύλογο τόπο για την εκπλήρωση της υπόσχεσης και να την εκπληρώσει στον τόπο αυτό.
΄Οπως αποφασίστηκε στην υπόθεση
Theofanous v. Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203, 205, όσον αφορά το θέμα της κατά τόπον δικαιοδοσίας, ο γενικός κανόνας είναι ότι όπου δεν καθορίζεται ρητά ή εξυπακουόμενα από τη σύμβαση ο τόπος πληρωμής, είναι καθήκον του οφειλέτη να αναζητήσει το δανειστή, με σκοπό να τον πληρώσει, στον τόπο της διαμονής του ή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, αν οι τόποι αυτοί είναι στην Κύπρο (βλέπε επίσης Stefanidou v. Pirgoti (1975) 1 C.L.R. 100, 102).Στην παρούσα υπόθεση παρ΄ όλον ότι οι προηγούμενες πληρωμές έγιναν στη Λεμεσό, το Δικαστήριο δέκτηκε και ορθά, ότι δεν υπήρχε ούτε ρητή, ούτε εξυπακουόμενη συμφωνία για τον τόπο πληρωμής. Το γεγονός ότι προηγούμενες πληρωμές έγιναν στη Λεμεσό δεν μπορεί να ληφθεί υπ΄ όψιν ούτε να χρησιμοποιηθεί σχετικά, γιατί όπως λέχθηκε και στην υπόθεση
Kyriakides v. Kyriakides (1976) 1 C.L.R. 76, κατά την ερμηνεία σύμβασης το Δικαστήριο δεν δικαιούται να λάβει υπ΄ όψιν, επί σκοπώ επίλυσης αοριστίας ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, τη μεταγενέστερη της υπογραφής της σύμβασης συμπεριφορά των συμβαλλομένων μερών, για να διαφωτιστεί ως προς το νόημα ή το περιεχόμενό της.Η βάση της αγωγής είναι η αξίωση για καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος και όχι βέβαια αξίωση για απώλεια κέρδους, όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες. Έτσι ελλείψει ρητής ή εξυπακουόμενης αντίθετης συμφωνίας, ήταν καθήκον των εφεσειόντων να αναζητήσουν για σκοπούς πληρωμής τον εφεσίβλητο στον τόπο της διαμονής του, την Κακοπετριά.
Δεν είναι επίσης ακριβής ο ισχυρισμός ότι στα δικόγραφα δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε για τον τόπο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των εναγομένων. Στην πρώτη παράγραφο των λεπτομερειών της έκθεσης απαίτησης αναφέρεται σαφώς ότι ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης ξυλουργείου στην Κακοπετριά, αναφορά που από μόνη της δημιουργεί το υπόβαθρο για τη δικαιοδοσία. Δεν απαιτείται βέβαια αναφορά στα δικόγραφα, ούτε και απόδειξη του ότι η Κακοπετριά βρίσκεται στην επαρχία Λευκωσίας.
Είναι φανερό ότι η αγωγή λοιπόν ορθά καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και ορθά η σχετική ένσταση απορρίφθηκε.
Οι εφεσείοντες με τον επόμενο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα προχώρησε να εξετάσει τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου ότι οι εναγόμενοι τροποποίησαν τις αρχικές τους οδηγίες με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να εκτελέσει επιπλέον εργασία. Είναι η θέση των εφεσειόντων επί του σημείου αυτού ότι θα έπρεπε να υποβληθεί προηγουμένως αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, άλλως η σχετική μαρτυρία βρισκόταν εκτός των δικογράφων και συνεπώς δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή.
Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την εισήγηση. Είναι αλήθεια ότι η έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται στις επιπλέον οδηγίες που έδωσαν οι εναγόμενοι, όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο εν όψει της φύσης της αξίωσης του εφεσίβλητου. Η αξίωσή του ήταν για υπόλοιπο συμφωνηθέντος τιμήματος, όρος που δεν είναι ασυμβίβαστος, αλλά καλύπτει τόσο την περίπτωση της αρχικής όσο και της συμπληρωματικής συμφωνίας.
Οι επόμενοι δύο λόγοι έφεσης (λόγοι 4 και 5) αναφέρονται στις διαπιστώσεις στις οποίες το Δικαστήριο κατέληξε με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία. Ιδιαίτερα γίνεται μνεία του γεγονότος ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δέκτηκε τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου για την έκδοση πρόχειρων αποδείξεων, ισχυρισμός που και πάλι δεν περιέχεται, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, στα δικόγραφα.
΄Οπως έχει λεχθεί το Εφετείο σπάνια και σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η παρούσα περίπτωση δεν είναι μια από αυτές. Δεν βλέπουμε λόγο επέμβασης. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ κατάθεταν και να καταλήξει στην απόφασή του.
Εξ ίσου χωρίς σημασία είναι και ο ισχυρισμός ότι οι πρόχειρες αποδείξεις που το Δικαστήριο δέκτηκε ότι εκδόθηκαν δεν αναφέρονται στα δικόγραφα. Η αναφορά αυτή συνιστά μαρτυρία και όχι ουσιώδες γεγονός που θα έπρεπε να περιέχεται στα δικόγραφα. Ο εφεσίβλητος αναφέρτηκε στις αποδείξεις αυτές στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την ύπαρξη δύο αποδείξεων με το ίδιο ποσό. Συνεπώς δεν βλέπουμε πως θα μπορούσε να γίνει σχετική αναφορά στα δικόγραφα.
Τα πιο πάνω ισχύουν και για τον έβδομο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, Μιχάλη Σεργίου, του εργολάβου οικοδομών που χρησιμοποίησαν οι εφεσείοντες, ο οποίος ανέφερε ότι οι διαστάσεις των χώρων στους οποίους εφαρμόστηκαν τα ξυλουργικά δεν μετεβλήθηκαν. Κάθε δικαστική απόφαση θα πρέπει να είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα αιτιολογημένη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνεται αναφορά σε κάθε λεπτομέρεια που δόθηκε, ή ανάλυση ολόκληρου του περιεχομένου της μαρτυρίας. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο έχοντας υπ΄ όψιν την όλη ενώπιόν του μαρτυρία, δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και εξήγησε επαρκώς τους λόγους γιατί.
Εν πάση περιπτώσει, ορθά το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν γνώριζε το περιεχόμενο της συμφωνίας που έγινε μεταξύ των διαδίκων και συνεπώς η μαρτυρία του δεν προσθέτει ο,τιδήποτε στην υπόθεση. Γενικά δεν βρίσκουμε ότι η μαρτυρία του περιέχει οποιαδήποτε στοιχεία που βοηθούν την υπόθεση των εφεσειόντων ή που καθιστούν τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου τρωτά.
Τα ίδια παράπονα για παράλειψη περίληψης στα δικόγραφα αναφοράς τόσο στις πρόχειρες αποδείξεις, όσο και στις νέες οδηγίες προς τον εφεσείοντα, επαναλαμβάνονται και με τους λόγους 12 και 13 της έφεσης. Κι΄ αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που είπαμε πιο πάνω.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν και τέσσερις λόγους έφεσης εναντίον της απόρριψης της ανταπαίτησής τους (λόγοι 8-11). ΄Οσα είπαμε πιο πάνω για τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και τη δυσκολία με την οποία το Εφετείο επεμβαίνει σ΄ αυτά, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή. Θα λέγαμε μάλιστα ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και εξέδωσε απόφαση υπέρ του, δεν βλέπουμε πως την ίδια στιγμή θα μπορούσε να δεχθεί και την εκδοχή των εφεσειόντων και να δεχθεί την αξίωσή τους για ανταπαίτηση. Το Δικαστήριο ορθά κατά τη γνώμη μας απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Αρκεί να σημειωθεί ότι δύο εφεσείοντες έδωσαν εντελώς διαφορετική εκδοχή για τα συμβάντα.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΔ