ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 1718

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10227

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/64) όπως τροποποιήθηκε

και

Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ένταλμα της φύσης CERTIORARI

και

Αναφορικά με το διάταγμα που εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας κατά πλειοψηφία (Χ"Χαμπής, Π. Γιασεμής, Δ.) στην Ποινική Υπόθεση 36434/97 στις 19.3.98

---------------------------

24 Σεπτεμβρίου 1998

Για τον εφεσείοντα: κ. Κ. Ταλαρίδης με κ. Μ. Πική.

Για τον εφεσίβλητο: κα. Μ. Μαλακτού, δικηγόρος της Δημοκρατίας, με κα. Μ. Σωτηρίου, ασκούμενη δικηγόρο της Δημοκρατίας.

-------------------------

(Αυτή είναι η απόφαση της μειοψηφίας.

Με αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Κωνσταντινίδης)

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία, κατηγορία για βιασμό κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Μετά την άρνηση ενοχής, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση. Πριν από την ακρόαση και συγκεκριμένα στις 23.12.97, ο Εφεσείων με αίτηση του δια κλήσεως, ζήτησε από το Κακουργιοδικείο προδικαστική αποκάλυψη από την Κατηγορούσα Αρχή, εγγράφων και τεκμηρίων που αφορούν την υπόθεση.

Η αίτηση σκοπούσε στην εξασφάλιση της ισότητας των όπλων και στην αποτροπή παραβίασης των εχεγγύων για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και βασίστηκε στα Άρθρα 12.4, 12.5(β) και (δ), 30.2, 30.3(γ) και 35 του Συντάγματος, στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Ν. 39/62, που στη συνέχεια θα αναφέρεται "η Σύμβαση", στα άρθρα 3 και 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, στο άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και στη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου.

Η Εισαγγελία έφερε ένσταση και αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου να επιληφθεί της αίτησης, αφού δεν υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση στη Δημοκρατία να προβεί στην αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού προς την Υπεράσπιση, στο βαθμό, στην έκταση και για τα ζητήματα που ζητούσε ο Εφεσείων με την αίτησή του και ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ούτε δικονομική εξουσία στο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης και να απονέμει την αιτούμενη θεραπεία, αφού τέτοια αίτηση δεν προβλέπεται από το Νόμο Κεφ. 155 ή από οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη.

Στις 19.3.98 το Κακουργιοδικείο κατά πλειοψηφία αποφάσισε την αποκάλυψη και εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:

"1. Όπως η Δημοκρατία παραδώσει στους δικηγόρους του κατηγορουμένου φωτοαντίγραφα των ακόλουθων εγγράφων:

(α) Των σχετιζομένων με τις επιστημονικές εξετάσεις, με αριθμούς 1, 7, 8, 27, 29, 40, 41, 42, 43, 44, 46, 54, 55 και 56 στον ανακριτικό φάκελο.

(β) Του καταχωρηθέντος παραπόνου στο βιβλίο παραπόνων της Αστυνομίας, με αριθμό 9 στον ανακριτικό φάκελο.

(γ) Των επιστολών του δικηγόρου της παραπονουμένης προς τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, με αριθμούς 16, 20, 70 και 76 στον ανακριτικό φάκελο, καθώς και της επιστολής του Αρχηγού της Αστυνομίας προς το δικηγόρο της παραπονουμένης, έγγραφο χωρίς αρίθμηση στον ανακριτικό φάκελο.

(δ) Οιωνδήποτε άλλων περιεχομένων στον ανακριτικό φάκελο εγγράφων κρινομένων σχετικών.

2. Όπως η Δημοκρατία επιτρέψει εκ μέρους του κατηγορουμένου:

(α) Την επιστημονική εξέταση του slip και των κολπικών επιχρισμάτων της παραπονουμένης, εφόσον

(ι) Τα εν λόγω τεκμήρια συνεχίζουν να υπάρχουν.

(ιι) Η εξέταση των τεκμηρίων θα γίνει ενόσω αυτά συνεχίσουν να ευρίσκονται στην κατοχή της Δημοκρατίας και στην παρουσία εκπροσώπων της.

(ιιι) Τα τεκμήρια δεν θα επηρεασθούν.

(β) Την επισκόπηση και λήψη φωτογραφιών οιωνδήποτε άλλων τεκμηρίων κρινομένων σχετικών, υπό τους ιδίους όρους που έχουμε αναφέρει ανωτέρω."

 

Η Δικαστής Ε. Κολατσή διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας κρίνοντας ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, δεδομένου ότι η αίτηση της Υπεράσπισης στερείτο νομικού υπόβαθρου.

Η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου με την εμπεριστατωμένη απόφαση της ανάλυσε πολλά νομικά ζητήματα και προσέγγισε τα θέματα που εγέρθηκαν αναλύοντας τις πρόνοιες των άρθρων 7 και 102 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και ευρύτερα ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τις πρόνοιες των άρθρων 30.2, 12.5 και 35 του Συντάγματος, των άρθρων 6.1, 6.3(α) και (β) της Σύμβασης και στις αρχές του κοινοδικαίου επί του θέματος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου να έχει δίκαιη δίκη και αναφέρθηκε και σε σχετική νομολογία.

Τα άρθρα 30.2 και 30.3(α) και (γ) του Συντάγματος προβλέπουν:

"2. Έκαστος κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.

Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν΄απαγγέλλωνται εν δημοσία συνεδριάσει, πλην όμως ο τύπος και το κοινόν δύνανται ν΄αποκλεισθώσιν εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης τη αποφάσει του δικαστηρίου, οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ΄ας κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάση δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:

(α) να πληροφορηθή τους λόγους, δι΄ους καλείται να εμφανισθή ενώπιον του δικαστηρίου,

..........................................................................................

(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεων και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω,

............................................................................................"

 

Οι πρόνοιες των άρθρων 6.1 και 6.3(α) και (β) της Σύμβασης που καλύπτουν τα ίδια δικαιώματα με τις δικές μας συνταγματικές πρόνοιες, προνοούν τα ακόλουθα:

"1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν, καθ΄όλην ή μέρος της διάρκειας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

2. ..........................................................................................

3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:

(α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.

(β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.

.............................................................................................."

 

Για το θέμα της δικαιοδοσίας με βάση τις ανασκοπηθείσες αρχές του κοινοδικαίου που έχουν εφαρμογή και στην Κύπρο, η απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου κατάληξε στις σελ. 22 και 23 ως ακολούθως:

"Γιατί λοιπόν είναι τόσο σημαντική η προδικαστική αποκάλυψη; Διότι αποσκοπεί ακριβώς στην κατά το δυνατό εκ των προτέρων αποφυγή κακοδικίας, που η εμπειρία του κοινοδικαίου επιβεβαιώνει ότι δυστυχώς μπορεί άλλως να συμβεί ακόμα και χωρίς πρόθεση ή και πρότερη συνειδητοποίηση, παρά στην εκ των υστέρων διόρθωση της όταν αυτή διαπιστώνεται επ΄εφέσει όταν πλέον είναι πολύ αργά και όταν ούτε μια νέα δίκη ούτε ο παραμερισμός της καταδίκης μπορούν να θεωρηθούν σαν ιδανικές λύσεις. Από αυτή την άποψη, θα ήταν και αντιφατικό για τα Δικαστήρια από τη μια να αναγνωρίζουν τη δυνατότητα κακοδικίας αν δεν γίνει σωστή αποκάλυψη και από την άλλη να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα προδικαστικής αποκάλυψης και να κρίνουν το πράγμα μόνο εκ των υστέρων υπό μορφή έφεσης. Αρνούμαστε να πιστεύουμε ότι το νομικό μας σύστημα, εδραζόμενο τόσο στη θεμελιακότητα του Συντάγματος όσο και στη σοφία και την κοινή λογική του κοινοδικαίου, δεν παρέχει τη δυνατότητα στα Δικαστήρια, στα πλαίσια του συνταγματικού τους ρόλου αλλά και των συμφυών εξουσιών τους, να διασφαλίσουν, μέσω της προδικαστικής αποκάλυψης, ότι ο κίνδυνος κακοδικίας περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό, παρά να αναμένουν μέχρις ότου εκδηλωθεί η κακοδικία για να την αναγνωρίσουν, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με αποφυγή της ευθύνης τους στον κρίσιμο χρόνο αλλά και συνέργεια στην κακοδικία. Η έγκαιρη αποκάλυψη της πλήρους αλήθειας σε καθεστώς συνειδητής διαφάνειας δεν μπορεί παρά να είναι προς το ύψιστο δημόσιο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.

Μετά από την ανασκοπηθείσα εξέλιξη του κοινοδικαίου, μόνο μια μπορεί ασφαλώς να είναι η κατάληξη μας. Το κοινοδίκαιο, όπως εξελίχθηκε και όπως έχει εφαρμογή στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία, διέπει το θέμα επί τη βάσει των προαναφερθεισών αρχών. Ούτε, όπως προαναφέραμε, μπορεί το άρθρο 7 να θεωρηθεί σαν αποκλειστικό του κοινοδικαίου. Μάλιστα οι ίδιες οι υποθέσεις Georgiou v. The Police, Isaias v. The Police και Loizias v. The Republic, στο βαθμό στον οποίο αναγνώρισαν την ανάγκη έστω και περιορισμένης έκτασης αποκάλυψης, συνιστούν άποψη του κοινοδικαίου και δεν υπήρξε εισήγηση ότι το άρθρο 102 (το οποίο ερύθμιζε τότε την έκταση της επιβαλλόμενης από το Νόμο αποκάλυψης) απέκλειε την καθιέρωση περιπτώσεων αποκάλυψης πέραν του άρθρου 102. Το ίδιο ισχύει για την υπόθεση Police v. Christofides, στην οποία η ουσιαστική εξέταση του θέματος έγινε με αναφορά στο κοινοδίκαιο, η τότε αντίληψη του οποίου και εκρίθη ότι καθόριζε τα όρια της αποκάλυψης πέραν του τι προβλέπετο στο Νόμο 42/74 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 44/83). Έχουμε πάντα κατά νου την αρχή ότι το κοινοδίκαιο δεν μπορεί βέβαια να αντίκειται προς τα νομοθετήματα αλλά σίγουρα μπορεί και πρέπει να πληρώνει τα κενά και τις ελλείψεις τους. Όπως παρατήρησε και ο Steyn L.J. στην R. v. Brown, σελίς 1604:

"That the Courts do and must make law in the gaps left by Parliament is nowadays accepted as an uncontroversial reality."

Το πιο συγκεκριμένο ερώτημα, βέβαια, αφορά την έκταση του δικαιώματος για προδικαστική αποκάλυψη. Τι έχουν υποχρέωση οι διωκτικές αρχές να αποκαλύψουν στον κατηγορούμενο από το σύνολο του υλικού που έχει συσσωρευθεί κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης; Σε συντομία, η απάντηση, όπως προκύπτει από τη νομολογία, είναι όλο το σχετικό με την υπόθεση μαρτυρικό υλικό το οποίο μπορεί να βοηθήσει τον κατηγορούμενο στην προετοιμασία και την επί δικαστηρίω παρουσίαση της υπεράσπισης του ώστε να τύχει δίκαιης δίκης. Στην R. v. Ward το Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα, υιοθέτησε το κριτήριο της σχετικότητας στο οποίο είχε αναφερθεί ο Lawton L.J. στην R. v. Hennessey, ανωτέρω, ήτοι "all relevant evidence of help to an accused"."

 

Kαι στις σελ. 35 και 48 της απόφασης, σχετικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου όσον αφορά το Σύνταγμα, τη Σύμβαση και το άρθρο 7 του Κεφ. 155, το Κακουργιοδικείο κατάληξε ως εξής:

Σελ. 35:

"Λαμβανομένης υπόψη τόσο της αντίστοιχης ευρωπαϊκής προσέγγισης στο Άρθρο 6 της Σύμβασης όσο και της γενικότερης προσέγγισης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο ρόλο του Δικαστηρίου όσον αφορά τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων εκείνων κατηγορουμένου προσώπου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τόσο από της απόψεως του Άρθρου 6.1 και 6.3(β) της Σύμβασης, όσο και από της απόψεως των Άρθρων 12.5(β) και 30.2 του Συντάγματος, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα προδικαστικής αποκάλυψης όλης της σχετικής μαρτυρίας η οποία βρίσκεται στην κατοχή των διωκτικών αρχών. Η έκταση του δικαιώματος αυτού είναι ουσιαστικά ταυτόσημη με την αντίστοιχη θέση του κοινοδικαίου, με ιδιαίτερη αναφορά στο κριτήριο της σχετικότητας, όπως προκύπτει ευθέως από την παρατεθείσα ευρωπαϊκή νομολογία η οποία και παραπέμπει σε όλη τη μαρτυρία που είναι σχετική."

 

Και στη σελ. 48:

"Όσον αφορά το "Α" και "Β" της αίτησης, όμως, με τη διάγνωση της έκτασης των υπό κρίση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για αποκάλυψη οδηγούμαστε στο θέμα της έκδοσης των σχετικών διαταγμάτων. Δεν συμφωνούμε με την άποψη ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αφού δεν υπάρχει προς τούτο θεσμική δικονομική πρόνοια. Σίγουρα, όσον αφορά το κοινοδίκαιο δεν τίθεται τέτοιο θέμα αφού η όλη ιδέα της προδικαστικής αποκάλυψης αντικρύζεται ακριβώς στη νομολογία στα πλαίσια επιδιωκόμενου διατάγματος για αποκάλυψη, το πράγμα αγόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου για το σκοπό αυτό (ίδε R. v. Davies, R. v. Keane). Η δε δικαιοδοσία του Δικαστηρίου πηγάζει από τις συμφυείς εξουσίες του. Είναι με αυτό το δεδομένο που το όλο θέμα συζητήθηκε. Αλλά και δυνάμει του άρθρου 7 δεν μπορούμε να δούμε πως θα ήταν διαφορετικό. Η απουσία ρητής δικονομικής πρόνοιας ουδόλως μειώνει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει συμμόρφωση με τη νομοθετική υποχρέωση, η οποία άλλως πως θα ήταν κενή ουσίας. Δοθέντος του δικαιώματος, η έκδοση διατάγματος ακολουθεί με λογική και αναγκαία συνέπεια, τόσο με βάση την αρχή ubi jus ibi remedium, όσο και με βάση τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, αλλά και ιδιαίτερα με βάση τη θεμελιακή υποχρέωση των Δικαστηρίων δυνάμει του Άρθρου 35 του Συντάγματος."

 

Σαν αποτέλεσμα της έκδοσης των προαναφερθέντων διαταγμάτων η Δημοκρατία ζήτησε άδεια από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πρωτόδικο Δικαστήριο), την οποία και πήρε, για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση των διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατά πλειοψηφία από το Κακουργιοδικείο στις 19.3.98. Σαν επακόλουθο, η ισχύς των διαταγμάτων αυτών αναστάληκε μέχρις αποπεράτωσης της διαδικασίας.

Στις 20.3.98 η Δημοκρατία καταχώρησε την αίτηση για έκδοση του εντάλματος Certiorari. Οι λόγοι πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η αίτηση είναι οι ακόλουθοι:

α) Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας εκδίδοντας το εν λόγω διάταγμα (Παράρτημα Α) και/ή απόφαση (Παράρτημα Β) υπερέβη την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του καθότι-

(ι) δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αυτής της φύσης ιδιαίτερα στην απουσία οιουδήποτε νομοθετικού και δικονομικού πλαισίου,

(ιι) η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί στις ενέργειες οι οποίες κατονομάζονται στο εν λόγω διάταγμα και, κατ΄ακολουθία, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή ή οιονδήποτε άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες σε σχέση με τις οποίες αυτό δεν υπέχει οιανδήποτε νομική υποχρέωση,

(ιιι) δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση είτε στο Σύνταγμα είτε στο Νόμο για έκδοση του σχετικού διατάγματος ούτε και υπήρχε δυνατότητα προώθησης της αίτησης της Υπεράσπισης με βάση οποιοδήποτε δικονομικό κανόνα.

(β) Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ενήργησε με νομικό σφάλμα εμφανές στην ίδια την απόφαση ημερομηνίας 19.3.98 (Παράρτημα Β) και/ή στο διάταγμα ημερομηνίας 19.3.98 (Παράρτημα Α) καθότι η απόφαση για έκδοση του διατάγματος προκύπτει από την εσφαλμένη νομικά θέση ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει νομική υποχρέωση εν πάση περιπτώσει να προβεί στις ενέργειες που κατονομάζονται στο διάταγμα."

 

Οι δικηγόροι του εφεσείοντα έφεραν ένσταση και υποστήριξαν τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα διατάγματα με βάση τις επί του θέματος αρχές του Κοινοδικαίου και των προαναφερθέντων άρθρων του Συντάγματος και της Σύμβασης, η οποία (δικαιοδοσία) υπάρχει σαν εγγενής-σύμφυτη και διασφαλίζει τα δικαιώματα αυτά.

Στην υπό κρίση αίτηση όπως ορθά διατύπωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το μοναδικό ζήτημα που είχε να αποφασίσει, ήταν κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα. Γιατί, αν είχε τέτοια εξουσία, οι απόψεις του που άπτονται ερμηνείας νόμου, καθώς και η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δεν ελέγχονται με ένταλμα Certiorari.

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα και τούτο διότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155, ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία και το Κακουργιοδικείο, όπως είπε, δεν δικαιούται να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου, πρόσθεσε, οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο. Δεν υπάρχει σύμφυτη-εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου που να προεκτείνεται για να καλύψει χώρο στον οποίο μόνο ο νομοθέτης μπορεί να επέμβει. Τέλος καταλήγει ότι το νομικό σφάλμα της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου έγκειται εις το ότι θεώρησε ότι είχε εξουσία να εκδώσει τα διατάγματα, σύμφυτη της υποχρέωσης του να διασφαλίσει τα δικαιώματα του εφεσείοντα και θεώρησε ότι η εξουσία αυτή γεννάται, ούτως ειπείν, από την αρχή ubi jus ibi remedium, ενώ σύμφωνα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Ford και άλλων (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ σελ. 232, τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης προς διαπίστωση της ενοχής κατηγορουμένου προσώπου και εισήγηση για παραβίαση τους εντάσσεται μέσα στη δικαιοδοσία για τη διακρίβωση της ευθύνης κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτήν. Ακολούθως, στις σελ. 12 και 13 της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ως ακολούθως:-

"... Αυτό δε που είναι σοβαρότερο, και αγγίζει απ΄ευθείας το ζήτημα που μας απασχολεί, το βρίσκουμε στις παραγράφους 3 και 4 της πιο πάνω απόφασης, στη σελ. 244:

'3. Η νομολογία των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - της Επιτροπής και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - υποστηρίζει ότι εξασφαλίσεις που παρέχονται από το Άρθρο 6.3 της Σύμβασης, που αποτέλεσαν το πρότυπο για τη στοιχειοθέτηση των δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά εχέγγυο για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ΄εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη - (βλ. Can Case A. Vol. 96) και Case Barbera (Series A. Vol. 146).

4. Όμοια υπήρξε και η προσέγγιση των Αμερικανικών και Καναδικών Δικαστηρίων στον προσδιορισμό του σκοπού ο οποίος προάγεται με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (διαδίκου) για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, στον καθορισμό του πλαισίου μέσα στο οποίο ασκούνται, καθώς και στις επιπτώσεις που επάγονται παραβιάσεις τους.'

Το Δικαστήριο προχωρεί στην υπόθεση Ford και επισημαίνει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη δίκη η παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος κατηγορουμένου. Οι επιπτώσεις αυτές κρίνονται με βάση τις περιστάσεις της παραβίασης και το μέγεθος της. Αν π.χ. η παράβαση καθιστά μη δίκαιη τη δίκη δυνατό να διαταχθεί επανεκδίκαση, ή ακόμη και η απαλλαγή του κατηγορουμένου. Ανάλογη είναι και η νομολογία της Αγγλίας, όπως φαίνεται από τις αποφάσεις στις οποίες έγινε αναφορά από τους δικηγόρους του κατηγορουμένου."

 

Με αυτό το σκεπτικό το αίτημα της Δημοκρατίας έγινε αποδεκτό και ακυρώθηκαν τα διατάγματα.

Σαν αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Οι λόγοι της έφεσης είναι πολλοί και στρέφονται όλοι ενάντια στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Κακουργιοδικείο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα. Παράλληλα γίνεται η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να ακυρώσει τα διατάγματα.

Οι δικηγόροι και από τις δυο πλευρές επανάλαβαν τις θέσεις που υιοθέτησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έχουν προαναφερθεί, με πολλή ικανότητα και εμβρίθεια και πρόσφεραν στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου πολύτιμη, κατά τη γνώμη μας, βοήθεια στην αντιμετώπιση του τόσο σημαντικού και σοβαρού θέματος που εγείρεται στην παρούσα διαδικασία.

Ο κ. Μιχάλης Πικής, δικηγόρος του Εφεσείοντα, αναφέρθηκε στις αρχές του Κοινοδικαίου και στις πρόνοιες του Συντάγματος, της Σύμβασης και του Κεφ. 155, που διέπουν το θέμα της αποκάλυψης και της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, και έκαμε ευρεία αναφορά στην Αγγλική, Ευρωπαϊκή και Κυπριακή νομολογία. Ο κ. Ταλαρίδης, που εμφανίζεται και αυτός για τον εφεσείοντα, υποστήριξε τις ίδιες θέσεις με τον κ. Πική, και αναφέρθηκε ειδικά στη νομολογία της Καλιφόρνιας και στις αρχές του κοινοδικαίου που εφαρμόζονται επί του θέματος.

Η κα. Μαλαχτού, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επανάλαβε τη θέση της ότι το Κακουργιοδικείο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα.

Και από τις δυο πλευρές έχουν αναπτυχθεί πολλά και ενδιαφέροντα επιχειρήματα και έγιναν εισηγήσεις που στην πορεία θα μας απασχολήσουν.

Ο πρώτος λόγος της έφεσης είναι ότι "το Δικαστήριο έσφαλε προβαίνοντας στην θεώρηση θεμάτων τα οποία ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Αναθεωρώντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη και εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του".

Επομένως το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία να ακυρώσει τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου.

Το προνομιακό ένταλμα Certiorari είναι διορθωτικού χαρακτήρα και περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας ενώπιον κατωτέρων Δικαστηρίων, προς το σκοπό όπως ενεργούν μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας τους και τηρούν το Νόμο. Με άλλα λόγια, με το προνομιακό ένταλμα Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της δικαστικής απόφασης και όχι η ορθότητά της. (Βλ., μεταξύ άλλων, In Re Kakos (1985) 1 CLR 250, Γεώργιος Άνθιμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Γενικός Εισαγγελέας (Νο. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 126, Σπύρος Καρατζαφέρης (1993) 1 ΑΑΔ 607).

Στην υπόθεση Τζενάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692, στη σελ. 701 εξετάστηκε και πάλι η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari και λέχθηκαν τα ακόλουθα από το Νικολάου, Δ.:

"... Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."

 

Η διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ακύρωση αποφάσεων που αφορούν καθαρά διαδικαστικά θέματα και δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων στην ουσία της υπόθεσης. Δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari υπάρχει μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 ΑΑΔ 442 και Σπύρος Καρατζαφέρης (ανωτέρω)).

Πέραν των αρχών που διατυπώθηκαν στις πιο πάνω αποφάσεις, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στην υπόθεση Ανδρέας Κωνσταντινίδης κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 847, αναφέρθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση προνομιακού εντάλματος με σκοπό την υπαγόρευση στο πρωτόδικο Δικαστήριο του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει επί θέματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου για δυο λόγους:

α) Διότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα δεν παρέχουν στο Κακουργιοδικείο τέτοια εξουσία. Το Δικαστήριο δεν δύναται να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Επίσης αποφάνθηκε ότι οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δικαστηρίου οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο και απέρριψε τη θέση του Κακουργιοδικείου ότι είχε σύμφυτη ή εγγενή εξουσία να εκδώσει τα διατάγματα.

β) Διότι η έκδοση τους αντίκειται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Alan Ford (No. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232, όπου αποφασίστηκε ότι η διακρίβωση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος και αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης κατηγορουμένου, εντάσσονται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή.

Από το λόγο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου ακυρώθηκαν γιατί θεωρήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία να τα εκδώσει. Επομένως με βάση τις προαναφερθείσες αρχές έκδοσης του προνομιακού εντάλματος Certiorari, δεν μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να τα εκδώσει. Η εισήγηση του κ. Πική, ότι το ένταλμα Certiorari σε ποινικές υποθέσεις εκδίδεται μόνο μετά από καταδικαστική απόφαση και ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να καταχωρήσει την αίτηση που καταχώρησε σ΄αυτό το στάδιο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η Δημοκρατία διετάχθη να προβεί σε αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού και η Εισαγγελία υποστηρίζει τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει τα διατάγματα. Επομένως η καταχωρηθείσα αίτηση είναι το μόνο και το ορθό διάβημα που λήφθηκε για την ακύρωση τους. Οποιαδήποτε άλλη θέση θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα.

Κατά τη γνώμη μας δυο θέματα χρήζουν απάντησης, από τα οποία και θα εξαρτηθεί η τύχη της παρούσας έφεσης.

1. Είχε το Κακουργιοδικείο εξουσία, σύμφυτη ή άλλη που απορρέει από το Νόμο, με βάση θεμελιακές επί του θέματος αρχές του Κοινοδικαίου, το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, τα άρθρα 12.5, 30.2 και 30.3 της Σύμβασης και τα άρθρα 7 και 175 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα;

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθά ότι τα επίδικα διατάγματα αντίκεινται στις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Alan Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232, Αστυνομία ν. Φάντη και άλλων (1994) 2 ΑΑΔ 160 και Δημοκρατίας ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 ΑΑΔ 225, δεδομένου ότι οποιαδήποτε διάγνωση για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη διαγιγνώσκεται μέσα στα πλαίσια της δίκης;

Η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του Κακουργιοδικείου να εκδώσει τα διατάγματα είναι έξω από την εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari και επομένως το θέμα δεν πρέπει και δεν θα μας απασχολήσει. Θα περιοριστούμε στον έλεγχο της νομιμότητας της δικαστικής απόφασης. (Βλ., μεταξύ άλλων, In re Kakos (ανωτέρω), Tζεννάρο Περέλλα (αρ. 2) (ανωτέρω)).

Το Κακουργιοδικείο με βάση το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το άρθρο 6 της Σύμβασης, τις αρχές του Κοινοδικαίου και του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, που κατοχυρώνουν το ανθρώπινο δικαίωμα της δίκαιης δίκης, άντλησε δικαιοδοσία και εξέδωσε τα διατάγματα. Ο λόγος που το οδήγησε στην έκδοση ήταν η διαπίστωση πως η Κατηγορούσα Αρχή με βάση τις συνταγματικές επιταγές και τις πρόνοιες της σύμβασης είχε καθήκον αποκάλυψης. Το καθήκον αποκάλυψης από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής απορρέει από το δικαίωμα της δίκαιης δίκης όπως αυτό προνοείται στο άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης, που τυγχάνουν της ίδιας ερμηνείας και εφαρμογής. Η παράγραφος (3)(β) του άρθρου 30 του Συντάγματος προνοεί:

"3. ΄Εκαστος έχει το δικαίωμα:

........................................................................................

(β) να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχη χρόνον επαρκή δια την προπαρασκευήν τούτων,

......................................................................."

 

 

Το δε άρθρο 6 παράγραφος 3(β) της Σύμβασης προνοεί ότι:

 

3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:

(α)............................................................................

(β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του."

 

 

Στο αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, που είναι και το αυθεντικό μαζί με το Γαλλικό, η παράγραφος (3) υποπαράγραφος (β) του άρθρου 6 διατυπώνεται ως ακολούθως:

"3. Everyone charged with a criminal offence has the following minimum rights:

................................................................................

(b) to have adequate time and facilities for the preparation of his defence;

(c) ...................................................................................

(d) .................................................................................."

 

 

Τα δικαιώματα αυτά που προνοούνται από τη Σύμβαση, είναι τα ελάχιστα και επομένως δεν είναι εξαντλητικά.

Εχει νομολογηθεί από την Επιτροπή και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, πως άρνηση από μέρους των διωκτικών αρχών να αποκαλύψουν στον κατηγορούμενο υλικό που έχουν στην κατοχή τους το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, αν επέλεγε, καταλήγει αναποφεύκτως σε παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη. Στην υπόθεση Κaufman v. Belgium (Appplication N. 10938/84, 50 DR 98) η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι:

"everyone who is a party to ...... proceedings should have a reasonable opportunity of presenting his case to the court under conditions which do not place him at a substantial disadvantage vis-a-vis his opponent ...."

Επίσης στην υπόθεση Jespers v. Belgique Appl. No. 8404/78 όπου η Επιτροπή ασχολήθηκε ειδικά με την παροχή "διευκολύνσεων" που προνονούνται στο άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης, ανάφερε τα ακόλουθα στις σελ. 87 και 88 της απόφασής της:

"As regards the interpretation of the term "facilities", the Commission notes firstly that in any criminal proceedings brought by a state authority, the prosecution has at its disposal, to back the accusation, facilities deriving from its powers of investigation supported by judicial and police machinery with considerable technical resources and means of coercion. It is in order to establish equality, as far as possible, between the prosecution and the defence that national legislation in most countries entrusts the preliminary investigation to a member of the judiciary or, if it entrusts the investigation to the Public Prosecutor's Department, instructs the latter to gather evidence in favour of the accused as well as evidence against him. It is also, and above all, to establish that same equality that the "rights of the defence", of which Article 6, paragraph 3 of the Convention gives a non-exhaustive list, have been instituted. The Commission has already had occasion to point out that the so-called "equality of arms" principle could be based not only on Article 6, paragraph 1 but also on Article 6, paragraph 3, especially sub-paragraph (b) (Applications Nos. 524/59 and 617/59, Ofner and Hopfinger, Report of the Commission para. 46; Applications Nos. 596/59 and 789/60, Pataki and Dunshirn against Austria, Report of the Commission, para. 36).

56. In particular, the Commission takes the view that the "facilities" which everyone charged with a criminal offence should enjoy include the opportunity to acquaint himself, for the purposes of preparing his defence, with the results of investigations carried out throughout the proceedings. Furthermore, the Commission has already recognised that although a right of access to the prosecution file is not expressly guaranteed by the Convention, such a right can be inferred from Article 6, paragraph 3(b) (see, by implication: Application No. 1816/63, Yearbook 7, p. 205, 211; Application No. 7412/76, Haase against the Federal Republic of Germany, Report of the Commission, paras. 115-117, D.R. 11, p. 78, 108). It matters little, moreover, by whom and when the investigations are ordered or under whose authority they are carried out. In view of the diversity of legal systems existing in the states parties to the convention the Commission cannot restrict the scope of the term "facilities" to acts carried out during certain specified phases of the proceedings, e.g. the preliminary investigation. Close scrutiny of the position of the Public Prosecutor's Department and of any obligations of impartiality imposed on it by national law would therefore be superfluous in the instant case. Any investigations it causes to be carried out in connection with criminal proceedings and the findings thereof consequently form part of the "facilities" within the meaning of Article 6, paragraph 3(b) of the Convention.

57. In the above-mentioned provision, the word "facilities" (French "facilitι s") is qualified by the adjective "adequate" (French "nι cessaire"). Despite the slight difference in meaning between the adjective in the French text and the one in the English text it is clear that the facilities which must be granted to the accused are restricted to those which assist or may assist him in the preparation of his defence.

58. In short, Article 6, paragraph 3(b) recognises the right of the accused to have at his disposal, for the purposes of exonerating himself or of obtaining a reduction in his sentence, all relevant elements that have been or could be collected by the competent authorities. The Commission considers that, if the element in question is a document, access to that document is a necessary "facility" ("facilitι nι cessaire") if, as in the present case, it concerns acts of which the defendant is accused, the credibility of testimony, etc.

1. The "special folder" kept by the Public Prosecutor's Office.

59. The parties do not dispute that, in a criminal case, the Public Prosecutor's Department can legitimately keep a file containing personal notes and internal correspondence .......................................

The Commission stresses that if the "special folder" contains relevant items which could enable the accused to exonerate himself or have his sentence reduced, failure to make those items available to the defence for inspection would constitute a refusal of facilities necessary for the preparation of the defence and, therefore, a violation of the right guaranteed in Article 6, paragraph 3(b).

 

και στη σελ. 91 παρ. 70:-

 

"70. In its interpretation of Article 6(3)(b) (see para. 55 above) the Commission pointed out that that provision was designed, in particular, to help establish between the prosecuting authority and the defendant the equality necessary for a fair trial, and that consequently the principle of the "equality of arms" was grounded in it."

 

Από την πιο πάνω ανάλυση και ερμηνεία του άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης γίνεται καθαρό πως είναι ανθρώπινο δικαίωμα ενός κατηγορουμένου να τυγχάνει αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού από τις διωκτικές αρχές, στοιχείο το οποίο είναι αναγκαίο για την επίτευξη της "ισότητας των όπλων" και την εξασφάλιση της δίκαιης δίκης.

Επίσης το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης στην απόφασή του της 18.3.97 στην υπόθεση Foucher v. France (10/1996/629/812) ασχολήθηκε με την ερμηνεία του άρθρου αυτού και ανάφερε, μεταξύ άλλων, πως η αρχή της ισότητας των όπλων εξασφαλίζεται με το να δίδεται σε έκαστο μέρος εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του υπό συνθήκες που δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του και κατάληξε ως ακολούθως στη σελ. 2 της απόφασης:

"Αs applicant had not had access to his file and had been prevented from obtaining a copy of the documents in it, he had been unable to prepare an adequate defence and had not been afforded equality of arms."

 

Στο ίδιο εύρημα κατάληξε και η Επιτροπή. Το Δικαστήριο διατυπώνει το εύρημα της Επιτροπής στη σελ. 7 της απόφασης ως ακολούθως:

"27. Τhe Commission too considered that denying the applicant access to the case file, when he was not even represented by a lawyer, constituted a substantial impairment of the right to a fair trial in view of the breach of the principle of equality of arms and the restriction in the rights of the defence which it entailed."

 

Kαι στην παράγραφο 34 το Δικαστήριο καταλήγει:

"34. Τhe Court reiterates in this connection that according to the principle of equality of arms, as one of the features of the wider concept of a fair trial, each party must be afforded a reasonable opportunity to present his case in conditions that do not place him at a disadvantage vis-a-vis his opponent (see in particular the Bulut v. Austria judgment of 22 February 1995, Reports of Judgments and Decisions 1996, p. ...., §47).

 

To βάρος της αποκάλυψης ουσιώδους μαρτυρίας (material) εναντίον ή υπέρ του κατηγορουμένου, το φέρουν οι διωκτικές αρχές και παράλειψη να το πράξουν καθιστά τα δίκη άδικη (Βλ. Edwards v. United Kingdom A247B (1992)).

Παρόλο που η Σύμβαση θέτει υποχρεώσεις μόνο στις χώρες που την προσυπογράφουν ή και προβαίνουν σε κυρώσεις, εντούτοις στην Κύπρο η Σύμβαση όπως και όλες οι άλλες συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες, σύμφωνα με το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος καθίστανται νόμος της Κυπριακής Δημοκρατίας και μάλιστα έχουν αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου. Ενόψει του άρθρου 35 του Συντάγματος τα δικαιώματα κατοχυρώνονται και εξασφαλίζεται η θεραπεία για παραβάσεις του και δεν χρειάζεται νομοθεσία προς τούτο, όπως θα επεξηγηθεί σε κατοπινό στάδιο.

Πέραν του Συντάγματος και της Σύμβασης, η υποχρέωση των διοικητικών αρχών για προδικαστική αποκάλυψη μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος του κατηγορουμένου για "ισότητα των όπλων" και διεξαγωγής δίκαιης δίκης, είναι βαθιά εμπεδωμένη και στις αρχές του Κοινοδικαίου, όπως αυτές εφαρμόζονται στην Αγγλία και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας συμπεριλαμβανομένης και της Πολιτείας της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α. σε σχετική νομολογία της οποίας αναφέρθηκε ο κ. Ταλαρίδης. Οι αρχές του Κοινοδικαίου αποτελούν μέρος του δικαϊκού συστήματος της Κύπρου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 και ειδικότερα όσον αφορά θέματα Ποινικής Δικονομίας με βάση το άρθρο 3 του Κεφ. 155.

Η πορεία του Κοινοδικαίου πάνω στο θέμα αυτό ήταν εξελικτική. Στην Αγγλία σημειώνεται η έναρξη της πορείας με την υπόθεση R. v. Bryant and Dickson (1946) 31 Cr. App. R. 146, η οποία ήταν περιοριστική και η οποία ανατράπηκε ενόψει της εξελικτικής πορείας στην απόφαση του House of Lords στην R. v. Mills (1997) 3 All E.R. 789. Στη σελίδα 796 ο Lord Hutton είπε τα εξής:-

"...... the rule in R v Bryant can no longer be regarded as laying down the proper practice.

The rule was formulated by the Court of Appeal in 1946, a considerable time before recent developments in the common law relating to disclosure, and it is difficult to reconcile the rule with the emphasis which the modern cases place on the duty of the prosecution to disclose all relevant material which may assist the defence, subject to the exception, expressly recognised in the modern cases, of the public interest immunity.".

Στην Κύπρο η αποκάλυψη ήταν αρχικά περιορισμένη στην αποκάλυψη της κατάθεσης του κατηγορουμένου (Βλ. Georghiou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 18).

Στην εξελικτική πορεία, θεωρείται σημαντική η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην απόφαση η R. v. Ward (1993) 2 All E.R. 577. Στην υπόθεση αυτή το Εφετείο μετά από 18 χρόνια ακύρωσε την καταδίκη της εφεσείουσας για φόνο εκ προμελέτης δώδεκα ατόμων κατά τη διάρκεια τρομοκρατικής ενέργειας καθώς επίσης και την καταδίκη της σε φυλάκιση 30 χρόνων σε άλλες κατηγορίες, γιατί υπήρξε ουσιαστική παρατυπία (material irregularity) λόγω παραβίασης της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής για αποκάλυψη σχετικής μαρτυρίας (επιστημονικής) που είχε υποχρέωση να αποκαλύψει.

Η έφεση επετράπη για τους ακόλουθους λόγους που αναφέρονται στις σελίδες 577 και 578 της απόφασης:-

"(1) The prosecution's duty at common law to disclose to the defence all relevant material, ie evidence which tended either to weaken the prosecution case or to strengthen the defence case, required the police to disclose to the prosecution all witness statements and the prosecution to supply copies of such witness statements to the defence or to allow them to inspect the statements and make copies unless there were good reasons for not doing so. Furthermore, the prosecution were under a duty, which continued during the pre-trial period and throughout the trial, to disclose to the defence all relevant scientific material, whether it strengthened or weakened the prosecution case or assisted the defence case and whether or not the defence made a specific request for disclosure. Pursuant to that duty the prosecution were required to make available the records of all relevant experiments and tests carried out by expert witnesses. Furthermore, an expert witness who had carried out or knew of experiments or tests which tended to cast doubt on the opinion he was expressing was under a clear obligation to bring the records of such experiments and tests to the attention of the solicitor who was instructing him so that they might be disclosed to the other party. On the facts, the non-disclosure of notes of some interviews by the police to the Director of Public Prosecutions, the non-disclosure of certain material by the Director of Public Prosecutions, and prosecuting counsel to the defence and the non-disclosure by forensic scientists employed by the Crown of the results of certain tests carried out by them which threw doubt on the scientific evidence put forward by the Crown at the trial cumulatively amounted to a material irregularity which, on its own, undoubtedly required the appellant's conviction to be quashed. Furthermore, the fresh scientific evidence available to the court was such that the scientific case against the appellant was insupportable and that further rendered her conviction unsafe and unsatisfactory .........).".

 

Πέραν από τους πιο πάνω λόγους είναι πιστεύουμε σημαντικό να αναφέρουμε αποσπάσματα της απόφασης του Glidewell LJ που καταδεικνύουν τις συνέπειες της μη αποκάλυψης με βάση τις αρχές του Κοινοδικαίου, όπως εξελίχθηκε. Στη σελίδα 598 αναφέρει:-

"It is now settled law, in this court at least, that the failure of the prosecution to disclose to the defence evidence which ought to have been disclosed is an 'irregularity in the course of the trial' within the meaning of s 2(1)(c) - (Εννοεί το Criminal Appeal Act 1968) - We refer in this connection to R v. Maguire [1992] 2 All ER 433 at 446, [1992] QB 936 at 957, where, after a reference to earlier authorities, the judgment continues:

'The court has now consistently taken the view that a failure to disclose what is known or possessed and which ought to have been disclosed, is an "irregularity in the course of the trial". Why there was no disclosure is an irrelevant question, and if it be asked how the irregularity was "in the course of the trial" it can be answered that the duty of disclosure is a continuing one.'

It follows that if the irregularity is 'material', then for this reason alone the appeal must be allowed unless the proviso applies. In the sentence immediately following the passage which we have quoted from R v Maguire the court said:

'If categorisation is necessary we are content to categorise a failure to disclose as a "procedural" irregularity, and because that which was not disclosed ought to have been disclosed, we would expect the irregularity to be one which usually satisfied the adjective "material".'

We share this expectation. The obligation to disclose only arises in relation to evidence which is or may be material in relation to the issues which are expected to arise, or which unexpectedly do arise, in the course of the trial. If the evidence is or may be material in this sense, then its non-disclosure is likely to constitute a material irregularity. The proviso makes it plain that 'material' means something less than 'crusial', because it contemplates that although there may have been a material irregularity, yet a verdict of 'guilty' can be upheld on the ground that it involves no miscarriage of justice.".

 

και στις σελίδες 601 και 602:-

"Τo return, however, to the position in 1974, Mr Mansfield submits, rightly, that paras 443 and 443a of Archbold (38th edn, 1973) were by no means exhaustive. They were merely aspects of the defendant's elementary common law right to a fair trial which depends upon the observance by the prosecution, no less than the court, of the rules of natural justice. No authority is needed for this proposition but it is illustrated by the decision of the Divisional Court in R v Leyland Magistrates, ex p Hawthorn [1979] 1 All ER 209, [1979] QB 283. On the broad basis of this right, the defendant is plainly entitled (subject to statutory limitations on disclosure, and the possibility of public interest immunity, which we discuss below) to be supplied with police evidence of all relevant interviews with him. We would adopt the words of Lawton LJ in R v Hennessey (1978) 68 Cr App R 419 at 426 where he said that the courts must -

'keep in mind that those who prepare and conduct prosecutions owe a duty to the Courts to ensure that all relevant evidence of help to an accused is either led by them or made available to the defence. We have no reason to think that this duty is neglected; and if ever it should be, the appropriate disciplinary bodies can be expected to take action. The judges for their part will ensure that the Crown gets no advantage from neglect of duty on the part of the prosecution.'

That statement reflects the position in 1974 no less than today. We would emphasise that 'all relevant evidence of help to an accused' is not limited to evidence which will obviously advance the accused's case. It is of help to the accused to have the opportunity of considering all the material evidence which the prosecution have gathered, and from which the prosecution have made their own selection of evidence to be led. We believe that in practice the importance of disclosing unused material has been much more clearly recognised by prosecutors since the publication of the Attorney General's guidelines. The current Code of Conduct of the Bar of England and Wales (1991) Annexe H 'Written standards for the conduct of professional work, Standards applicable to criminal cases', para 1.2, reflecting the words of Lawton LJ which we have quoted, provides:

'Prosecuting counsel should bear in mind at all times whilst he is instructed that he is responsible for the presentation and general conduct of the case and that it is his duty to ensure that all relevant evidence is either presented by the prosecution or made available to the defence.'

.........................................................................................................

..... Quite apart from statutory limitations on the disclosure of information, the common law has always recognised that the public interest might require relevant evidence to be withheld from the defendant. Obvious examples are evidence dealing with matters of national security, or disclosing the identity of an informant.".

Στη σελίδα 628 καταλήγει ως ακολούθως:-

"What are the lessons to be learnt from this miscarriage of justice? The law is of necessity concerned with practical affairs, and it cannot effectively guard against all the failings of those who play a part in the criminal justice system. But that sombre realism does not relieve us, as judges, from persevering in the task to ensure that the law, practice and methods of trial should be developed so as to reduce the risk of conviction of the innocent to an absolute minimum. At the same time we are very much alive to the fact that, although the avoidance of the conviction of the innocent must unquestionably be the primary consideration, the public interest would not be served by a multiplicity of rules which merely impede effective law enforcement. ....................

.........................................................................................................

The new rules are helpful. But it is a misconception to regard them as exhaustive: they do not in any way supplant or detract from the prosecution's general duty of disclosure in respect of scientific evidence. That duty exists irrespective of any request by the defence. It is also not limited to documentation on which the opinion or findings of an expert is based. It extends to anything which may arguably assist the defence. It is therefore wider in scope than the rule. Moreover, it is a positive duty, which in the context of scientific evidence obliges the prosecution to make full and proper inquiries from forensic scientists in order to ascertain whether there is discoverable material. Given the undoubted inequality as between prosecution and defence in access to forensic scientists, we regard it as of paramount importance that the common law duty of disclosure, as we have explained it, should be appreciated by those who prosecute and defend in criminal cases. And, If difficulties arise in a particular case, the court must be the final judge.".

 

Για τις αρχές του Κοινοδικαίου επί της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής για αποκάλυψη ασχολήθηκε και πάλιν η Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων στην υπόθεση R. v. Brown (1997) 3 All E.R. 769. Στην υπόθεση αυτή ο Λόρδος Hope στη σελίδα 773 αναφέρει τα εξής:-

"The common law duty of disclosure

The rules of disclosure which have been developed by the common law owe their origin to the elementary right of every defendant to a fair trial. If a defendant is to have a fair trial he must have adequate notice of the case which is to be made against him. Fairness also requires that the rules of natural justice must be observed. In this context, as Lord Taylor of Gosforth CJ observed in R v Keane [1994] 2 All ER 478 at 483, [1994] 1 WLR 746 at 750, the great principle is that of open justice. It would be contrary to that principle for the prosecution to withhold from the defendant material which might undermine their case against him or which might assist his defence. These are the rules upon which ss 3 and 7 of the 1996 Act - εννοεί το Criminal Procedure and Investigation Act 1996 - have been based. But they had already found their expression in decisions by the courts. It is necessary to mention only a few of them in order to identify the extent of the duty of disclosure, and to trace its development, as background to the issue which arises in this case.".

Eπίσης στις σελίδες 775 και 776:-

"I agree with the view which was taken in the Court of Appeal that the phrase 'an issue in the case' must be given a broad interpretation. The same may be said of the phrase 'all relevant evidence of help to an accused' in the passage from Lawton LJ's judgment in R v Hennessey (1978) 68 Cr App R 419 at 426 which was adopted in R v Ward [1993] 2 All ER 577 at 601, [1993] 1 WLR 619 at 645. But the common law rules are concerned essentially with the disclosure of material which has been gathered by the police and the prosecution in the course of the investigation process for use in the case to be made for the Crown. In the course of that process issues of fact will have been identified which may assist or undermine the Crown case. The prosecution is not obliged to lead evidence which may undermine the Crown case but fairness requires that material in its possession which may undermine the Crown case is disclosed to the defence. The investigation process will also require an inquiry into material which may affect the credibility of potential Crown witnesses. Here again, the prosecution is not obliged to lead the evidence of witnesses who are likely in its opinion to be regarded by the judge or jury as incredible or unreliable. Yet fairness requires that material in its possession which may cast doubt on the credibility or reliability of those witnesses whom it chooses to lead must be disclosed. The question whether one or more of the Crown witnesses is credible or reliable is frequently one of the most important 'issues' in the case although the material which bears upon it may be, as Steyn LJ (at 1607) observed, collateral.".

Και τέλος, στις σελίδες 778 και 779 καταλήγει:-

"I would be inclined to attach less weight to the practical problems than that which was given to them by the Court of Appeal. If fairness demands disclosure, then a way of ensuring that disclosure will be made must be found. But it is a fact that in many cases, other than those to which the special rules apply relating to alibi, the defence does not disclose the identity of its witnesses until a late stage. It would place a substantial burden on the Crown for it to be expected to retain, and be ready to disclose at short notice, material which might possible relate to the credibility only of those whom the defence might possibly wish to call as its witnesses. It would also be unreasonable to expect the prosecutor to reveal information relating to the credibility of defence witnesses previously unknown to the Crown whose credibility did not require to be investigated until their identity was made known to the prosecutor. Yet, if there was a legal duty which required the disclosure of information relating to the credibility of the defence witnesses, there would be no answer to such a demand.

.........................................................................................................

Fairness, so far as the preparation of the defence case and the selection of the defence witnesses are concerned, is preserved by the existing rules of disclosure and by ensuring that the defendant has adequate time and facilities for the preparation of his defence. That right, which is to be found also in art 6.3(b) of the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms (Rome, 4 November 1950; TS71 (1953); Cmd 8969), has for long been part of our law relating to the conduct of criminal trials. The investigation for which the defence are responsible extends to all matters which may affect the credibility of the defence witnesses. The preparation of the defence case is not complete until this has been done. Once it has been completed, the defence can be assumed to be in possession of all that is needed to decide which witnesses to lead and which to reject on grounds of credibility. It is unnecessary to extend the duty of disclosure by the prosecutor any further to ensure that the defendant has a fair trial.".

Με την παράθεση της πιο πάνω νομολογίας που δεν είναι η μόνη, καταδεικνύεται σαφέστατα πως πέραν από το Σύνταγμα και τη Σύμβαση ακόμα και με βάση τις αρχές του Κοινοδικαίου υπάρχει το δικαίωμα και η υποχρέωση για προδικαστική αποκάλυψη σχετικού μαρτυρικού υλικού στον κατηγορούμενο για εξασφάλιση της "ισότητας των όπλων", και κατ΄ επέκταση της αποφυγής της παραβίασης του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Στην Αγγλία το θέμα της προδικαστικής αποκάλυψης ρυθμίζεται νομοθετικά με τη θέσπιση του Criminal Procedure and Investigation Act 1996, το οποίο και πάλιν κατοχυρώνει το προδικαστικό δικαίωμα της αποκάλυψης σε συνάρτηση με το δικαίωμα μη αποκάλυψης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως στην Κύπρο οι νομοθετικές αυτές πρόνοιες δεν έχουν ισχύ και έτσι παραμένουν σε μας ισχυρές οι αρχές του Κοινοδικαίου, αφού ο κύπριος νομοθέτης δεν έκρινε σκόπιμο να προβεί σε δικές μας νομοθετικές ρυθμίσεις.

Επίσης θα πρέπει σ΄ αυτό το στάδιο να αναφερθεί πως το άρθρο 7 του Κεφ. 155 δεν είναι εξαντλητικό και δεν αντιτίθεται στις αρχές του Κοινοδικαίου οι οποίες τουναντίον το συμπληρώνουν. Καταλήγοντας σ΄αυτή τη θέση, λάβαμε υπόψη μας τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 CLR 50, σχετικά με το ζήτημα της εξάντλησης θέματος με νομοθεσία κατ΄ αποκλεισμό του κοινοδικαίου. Το άρθρο 7 δεν εξαντλεί το θέμα και δεν αποκλείει το ευρύτερο περιεχόμενο του κοινοδικαίου. Το άρθρο 3 του Κεφ. 155, που επικαλέστηκε η Δημοκρατία, αναφέρεται στο Νόμο και στους Κανόνες Πρακτικής που σχετίζονται με την Ποινική Δικονομία "for the time being in force in England". Το κοινοδίκαιο εισάγεται ρητά ως εφαρμοστέος νόμος με το άρθρο 29 του Ν. 14/60 και με τη διαπίστωση του περιεχομένου του εφαρμόζεται ως ισχύον νόμος (Βλ. Kannal Hassanein v. Hellenic Island κ.α., Αίτηση στην 369/93, ημερ. 15.9.94, Theofanous v. Cosmos Insurance (1988) 1 CLR 265, Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 AAΔ 252, Azinas and Another v. Police (1981) 2 CLR 9).

Το δικαίωμα για αποκάλυψη που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος, στηρίχτηκε κατ΄ευθείαν και στο Σύνταγμα και στη Σύμβαση και δεν ήταν η εισήγηση της Δημοκρατίας πως το άρθρο 7 του Κεφ. 155 θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι εξαντλεί το ζήτημα παρά τις πρόνοιες του Συντάγματος και της Σύμβασης. Με την κατάληξη μας αυτή δεν παραλείψαμε να λάβουμε υπόψη και τις αποφάσεις στις υποθέσεις Police v. Athienitis (1983) 2 CLR 194, Aristidou v. The Republic (1967) 2 CLR 43 και Police v. Christophides and Another (1984) 2 CLR 33.

Στην Christophides (ανωτέρω) το ζήτημα δεν εξετάστηκε με αναφορά στο Σύνταγμα ή στη Σύμβαση, αλλά στο Κοινοδίκαιο, όπως ήταν τότε αντιληπτό στην αγγλική νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του έκρινε πως η κατηγορούσα αρχή όφειλε να θέσει στη διάθεση του κατηγορουμένου γραπτή κατάθεση. Επιφυλάχθηκε νομικό σημείο με βάση το άρθρο 148 του Κεφ. 155 και το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε της ουσίας του διατυπωθέντος ερωτήματος, που ήταν αν η κατηγορούσα αρχή είχε καθήκον να θέσει στη διάθεση της υπεράσπισης την κατάθεση. Αν ετίθετο θέμα έλλειψης εξουσίας για μη έκδοση τέτοιων οδηγιών από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα αναμενόταν να μην εξεταστεί η ουσία. Η απόφαση του Εφετείου στηρίχτηκε στο γεγονός ότι, όπως ήταν τότε αντιληπτό το Κοινοδίκαιο, δεν υπήρχε καθήκον αποκάλυψης. Η επικρατήσασα, όμως, αντίληψη αναφορικά με το περιεχόμενο του κοινοδικαίου στο θέμα με βάση τη νεώτερη αγγλική νομολογία, όπως διατυπώθηκε σε προγενέστερο στάδιο της απόφασης, που ανάτρεψε την προηγούμενη, ουσιαστικά αφαιρεί και το υπόβαθρο της Christophides (ανωτέρω). (Βλ. Pastella Marine v. Iranian Tanker (1987) 1 CLR 583).

Μέσα σ΄ αυτό το νομικό πλαίσιο καταδεικνύεται ξεκάθαρα η ύπαρξη του ανθρώπινου δικαιώματος της αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού του κατηγορούμενου, προδικαστικά και κατά τη διάρκεια της δίκης, και δεν είναι επιτρεπτή η παραβίαση του χωρίς το Δικαστήριο να έχει την εξουσία να την αποτρέψει. Σε αντίθετη περίπτωση το Δικαστήριο το μόνο που θα μπορεί να πράξει είναι να διαπιστώσει με την τελική του απόφαση, μετά την ακροαματική διαδικασία, την παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Τέτοια θέση κατά τη γνώμη μας δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή.

Εφόσον υπάρχει δικαίωμα και αντίστοιχα καθήκον αποκάλυψης, το Δικαστήριο έχει εξουσία να τη διατάξει. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει ρητή διάταξη στο δικό μας Νόμο, όπως δεν υπήρχε κατά τη διαμόρφωση της νομολογίας που συζητήθηκε ούτε στην Αγγλία, ούτε στις ΗΠΑ ή στον Καναδά. Οι διάφορες δικονομικές ρυθμίσεις στις χώρες εκείνες δεν είναι στοιχείο αφ΄ εαυτού διαφοροποιητικό, αφού η δυνατότητα για προδικαστική παρέμβαση του Δικαστηρίου στηρίχτηκε στις συμφυείς του εξουσίες. Και ακριβώς είναι αυτές τις συμφυείς εξουσίες που επικαλέστηκε και ο κατηγορούμενος.

Γι΄ αυτές τις συμφυείς εξουσίες το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ενδιατρίψει σε αριθμό υποθέσεων.

Στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348, που είναι απόφαση του Εφετείου, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, ανάφερε τα ακόλουθα σχετικά στις σελ. 355 και 356:

"The administration of justice in Cyprus is modelled on the administration of justice under the common law judicial system, subject to this clarification: The autonomy and separateness of the Judiciary in Cyprus is entrenched by a written constitution. A Court of law has inherent power to control proceedings before it - R. v. Bloomsbury (1976) 1 All E.R. 897 (CA) - as well as restrain abuse of the judicial process - Castanho v. Brown & Root (U.K.) Ltd, and Another (1981) 1 All E.R. 143 (HL). .................................................................

...........................................................................................................

Associated with the power to restrain abuse, is the undoubted power of the Court to control proceedings before it.

The Supreme Court has inherent power not only to restrain abuse of process but also to secure obedience to the law - Hammersmith v. Magnum Automated Forecourts (1978) 1 All E.R. 401 (CA). Its power may be exercised whenever the justice of the case so requires - A-G v. Chaudry (1971) 3 All E.R. 946 (CA)."

 

Το περιεχόμενο και η εμβέλεια της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου δεν εξετάστηκε μόνο στην πιο πάνω υπόθεση, αλλά και σε αριθμό άλλων υποθέσεων. Ιδιαιτέρως στις Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου), Αίτηση 13/97, ημερ. 26.6.97, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 1449, ημερ. 15.5.98, Sofocli v. Leonidou (1988) 1 CLR 583, Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.α. (Αρ. 1) (1992) 1 ΑΑΔ 801, Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 44, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσωπων, Αίτηση Αρ. 1/95, ημερ. 22.1.96.

Δεν υπάρχει Κυπριακή Νομολογία που να αποκλείει την εξουσία για έκδοση της συζητούμενης διαταγής.

Η υπόθεση Christophides (ανωτέρω) ήδη σχολιάστηκε και διατυπώθηκε η θέση μας επ΄αυτής. Άλλη υπόθεση που χρήζει ιδιαίτερου σχολίου, είναι η Kouppis v. The Republic (1977) 2 CLR 361. Ο κατηγορούμενος στην υπόθεση εκείνη είχε θέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου θέμα κάλυψης από τη Δημοκρατία των εξόδων του για την κλήση εμπειρογνωμόνων. Επικαλέστηκε το άρθρο 12.5 του Συντάγματος αναφορικά με "διευκολύνσεις". Το Κακουργιοδικείο δεν απέρριψε το αίτημα με αναφορά στην έλλειψη εξουσίας για εξέταση και επίλυση τέτοιου θέματος. Έκρινε πως το ζήτημα των εξόδων των εμπειρογνωμόνων δεν περιλαμβανόταν στα δικαιώματα που διασφαλίζει το Σύνταγμα. Και γι΄αυτό θεώρησε πως δεν υπήρχε εξουσία, στην απουσία νομοθετικής ρύθμισης, για έκδοση οδηγιών. Η απόφαση της πλειοψηφίας κατά την έφεση δεν ανατρέπει αυτή τη θέση. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Χατζηαναστασίου, Δ., στην σελ. 427, "... In the absence of any legislation, I think the trial Court reached a correct view of Article 12.5 of the Constitution, that in the absence of any law it could not authorise at that stage payment of funds for legal assistance to the appellant."

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232, ειπώθηκε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης, αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και η άσκηση τους εντάσσεται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορούμενου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή. Τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι για την παρεμπόδιση της και η τήρησή της αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης για να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. (Βλ. επίσης, Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.), Π.Ε. 9520, ημερ. 7.7.98).

Όμως στην υπό κρίση υπόθεση το θέμα δεν είναι αν υπήρξε ή όχι δίκαιη δίκη αφού ακόμα δεν διεξήχθη, αλλά κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα διατάγματα προληπτικά, έτσι που να αποφευχθεί ενδεχομένως με την έγκαιρη αποκάλυψη η πιθανή παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Μπροστά σ΄ αυτές τις τόσο σημαντικές επιταγές το Δικαστήριο μένει παθητικός παρατηρητής και δεν έχει τη δύναμη να επιβάλει την τήρησή τους; Και η εξουσία του περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση της παράβασης και όχι στην αποτροπή, ελλείψει ρητών νομοθετικών προς τούτο διατάξεων; Είναι γεγονός όπως ήδη έχουμε αναφέρει, πως δεν υπάρχουν ρητές νομοθετικές διατάξεις που να δίδουν εξουσία στο Δικαστήριο να επιβάλλει την αποκάλυψη. Είναι επίσης γεγονός, πως όλες οι αποφάσεις οι οποίες αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, αφορούσαν περιπτώσεις που διαπιστώθηκε παράβαση μετά την καταδίκη και τούτο είναι φυσικό, αφού στα δικαστικά όργανα της Σύμβασης ο παραπονούμενος απευθύνεται, μετά που θα εξαντλήσει τα τοπικά ένδικα μέσα και δεδομένου ότι η προσφυγή του στρέφεται εναντίον του κράτους στο οποίο εκδικάστηκε η υπόθεσή του. Όμως από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι το ανθρώπινο δικαίωμα αποκάλυψης πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της, υπάρχει και ας μη ξεχνούμε πως στην Κύπρο η Σύμβαση θεωρείται ημεδαπός νόμος με αυξημένη μάλιστα ισχύ έναντι των άλλων νόμων και πέραν τούτου, έχουμε και τις πρόνοιες του άρθρου 35 του Συντάγματος.

Το Άρθρο 35 του Συντάγματος, όπως λέχθηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πική στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 ΑΑΔ 225, εναποθέτει στις δικαστικές αρχές την αποτελεσματική διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Οι αρμοδιότητες τους εκτείνονται, όπως είναι αυτονόητο στη διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβανομένης της διαδικασίας που ακολουθείται για την αποτελεσματική διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οποιοσδήποτε περιορισμός στην εξουσία του Δικαστηρίου να διασφαλίζει αποτελεσματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αντίθετο με τις διατάξεις του Άρθρου 35 και θα καθιστούσαν τις συνταγματικές επιταγές γράμμα κενό.

Επίσης στην υπόθεση Αστυνομία ν. Φάντη κ.α. (1994) 2 ΑΑΔ 160, στη σελίδα 174 ο Κωνσταντινίδης, Δ., εκδίδοντας την απόφαση της μειοψηφίας, ανάφερε τα ακόλουθα:-

"Το Άρθρο 35 του Συντάγματος ορίζει ότι "αι νομοθετικαί εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσιν την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής." Το Δικαστήριο ελέγχει την τήρηση του Συντάγματος στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας και αποφαίνεται ως προς την επίπτωση από τυχόν παραβίασή του. Η μή θέσπιση νόμου ως προς ζητήματα που σχετίζονται με τη συνταγματική επιταγή, την τήρηση και τις συνέπειές της, δεν διαγράφει το συνταγματικό δικαίωμα ούτε αδυνατίζει τη συνταγματική υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει με τρόπο αποτελεσματικό το σεβασμό του μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του."

 

Γίνεται επομένως φανερό πως το Κακουργιοδικείο έχει δικαιοδοσία που είναι σύμφυτη και απορρέει από το Άρθρο 35 του Συντάγματος να διασφαλίζει με τρόπο αποτελεσματικό το σεβασμό του ανθρώπινου δικαιώματος της αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού, όπως νομολογιακά καθορίστηκε, στον κατηγορούμενο και η μη θέσπιση ειδικής προς τούτο νομοθεσίας, δεν αδυνατίζει τη συνταγματική υποχρέωση του Δικαστηρίου να ελέγχει αποτελεσματικά την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και τη Σύμβαση. Η μη αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού στο στάδιο που ζητήθηκε, παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης, γιατί δεν παρέχονται "διευκολύνσεις" για την ετοιμασία της υπεράσπισης. Άρα η αποτελεσματική εξασφάλιση του δικαιώματος αυτού είναι επιβεβλημένη και το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα και ορθά τα εξέδωσε στο στάδιο της δίκης που τα εξέδωσε, όταν το μαρτυρικό υλικό ζητήθηκε από την Υπεράσπιση και δεν δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Ας μη μας διαφεύγει ότι είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα το δικαίωμα της προδικαστικής αποκάλυψης και το Δικαστήριο δεν πρέπει να κωφεύει στο κατάλληλο στάδιο να εφαρμόσει τέτοιες επιταγές προς αποφυγή ενδεχομένως διεξαγωγής άδικης δίκης. Η διαπίστωση κακοδικίας διαπιστώνεται βέβαια στο τέλος της δίκης με την τελική απόφαση του Δικαστηρίου, όπως προνοεί η νομολογία μας, αλλά το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Η εξουσία αυτή του Δικαστηρίου απορρέει επίσης και από τις αρχές του Κοινοδικαίου που προαναφέρθηκαν.

Θεωρούμε την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου πολύ αξιόλογη και δεν συμμεριζόμαστε τους χαρακτηρισμούς που έγιναν γι΄αυτή, ούτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε από την Κατηγορούσα Αρχή ενώπιον μας.

Για τους λόγους που αναφέραμε, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα ανατρέπαμε την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο