ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1800
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 9271
Σύνθεση Δικαστηρίου:
ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.
Γιαννάκης Ερωτοκρίτου, από τη Λευκωσία,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
- ν -
1. Ειρήναρχου Θεοδώρου, από τη Λευκωσία,
2. Γιαννούλας Φ. Θεοδοσίου, από τη Λευκωσία,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,< /P>
- - -
Ημερομηνία:
31 Δεκεμβρίου 1997.Εφεσείων αυτοπροσώπως.
Για τους εφεσίβλητους: Χρ. Κινάνης.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Στις 16 Σεπτεμβρίου, 1978 οι εφεσίβλητοι, ιδιοκτήτες τεμαχίου γης στην παραθαλάσσια περιοχή Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου, πώλησαν μερίδιο του κτήματος τους, τα 5/15, στον εφεσείοντα έναντι ποσού £3,750. Η συμφωνία ενσωματώθηκε σε πωλητήριο έγγραφο.Με αγωγή των εφεσιβλήτων, η οποία ηγέρθη το 1989, αξίωσαν την έκδοση απόφασης δηλωτικής του γεγονότος ότι η συμφωνία ακυρώθηκε, κοινή συναινέσει το 1984, με αντάλλαγμα την καταβολή στον εφεσείοντα του ποσού το £7,500, ποσό το οποίο κρατούσαν εις πίστη του και ήταν κατά πάντα χρόνο έτοιμοι να του καταβάλουν. Διαζευκτικά, αξίωσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ακυρώθηκε νομίμως τον Ιούλιο του 1986. Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι η συμφωνία ακυρώθηκε με τη δική του συγκατάθεση. Αντίθετα, ο ίδιος επιδιώκει την εκτέλεσή της. Με ανταπαίτησή του αξίωσε την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και διαζευκτικά αποζημιώσεις καθώς και την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος αγοράς.
Η απαίτηση και ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν. Μετά από μακρά δίκη το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, ότι η συμφωνία ακυρώθηκε το 1984, και συνάμα την απαίτησή τους. Προέβη στο εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι αποκήρυξαν μονομερώς τη συμφωνία το 1986 και ακολούθως αρνήθηκαν να ανταποκριθούν σε πρόσκληση του εφεσείοντα να μεταβιβάσουν το κτήμα, βεβαιώνοντας τη διάρρηξη της συμφωνίας. Απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα, για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, εφόσον δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος, Κεφ. 232 (βλ. τροποποιήσεις Ν.50/70, Ν.96/72 και Ν.51(1)/95). Αποδέχτηκε τη διαζευκτική αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις για διάρρηξη της συμφωνίας του 1978, και επεδίκασε σ΄ αυτόν αποζημιώσεις ύψους £23,916, ποσό ίσο προς τη διαφορά μεταξύ της αξίας του κτήματος, κατά το χρόνο της διάρρηξης και του χρόνου συνομολόγησης της συμφωνίας. Επίσης, διέταξε την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος αγοράς, £3,750, λόγω κατάρρευσης της συναλλαγής. Το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντα για την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων (exemplary damages). Στην κατάληξη αυτή άχθηκε μετά από θεώρηση της Κυπριακής και Αγγλικής νομολογίας, επί του θέματος.
Ως προς τον καθορισμό της αξίας του κτήματος, κατά το χρόνο της διάρρηξης της σύμβασης το Δικαστήριο βάσισε τα ευρήματά του στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα σε θέματα εκτίμησης της αξίας της γης, κ. Χρ. Χριστοφόρου, που κλήθηκε από τον εφεσείοντα. Απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα στον ίδιο τομέα, κ. Χρ. Μουζούρη, που κατέθεσε για τους εφεσιβλήτους. Και οι δύο εκτιμητές υιοθέτησαν την ίδια μέθοδο για τον καθορισμό της αξίας του κτήματος τη «συγκριτική». Ο παρονομαστής της αξίας της γης καθορίστηκε με αναφορά στην πώληση κτημάτων στην περιοχή, συγκριτικών προς το επίδικο κτήμα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα «συγκριτικά κτήματα», στα οποία βάσισε την εκτίμησή του ο κ. Χριστοφόρου, «έχουν τα ίδια φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά με το επίδικο». Συνεπώς, παρείχαν ασφαλή βάση για την εξαγωγή της αξίας του κτήματος τον Ιούλιο του 1986. Τα κτήματα, στην πώληση των οποίων βάσισε την εκτίμησή του ο Μουζούρης, δεν είχαν την ίδια ομοιογένεια με το επίδικο.
Ο εφεσείων αμφισβητεί και με την έφεσή του επιδιώκει να ανατρέψει την απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό των αποζημιώσεων ήταν ο Ιούλιος του 1986. Επικαλούμενος κυρίως την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Saab & Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982)1 C.L.R. 499, υποστήριξε ότι ο χρόνος καθορισμού των αποζημιώσεων έπρεπε να είναι ο χρόνος της δίκης κατά τον οποίο η αξία του κτήματος ήταν ψηλότερη από το 1986. Δεύτερο, προσβάλλει την απόρριψη της αξίωσής του για τιμωρητικές αποζημιώσεις. Τη θέση του βασίζει στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Papakokkinou v. Kanther (1982)1 C.L.R. 65, και την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (συνεδριάζοντος στη Λάρνακα), στην Constantinides v. Pitsillou and Another (1980) J.S.C. 279.
Οι εφεσίβλητοι αντέκρουσαν την έφεση υποστηρίζοντας ότι ο χρόνος ορισμού των αποζημιώσεων ορθά καθορίστηκε ως εκείνος κατά τον οποίο εκδηλώθηκε η διάρρηξη της συμφωνίας και ότι δεν υφίσταντο οι προϋποθέσεις για την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Με αντέφεση (Δ.35 θ. 10, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν το εύρημα του δικαστηρίου αναφορικά με την αξία του πωληθέντος κτήματος κατά το χρόνο της διάρρηξης. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι κατά την εισήγησή τους ακροσφαλή.
Η έφεση
Α
. Χρόνος καθορισμού αποζημιώσεων για τη διάρρηξη σύμβασης.Αντίθετα με την εισήγηση του εφεσείοντα η απόφαση στη Saab (ανωτέρω), δεν ορίζει το χρονικό σημείο της δίκης ως την κρίσιμη περίοδο για τον καθορισμό των αποζημιώσεων για τη διάρρηξη σύμβασης. Ο χρόνος κατά τον οποίο καθορίζονται οι αποζημιώσεις είναι εκείνος κατά τον οποίο διαρρηγνύεται η σύμβαση. Στο χρονικό εκείνο σημείο αποκρυσταλλώνεται η ζημία και εκάτερος των συμβαλλομένων μπορεί να κατευθύνει τις πράξεις του ανάλογα με τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Ο κανόνας αυτός δεν είναι άκαμπτος. Το κοινό δίκαιο αναγνωρίζει ευχέρεια για τον προσδιορισμό της ζημίας σε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον το δίκαιο του πράγματος το δικαιολογεί. Είναι παραδεκτός ο καθορισμός των αποζημιώσεων με γνώμονα τα δεδομένα κατά το χρόνο της δίκης όπου το ανυπαίτιο μέρος εύλογα επιδιώκει την εκτέλεση της συμφωνίας και το δικαστήριο αρνείται τη θεραπεία αυτή στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας. Αφετηρία για την παροχή αποζημιώσεων σ΄ εκείνη την περίπτωση, αποτελεί η άρνηση του Δικαστηρίου να διατάξει ειδική εκτέλεση, οπόταν ανακύπτει, σ΄ εκείνο το χρονικό στάδιο, θέμα αποζημιώσεως του αναίτιου μέρους.
Στην προκείμενη περίπτωση η αξίωση του εφεσείοντα για ειδική εκτέλεση της σύμβασης εστερείτο νομικού ερείσματος. Δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κεφ. 232, οπόταν δεν ήταν νομικά εφικτή η ειδική εκτέλεση της σύμβασης. (Βλ. Eleni Andrea Avgousti v. Niovi Papadamou & Another (1968) 1 C.L.R. 66. Xenis Xenopoulos v. Elli Isidorou Makridi (1969)1 C.L.R. 488.) Η αξίωση του εφεσείοντα για ειδική εκτέλεση δεν απορρίφθηκε κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αλλά διότι δεν παρεχόταν η δυνατότητα για τη χορήγηση τέτοιας θεραπείας. Μόνη θεραπεία ήταν η αποζημίωση του εφεσείοντα για τη διάρρηξη της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης η οποία σημειώθηκε το 1986.
Η προβολή αβάσιμης αξίωσης για ειδική εκτέλεση δεν μεταβάλλει τα δεδομένα ως προς το χρόνο καθορισμού των αποζημιώσεων. Ούτε οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τη διάρρηξη, που έγιναν με πρωτοβουλία των εφεσιβλήτων μετέθεσαν το χρόνο καθορισμού τους. Σκοπός των διαπραγματεύσεων ήταν ο συμβιβασμός της απαίτησης του εφεσείοντα και όχι η εκτέλεση ή η αναβίωση της σύμβασης. Η διάρρηξη της συμφωνίας επήλθε οριστικά τον Ιούλιο του 1986, γεγονός που σηματοδοτεί και το χρόνο καθορισμού των αποζημιώσεων. Η έφεση επί του προκειμένου κρίνεται ανεδαφική.
Β. Τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Εξίσου αβάσιμη είναι η έφεση εναντίον του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που αφορά την απόρριψη της αξίωσης του εφεσείοντα για τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ούτε η Papakokkinou
Οι περιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να διαταχθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις, σύμφωνα με τη θεμελιακή Αγγλική απόφαση Rookes v. Barnard (1964)1 All E. R. 367, είναι οι ακόλουθες τρεις όπως διευκρινίζεται στην Papakokkinou
«(a) Civil wrongs resulting from the use of oppressive and unconstitutional conduct by servants of the Crown.
(b) Civil wrongs committed in gross disregard to the rights of the injured party, perpetrated in circumstances calculated to yield profit to the perpetrator, and
(c) where the statute expressly permits award of exemplary damages.»
(Eλληνική μετάφραση, ελεύθερη.)
«(α) Αστικά αδικήματα τα οποία προκύπτουν από τη χρήση καταπιεστικής και αντισυνταγματικής συμπεριφοράς από λειτουργούς του Στέμματος (νοείται του δημοσίου).
(β) Αστικά αδικήματα τα οποία διαπράττονται με πλήρη αδιαφορία για τα δικαιώματα του ζημιωθέντος μέρους και τα οποία διενεργούνται κάτω από συνθήκες που αποβλέπουν στον προσπορισμό κέρδους από τον αδικοπραγούντα.
(γ) Όπου ο νόμος ρητά επιτρέπει την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.»
Η ίδια προσέγγιση είχε υιοθετηθεί και στην
ConstantinidesΟι αρχές που διέπουν την επιδίκαση τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων (exemplary damages), αποσαφηνίστηκαν στην Rookes ν. Barnard και επαναβεβαιώθηκαν στην
Cassel & Co Ltd v. Broome (1972)1 All E.R. 801. Όπως εξηγείται στην απόφαση του Λόρδου Devlin στη Rookes (ανωτέρω), οι αποζημιώσεις σε αστικά αδικήματα δεν ήταν αυστηρά προκαθορισμένες. Τις διέκρινε πάντοτε στοιχείο ρευστότητας (at large). Εφόσον η αδικοπραγία ήταν ειδεχθής, στο βαθμό που να δικαιολογεί την τιμωρία του αδικοπραγούντος, μπορούσε να καταδικασθεί σε τιμωρητικές αποζημιώσεις. Δεν θα διαπραγματευθούμε τις προϋποθέσεις για την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων. Σημειώνουμε μόνο ότι εξαρχής η εξουσία για την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων είχε ταυτιστεί με τη διάπραξη αστικών αδικημάτων. (Βλ. Wilkes v. Wood (1763) Lofft. 1. Huckle v. Moncy (1763), 2 Wils. 205. Tullidge v. Wade (1769), 3 Wils. 18. Leith v. Pope (1779), 2 Wm. Bl. 1327. Merest v. Harvey (1814), 5 Taunt. 442. Sears v. Lyons (1818)2 Stark. 317. Williams v. Currie (1845), 1 C.B., 841. Emblen v. Myers (1860), 6 H. & N. 54.) Δεν είναι άσκοπο να υπενθυμίσουμε ότι στα πρώτα χρόνια της εξέλιξης του κοινού δικαίου δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ ποινικών και αστικών αδικημάτων. Η αυστηρή διάκριση μεταξύ ποινικών και αστικών αδικημάτων που αναγνωρίστηκε συν τω χρόνω δεν εξάλειψε ολοσχερώς τη δυνατότητα επιβολής χρηματικής τιμωρίας στον κατά το αστικό δίκαιο αδικοπραγούντα. περιορίστηκε όμως στις τρεις κατηγορίες που αναγνωρίστηκαν στη Rookes ν. Barnard και επαναβεβαιώθηκαν στην Cassel & Co Ltd v. Broome και σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων. (Βλ. μεταξύ άλλων Βlackshaw v. Lord (1983)2 All E. R. 311. AB v. South West Water Services Ltd (1993)1 All E.R. 609. John v. MGN Ltd (1996)2 All E.R. 35.)Η έφεση κρίνεται ανεδαφική.
Η αντέφεση
.Και οι δύο πραγματογνώμονες βάσισαν τις εκτιμήσεις τους σε πωλήσεις «συγκριτικών», προς το επίδικο, κτημάτων στην περιοχή. Οι αξία της γης στην περιοχή αντανακλάται στην τιμή πώλησης των «συγκριτικών». Επομένως, ο όποιος επηρεασμός της αξίας της γης στην περιοχή από τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης των κτημάτων από την Κυπριακή Εταιρεία Τσιμέντων και την ένταξή της σε περιοχή προνομίου λατομείου αντανακλάται στην τιμή πώλησης της γης. Το επίδικο κτήμα εξαιρέθηκε από τα κτήματα που υπόκειντο σε απαλλοτρίωση το 1990 γεγονός που είχε προδιαγραφεί από συμφωνία με τους εφεσίβλητους η οποία έγινε το
1988.Σύμφωνα με τον κ. Μουζούρη (Μ.Ε.3), το ενδεχόμενο απαλλοτρίωσης της γης, για λατομικούς σκοπούς, δεν είχε απαραιτήτως δυσμενείς επιπτώσεις στην αξία της γης, ενόψει του διπλασιασμού της αποζημίωσης η οποία καταβάλλεται για απαλλοτρίωση η οποία διενεργείται για μεταλλευτικούς σκοπούς. (Βλ
Vassiliko Cement Works Ltd. v. Ioannis Lambrou Violaris (1975)1 C.L.R. 256.) Υπέδειξε, ότι ο αγοραστής γης δεν την αποκτά με την προοπτική απαλλοτρίωσής της. Εν πάση περιπτώσει, ο όποιος επηρεασμός από τα νομικά και φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής αντανακλάτο στην αξία στην οποία διατέθηκαν τα «συγκριτικά» κτήματα. Οι πωλήσεις τους αποτέλεσαν τη βάση για τον καθορισμό της αξίας του επιδίκου κτήματος.Παρόλο που δεν συμφωνούμε με τη διαπίστωση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ότι ο κ. Μουζούρης στηρίχτηκε σε εσφαλμένα νομικά δεδομένα αναφορικά με τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης του κτήματος για μεταλλευτικούς σκοπούς το σφάλμα ήταν άνευ σημασίας ενόψει του βάθρου της εκτίμησης που συνθέτουν οι πωλήσεις «συγκριτικών» κτημάτων
. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι ομοιότητες μεταξύ των κτημάτων που αποτέλεσαν τη βάση για σύγκριση με το επίδικο κτήμα καθιστούσαν την εκτίμηση του κ. Χριστοφόρου ασφαλή οδηγό για τον καθορισμό της αξίας του. Δεν υπήρχε η ίδια ομοιογένεια μεταξύ των «συγκριτικών» που υιοθέτησε ο κ. Μουζούρης και του επιδίκου κτήματος, γεγονός που αμβλύνει τις προϋποθέσεις για σύγκριση, ως προς την αξία του κτήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση με την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου.Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ