ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 699
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9612
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στών
Γεώργιος Χ"Κυριάκου, εκ Λευκωσίας,
Εφεσείων-Ενάγων
- και -
1. Φρίξου Ν. Κουλέρμου, εκ Λευκωσίας,
2. "ΑΛΗΘΕΙΑ" Εκδοτική Εταιρεία Λτδ, εκ Λευκωσίας,
3. Αλέκου Κωνσταντινίδη, εκ Λευκωσίας,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων
-------------------------
17 Ιουνίου 1997
Για τον εφεσείοντα: Κ. Μιχαηλίδης.
Για τους εφεσίβλητους: Χρ. Πουργουρίδης.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Κατά την ημερομηνία ακρόασης της αγωγής του εφεσείοντος, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε αίτημα του για αναβολή. Εν συνεχεία απέρριψε και την ιδία την αγωγή αφού ο εφεσείων δεν ήταν έτοιμος να προχωρήσει. Με την παρούσα έφεση προβάλλεται ότι το δικαστήριο, με τη μη παραχώρηση αναβολής, άσκησε τη διακριτική του εξουσία χωρίς αναφορά προς τα όσα είχαν ήδη αναγνωριστεί ότι συνέθεταν τις ανάγκες της περίπτωσης.
Επρόκειτο περί παλαιάς αγωγής για δυσφήμιση. Καταχωρήθηκε το 1989. Στην τότε δικαιοδοσία ανώτερου επαρχιακού δικαστή. Η συμπλήρωση της δικογραφίας καθυστέρησε. Και έπειτα, από τις αρχές του 1991, ακολούθησε μια ατυχής πορεία αναβολών, πότε για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της μιας ή της άλλης πλευράς και πότε λόγω έλλειψης χρόνου και άλλων προβλημάτων του δικαστηρίου. Εκκρεμούσαν στο ίδιο δικαστήριο σε σχέση με την ιδία ισχυριζόμενη δυσφήμιση και δύο άλλες αγωγές που είχαν καταχωρηθεί ενωρίτερα, ήτοι, κατά το 1988. Στο επίκεντρο όλων βρισκόταν το εξής πραγματικό θέμα: πόσες θερμίδες περιείχε συγκεκριμένη μάρκα διαιτητικών μπισκότων.
Δεν έγινε ωστόσο κανένα διάβημα, δυνάμει των Θεσμών, για την με οποιοδήποτε τρόπο δικονομική σύνδεση των υποθέσεων. Λόγος για μεταξύ τους αλληλεπίδραση έγινε για πρώτη φορά στο δικαστήριο στις 12 Οκτωβρίου 1994, ημερομηνία κατά την οποία η αγωγή που εδώ ενδιαφέρει ήταν ορισμένη για ακρόαση. Εμφάνιση υπήρξε μόνο για τον εφεσείοντα. Ο συνήγορος πληροφόρησε το δικαστήριο ότι εκκρεμούσε για ακρόαση την 21 Οκτωβρίου 1994 ενώπιον του Πλήρους Επαρχιακού μια από τις άλλες δύο αγωγές, ότι το αποτέλεσμα της ενδέχετο να επιδράσει και ζήτησε αναβολή. Το δικαστήριο συγκατένευσε. Όρισε την υπόθεση για μνεία στις 6 Δεκεμβρίου 1994. Κατά τη νέα ημερομηνία, οι συνήγοροι δήλωσαν ότι η άλλη αγωγή είχε αναβληθεί για ακρόαση στις 12 Μαΐου 1995 και ζήτησαν, όπως, εν αναμονή του αποτελέσματος, δοθεί νέα, μεταγενέστερη ημερομηνία ακρόασης. Το δικαστήριο το έπραξε, αποδεχόμενο τη συνέχιση του συσχετισμού. Όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 29 Μαΐου 1995. Ημερομηνία κατά την οποία επαναλήφθηκε το ίδιο: δηλαδή, δεδομένης της αναβολής της άλλης αγωγής για τις 6 Δεκεμβρίου 1995, το δικαστήριο ανέβαλε και την ενώπιον του για τις 20 Δεκεμβρίου 1995. Την ίδια πορεία ακολούθησε και η τρίτη αγωγή που ορίστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1995. Και πάλι όμως δεν κατέστη δυνατή η διεκπεραίωση της άλλης αγωγής - εκείνης με το προβάδισμα - μέχρι τη νέα δοθείσα ημερομηνία. Γι΄ αυτό, οι συνήγοροι, με άτυπο έγγραφο το οποίο καταχωρήθηκε μια εβδομάδα ενωρίτερα, πληροφόρησαν το δικαστήριο σχετικά και υπέβαλαν, σε σχέση με την παρούσα περίπτωση, παράκληση για την ίδια όπως και πριν εξέλιξη.
Άλλαξε όμως στο μεταξύ ο δικαστής που επιλαμβανόταν της υπόθεσης. Στο άτυπο έγγραφο δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση. Όταν, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, οι συνήγοροι εμφανίστηκαν από πολύ ενωρίς ενώπιον του δικαστηρίου για να εξηγήσουν την κατάσταση, τους δόθηκε να αντιληφθούν ότι το ενδεχόμενο αναβολής θα έπρεπε να θεωρείτο απομακρυσμένο. Αργότερα, όταν φωνήθηκε η υπόθεση, η συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε σχετική αίτηση. Προέβη σε πλήρη αναφορά στις περιστάσεις συσχετισμού με την άλλη αγωγή. Και επισήμανε πως όσο και αν λανθασμένα ήταν που θεωρήθηκε από τους συνηγόρους αυτονόητη η υπό του δικαστηρίου συνέχιση του συσχετισμού, το λάθος εξηγείτο ιδιαίτερα από μια τελευταία εξέλιξη. Που ήταν η αναβολή στις 8 Δεκεμβρίου 1995 της τρίτης αγωγής ως αποτέλεσμα της αναβολής της αγωγής αρ. 9864/88 - εκείνης με το προβάδισμα - την 6 Δεκεμβρίου 1995 ενόψει της οποίας εζητείτο και η αναβολή στην προκείμενη περίπτωση. Εισηγήθηκε εν τέλει πως εάν η μέχρι τότε διευθέτηση συσχετισμού των υποθέσεων δεν μπορούσε πια να γίνει δεκτή από το δικαστήριο, η αναβολή καθίστατο εν πάση περιπτώσει αναγκαία προς υποβολή αίτησης για συνένωση των αγωγών. Ο συνήγορος της άλλης πλευράς συμφώνησε.
Το δικαστήριο υπογράμμισε ότι επρόκειτο για υπόθεση "πολύ αργοπορημένη" στην οποία οι διάδικοι θα μπορούσαν να είχαν αποταθεί προ πολλού για συνένωση της με τις άλλες. Ως εκ τούτου, στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, απέρριψε το αίτημα για αναβολή.
Επρόκειτο πράγματι περί παλαιάς υπόθεσης. Η οποία βαρυνόταν με πολλές και ατυχείς - όπως φαίνεται να ήταν οι περισσότερες - αναβολές. Και στην οποία αφέθηκε πολύς χρόνος να διαρρεύσει χωρίς τη λήψη δικαστικού διαβήματος για συσχετισμό της με άλλες εκκρεμούσες αγωγές, είτε με συνένωση είτε άλλως πως, όταν η αναγκαιότητα ή έστω η χρησιμότητα θα πρέπει να ήταν εμφανής εξ αρχής. Γενικά, το ότι η άλλη πλευρά συντάσσεται με αίτηση για αναβολή και το ότι η αναβολή αναμένεται να αποβεί ωφέλιμη ενόψει διαπλοκής της υπόθεσης με άλλη, δεν δικαιολογούν αφεαυτών και χωρίς αναφορά προς άλλους παράγοντες την παραχώρηση αναβολής. Στη
Fatsita v. Fatsita & Another (1988) 1 C.L.R. 210 το Εφετείο υπογράμμισε ότι η εντός ευλόγου χρόνου διεκπεραίωση υποθέσεων δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα των διαδίκων δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος αλλά και συμφέρον γενικότερα της πολιτείας με βάση το αξίωμα "interest reipublicae ut sit finis litium". Ανέφερε (στη σελ. 220) τα εξής:"The function of the Court is not only of interest to a litigant or the advocate representing him; it is a public function of general interest. Judges are performing a public duty towards society, irrespective of whether they are called upon to adjudicate private rights between two members of the society."
Το απόσπασμα αυτό επικροτήθηκε στην Τσουλόφτας ν. Μιχαήλ (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 22
8.Όμως στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε ως παράγοντας το ότι το ίδιο το δικαστήριο είχε, αντικρύζοντας την υπόθεση προηγουμένως, αποδεχθεί το συσχετισμό της με άλλη εκκρεμούσα στην οποία δόθηκε προβάδισμα. Και αυτό συνέχιζε να είχε σημασία δεδομένου ότι η τελευταία αναβολή εκείνης της υπόθεσης επενήργησε ώστε να αναβληθεί η τρίτη συναφής υπόθεση. Δημιουργώντας εύλογα νομίζουμε την προσδοκία στους διάδικους στην παρούσα ότι για τον ίδιο ακριβώς λόγο θα ακολουθούσε η αυτή εξέλιξη και εδώ. Στον εν λόγω παράγοντα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέδωσε σημασία. Αυτό ήταν λάθος ανεξάρτητα από το κατά πόσο η προηγούμενη δικαστική αντίκρυση ήταν ή όχι λανθασμένη. Ζήτημα επί του οποίου δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Το δικαστήριο διατηρούσε βέβαια δυνατότητα να καθορίσει νέα πορεία πλεύσης. Αλλά θα έπρεπε να καθίστατο έγκαιρα σαφής στους διαδίκους.
Στην άσκηση πρωτόδικα διακριτικής εξουσίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο όπου είτε προκύπτει ότι υπήρξε λάθος επί του νόμου ή ζητήματος αρχής είτε καταφαίνεται ότι προκλήθηκε αδικία. Η εφαρμοστέα αρχή συζητήθηκε στη
In re Eleni Michael Hji Petri (1973) 1 C.L.R. 166 στην οποία επικροτήθηκε η προσέγγιση στην Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646. όπως και στη σχετικά πρόσφατη Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984.Εν προκειμένω η παραγνώριση, πρωτόδικα, του παράγοντα που αναφέραμε, αποτελεί λάθος ως ζήτημα αρχής. Γιατί ήταν σημαντικός. Σε βαθμό μάλιστα που, κατά την άποψη μας, αν δεν απέβαινε καθοριστικός για να οδηγήσει στην αναβολή, θα επροκαλείτο αδικία. Επιβάλλεται λοιπόν η επέμβαση μας.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται. Με συνακόλουθη βέβαια την επαναφορά της αγωγής. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ